ΟΡΑΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΖΩΗΣ
Ο ΚΗΡΥΞ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ
Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗΝ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΕΦΗΜΕΡΙΣ
ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ
ΝΥΝ
ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΥΠΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΓΟΧ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΟΥΜΕΛΑ ΑΧΑΡΝΩΝ
ΤΗΣ ΑΘΗΝΙΩΤΙΣΣΗΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΧ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ, ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΕΙΣ ΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ
ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΜΝΗ ΤΗΣ «ΣΤΕΓΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΑΓΙΟΣ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε» ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΠΑΕΡΕΚΚΛΗΣΙΟΥ ΑΓΙΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ
ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ ΚΑΤΩ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ:
ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ 55-59 ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΑΧΑΡΝΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ (ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΠΑΡΝΗΘΟΣ)
ΤΕΥΧΟΣ 934 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2018 (Ε.Η.)
ΟΡΑΜΑ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΖΩΗΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΗΦΩΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΝΗΣ
« Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»
Προσευχόταν πάλι μιά μέρα, ὅταν ὁ νοῦς του
πῆγε στό θάνατό του καί στήν ἀναχώρησή του γιά τήν ἄλλη ζωή. Κι ἐνῶ
συλλογιζόταν ἐκείνη τή μεγάλη καί φοβερή ὥρα, ἔπεσε σέ ἔκσταση.
Βλέπει τότε μιά μεγάλη θάλασσα, ὅπου
κολυμποῦσαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι. Ὅλοι ἔδειχναν πώς ἀγωνίζονταν νά φτάσουν σέ
κάποια ἀκτή, πού βρισκόταν ἀπέναντι, ἀρκετά μακριά. Μερικοί ὅμως, καθώς
κολυμποῦσαν, σήκωναν στούς ὤμους τους τεράστια φορτία –πέτρες, λάσπη, ξύλα,
στάχτη, μπακίρι, χρυσάφι…, ὅλα τά ὑλικά τοῦ κόσμου. Οἱ πιό πολλοί ἀπ’ αὐτούς-
ἀλίμονο! –πνίγονταν κάτω ἀπ’ τό βάρος τοῦ φορτίου τους.
Ἄλλοι πάλι σήκωναν μικρά φορτία, κολυμπώντας
ὅμως μάζευαν κι ἄλλα πράγματα. Κι ἐνῶ οἱ ταλαίπωροι βούλιαζαν, πρόσθεταν
συνέχεια βάρος στό φορτίο τους, ὥσπου πνίγονταν κι αὐτοί!
Ἡ θάλασσα ἦταν φουρτουνιασμένη. Κι ὁλόγυρά
της βασίλευε σκοτάδι πηχτό. Παγωνιά καί φόβος παντοῦ.
Ἀρκετοί κολυμβητές δέν εἶχαν φορτία.
Ὁρισμένοι προχωροῦσαν σταθερά πρός τήν ἀκτή, περνώντας ἄνετα μέσ’ ἀπό τά
κύματα. Ἄλλοι ὅμως, ἐκεῖ πού κολυμποῦσαν, ἔκαναν ξαφνικά ἕνα μακροβούτι, καί
χάνονταν γιά πάντα μέσα στή θανάσιμη ἀγκαλιά τοῦ βυθοῦ.
Μερικοί περπατοῦσαν πάνω στό νερό σάν σέ
στέρεο ἔδαφος. Μά τό πιό θαυμαστό ἦταν, ὅτι κάποιοι εἶχαν φωτεινά φτερά. Μ’
αὐτά πετοῦσαν πάνω ἀπό τή θάλασσα κι ἔφταναν γοργά στήν ἀκτή.
Ἀπ’ αὐτούς πού κολυμποῦσαν, οἱ περισσότεροι
σταματοῦσαν πότε- πότε, γιατί, καθώς φαίνεται, κουράζονταν. Πολλοί, ἐνῶ
κινδύνευαν νά πνιγοῦν ἀπό τό βάρος τοῦ φορτίου τους, μάζευαν κι ἄλλα πράγματα.
Ἀντίθετα, κάποιοι βαρυφορτωμένοι, θέλοντας νά σωθοῦν, τά πετοῦσαν λίγα-λίγα ἀπό
πάνω τους, καί ξαλαφρωμένοι κολυμποῦσαν γρήγορα πρός τήν ἀκτή. Ὅσα ὅμως
πετοῦσαν ἐκεῖνοι, τά μάζευαν ἄλλοι, πού ἔρχονταν ἀπό πίσω.
Θλιβερό θέαμα….. Ἕνας ἔσπρωχνε τόν μπροστινό
του. Ἄλλος ἔπνιγε τό διπλανό του. Καί οἱ περισσότεροι, ἐνῶ εἶχαν τή δυνατότητα
νά μποῦν σέ πλοῖα, προτιμοῦσαν νά θαλασσοπνίγονται σφιχταγκαλιασμένοι μέ τά
φορτία τους…
Μέ βαρειά τήν καρδιά παρακολουθοῦσε ὁ ἅγιος
τό ὄραμα.
-Τί θέλουν νά ποῦν ἄραγε ὅλα τοῦτα;
μουρμούρισε.
Καί ἄκουσε φωνή, πού τοῦ ἐξήγησε:
-Θάλασσα εἶναι ὁ κόσμος. Καί κολυμβητές οἱ
ἄνθρωποι.Τό πέρασμα ἀπό τήν μιάν ἀκτή στήν ἄλλη σημαίνει τήν παρούσα ζωή. Καί
οἱ διάφοροι τρόποι τοῦ περάσματος φανερώνουν τό πόσο εἶναι κάθε ἄνθρωπος
δεμένος μέ τήν ὕλη καί μέ τίς βιοτικές μέριμνες.
Ὅποιος λοιπόν θέλει νά φτάσει μέ ἀσφάλεια
στήν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄς ξέρει πώς πρέπει νά πετάξει ἀπό πάνω του κάθε
μάταιο φορτίο καί ν’ ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἀλλιῶς, ἄν προσπαθήσει νά περάσει
τή θάλασσα τῆς ζωῆς αὐτῆς φορτωμένος μέ τήν ὕλη καί τή ματαιότητα, ἀργά ἤ
γρήγορα θά βρεθεῖ στό βυθό τοῦ ἅδη…
Η ΑΙΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΦΟΡΩΝ
Εκεινο τόν καιρό ἔπεσε φοβερο θανατικό στή
γῆ. Οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν ξαφνικά καί μέ φρικτό τρόπο.
Ἕνας φίλος τοῦ ὁσίου, πού λεγόταν Γρηγόριος,
ἦρθε στό κελλί του καί τόν ρώτησε:
-Σέ παρακαλῶ, πάτερ, πές μου, πῶς ἔγινε καί
μᾶς βρῆκε τοῦτο τό κακό;
-Ἦταν φυσικό, παιδί μου, ἀποκρίθηκε ὁ δίκαιος
χωρίς δισταγμό. Πικραίνουμε τόσο πολύ τόν ἀθάνατο Θεό, παραβαίνοντας συνέχεια
τό νόμο Του. Γι’ αὐτό μᾶς ἔστειλε τοῦτο τό δρεπάνι, πού μᾶς θερίζει. Εἶναι γραμμένο
ὅτι «ἁμαρτία θάνατον κατεργάζεται».
Νά, χθές εἶδα ἕναν ἄνδρα φοβερό, πού
ἀπειλοῦσε τή γῆ καί τῆς ἔλεγε: ‟Ὅλους
τούς ἀκόλαστους πού ζοῦνε πάνω σου, ὅλους τούς μέθυσους καί τούς κοιλιόδουλους,
ὅλους τούς φιλάργυρους καί τούς τοκογλύφους, ὅλους τούς ψεῦτες καί τούς συκοφάντες, μά προπαντός ὅλους τους σοδομίτες,
πού δέν μετανοοῦν, ἐγώ θά τούς ἐξολοθρεύσω!….’’. Ἄν λοιπόν, παιδάκι μου, δέν
εἴχαμε παροργίσει τόν Πλάστη καί προστάτη μας, δέν θά παθαίναμε ὅ,τι πάθαμε.
Ἀλλά ποῦ ν’ ἀκούσεις καί πόσα ἄλλα χειρότερα εἷπε! Δέν θά τ’ ἀντέξεις…Ἀπείλησε
πώς θά μᾶς θερίσει μέ δρεπάνι καί θά μᾶς περάσει ἀπό λεπίδι, γιατί δέν βλέπει
νά ἔχουμε καθόλου μετάνοια, οὔτε τήν παραμικρή διόρθωση.
Ἡ δοξασμένη Του Μητέρα στεκόταν δίπλα Του
περίλυπη καί Τόν ἱκέτευε ν’ ἀναβάλει τήν τιμωρία. Τό ἴδιο κι ἕνας ἱεράρχης –δέν
μπόρεσα νά καταλάβω ποιός, μόνο θυμᾶμαι πῶς ἦταν λευκότριχος καί λίγο φαλακρός.
Ἀλλά μάταια ‟Μήπως ἐσεῖς εἶστε πιό σπλαχνικοί ἀπό μένα;’’., τοῦς ἔλεγε: ‟Μήπως
πονᾶτε περισσότερο;…. Δέν βλέπετε τί κακό γίνεται; Ὅλοι σχεδόν περιφρονοῦν τόν
ἅγιο νόμο μου! Κανείς δέν μέ σέβεται!’’….
-Πράγματι, πάτερ, εἶπε ὁ Γρηγόριος, ὁ λαός
ἀποδεκατίστηκε. Οἱ πιό πολλοί βασανίζονται στό κρεββάτι τοῦ πόνου… Πές μου ὅμως
ποιά εἶναι ἡ κύρια αἰτία τοῦ θανατικοῦ αὐτου, ἀλλά καί ὅλων γενικά τῶν
ἀσθενειῶν;
-Παιδί μου Γρηγόριε, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας,
γι’ αὐτούς πού ἀρρωσταίνουν βαριά εἶναι γραμμένο τό «κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ
ἐπαρθῆναι», ἐνῶ γιά τούς ὑγιεῖς ἐναρέτους τό «ὁ ἰώμενος τοὺς συντεριμμένους
τὴν καρδίαν». Ἀκοῦς; «… τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν»! Τούς ταπεινούς
δηλαδή! Σκέψου, λοιπόν:
Ἄν ὁ Θεός δέν λυπήθηκε οὔτε τόν ἀπόστολο
Παῦλο, τόν μεγάλο φωστήρα, ἀλλά τοῦ ἔδωσε ἀρρώστια ἀγιάτρευτη, «ἄγγελον σατᾶν,
ἵνα αὐτὸν κολαφίζῃ»162, κι ἔτσι νά μήν ὑπερηφανεύεται γιά τό πλῆθος τῶν
ἀποκαλύψεων πού τοῦ ἔγιναν, πῶς δέν θά δώσει ἐξουσία στόν σατανά νά χτυπήσει μέ
τήν ἀρρώστια κι ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς, ὥσπου νά γίνουμε ταπεινοί; Γιατί δέν
φτάνει πού εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλά τό παίρνουμε καί πάνω μας! Ἀλλά τί λέει ἡ
Γραφή; Ὅτι «τό ἐν ἀνθρώποις ὑψηλὸν βδέλυγμα ἐνώπιον του Θεοῦ».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου