ΠΕΡΙ ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΙΣ
|
ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Από της ιδρύσεως της η Εκκλησία της
Κύπρου από τους Αποστόλους Παύλο και Πέτρο με την χειροτονία και την
εγκατάσταση των πρώτων επισκόπων, λειτουργούσε αυτόνομα, αντιμετώπιζε όλα τα
προβλήματα που προέκυπταν χωρίς τη παρέμβαση από καμιά Εκκλησία, εξέλεγε και
χειροτονούσε τους επισκόπους της, δηλαδή είχε πλήρη αυτοδιοίκηση, με ανώτατη
αρχή τη σύνοδό της.
Αυτή η τακτική ήταν σύμφωνη με την
παράδοση της Εκκλησίας και τους κανόνες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου.
Στις αρχές του πέμπτου αιώνα, η
Εκκλησία της Αντιόχειας, θέλησε να αμφισβητήσει αυτή την αρχή και να θελήσει να
επιβάλει τον έλεγχό της στην Εκκλησία της Κύπρου, υποστηρίζοντας ότι, αφού η
Κύπρος διοικητικά υπάγεται στην Αντιόχεια, έπρεπε και η Εκκλησία της να υπαχθεί
σ’αυτή και οι χειροτονίες των επισκόπων της Κύπρου να γίνονται από την Εκκλησία
της Αντιόχειας.
Στη προσπάθεια αυτή των επισκόπων της
Αντιόχειας, αντέδρασαν οι ιεράρχες της Κύπρου και έφεραν το θέμα για συζήτηση
στη Γ΄ Οικουμενική σύνοδο στην Έφεσο το 431 μ.Χ. Στη σύνοδο οι κύπριοι ιεράρχες
με τα επιχειρήματά τους έπεισαν για το σύστημα αυτοδιοίκησης της Εκκλησίας της
Κύπρου που επικρατούσε από της ιδρύσεώς της και ζήτησαν όπως κατοχυρωθεί και
επισήμως το αυτοκέφαλο, κάτι που έγινε με τον όγδοο κανόνα της συνόδου.
Δυστυχώς η αμφισβήτηση εκ μέρους της
Εκκλησίας της Αντιόχειας, έφερε και πάλι το θέμα στο προσκήνιο πενήντα χρόνια
αργότερα, υποστηρίζοντας ότι οι κύπριοι όφειλαν τον εκχριστιανισμό τους στην
Εκκλησία Αντιόχειας και σ'αυτή τους τη θέση είχαν συμπαραστάτη τον αυτοκράτορα
Ζήνωνα.
Θεία βουλήση, ο Απόστολος Βαρνάβας
παρουσιάστηκε στον ύπνο του Αρχιεπισκόπου Ανθέμιου και τον συμβούλευσε να
μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και να ενημερώσει προσωπικά τον αυτοκράτορα
Ζήνωνα για την όλη κατάσταση. Για ενίσχυση του Ανθέμιου, ο Απόστολος Βαρνάβας
του φανέρωσε και τον τόπο που βρισκόταν ο τάφος του. Ο Αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος
έσκαψε στο μέρος που του υπέδειξε ο Απόστολος και όντως βρήκε το ιερό λείψανό
του με το κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο να βρίσκεται στο στήθος του.
Ο Ανθέμιος παίρνοντας μαζί του και το
κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, πήγε στην Κωνσταντινούπολη και συνάντησε τον
αυτοκράτορα Ζήνωνα στον οποίο δώρισε το Ευαγγέλιο, τον ενημέρωσε για το λείψανο
του Αποστόλου Βαρνάβα γεγονός που μαρτυρούσε την ίδρυση της Εκκλησίας μας από
τους Αποστόλους και όχι από την Εκκλησία της Αντιόχειας, ανέλυσε την όλη κατάσταση
και τον έπεισε για το δίκαιο της θέσης της Εκκλησίας της Κύπρου.
Η προσπάθεια αυτή του Αρχιεπισκόπου
Άνθιμου έφερε και το ποθητό αποτέλεσμα, με προτροπή του αυτοκράτορα, συνεκλήθη
η σύνοδος η οποία επαναβεβαίωσε την απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου για το
αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Την απόφαση αυτή της συνόδου επικύρωσε ο
αυτοκράτορας και επί πλέον παρεχώρησε για τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και
τα αυτοκρατορικά προνόμια, να υπογράφει με κόκκινο μελάνι, να κρατεί
αυτοκρατορικό σκήπτρο και να φορεί κατά τις ιεροτελεστίες πορφυρό μανδύα.
«ΤΟ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ»
Το θέμα του Αυτοκεφάλου εγέρθηκε από το
Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο ζήτησε να αναγνωρισθή το δικαίωμα του
Πατριάρχη Αντιοχείας να χειροτονή και να διορίζη τον Αρχιεπίσκοπο και τους
Επισκόπους της Κύπρου. Η αξίωση αυτή που διατυπώθηκε σε εναρμόνιση με τις
ευρύτερες πολιτικές και διοικητικές αναπροσαρμογές στο Ανατολικό Ρωμαϊκό
Κράτος, συζητήθηκε στο πλαίσιο της Γ` Οικουμενικής Συνόδου το 431 μ.Χ. στην
Έφεσο και απορρίφθηκε γιατί «μηδέ έθος παρηκολούθησεν» το αίτημα των Αντιοχέων,
όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στον όγδοο Κανόνα.
Πάντως στον αιώνα αυτό, όπως
διευκρινίζει ο Βενέδικτος Εγγλεζάκης «Είκοσι Μελέται δια την Εκκλησίαν της
Κύπρου», (Αθήνα 1996), ο όρος Αυτοκέφαλος δεν υφίστατο ως εκκλησιαστικός, αλλά
ως επίθετο το οποίο δήλωνε «τον τινί μη υποκείμενον και ιδιόρρυθμον». Αυτό που
επιβεβαιώθηκε, λοιπόν, στη Έφεσο ήταν το δικαίωμα χειροτονίας και το δικαίωμα
του «αφ’ εαυτής κρίνειν» της Συνόδου των Κυπρίων. Το θέμα τέθηκε στον
Αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ζήνωνα και υποστήριξε ότι εφ’ όσον η Εκκλησία της
Κύπρου είναι Αποστολική, δικαιούται να είναι Αυτοκέφαλη. Έτσι ο Αυτοκράτορας
παραχώρησε στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τα ακόλουθα προνόμια: Να φορά κόκκινο
μανδύα, να κρατά βασιλικό σκήπτρο και να υπογράφη με κόκκινο μελάνι.
Τοπική Σύνοδος που συνεκλήθη για τον
σκοπό αυτό στην Κωνσταντινούπολη το 488 μ.Χ. επικύρωσε το Αυτοκέφαλο της
Εκκλησίας της Κύπρου θέτοντας τέρμα στη διαμάχη με το Πατριαρχείο Αντιοχείας.
Αργότερα τα προνόμια και το Αυτοκέφαλο
της Εκκλησίας της Κύπρου επικυρώθηκαν στο πλαίσιο της Πενθέκτης Οικουμενικής
Συνόδου (άρθρο 39) το 692 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, κάτι που κρίθηκε αναγκαίο
εξαιτίας της Μετοικεσίας των Κυπρίων το 691 μ.Χ. στην Κύζικο. Στην Σύνοδο αυτή
δόθηκαν επίσης προνόμια στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου παρόμοια με αυτά του Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, όπως της σύγκλησης Μείζονος Συνόδου, πράγμα το οποίο στην
συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόζεται αφού ζητήθηκε από την ίδια την Εκκλησία της
Κύπρου να συγκληθή για την επίλυση του συγκεκριμένου προβλήματος. Στην
συγκεκριμένη περίπτωση η ίδια η Εκκλησία με αντιπροσώπους μεταβαίνει στο
Φανάρι, για να ζητήση τη βοήθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τη στιγμή
που εδώ και χρόνια η μισή Σύνοδος της Κυπριακής Εκκλησίας υποστηρίζει ότι
πρέπει να γίνουν εκλογές και η άλλη μισή ότι δεν πρέπει να γίνουν. Στην
προκειμένη περίπτωση δεν σημαίνει ότι μειώνεται το Αυτοκέφαλο. Μάλιστα σε
αρκετές περιπτώσεις, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την Εκκλησία της Κύπρου, αλλά
και άλλα Πατριαρχεία χωρίς να αλλοιωθούν οι Κανόνες, αλλά για την καλή
λειτουργία της Διοίκησης επενέβη η πρώτη στην τάξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η
Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι το
Αυτοκέφαλο νοείται μόνο διοικητικά και δεν σχετίζεται ούτε με το δόγμα ούτε με
τα θεμέλια της λατρείας και των εθίμων, γι’ αυτό και δεν μπορεί παρά να
λειτουργή εντός της ενότητας της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας, η οποία θεμελιώνεται στην Αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, της
οποίας τμήμα είναι οι Ιεροί Κανόνες, τους οποίους πρέπει να διαφυλάσσουν όλες
οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, από τις οποίες ηγείται φυσικώς ως η πρώτη ανάμεσα σε
ίσες Εκκλησίες αυτή της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία πάντοτε σέβεται και βοηθά
το Αυτοκέφαλο των Εκκλησιών, όταν αυτό νοείται και ασκείται στα πλαίσια της
ενότητος της Ορθοδοξίας.
Συνεπώς, του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας
της Κύπρου τιτλοφορήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μεταξύ της Δ` (451) και της Ε`
(553) Οικουμενικής Συνόδου φέροντας τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής
και Πάσης Κύπρου», ο οποίος αρχικά έδρευε στην Πάφο, στα τέλη του Δ` αιώνα στη
Σαλαμίνα, την μετέπειτα Κωνσταντία, και μετά, εξαιτίας των αραβικών επιδρομών,
στην Αμμόχωστο (Αρσινόη) και τέλος από την Σολιά, στην περίοδο της
Φραγκοκρατίας, στην Λευκωσία.
Όσον αφορά την σχέση της Εκκλησίας της
Κύπρου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι μία σημαντική πτυχή της Κυπριακής
Εκκλησίας.
Οι σχέσεις της Κυπριακής Εκκλησίας με
το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξαν άμεσες και στενές. Πολλοί αρνούμενοι αυτήν
την άποψη διερωτώνται «Γιατί το Πατριαρχείο να αναλάβη μια τέτοια ευθύνη
παρέμβασης για το θέμα των εκλογών;».
Όπως όμως και παραπάνω προείπαμε το
Οικουμενικό Πατριαρχείο ποτέ δεν έχει παρέμβει αυθαίρετα, αλλά πάντοτε στέκεται
αρωγός και επεμβαίνει μόνο όταν αυτό από την Κυπριακή Εκκλησία ζητηθή. Ας δούμε
όμως ποιά γεγονότα στήριξαν τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών και θα αποκομίσουμε
τα συμπεράσματά μας για το σημερινό πρόβλημα.
Οι σχέσεις ανάγονται στον 5ο αιώνα,
όταν επί Αρχιεπισκόπου Κύπρου Ανθεμίου αναγνωρίστηκε από την Κωνσταντινούπολη
το Αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας. Σ’ αυτή την περίπτωση το Πατριαρχείο
έθεσε νέα πορεία στην ιστορία του νησιού.
Βέβαια και πολλές φορές χωρίς να
παραβιαστή το Αυτοκέφαλο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρενέβηκε είτε προς
ειρήνευση της Κυπριακής Εκκλησίας είτε προς επίλυση των προβλημάτων της. Οι
παρεμβάσεις αυτές δεν σήμαιναν παραβίαση του Αυτοκεφάλου, ήταν καλοδεχούμενες
και δεν θεωρούνταν ως επεμβάσεις, αφού το διοικητικό σύστημα της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας ήταν τέτοιο που επέτρεπε την δημιουργία πολλών παρατυπιών στις
διάφορες τοπικές Εκλησίες. Τις καθιστούσε αδύναμες να επιλύσουν τα μεγάλα
προβλήματά τους, με αποτέλεσμα να τις βοηθούν αδελφές Εκκλησίες να τα ξεπεράσουν.
Από τις πολλές τέτοιες βοηθητικές
παρεμβάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Εκκλησία της Κύπρου αναφέρονται
ενδεικτικά αυτές του Πατριάρχου Ιωαννικίου του Β` στα 1651 για την επίλυση των
διαφορών που υπήρχαν ανάμεσα στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο και τους Επισκόπους
του, οι παρεμβάσεις του Πατριαρχείου υπέρ του Αρχιεπισκόπου Φιλοθέου στα 1759,
καθώς και οι ενέργειες του Πατριάρχη Ευγενίου του Β` για την εκλογή και
χειροτονία νέων επισκόπων στο νησί μετά τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου
Κυπριανού και την σφαγή των Μητροπολιτών στα 1821.
Αλλά και μετά την Αγγλοκρατία
(1878-1960) το Πατριαρχείο επενέβηκε σε κάποιες περιπτώσεις, ώστε να βοηθήση
την Κυπριακή Εκκλησία να ξεπεράση τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Αναφέρονται
χαρακτηριστικά οι προσπάθειες του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ` να επιλύση το
λεγόμενο αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπωρούσε την Κυπριακή Εκκλησία κατά την
πρώτη δεκαετία του αιώνα μας και την είχε αφήσει ακέφαλη. Αυτή τη φορά όμως το
Πατριαρχείο κατηγορήθηκε για επέμβαση και παραβίαση από τις αντιμαχόμενες
πλευρές, κάτι το οποίο συμβαίνει και στο σημερινό αρχιεπισκοπικό ζήτημα.
Άλλη μια παρέμβαση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου για την επίλυση προβλημάτων της Κυπριακής Εκκλησίας έγινε μετά την
εξέγερση των Οκτωβριανών του 1931 και την εξορία των Μητροπολιτών Κιτίου
Νικοδήμου Μυλωνά και Κερύνειας Μακαρίου Μυριανθέα και μετά τον θάνατο του
Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου του Γ. Ουσιαστικά τότε η Εκκλησία του νησιού είχε μείνει
ακέφαλη και το Πατριαρχείο βοήθησε στην επίλυση της κατάστασης.
Μια άλλη πτυχή των σχέσεων Κύπρου και
Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η στελέχωσή του με Κυπρίους Ιεράρχες. Ούτε αυτό
πρέπει να λησμονούμε! Αναφέρονται ανάμεσα σ’ άλλους Πατριάρχες ο Γρηγόριος ο Β`
τον 13ο αιώνα και Γεράσιμος ο Γ` τον 18ο αιώνα, οι Αρχιερείς Αγκύρας Σεραφείμ ο
Πισσίδιος τον 18ο αιώνα και Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης, ο Εθνομάρτυρας, τον
19ο αιώνα, ο επίσης Νικομηδείας Πανάρετος τον 19ο αιώνα, ο Μητροπολίτης
Μεσημβρίας Χαρίτων Ευκλείδης στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου
αιώνα, ο Αγκύρας Αγαθάγγελος Μυριανθούσης τον 19ο αιώνα και πολλοί άλλοι. Στον
Πατριαρχικό θρόνο ανέβηκε ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου τον 12ο αιώνα
Νικόλαος ο Δ` ο Μουζάλων, ο οποίος όμως δεν ήταν Κυπριακής καταγωγής. Πολλοί
ήταν επίσης οι Κύπριοι απόφοιτοι της Σχολής της Χάλκης.
Επίσης δεν πρέπει να αγνοήσουμε την
συμβολή των Μητροπολιτών Περγάμου Αδαμαντίου και Σάρδεων Μαξίμου στην
ανασυγκρότηση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Κύπρου. Μετά την προς Κύριον
επιδημίαν του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, ο μόνος εναπομείνας στη ζωή ήταν ο
Κυρηνείας Μακάριος. Τότε ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου αποτάνθηκε
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποσταλούν δύο Αρχιερείς για τον απαρτισμό νέας
κανονικής εκλογικής Συνόδου. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρόθυμα ανταποκρίθηκε
στην παράκληση της Κύπρου και έστειλε τους Μητροπολίτες Περγάμου Αδαμάντιο και
Σάρδεων Μάξιμο. Η άφιξη των δύο Μητροπολιτών στο νησί για τον σκοπό της
ανασυγκρότησης της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας «απέβη πρόξενος ειλικρινούς χαράς
σύμπαντος του χριστεπωνύμου πληρώματος», αυτό τόνισε ο Τοποτηρητής του
Αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος.
Από τα γραφόμενα αντιλαμβανόμαστε η
Σεπτή Μητέρα Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία από την μακραίωνη παράδοση και
τάξη είχε το καθήκον να σπεύδη και να βοηθά στην επίλυση των προβλημάτων των
αδελφών Εκκλησιών, όταν μάλιστα αυτό Της το ζητήσουν.
Στην σημερινή περίπτωση του
αρχιεπισκοπικού προβλήματος η παρέμβαση της Μητέρας Εκκλησίας, η οποία έχει
ζητηθεί από τμήμα της Ιεράς Συνόδου και σίγουρα εκφράζει τμήμα λαού, θα πρέπη να
γίνη σεβαστή, γιατί είναι λεπτή και κοπιώδης.
Αυτή η αρωγή του Οικουμενικού Θρόνου
σίγουρα θα βοηθήση στην επίλυση των προβλημάτων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου