Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ
Ο άγιος Μάξιμος και η διακοπή της κοινωνίας με την επίσημη Εκκλησία και τους Πατριάρχες λόγω της υπαρχούσης αλλά μη καταδικασμένης ακόμα αιρέσεως!
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ νέο βιβλίο τοῦ κ. Ἰωάννη Ρίζου "Οἱ ληστὲς τῆς Θείας Διδασκαλίας" (Β΄ τόμος).
Τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ (615), μέγας ἐκφραστὴς καὶ μέχρι θανάτου ὑπερασπιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναδείχθηκε ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἡαἰτία τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Μαξίμου ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τῆς μοναχικῆς ἀφιερώσεώς του ἦταν ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν κόσμο γιὰ νὰ μὴν ἔχει καμμία ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς. Τὴν ἐπικοινωνία αὐτὴ τὴν ἐθεωροῦσεμολυσμὸ τῆς ψυχῆς του: «Καταλείπει μὲν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τὸ τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος».
Τὸ 646 μετέβη στὴ Ρώμη καὶ ὀργάνωσε Σύνοδο στὸ Λατερανό (649), ὅπου καὶ καταδικάστηκε ὁ Μονοθελητισμός. Ἡ δράση του αὐτὴ στρεφόταν ἐνάντια στὴν θέληση τοῦ αὐτοκράτορα Κώνστα Β΄, ὁ ὁποῖος διέταξε τὴν προσαγωγή του στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἀπείθειας σὲ αὐτοκρατορικὸ πρόσταγμα, τῆς συνωμοσίας καὶ τῆς συμμετοχῆς σὲ στάση. Τὸ 653 μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου δικάστηκε καὶ καταδικάστηκε σὲ ἐξορία στὴ Βιζύη τῆς Θράκης. Ἀργότερα προσήχθη ἄλλες δύο φορὲς σὲ δίκη καὶ τελικὰ τὸ 662 καταδικάστηκε σὲ ἐξορία στὴ Λαζικὴ τοῦ Πόντου.
Ὅταν συνελήφθη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κώνστα καὶ τὸν συνεργάτη του αἱρετικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παῦλο, ἀνακρινόταν μὲ βασανιστήρια, ἀπειλές, ἀλλὰ καί «πατρικές» καί «ἀγαπητικές» ὑποσχέσεις προκειμένου, νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνημά του καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν «ἐκκλησία» στὰ προστάγματά της. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἦταν ἀνένδοτος. Τὰ βασανιστήρια καὶ οἱ ἐξορίες δὲν τὸν μετακινούσαν οὔτε χιλιοστὸ ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῶν Ἱεροσολύμων τοῦ 634 (ἐπὶ Πατριάρχου Σωφρονίου), τῶν Τοπικῶν Συνόδων τῆς Ἀφρικῆς (τῶν ἐπαρχιῶν Νουμιδίας, Βυζακινῆς, Μαυριτανίας καὶ Ἀνθυπατικῆς Ἀφρικῆς), καὶ φυσικὰ τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ. Ὁ Ἅγιος σ’ ὅλες τὶς διαδοχικὲς ἀνακρίσεις καὶ πιέσεις, ποὺ δέχθηκε, εἶχε πρὸ ὀφθαλμῶν του τὶς ἀποφάσεις τῶν παραπάνω Συνόδων καὶ μάλιστα αὐτῆς τοῦ Λατερανοῦ, στὴν ὁποία, καταδικάστηκε ὄχι μόνον ἡ αἵρεση, ἀλλὰ ἐπιπλέον ἀναθεματίστηκαν οἱ αἱρετικοὶ Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Πύρρος καὶ Παῦλος.
Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα. Στὴν ἀνάκριση, ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα προκειμένου νὰ τὸν μεταπείσουν, τοῦ ἐτέθη τὸ ἑξῆς ἐρώτημα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο: «Κοινωνεῖς τῆ Ἐκκλησίᾳ τῶν ὧδε ἢ οὐ κοινωνεῖς; -ὁ Μάξιμος ἀποκρίθηκε: οὐ κοινωνῶ. -Λέγει αὐτῶ διά τί; -Ἀπεκρίθη: Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους». Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, διότι ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης περιφρόνησε τὶς Συνόδους. Ὅλα αὐτὰ συνέβησαν εἴκοσι χρόνια προτοῦ συνέλθει (τὸ 680 μ.Χ.) ἡ ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία κατάδίκασε τὴν αἵρεση, ἀναθεμάτισε ὅλους τοὺς τότε Πατριάρχες Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως καὶ δικαίωσε τὸν Ἅγιο Μάξιμο μὲ τοὺς δύο Μοναχοὺς μαθητές του!
Πολλὰ συμπεράσματα μποροῦμε νὰ ἐξάγουμε καὶ ἀπὸ τὸν διάλογο τοῦ φυλακισμένου καὶ βασανισμένου, Ἁγίου Μαξίμου μὲ τὸν ἀνακριτὴ Τρωΐλο. Ἔλεγε ὁ Τρωΐλος στὸν Ὅσιο, ὅτι μὲ τὴν «οἰκονομία» ποὺ ἐπιδιώκουν (ὁ Πατριάρχης καὶ αὐτοκράτορας) θέλουν νὰ μὴ ζημιωθοῦν οἱ λαοὶ μέ «τέτοιες [θεολογικές] λεπτολογίες» καί «νὰ εἰρηνεύσουμε ὅλοι». Ὁ Ἅγιος Μάξιμος τοῦ ἀπαντοῦσε: «…Ἡ σιωπὴ τῶν λόγων εἶναι ἀναίρεσις τῶν λόγων. Ὁ λόγος ποὺ δὲν λέγεται, δέν εἶναι κἂν λόγος». Τότε τοῦ εἶπε ὁ Τρωΐλος: «Στὴν καρδιά σου νὰ ἔχης ὅ,τι θέλεις, δὲν σὲ ἐμποδίζει κανείς». Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Ὁ Θεὸς δὲν περιώρισε στὴν καρδιά ὅλη τὴν σωτηρία ἀλλὰ εἶπε “Ὁὁμολογῶν με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω αὐτὸν ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Καὶ ὁ θεῖος Ἀπόστολος διδάσκει ὡς ἑξῆς: «Καρδία μέν πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν». Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ οἱ Προφῆται καὶ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Θεοῦ προτρέπουν νὰ ὁμολογῆται μὲ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων τὸ μεγάλο καὶ φρικτὸ καὶ σωτήριο μυστήριο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, δὲν πρέπει νὰ σιωπήσῃ μὲ κανένα τρόπο ἡ φωνὴ ποὺ τὸ κηρύττει, γιὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ ἡ σωτηρία αὐτῶν ποὺ τὸ ἀποσιωποῦν». Ἡ λεκτικὴ διατύπωση καὶ ὁμολογία τῆς Πίστης εἶναι ἀναγκαιότητα ποὺ ὅρισε ὁ Κύριος καὶ διακήρυξαν οἱ Ἅγιοι. Ἡ λεκτικὴ συμφωνία μὲ τὴν αἵρεση ἀποτελεῖ προσχώρηση σὲ αὐτήν.
Ὅλες οἱ ἐκκλησίες καὶ τὰ πατριαρχεῖα εἶχαν προσχωρήσει στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ. Ὁ Μάξιμος ἕνας ἁπλὸς λόγιος Μοναχὸς ἀρνοῦνταν τὴν κοινωνία μὲ τὴν ἐπίσημη Ἐκκλησία λόγῳ τῆς συμπόρευσής της μὲ τὴν αἵρεση.
Ὁ Πατριάρχης ΚΠόλεως καὶ ὁ αὐτοκράτορας συλλαμβάνουν τὸν Μάξιμο στὴν Ρώμη. Ὁ Μάξιμος ἦταν 80 χρονῶν. Τὸν ἐξαναγκάζουν νὰ περπατήσει ἀπὸ τὴν Ρώμη μέχρι τὴν ΚΠολη, ξυπόλητος, χωρὶς κάλυμα κεφαλῆς γιὰ τὸν ἥλιο, τὶς βροχές, τὶς παγωνιές. Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἐφιαλτικὸ ταξίδι φθάνει στὴν ΚΠολη καὶ φυλακίζεται.
Ἐπιμένει νὰ ἀρνῆται νὰ κοινωνήσει μὲ τὴν ἐπίσημηἘκκλησία. Μαστιγώνεται ἀνελέητα. Τοῦ κόβουν τὰ χέρια καὶ τὴν γλῶσσα. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση βασανισμένο, νηστικό, γυμνὸ καὶ γεμάτο πληγές, τὸν στέλνουν ἐξορία χωρὶς νὰ τοῦ δώσουν τίποτα ἀπὸ τὰ ἀναγκαία γιὰ νὰ ζήσει. Λίγο ἀργότερα ὁ Μάξιμος πεθαίνει. Νὰ λοιπὸν ἡ ἀπόδειξη γιὰ τὸ ἂν ἡ Ἀποτείχιση εἶναι προαιρετικὴ ἢἀναγκαία, ἐκτὸς κι ἂν ὁ Ἅγιος Μάξιμος πλανήθηκε και ἔκανε λάθος. Φυσικὰ καὶ ὄχι!
Ὅταν ἦταν ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴ Ρώμη τὸν ἐπισκέφτηκε ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα Γρηγόριος ποὺ εἶχε πάει στὴ Ρώμη γιὰ νὰ προτρέψει τὸν Πάπα σὲ Ἕνωση (μὲ τοὺς Μονοθελητές). Ὁ Γρηγόριος θὰ ἐπιδίωκε τὴν Ἕνωση μὲ βάση δύο ἀπολύτως αἱρετικὰ κείμενα τόν «Τύπο» καὶ τήν «Ἔκθεση». Ὅταν τὸ κατάλαβε ὁ Μάξιμος ἀντέδρασε ἀρνητικά. Ὁ Γρηγόριος τοῦ ἀπάντησε ὅτι ὁ «Ὁ Τύπος δὲν προβαίνει σὲ διαγραφὴ τῆς θείας διδαχῆς ἀλλὰ στὴν ἀποσιώπησή της γιὰ νὰ οἰκονομήσουμε τὴν εἰρήνη». Καὶ ὁ θεῖος Μάξιμος τοῦ ἀπάντησε: «Ὑπάρχει στὴ θεία Γραφὴ σιωπὴ καὶ διαγραφή; …Ἐὰν γιὰ χάρι τῆς Οἰκονομίας ἀφανίζεται ἡ σωτήριος πίστις μέσα στὴν κακοδοξία, τότε τοῦτο τὸ εἶδος τῆς λεγομένης Οἰκονομίας εἶναι πλήρης χωρισμὸς Θεοῦ καὶ ὄχι κατὰ Θεὸν ἕνωσις. Διότι αὔριο οἱ δυσώνυμοι Ἰουδαῖοι θὰ εἰποῦν: “Ἂςοἰκονομήσουμε τὴν μεταξύ μας εἰρήνη καὶ ἂς ἑνωθοῦμε. Ἂς ἀφαιρέσουμε ἐμεῖς τὴν περιτομὴ καὶ ἐσεῖς τὸ βάπτισμα καὶ ἂς μὴ φιλονικοῦμε πλέον μεταξύ μας. Αὐτὸ πρότειναν κάποτε καὶ οἱ Ἀρειανοὶ ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου λέγοντας: “Ἂς ἀφαιρέσουμε τὸ ὁμοούσιο καὶ ἑτερούσιο καὶ ἂς ἑνωθοῦν οἱ ἐκκλησίες”· ὅμως οἱ θεοφόροι Πατέρες μας δὲν ἀποδέχτηκαν τὴν πρότασί τους, ἀλλὰ προτίμησαν νὰ διωχθοῦν καὶ νὰ πεθάνουν».
Τότε φωνάζει κάποιος: «Μὲ αὐτὰ ποὺ λέγεις ἔσχισες τὴν Ἐκκλησία»· ὁ δὲ Ὅσιος τοῦ εἶπε: «Ἐὰν αὐτὸς ποὺ λέγει τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρωνσχίζῃ τὴν Ἐκκλησία, τότε τὶ θὰ φανεῖ ὅτι προξενεῖ σ΄Αὐτὴν αὐτὸς ποὺ διαγράφει τὰ δόγματά τους, ἄνευ τῶν ὁποίων οὔτε τὸ ἴδιο ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ;»
Κορυφαία διδασκαλία γιὰ τὴν οἰκονομία ἀποτελεῖ ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, ὅταν στὴ φυλακὴ ἡ κρατικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τὸν ὑπέβαλε σὲβασανιστήρια γιὰ νὰ τὸν μεταπείσει και νὰ κάνει «οἰκονομία». Ἂς δοῦμε ἕνα στιγμιότυπο αὐτοῦ τοῦ διαλόγου:
Ἐπιφάνιος: «Εἰπέ μας λοιπὸν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μᾶς εἶπες αὐτὰ τὰ λόγια θεωρῶντας αἱρετικοὺς ἐμᾶς, τὴν πόλη μας καὶ τὸν βασιλέα; Πράγματι ἤμαστε περισσότερο χριστιανοὶ καὶ ὀρθόδοξοι ἀπὸ ἐσένα».
Ἅγιος Μάξιμος: «Ἐὰν πιστεύετε ἔτσι, ὅπως πιστεύουν οἱ νοερὲς φύσεις καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, πῶς μὲ ἀναγκάζετε νὰ κοινωνήσωμε τὸν Τύπο ποὺ μόνο τὴν ἀναίρεση αὐτῶν περιέχει;»
Ἐπιφάνιος: «Αὐτὸ ἔγινε γιὰ οἰκονομία γιὰ νὰ μὴν ζημιωθοῦν οἱ λαοί μας μὲ τέτοιες λεπτολογίες».
Ἅγιος Μάξιμος: «Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει. Κάθε ἄνθρωπος ἁγιάζεται μὲ τὴν ἀκριβῆ ὁμολογία πίστεως καὶὄχι μὲ τὴν ἀναίρεσή της, ποὺ βρίσκεται στὸν Τύπο»… «Ἂν δὲ χάριν οἰκονομίας ἡ σωτήριος πίστις καταργῆται μὲ τὴν κακοδοξία, τότε αὐτὴ ἡ λεγόμενη οἰκονομία εἶναιπαντελὴς χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι Ἕνωση μὲ Αὐτόν».
Τέλος, στὴν ἐξορία ὁ Ἅγιος Μάξιμος (τὸ 656), δέχτηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἐπισκόπου Καισαρείας Θεοδοσίου καὶ δύο ἀρχόντων. Ἐκεῖ τοὺς ἐξήγησε γιατὶ δὲν εἶχε κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κων/πολης. Στὴν παρατήρηση τοῦ Θεοδοσίου ὅτι δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖ δόγμα, αὐτὸ ποὺ γίνεται κάτ΄οἰκονομία, ὁ Ὅσι-ος ἀπάντησε: «Καὶ ποιὸς πιστὸς δέχεται μία τέτοια Οἰκονομία μὲ τὴν ὁποία ἀποσιωποῦνται τὰ λόγια, τὰ ὁποία οἰκονόμησε ὁ τῶν ὅλων Θεὸς νὰ εἰπωθοῦν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς Προφῆτες καὶ Διδασκάλους;… ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν αὐτὸς ποὺ δέχεται τοὺς ἀληθινοὺς Ἀποστόλους καὶ Προφήτας καὶ Διδασκάλους, δέχεται τὸν Θεό, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δέχεται τοὺς ψευδαποστόλους καὶ ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους, δηλαδὴ τοὺς αἱρετικοὺς δεχεται τὸνδιάβολο… Προσέξτε μήπως, ἐνῶ προφασιζόμαστε τὴν εἰρήνη, βρεθοῦμε νὰ νοσοῦμε καὶ νὰ κηρύττουμε τὴν ἀποστασία, ἡ ὁποία εἶναι κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο πρόδρομος τῆς παρουσίας τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ γίνω συγκοινωνὸς μ΄ αὐτοὺς ποὺ δέχονται αὐτὲς τὶς καινοτομίες».
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος θέτει ὡς προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀνήκει κάποιος στὴν Ἐκκλησία, ὄχι τὸ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸνἘπίσκοπο, ἀλλὰ μὲ τὴν Ἀλήθεια. Μὲ τὸν Ἐπίσκοπο ἐπιβάλλεται νὰ ἑνωθεῖ κανεὶς ἐφόσον αὐτὸς εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν Ἀλήθεια.
Ὅταν ἦταν στὴν φυλακὴ ὁ Ἅγιος Μάξιμος, εἶχε ἕναν διάλογο μὲ τὸν Τρωίλο τὸν πατρίκιο καὶ τὸν Σέργιο Εὐκρατᾶ (κυβερνητικοὶ ἀξιωματοῦχοι). Ὁ Ὅσιος ρωτοῦνταν εἰρωνικὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόλυτα ἀρνητική του στάση: «Μόνο ἐσὺ θὰ σωθεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ χαθοῦν;».
Καὶ ὁ Ὅσιος τοὺς ἀπαντοῦσε: «Οἱ τρεῖς παῖδες ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν εἰκόνα, δὲν κατέκριναν κανένα, ἂν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι προσκυνοῦσαν, διότι δὲν προσεχαν τὶ ἔκαναν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ τὸ πῶς νὰ μὴν ἐκπέσουν αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Δανιήλ, ὅταν τὸν ἔριξαν στὸν λάκκο μὲ τοὺς λέοντες, δὲν κατέκρινε κανένα ἀπὸ ὅσους δὲν προσευχήθηκαν στὸν Θεὸ κατὰ τὸ θέσπισμα τοῦ Δαρείου. Ἀντιθέτως, κοίταξε τὸ δικό του ἔργο καὶ προτίμησε νὰ πεθάνει παρὰ νὰ σφάλλῃ ἀπέναντι στὸν Θεό… ἂς μὴν ἐπιτρέψῃ λοιπὸν ὁ Θεὸς καὶ σὲ μένα νὰ κατακρίνω κανένα ἢ νὰ εἰπῶ μόνο ἐγὼ σώζομαι. Προτιμῶ ὅμως νὰ πεθάνω παρὰ νὰ ἔχω ταραχὴ στὴ συνείδησί μου, ὅτι ἔσφαλα καθ΄ οἱονδήποτε τρόπο ἀπέναντι στὴν πίστη μου πρὸς τὸν Θεό».
Αὐτὴ ἡ ψευδοευσεβὴς δικαιολογία ποὺ διδάσκεται ἀπὸ κάποιους νὰ σιωπᾶμε καὶ νὰ ἀπέχουμε ἀπὸ θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν Πίστη λόγῳ ταπείνωσης εἶναι ὑποκρισία καὶ ἀπάτη. Ἄλλωστε, «Καμία κακία δὲν θὰ βρεῖς νὰ ἐμφανίζεται μὲ τὸ πραγματικὸ πρόσωπό της, ἐὰν δὲν δανειστεῖ τὸ πρόσωπο κάποιας ἀρετῆς». Αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ἀσχολεῖται μὲ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῶν ἀληθειῶν τῆς Ὀρθοδοξίας, μήπως θεωρεῖ τὸν ἑαυτό τοῦ ἄξιο νὰ βάζει μέσα τοῦ τὸ Ἅγιο Σῶμα καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου μας; Ἢ μήπως ἀπὸ ταπείνωση ἀπέχει τῶν Θείων Μυστηρίων;
Καὶ τὶ εἶναι πιὸ φριχτό, νὰ ὁμολογοῦμε καὶ νὰ προασπίζουμε τὴν Πίστη ἢ νὰ μεταγγίζουμε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ στὴ βρώμική μας ὕπαρξη; Ἢ μήπως δὲν ξέρουν ὅτι «Οὔτε τὰ ἄστρα δὲν εἶναι καθαρὰ ἐνώπιόν Του»; Ἂς δείξουμε ὅμως τὴν στάση τῶν Πατέρων στὸ θέμα…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου