ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ

ήμερα 11/1/2016 εορτάζουν:
  • Όσιος Θεοδόσιος ο κοινοβιάρχης
  • Όσιος Θεοδόσιος ηγούμενος Μονής Φιλόθεου εν Άθω και Επίσκοπος Τραπεζούντος
  • Σύναξη των Μυρίων Αγγέλων
  • Άγιοι Στέφανος ο εν Πλακιδιαναίς, Θεόδωρος και Αγάπιος ο Αρχιμανδρίτης
  • Άγιος Μάιρος
  • Όσιος Βιτάλιος
  • Ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού της Μεγάλης Εκκλησίαςτου Χριστού στη Θεσσαλονίκη
  • Άγιος Μιχαήλ διά Χριστόν Σαλός και Θαυματουργός
  • Άγιος Νικηφόρος Νεομάρτυρας εκ Κρήτης
  • Άγιοι Πέτρος, Σεβέριος και Λεύκιος οι Μάρτυρες
  • Άγιος Υγίνος Επίσκοπος Ρώμης

Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ (ὁ Κοι­νο­βιά­ρχης)
11.-Osios-Theodosios-Koinobiarxis
Μέ­σα στήν ἱ­ε­ρή καί πο­λύ­πα­θη πα­ρά­τα­ξη τῶν Ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μο­να­χῶν ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση κα­τέ­χει ὁ ὅ­σιος Θε­ο­δό­σιος. Λαμ­πρός φω­το­στέ­φα­νος πε­ρι­βάλ­λει τήν ὁ­σί­α του μορ­φή ὡς ἀ­παύ­γα­σμα τῆς ἁ­γί­ας βι­ο­τῆς καί τοῦ ἔρ­γου τῆς ἀ­γά­πης, τό ὁ­ποῖ­ο πρό­σφε­ρε μέ­χρι τά βα­θιά γε­ρά­μα­τά του στούς συ­ναν­θρώ­πους του.
Ἄ­σκή­ση καί ἀ­γά­πη
Στά μέ­σα πε­ρί­που τοῦ πέμ­πτου αἰ­ώ­να γεν­νή­θη­κε ὁ Θε­ο­δό­σιος στό χω­ριό Μω­γα­ρισ­σός τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας ἀ­πό γο­νεῖς εὐ­σε­βεῖς, τόν Προ­αι­ρέ­σιο καί τήν Εὐ­λο­γί­α. Κα­λε­σμέ­νος ἀπό τόν Θε­ό αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­πό νε­α­ρή ἡ­λι­κί­α ἰ­δι­αί­τε­ρο πό­θο καί ζῆ­λο νά ἀ­κο­λου­θή­σει τή μο­να­χι­κή πο­λι­τεί­α. Εἵλ­κυ­σε τήν ψυ­χή του ἡ τε­λει­ό­τη­τα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς καί ἡ ὁλοκλη­ρω­τι­κή ἀ­φο­σί­ω­ση στόν Θε­ό. Καί μα­ζί μέ αὐ­τά, μα­ζί μέ τήν προ­σευ­χή, τή με­λέ­τη, τήν ἀ­γρυ­πνί­α, πό­θη­σε νά προ­σφέ­ρει τίς δυ­νά­μεις του στήν πα­ρη­γο­ρί­α, τήν ἐ­νί­σχυ­ση, τήν πνευ­μα­τι­κή οἰ­κο­δο­μή τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­κεί­νων πού δέν εἶ­χαν δε­χθεῖ ἀ­κό­μη τή χρι­στι­α­νι­κή πί­στη.
Αὐτός ὁ πό­θος μα­ζί μέ τήν ἄλ­λη θε­ο­φι­λῆ του ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἐ­πι­σκε­φθεῖ τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους, τόν ὁ­δή­γη­σε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Τίς ἡ­μέ­ρες πού προ­σκυ­νοῦ­σε τούς ἱ­ε­ρούς τό­πους, ὅταν ἀ­σπα­ζό­ταν τά ἱ­ε­ρά σύμ­βο­λα, αἰ­σθάν­θη­κε βα­θύ­τα­τη συγ­κί­νη­ση. Ἔ­φε­ρε στή σκέ­ψη του καί βί­ω­σε ὅ­σα ὁ Κύ­ριος ἔ­πα­θε ἐ­κεῖ γιά τή σω­τη­ρί­α καί τή λύ­τρω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Αἰ­σθάν­θη­κε βα­θύ­τα­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς πῆ­ρε τήν ὁ­ρι­στι­κή ἀ­πό­φα­ση νά ἀ­φι­ε­ρώ­σει ὁ­λό­κλη­ρη τή ζω­ή του γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ἀ­να­χω­ρεῖ λοι­πόν ἀ­μέ­σως γιά τήν Ἀν­τι­ό­χεια, γιά νά γνω­ρί­σει τόν φη­μι­σμέ­νο τό­τε Συ­με­ών τόν Στυ­λί­τη καί νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει ἀ­πό κον­τά τήν ἀ­σκη­τι­κή του πο­λι­τεί­α. Καί πράγματι ἡ ὁ­σί­α ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή τοῦ Στυ­λί­τη ἄ­σκη­σε ἐ­πά­νω του γο­η­τεί­α, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἐ­νέ­πνευ­σε πολ­λές ἱ­ε­ρές ἀ­πο­φά­σεις. Ἀλ­λά καί ὁ Συ­με­ών δι­εῖ­δε στό πρό­σω­πο τοῦ Θεοδοσίου τό με­γά­λο ἀ­σκη­τῆ τοῦ μέλ­λον­τος, τόν ἐρ­γά­τη τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πρό­κει­το νά γί­νει σπου­δαῖ­ος πα­ρά­γον­τας ἐ­νι­σχύ­σε­ως καί δι­α­δό­σε­ως τῆς μο­να­στι­κῆς ζω­ῆς καί ἀσκή­σε­ως.
Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Θε­ο­δό­σιος ἐ­πέ­στρε­ψε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καί προ­σκολ­λή­θη­κε στόν ἐ­νά­ρε­το ἡ­συ­χα­στή Λογ­γί­νο. Κον­τά στόν εὐ­λα­βῆ αὐ­τό μο­να­χό θέ­λη­σε νά μα­θη­τεύ­σει ὁ Θε­ο­δό­σιος καί νά ἑ­τοι­μα­σθεῖ γιά τό με­τέ­πει­τα ἔρ­γο του. Χρει­ά­ζε­ται, πρίν ὁ ἐρ­γά­της τοῦ Θε­οῦ προ­χω­ρή­σει στή δρά­ση, νά αὐ­το­συγ­κεν­τρω­θεῖ, νά μα­θη­τεύ­σει, νά προ­σευ­χη­θεῖ, νά με­λε­τή­σει, νά ἐμ­πνευ­σθεῖ. Ἔ­τσι καί ὁ Θε­ο­δό­σιος κον­τά στό Λογ­γί­νο ἀ­σκή­θη­κε μέ πολ­λή αὐ­στη­ρό­τη­τα καί συγ­χρό­νως συ­ζη­τοῦ­σε μα­ζί του, προ­σευ­χό­ταν, με­λε­τοῦ­σε καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν.
Ἦρ­θε τέ­λος ὁ και­ρός νά ἐκ­πλη­ρώ­σει τήν ἱ­ε­ρή του ἀ­πό­φα­ση καί νά πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τό θε­ά­ρε­στο πό­θο του. Ἀ­πο­σύρ­θη­κε λοι­πόν μό­νος του σέ κά­ποι­ο ἡ­συ­χα­στή­ριο μα­κριά ἀπό τόν κό­σμο, σέ τό­πο ἔ­ρη­μο, γιά νά με­τα­τρέ­ψει τήν ἔ­ρη­μο σέ τό­πο ἀ­σκή­σε­ως, ὕ­μνου καί λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­κό­μη νά τήν κά­νει τό­πο ἀ­σκή­σε­ως καί ἀ­γά­πης μέ ὅ­λες της τίς μορ­φές.
Δέν ἄρ­γη­σαν νά πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν οἱ ἱ­ε­ροί του σκο­ποί, τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νερ­γοῦν­τος, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τηύ­θυ­νε καί εὐ­λο­γοῦ­σε τόν ἀ­γώ­να του. Οἱ δι­α­βά­τες, οἱ ὁ­δοι­πό­ροι καί τα­ξι­δι­ῶ­τες ἄρ­χι­σαν νά πλη­ρο­φο­ροῦν­ται τήν ἐ­κεῖ ἐγ­κα­τά­στα­ση τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου καί κου­ρα­σμέ­νοι στα­μα­τοῦ­σαν στό πρό­χει­ρο κα­τά­λυ­μά του, γιά νά προ­φυ­λα­χθοῦν ἀ­πό τίς και­ρι­κές συν­θῆ­κες καί νά ἀ­να­παυ­θοῦν ἀ­πό τόν κό­πο τῆς ὁ­δοι­πο­ρί­ας. Ὁ Ἅ­γιος χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τήν εὐ­και­ρί­α αὐ­τή γιά νά πε­ρι­ποι­η­θεῖ ὡς κα­λός Σα­μα­ρεί­της αὐ­τούς πού ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­στελ­νε. Ἔβλεπε ψυ­χές γιά τίς ὁ­ποῖ­ες Χρι­στός ἀ­πέ­θα­νε καί ἑ­τοί­μα­σε βα­σι­λεί­α οὐ­ρά­νια. Ἀ­φοῦ τούς ἔ­δι­νε ὅ,τι τοῦ ἦ­ταν δυ­να­τόν γιά νά τούς ἀ­να­κου­φί­σει ἀ­πό τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ σώ­μα­τος, ὕστε­ρα τούς πα­ρέ­θε­τε τρά­πε­ζα πνευ­μα­τι­κή, γιά νά θρέ­ψει καί τήν ψυ­χή τους καί νά τούς οἰ­κο­δο­μή­σει ἐν Χρι­στῷ. Συ­ζη­τοῦ­σε μα­ζί τους σάν πα­τέ­ρας μέ παι­δί, σάν ἀ­δελ­φός μέ ἀδελ­φό. Ἡ πολ­λή του ἀ­γά­πη, ἀ­γά­πη Χρι­στοῦ, συν­δυ­α­σμέ­νη πάν­το­τε μέ σύ­νε­ση καί δι­ά­κρι­ση τοῦ ἔ­δει­χνε τόν τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­δρά­σει σέ κά­θε περίπτωση. Ἔ­τσι κά­θε του λό­γος καί κά­θε συμ­βου­λή πο­τι­σμέ­νη στό θεῖ­ο θέ­λη­μα ἔ­βρι­σκε εὐ­με­νῆ ἀ­πή­χη­ση στίς δι­ψα­σμέ­νες ψυ­χές. Ἐ­νέ­πνε­ε ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α του, ἐ­νί­σχυ­ε ἡ συμβου­λή του, πα­ρη­γο­ροῦ­σε ὁ λό­γος του, οἰ­κο­δο­μοῦ­σε ἡ ἀ­γά­πη του. Ἔ­φευ­γαν οἱ ἄν­θρω­ποι ὠ­φε­λη­μέ­νοι μέ τή γλυ­κιά γεύ­ση τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης.
Ποι­ός ξέ­ρει πό­σοι γνώ­ρι­σαν ἐ­κεῖ τόν Χρι­στό καί με­τα­νό­η­σαν! Τό βέ­βαι­ο εἶ­ναι ὅ­τι πο­λύ γρή­γο­ρα ὄ­χι μό­νο δι­α­βά­τες ἀλ­λά καί πολ­λοί ἄλ­λοι ἔρ­χον­ταν ἐ­πί­τη­δες καί ἀ­πό μα­κρι­νές ἀκό­μη ἀ­πο­στά­σεις, γιά νά δοῦν τόν Θε­ο­δό­σιο, νά τόν γνω­ρί­σουν, νά τοῦ ἐμ­πι­στευ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τά τους, νά ζη­τή­σουν καί νά δε­χθοῦν τή συμ­βου­λή του. Καί ἐ­κεῖ­νος ὄ­χι μόνο συμ­με­τεῖ­χε ὁ­λό­ψυ­χα καί πρό­σφε­ρε ὅ,τι χρει­α­ζό­ταν κά­θε φο­ρά, ἀλ­λά καί γιά πολ­λές ὧ­ρες τό δι­ά­στη­μα τῆς νύ­χτας προ­σευ­χό­ταν στό Θε­ό γιά τά ζη­τή­μα­τά τους.
Ἀ­λή­θεια πό­ση ἀ­νάγ­κη ἔ­χουν οἱ ἄν­θρω­ποι γιά πα­ρη­γο­ριά καί ἐ­νί­σχυ­ση! Ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ἀ­πό εἰ­λι­κρι­νῆ ἀ­γά­πη, τήν ὁ­ποί­α οἱ ἄν­θρω­ποι κά­θε ἐ­πο­χῆς ἐ­πι­ζη­τοῦν ὅ­που εἶ­ναι δυ­να­τόν νά τή βροῦν. Για­τί σέ κά­θε ἐ­πο­χή ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, μέ τίς ἴ­δι­ες ἀ­νάγ­κες καί τίς ἴ­δι­ες δυ­σκο­λί­ες. Γι’ αὐ­τό εἶ­ναι πε­ρι­ζή­τη­τοι οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς ἀ­γά­πης, οἱ ὁ­ποῖ­οι σάν τόν ἅ­γιο Θε­ο­δό­σιο γί­νον­ται μι­μη­τές του Χρι­στοῦ καί με­τα­δί­δουν στούς ἀ­δελ­φούς τους ὅ,τι ἡ ἀ­γά­πη τούς ἐμ­πνέ­ει. Ἄς αὐ­ξά­νει ὁ Θε­ός καί στήν ἐ­πο­χή μας τούς πο­λύ­τι­μους αὐ­τούς ἀνθρώπους καί ἄς εὐ­λο­γεῖ πλού­σια τό ἱ­ε­ρό ἔρ­γο τῆς ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πης!
Κοι­νο­βιά­ρχης ἀ­γω­νι­στής
Γύ­ρω ἀ­πό τό ἡ­συ­χα­στή­ριο τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­δο­σί­ου μέ τό πέ­ρα­σμα τοῦ χρό­νου ἄρ­χι­σαν νά ἐγ­κα­θί­σταν­ται πολ­λοί ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού τόν γνώ­ρι­σαν. Εἶ­χαν στη­θεῖ στήν πε­ρι­ο­χή πολλές κα­λύ­βες μέ κέν­τρο καί ὁ­δη­γό τήν εὐ­γε­νῆ καί φω­το­βό­λο μορ­φή τοῦ ὁ­σί­ου. Φτω­χοί καί πλού­σιοι ἔ­βρι­σκαν γύ­ρω του καί κον­τά του γα­λή­νιο καί ἀ­σφα­λές λι­μά­νι.
Αὐ­τή ὅ­μως ἡ ὑ­περ­βο­λι­κή συγ­κέν­τρω­ση ἀν­θρώ­πων γύ­ρω του — Θε­οῦ ἐμ­πνεύ­ση καί θεῖ­ο δῶ­ρο — ἐ­νέ­πνευ­σε τόν Θε­ο­δό­σιο νά σκε­φθεῖ καί νά ἀ­πο­φα­σί­σει τήν ἵ­δρυ­ση κοινοβίου. Καί πραγ­μα­το­ποί­η­σε τό ἱ­ε­ρό σχέ­διο του ὁ Ὅ­σιος μέ ζῆ­λο πο­λύ. Ἔ­κτι­σε γρή­γο­ρα κοι­νό­βιο σέ πε­ρι­ο­χή πέ­ρα ἀ­πό τή Νε­κρά θά­λασ­σα. Κον­τά σ’ αὐ­τό κτί­σθη­καν μέ τό χρό­νο καί ἰ­δι­αί­τε­ρα δι­α­με­ρί­σμα­τα ὡς ξε­νῶ­νες γιά τούς πολ­λούς ἐ­πι­σκέ­πτες καί προ­σκυ­νη­τές. Ἀ­κό­μη καί νο­σο­κο­μεῖ­ο γιά τούς ἀ­σθε­νεῖς καί γέ­ρον­τες καί ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο γιά τά ὀρ­φα­νά εἶ­χε ἀ­νοι­κο­δο­μή­σει. Χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν ἦ­ταν τό εὐ­λο­γη­μέ­νο κοι­νο­βια­κό συγ­κρό­τη­μα στό κέν­τρο τοῦ ὁ­ποί­ου δέ­σπο­ζε ὁ ἱ­ε­ρός Να­ός του.
Ἀ­πό τό­τε ὁ Θε­ο­δό­σιος ἔ­λα­βε καί τό προ­σω­νύ­μιο κοι­νο­βιά­ρχης. Ἦ­ταν ὁ νοῦς πού κα­τηύ­θυ­νε, ὁ πα­τέ­ρας καί ἀ­δελ­φός πού συμ­πα­ρα­στε­κό­ταν, ὁ ἰα­τρός καί ὑ­πη­ρέ­της ὅ­λων. Συγχρό­νως ἦ­ταν δι­δά­σκα­λος τῆς εὐ­σε­βεί­ας, ὁ­δη­γός τῶν ψυ­χῶν, τύ­πος γε­νό­με­νος τῶν αὐ­τοῦ μα­θη­τῶν. Τό πνεῦ­μα πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στό ἱ­ε­ρό κοι­νό­βιο με­τα­ξύ τῶν μο­να­χῶν καί ἐ­πι­σκε­πτῶν ἦ­ταν ἡ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ καί ἡ ἀ­γά­πη. Προ­σευ­χή καί ἐρ­γα­σί­α γιά τή σω­τη­ρί­α τῶν ψυ­χῶν.
Πε­ρί­που ἑ­κα­τό ἐ­πι­σκέ­πτες ἔρ­χον­ταν κά­θε μέ­ρα στό κοι­νό­βιο τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου καί ἔ­φευ­γαν μέ τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ὑ­λι­κά καί πνευ­μα­τι­κά ἐ­φό­δια. Πολ­λοί ἦ­ταν καί αὐ­τοί πού πρό­σφε­ραν πλού­σια ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Ἡ φή­μη τοῦ ὁ­σί­ου εἶ­χε κερ­δί­σει τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη πολ­λῶν πι­στῶν πλου­σί­ων. Ἔ­τσι ἐ­φερ­ναν οἱ ἴ­διοι ἤ ἔ­στελ­ναν μέ ἄλ­λους ἀ­πό τά ἀ­γα­θά τους, γιά νά τά δια­θέ­τει ὁ Ὅ­σιος κα­τά τήν κρί­ση του σ’ αὐ­τούς πού εἶ­χαν πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη.
Πρέ­πει ἀ­κό­μη νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξαν ἐ­πο­χές πού ὁ Θε­ο­δό­σιος, ὁ πρα­ό­τα­τος καί ἤ­ρε­μος ἄν­θρω­πος, γι­νό­ταν μα­χη­τι­κός καί ὁρ­μη­τι­κός. Ἦ­ταν ἐ­πο­χές κα­τά τίς ὁ­ποῖ­ες τά δόγμα­τα τῆς πί­στε­ως δέ­χον­ταν σκλη­ρή πο­λε­μι­κή καί ἡ ἀ­λή­θεια καί ἡ εὐ­σέ­βεια δι­ω­κό­ταν. Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἀ­να­στά­σιος (428 - 518 μ.Χ.) ἦ­ταν ἀν­τί­θε­τος στίς ἀποφά­σεις τῆς Δ΄ Οἴ­κου­με­νι­κης Συ­νό­δου καί φί­λος τῆς αἱ­ρέ­σε­ως τῶν Εὐ­τυ­χοῦς, Δι­ο­σκό­ρου καί Σε­βή­ρου. Ἐ­κμε­ταλ­λευ­ό­ταν λοι­πόν τή θέ­ση του καί ὑ­πο­χρέ­ω­νε ἤ καί κο­λά­κευ­ε πολ­λούς νά ὑ­πο­γρά­φουν καί νά συμ­φω­νοῦν πρός τή μο­νο­φυ­σι­τι­κή αἵ­ρε­ση. Τό ἴ­διο θέ­λη­σε νά κά­νει καί μέ τόν Θε­ο­δό­σιο. Ἀ­πό αὐ­τόν ἄλ­λω­στε ἤλ­πι­ζε πολ­λά λό­γῳ τῆς φή­μης καί τῆς εὐ­λά­βειας πού ἀ­πο­λάμ­βα­νε ἀ­πό πλή­θη ἀν­θρώ­πων. Ἔ­στει­λε λοι­πόν πρός τόν Θε­ο­δό­σιο δῶ­ρα πλού­σια μέ τήν ἀ­παί­τη­ση νά ὑ­πο­γρά­ψει τήν αἵ­ρε­ση καί νά προ­σχω­ρή­σει σ αὐ­τή.
Οἱ με­γά­λοι ὅ­μως ἄν­δρες πού ἔ­χουν συ­ναί­σθη­ση τῆς θέ­σε­ώς τους δέν δε­λε­ά­ζον­ται ἀ­πό δῶ­ρα. Ὁ Θε­ο­δό­σιος ὕ­ψω­σε τό ἀ­νά­στη­μά του καί μέ πα­τε­ρι­κή παρ­ρη­σί­α ἤ­λεγ­ξε τόν αὐτο­κρά­το­ρα μέ καυ­στι­κές ἐ­πι­στο­λές, ἀ­φοῦ προ­η­γου­μέ­νως τοῦ ἀ­πέ­δει­ξε ὅ­τι οἱ σκέ­ψεις του καί οἱ ἐ­νέρ­γει­ές του εἶ­ναι ὀ­λέ­θρι­ες γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τό Ἔ­θνος. Δέν πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε ὅ­μως μέ­χρις ἐ­δῶ. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κρι­σι­μό­τη­τας τῶν και­ρῶν συγ­κέν­τρω­σε τούς πι­στούς του καί τούς κα­τα­τό­πι­σε γιά τό με­γά­λο κίν­δυ­νο. Τούς συ­νέ­στη­σε νά εἶ­ναι προσεκτι­κοί σέ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ τήν πί­στη καί τά δόγ­μα­τα. Τούς ἀ­νέ­πτυ­ξε ἀ­κό­μη ὅ­τι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι τι­μοῦν δυ­ό φύ­σεις τοῦ Χρι­στοῦ, θεί­α καί ἀν­θρώ­πι­νη, ἑ­νω­μέ­νες σέ μί­α ὑ­πό­στα­ση ἀσυγχύτως, ἀ­τρέ­πτως, ἀ­χω­ρί­στως καί ἀ­δι­αι­ρέ­τως, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς δογ­μά­τι­σε ἡ Δ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος. Συγ­χρό­νως ἀ­νέ­λα­βε πε­ρι­ο­δεί­α καί στή γύ­ρω πε­ρι­ο­χή μέ τήν ἴ­δια ἀποστο­λή καί τό ἴ­διο κή­ρυγ­μα.
Ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ὅ­μως αὐ­τή τοῦ Θε­ο­δο­σί­ου, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό, ἐ­ξόρ­γι­σε τόν αὐ­το­κρά­το­ρα ὁ ὁ­ποῖ­ος τόν ἐ­ξό­ρι­σε ὅ­σο πιό μα­κριά μπο­ροῦ­σε, γιά νά τόν κα­τα­στή­σει ἀ­κίν­δυ­νο. Νέ­ο πα­ρά­ση­μο αὐ­τό γιά τόν ὅ­σιο ἄν­δρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δέν ἔ­παυ­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται στόν τό­πο τῆς ἐ­ξο­ρί­ας του καί νά προ­σεύ­χε­ται γιά τή στή­ρι­ξη τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Βέ­βαι­α με­τά τό θάνα­το τοῦ δυσ­σε­βοῦς αὐ­το­κρά­το­ρα ὁ Θε­ο­δό­σιος ἐ­πα­νῆλ­θε στή θέ­ση του. Καί ἐ­πα­νῆλ­θε πιό λαμ­πρός καί πιό δυ­να­τός. Οἱ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­ποι Ρώ­μης Ἀ­γά­πιος καί Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας Ἐφραίμ τοῦ ἀ­πέ­στει­λαν ἐ­πι­στο­λές μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­ξυ­μνοῦ­σαν καί ἐ­παι­νοῦ­σαν τή στα­θε­ρή στά­ση του καί τό θαυ­μα­στό ἔρ­γο του. Νω­ρί­τε­ρα ὅ­μως εἶ­χε ἐγ­κω­μιά­σει τόν ὅ­σιο ὁ Θε­ός, για­τί ἀ­κο­λού­θη­σε πι­στά τήν πα­ραγ­γε­λί­α του: «ἕ­ως θα­νά­του ἀ­γώ­νι­σαι πε­ρί τῆς ἀ­λη­θεί­ας» (Σ. Σειρ. δ΄ 28).
Ὁ ὅ­σιος Θε­ο­δό­σιος δέ­χθη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό καί ἄλ­λο χά­ρι­σμα. Τό χά­ρι­σμα τῆς θαυ­μα­τουρ­γί­ας. Ὡς ἐ­κλε­κτός του Θε­οῦ καί μέ τή θεί­α Του δύ­να­μη ἔ­κα­νε πολ­λά καί ποι­κί­λα θαύματα. Ἀ­πό αὐ­τά πολ­λά ἀ­να­φέ­ρον­ται στή θε­ρα­πεί­α ἀ­σθε­νῶν καί μά­λι­στα μέ βα­ρι­ές ἀ­σθέ­νει­ες. Ἀλ­λά στή γε­ωρ­γί­α, ὅ­πως ἡ δι­α­φύ­λα­ξη τῆς καλ­λι­έρ­γειας τοῦ σι­τα­ριοῦ ἤ ἡ φυγάδευ­ση τῆς ἀ­κρί­δας. Ἄλ­λα ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν κα­τά­παυ­ση σει­σμοῦ ἤ τήν ἐ­ξεύ­ρε­ση τρο­φί­μων καί ἐν­δυ­μά­των γιά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ κοι­νο­βί­ου. Μέ ὅ­λα αὐ­τά, τίς δι­δα­σκα­λί­ες, τά θαύ­μα­τα καί τίς προ­σευ­χές, ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τούς Χρι­στια­νούς ὡς ἄν­θρω­πος πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης μέ κέν­τρο καί ὁρ­μη­τή­ριο τό εὐ­λο­γη­μέ­νο ἐ­ρη­μη­τή­ριο καί κοι­νό­βιό του.
Μέ­χρι τά βα­θιά γε­ρά­μα­τά του ἀ­ξι­ώ­θη­κε ὁ Θε­ο­δό­σιος νά προ­σφέ­ρει τίς πο­λύ­τι­μες ὑ­πη­ρε­σί­ες του γιά τή δό­ξα τοῦ Κυ­ρί­ου καί τήν ὠ­φέ­λεια τῶν ψυ­χῶν. Μυ­ριά­δες ἀν­θρώ­πων δέχθη­καν τούς καρ­πούς τῆς ἀ­γά­πης του. Ἀλ­λά καί πά­ρα πολ­λοί μα­θη­τές του μι­μή­θη­καν τίς με­γά­λες ἀ­ρε­τές του καί ἀ­κο­λού­θη­σαν τό δι­κό του πρό­γραμ­μα. Ἔ­τσι γρή­γο­ρα ἱδρύθη­καν κον­τά καί μα­κριά καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α μο­να­στι­κά κέν­τρα πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, χρι­στι­α­νι­κῆς ἀ­γά­πης, ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς καί φι­λαν­θρω­πί­ας. Καί αὐ­τός γε­μά­τος εὐ­γνω­μο­σύ­νη στό Θε­ό γιά τίς πλού­σι­ες εὐ­λο­γί­ες, πλή­ρης ἡ­με­ρῶν, σέ ἡ­λι­κί­α 105 ἐ­τῶν, στίς 11 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 529 μ.Χ. πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα του. Ἔ­τσι ὡς δοῦ­λος ἀ­γα­θός καί πι­στός στόν Κύ­ριο καί Θε­ό του ἀ­να­μέ­νει ἀ­πό Ἐ­κεῖ­νον «τόν τῆς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νον» (Β΄ Τίμ. δ΄ 8).
Τέ­τοι­α πα­ρά­δο­ση ἔ­χει ὁ ἱ­ε­ρός μο­να­χι­κός βί­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Πα­ρά­δο­ση μέ δι­πλή ἀ­πο­στο­λή. Ἀ­πο­στο­λή δο­ξο­λο­γί­ας καί λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ καί συγ­χρό­νως φι­λαν­θρω­πί­ας καί ἱ­ε­ρα­πο­στο­λῆς. Ἄς ἀ­ξι­ώ­νει ὁ Κύ­ριος καί στίς μέ­ρες μας νά ἀν­θοῦν τέ­τοι­ου εἴ­δους Μο­νές. Θά ἀ­πο­τε­λοῦν τό στή­ριγ­μα τῶν πι­στῶν καί τή δό­ξα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Ἄν­θρω­πος μέν τή φύ­σει ἐ­χρη­μά­τι­σας, πά­τερ, ἀλλ’ ὤ­φθης συμ­πο­λί­της Ἀγ­γέ­λων, ὡς γάρ ἄ­σαρ­κος ἐ­πί γῆς βι­ο­τεύ­σας, σο­φέ, τῆς σαρ­κός ἅ­πα­σαν τήν πρό­νοι­αν ἀ­πέρ­ρι­ψας διο καί πάρ’ ἡ­μῶν ἀ­κού­εις:
Χαί­ροις, τῆς ἐ­ρή­μου πο­λι­στής παγ­κό­σμιος
χαί­ροις, οἰ­κου­μέ­νης φω­στήρ ὁ πο­λύ­φω­τος.
Χαί­ροις, πολ­λούς ἐκ πλά­νης ρυ­σά­με­νος
χαί­ροις, κρου­νούς θαυ­μά­των δω­ρού­με­νος.
Χαί­ροις, πτω­χῶν τήν φρον­τί­δα ποι­ή­σας
χαί­ροις, ἡ­μῶν ὁ προ­στά­της καί ρύ­στης.
Χαί­ροις, πά­τερ Θε­ο­δό­σι­ε.
(Οἶ­κος τοῦ Ἁ­γί­ου)
Ἀπό τό βιβλίο «Καλλίνικοι Μάρτυρες»
Ἀρχιμ. Θεοδώρου Μπεράτη

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ