ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
Δευτέρα, 10 Μαρτίου 2014
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1821
Οικουμενικό πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Συντεταγμένες: 41°01′45″N 28°57′06″EΟικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως | ||
|
||
Ιδρυτής | Απόστολος Ανδρέας | |
Ανεξαρτησία | 330 μ.Χ. | |
Αναγνώριση | Ορθόδοξη Εκκλησία | |
Προκαθήμενος | Βαρθολομαίος | |
Έδρα | Κωνσταντινούπολη (Φανάρι), Τουρκία | |
Περιοχή | Κωνσταντινούπολη, το μεγαλύτερο τμήμα της Τουρκίας, Άγιο Όρος, Κρήτη, τμήμα της βόρειας Ελλάδας (Νέες Χώρες), Δωδεκάνησα, Ελληνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες της διασποράς | |
Κυριότητες | Κυριότητες Οικουμενικού Πατριαρχείου | |
Γλώσσα | Ελληνική, Αγγλική, Γαλλική, Ισπανική, Τουρκική | |
Πιστοί | ~3.800.000 στην Ελλάδα, ~1,500,000 στη διασπορά | |
Δικτυακός τόπος | ec-patr.org |
Πίνακας περιεχομένων
Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Ίδρυση του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής πατροπαραδοτης εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως «επισκοπή Βυζαντίου» από τον Απόστολο Ανδρέα (αν και από πολλούς αυτό θεωρείται μεταγενέστερος και ανιστόρητος ισχυρισμός[2]). Πρώτος επίσκοπος τοποθετήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα ο Στάχυς, ακολουθούμενος από εικοσιτέσσερεις άλλους επισκόπους, με τελευταίο τον Άγιο Μητροφάνη.Η αρχαία πόλη του Βυζαντίου καταστάθηκε αργότερα (331 μ.Χ.) πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (306-337 μ.Χ.) με το επίσημο όνομα της Νέας Ρώμης, αλλά έμεινε γνωστή ως Κωνσταντινούπολη. Από το μεγαλείο της θέσης της ως «βασιλίδος των πόλεων» και πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατέστη μια ιδιαίτερα σημαντική αξία του χριστιανικού κόσμου.
Περίοδος των Πατέρων
Ο Πατριάρχης του τέταρτου αιώνα Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρείχε ανεκτίμητη υπηρεσία στη Χριστιανική Εκκλησία ενάντια στην πρώτη μεγάλη αίρεση, τον Αρειανισμό. Διαδραμάτισε επίσης βασικό ρόλο στην υιοθέτηση από την Εκκλησία του δόγματος της πλήρους θεότητας του Αγίου Πνεύματος και της ομοουσιότητάς του με τον Πατέρα και το Υιό.Σημαντική υπήρξε και η πατριαρχεία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Με το ασκητικό ήθος που απέκτησε ως μοναχός στην Αντιόχεια άσκησε δριμύ έλεγχο ενάντια στους αιρετικούς και στηλίτευσε τον προκλητικό βίο των ευγενών στην πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Δε δίστασε ακόμα να συγκρουστεί και με τη βασιλική εξουσία όταν αυτό χρειάστηκε.
Σε απάντηση στην ανάγκη για συμφωνία στις δογματικές πεποιθήσεις και λόγω των αυξανόμενων διαφορών σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης και λειτουργικής πρακτικής, συνεκλήθησαν επτά Οικουμενικές Σύνοδοι από τους Αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως. Η προσκόλληση και η απαρέγκλητη αφοσίωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων Πατριαρχών της Ανατολής στις αποφάσεις των Συνόδων έχουν δώσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία το προσωνύμιο «Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων».
Η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος το 381 μ.Χ. (Κανών Γ') αναγνώρισε την έδρα της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριαρχείο και της έδωσε τη δεύτερη θέση στα πρεσβεία, ενώ η τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας στα 451 μ.Χ. (Κανών ΚΗ') την κατέστησε ως πρωτόθρονη εκκλησία της ανατολής και της έδωσε τα πρωτεία μετά την Ρώμης.
Το έτος 595 ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωάννης ο Νηστευτής χρησιμοποίησε τον όρο «Οικουμενικός Πατριάρχης» και ονομάτισε την έδρα του ως «Οικουμενικό Θρόνο», γεγονός που προκάλεσε αντεγκλήσεις και ανταλλαγή επιστολών με τον Πατριάρχη Ρώμης. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του Πατριαρχείου η δικαιοδοσία του αυξήθηκε βαθμιαία, αν και έμοιαζε μερικές φορές να κηδεμονεύεται από την αυτοκρατορική Αυλή.
Εικονομαχία
Οι Αυτοκράτορες για πολιτικούς λόγους επεδίωξαν περιστασιακά ακόμα και να αλλάξουν τα δόγματα που θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικες Συνόδους προκειμένου να εξευμενιστούν πολιτικά επικίνδυνες αιρετικές ομάδες στην ανατολή όπως οι Μονοφυσίτες, οι Νεστοριανοί και οι Μονοθελήτες. Αυτή η τάση των αυτοκρατόρων να επιδιώκουν παρεμβάσεις στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας έφθασε στο αποκορύφωμά της με τη δυναστεία των Ισαύρων, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας (726 - 843).Μετά από έναν αιώνα συνεχών αντεγκλήσεων μεταξύ εικονολατρών και εικονοκλαστών, οι εικονολάτρες επεκράτησαν τελικά και οι εικόνες αποκαταστάθηκαν. Η βασική θεολογική στήριξη της εικονολατρικής μερίδας προέρχονταν από δύο κορυφαίους θεολόγους, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και το Θεόδωρο το Στουδίτη, οι οποίοι διατύπωσαν το επίσημο ορθόδοξο δόγμα για την προσκύνηση των εικόνων. Η αποκατάσταση των εικόνων από την Αυγούστα Θεοδώρα στα 843 τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».
Αποτέλεσμα του θριάμβου των απόψεων των Εικονολατρών ήταν να ενισχυθεί σημαντικά η εξουσία των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που καθοδηγούσαν συνήθως την προσπάθεια ενάντια στους εικονολάτρες.
Πατριάρχης Φώτιος
Ο Φώτιος Α΄ ο Μέγας, που θεωρείται ο μέγιστος όλων των βυζαντινών πατριαρχών, κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 858. Ήταν εξαίρετος γνώστης και διδάσκαλος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας καθώς επίσης και της χριστιανικής θεολογίας.Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τον ρόλο του στον εκχριστιανισμό των σλαβικών λαών. Το 862 απέστειλε ως ιεραποστόλους στους Μοραβούς, μετά από αίτημά τους, τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο γνώστες της σλαβικής γλώσσας. Αυτοί χρησιμοποίησαν ως λειτουργική γλώσσα τη σλαβική και μετέφρασαν την ορθόδοξη λειτουργία. Κατ' αυτό τον τρόπο τους προσκόλησε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αντί της Ρώμης, που επιδίωκε επίσης να τους μεταστρέψει στο Χριστιανισμό αλλά δεν θα επέτρεπε η λειτουργία να μεταφραστεί στη σλαβική, βάσει της αρχής των «Τριών Ιερών Γλωσσών».
Ο Φώτιος ήταν επίσης πρώτιστα αρμόδιος για τη μεταστροφή των Βουλγάρων, οι οποίοι ταλαντεύονταν μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Αυτό προκάλεσε ρήξη ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Εκκλησία λόγω της ανάμιξης της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στην οργάνωση της νέας Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 867 και κατηγόρησε την Ρωμαϊκή Εκκλησία για δογματικές παρεκκλίσεις σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054
- Περισσότερα στο Σχίσμα του 1054
Λατινική Άλωση
Οι σχέσεις μεταξύ της λατινικής δύσης και του Βυζαντίου χειροτέρευαν, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και πολιτικά. Η εχθρότητα αυτή οδήγησε στην πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από το στρατό των Σταυροφόρων. Η έδρα του Πατριαρχείου μετατέθηκε προσωρινά στη Νίκαια της Βιθυνίας, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε Λατινικό Πατριαρχείο.Το 1261, μετά από πενήντα επτά έτη λατινικής κατοχής, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, υπό από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και η έδρα του Πατριαρχείου επανεγκαθιδρύθηκε στο παραδοσιακό κέντρο του.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή