ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗΣ
Ο
Όσιος Ιωάννης ο ψάλτης, ο καλούμενος Κουκουζέλης γεννήθηκε στο Δυρράχιο
της Ιλλυρίας (Αλβανίας), στις αρχές του 12ου αιώνα. Σε μικρή ηλικία,
έμεινε ορφανός απὸ πατέρα. Η μητέρα του ήταν ευσεβής και του μετέδωσε εξ
αρχής το ζήλο για τα ιερά γράμματα. Βέβαια, είναι φυσικό ν΄
αντιμετώπιζε πολλές στερήσεις, μετά το θάνατο του πατέρα του. Όταν,
λοιπόν, τον ρωτούσαν οι συμμαθητές του τι τρώγει, εκείνος ἀπαντοῦσε
τακτικά «κουκία και ζέλια» (μπιζέλια) γιατί ήταν φτωχός, απάντηση που
του έδωσε την προσωνυμία «Κουκουζέλης». Ήταν πολύ έξυπνος και τόσο
καλλίφωνος από μικρός, ώστε τον φώναζαν αγγελόφωνο.
Όταν μεγάλωσε, η μητέρα του τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, όπου προόδευσε τόσο πολύ στα γράμματα, και ακόμη περισσότερο στην ιερή μουσική, ώστε αναδείχθηκε αρχιμουσικός των αυτοκρατορικών ψαλτών. Σε λίγο καιρό, η φήμη του εξαπλώθηκε και πλήθος μαθητών έρχονταν για να διδαχθούν κοντά του την ιερά επιστήμη της μουσικής.
Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας, που είχε εκτιμήσει την τέχνη του, ήθελε να τον παντρέψει με την κόρη κάποιου μεγιστάνα. Όμως, η ψυχή του ποθούσε περισσότερο την άσκηση και ζητούσε κάποια αφορμή ν΄ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Μια μέρα, ήρθε στο παλάτι του αυτοκράτορα Αλεξίου Α′ του Κομνηνού, ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, για κάποιες υποθέσεις της Μονής. Ο Ιωάννης συνεζήτησε μαζί του και πληροφορήθηκε για τη ζωή των ασκητών στο Άγιο Όρος. Η ψυχή του θέλχθηκε τόσο πολύ, ώστε αποφάσισε να δραπετεύσει από το παλάτι και να ενταχθεί στην αγγελική πολιτεία. Έτσι, ο Ιωάννης πήγε στον τόπο της γέννησής του για να πάρει τάχα τη μητρική συγκατάθεση για τον γάμο. Όμως, συνεννοήθηκε με φίλους του να πουν στη μητέρα του ψέματα ότι είχε πεθάνει. Μάλιστα, καθώς βρισκόταν κρυφά μέσα στο σπίτι κι άκουγε τη μητέρα του να κλαίει και να οδύρεται για τον δήθεν θάνατό του, μέλισε τη θρηνωδία (μοιρολόγι) με τίτλο «Βουλγάρα».
Αδιαφορεί, λοιπόν, για τη βασιλική εύνοια, αλλάζει τα μεταξωτά με τρίχινα, φτωχικά ρούχα, παίρνει ένα ραβδί και ξεκινά για το Άγιο Όρος. Με αυτήν την περιβολή, παρουσιάστηκε στο θυρωρό της Μονής Μεγίστης Λαύρας, ο οποίος τον ρωτάει:
-Τί ζητάς και ποια τέχνη γνωρίζεις;
Κι εκείνος, κρύβοντας την πραγματική του τέχνη για να μην τον ανακαλύψει ο βασιλιάς, άπαντα:
- Βοσκός είμαι και ποθώ να γίνω μοναχός.
Όταν ο θυρωρός παρατήρησε ότι ήταν πολύ νέος, ο Ιωάννης απάντησε ταπεινά με τη ρήση του προφήτη Ιερεμία:
-Ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐν τῇ νεότητι αὐτοῦ.
Ο θυρωρός μετέφερε την παράκληση του Ιωάννη στον Καθηγούμενο και επειδή η Μονή χρειαζόταν ένα τέτοιο άνθρωπο, εκείνος τον δέχθηκε, τον δοκίμασε για λίγο καιρό και αφού τον έκειρε μοναχό, τον έστειλε στο βουνό να βόσκει τράγους. Έτσι, ό όσιος πραγματοποίησε τον πόθο του και, εκτελώντας τη διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως απερίσπαστος μέσα στην αγαπημένη του ησυχία. Όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς τον αναζήτησε, αλλά δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά.
Μια φορά, έγινε αντιληπτός από έναν ασκητή, ο οποίος κυριολεκτικά έμεινε άναυδος από τη γλυκύτατη φωνή του και την παναρμόνια μελωδία του, ενώ ταυτόχρονα παρατήρησε ότι οι τράγοι είχαν σταματήσει τη βοσκή και παρακολουθούσαν εκστατικά τον εξαίρετο ψάλτη! Ο ασκητής αυτός ανήγγειλε όσα είδε και άκουσε στον Καθηγούμενο της Μονής, ο οποίος αρχικά τον επιτίμησε που δεν είχε αποκαλύψει ποιος ήταν. Μάλιστα, έγραψε τα τεκταινόμενα στον αυτοκράτορα, ο οποίος συμφώνησε να μην ενοχλήσει το μουσικό που είχε δραπετεύσει κυριολεκτικά από το παλάτι.
Από τότε, ο Ιωάννης ζούσε στη Λαύρα. Τις Κυριακές και εορτές έψαλλε στο δεξιό χορό του καθολικού του Μοναστηριού, μαζί με τους άλλους ιεροψάλτες. Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάνοντας επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων, αλλά έψαλλε προσευχόμενος, προκαλώντας στους ακροατές κατάνυξη και διάθεση για προσευχή. Σαγήνευε με τη μοναδική και γλυκύτατη φωνή του μοναχούς και λαϊκούς και όχι μονο ανέπεμπε, αλλά και συνέθεσε πολυάριθμα μέλη.
Σε κάποια παννυχίδα, ημέρα Σάββατο του Ακαθίστου, αφού είχε ψάλλει τον κανόνα και τα ιδιόμελα της Θεοτόκου με κατάνυξη, αποκοιμήθηκε για λίγο στο στασίδι, κουρασμένος από την αγρυπνία. Τότε εμφανίστηκε σ΄εκείνον η Παναγία και του είπε:
- Χαῖροις Ἰωάννη, τέκνον μοι. Ψάλλε μοι καὶ οὐ μή σ᾿ ἐγκαταλείπω.
Ταυτόχρονα, του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα επειδή είχε ψάλει πολύ κατανυκτικά τον ύμνο της. Αμέσως, ξύπνησε και βρήκε στο χέρι του το δώρο της Θεοτόκου. Το μισό νόμισμα, μαζί με τα ιερά λείψανα του οσίου, βρίσκονται μέχρι σήμερα στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, όπου και θαυματουργούν. Το άλλο μισό εζητήθη και εστάλη στη Ρωσία. Έκτοτε, ο Ιωάννης υπεραύξησε το ζήλο του προς την ψαλμωδία και έψαλε στο ναό καθημερινώς, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στη Μητέρα του Κυρίου, έως το θάνατό του.
Το μουσικό έργο του Ιωάννου είναι πολύ σημαντικό. Έγραψε το «Τέχνη ψαλτική και σημάδια ψαλτικά μετά πάσης χειρονομίας και συνθέσεως, ποιηθέντα παρά του Μαΐστορος Ιωάννου Κουκουζέλους», το οποίο αποτελεί θεωρητικό σύγγραμμα μουσικής. Συνέθεσε άσματα εκκλησιαστικά και δημιούργησε ένα βιβλίο με τίτλο: «Βιβλίον συν Θεώ αγίω περιέχον την άπασαν ακολουθίαν της εκκλησιαστικής τάξεως, συνταχθείσαν παρά του Μαΐστορος Ιωάννου Κουκουζέλους». Το πιο σημαντικό ίσως είναι ο μέγιστος κυκλικός τροχός, ο οποίος έχει τέσσερις πιο μικρούς (δύο δεξιά – δύο αριστερά) και που παριστάνουν με μαρτυρίες την πλάγια πτώση των τεσσάρων πλαγίων ήχων από τους αντίστοιχους κύριους ήχους. Εκτός, όμως, από αυτά, ο Ιωάννης συνέθεσε και έγραψε χερουβικά, κοινωνικά, ανοιξαντάρια, πολυελέους, πασαπνοάρια, αλληλουάρια και άλλα. Τέλος, για να μάθουν οι ενδιαφερόμενοι να ψάλλουν με βάση τη σημειογραφία του, έγραψε το «Μέγα ίσον» της Παπαδικής. Κατόπιν αυτών, άξια νομίζουμε ονομάστηκε δευτέρα πηγή της Μουσικής.
Στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας φυλάσσεται εικόνα του που τον παρουσιάζει περικυκλωμένο με τα μουσικά του σύμβολα, τα «νεύματα».
Απεβίωσε ειρηνικά και ετάφη στο κελί, όπου εμόναζε. Η μνήμη του τιμάται την 1η Οκτωβρίου, μαζί με τον Γρηγόριο Δομέστικο, ο οποίος επίσης έψαλε στη Λαύρα.
Όταν μεγάλωσε, η μητέρα του τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, όπου προόδευσε τόσο πολύ στα γράμματα, και ακόμη περισσότερο στην ιερή μουσική, ώστε αναδείχθηκε αρχιμουσικός των αυτοκρατορικών ψαλτών. Σε λίγο καιρό, η φήμη του εξαπλώθηκε και πλήθος μαθητών έρχονταν για να διδαχθούν κοντά του την ιερά επιστήμη της μουσικής.
Στο μεταξύ, ο αυτοκράτορας, που είχε εκτιμήσει την τέχνη του, ήθελε να τον παντρέψει με την κόρη κάποιου μεγιστάνα. Όμως, η ψυχή του ποθούσε περισσότερο την άσκηση και ζητούσε κάποια αφορμή ν΄ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Θεό. Μια μέρα, ήρθε στο παλάτι του αυτοκράτορα Αλεξίου Α′ του Κομνηνού, ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, για κάποιες υποθέσεις της Μονής. Ο Ιωάννης συνεζήτησε μαζί του και πληροφορήθηκε για τη ζωή των ασκητών στο Άγιο Όρος. Η ψυχή του θέλχθηκε τόσο πολύ, ώστε αποφάσισε να δραπετεύσει από το παλάτι και να ενταχθεί στην αγγελική πολιτεία. Έτσι, ο Ιωάννης πήγε στον τόπο της γέννησής του για να πάρει τάχα τη μητρική συγκατάθεση για τον γάμο. Όμως, συνεννοήθηκε με φίλους του να πουν στη μητέρα του ψέματα ότι είχε πεθάνει. Μάλιστα, καθώς βρισκόταν κρυφά μέσα στο σπίτι κι άκουγε τη μητέρα του να κλαίει και να οδύρεται για τον δήθεν θάνατό του, μέλισε τη θρηνωδία (μοιρολόγι) με τίτλο «Βουλγάρα».
Αδιαφορεί, λοιπόν, για τη βασιλική εύνοια, αλλάζει τα μεταξωτά με τρίχινα, φτωχικά ρούχα, παίρνει ένα ραβδί και ξεκινά για το Άγιο Όρος. Με αυτήν την περιβολή, παρουσιάστηκε στο θυρωρό της Μονής Μεγίστης Λαύρας, ο οποίος τον ρωτάει:
-Τί ζητάς και ποια τέχνη γνωρίζεις;
Κι εκείνος, κρύβοντας την πραγματική του τέχνη για να μην τον ανακαλύψει ο βασιλιάς, άπαντα:
- Βοσκός είμαι και ποθώ να γίνω μοναχός.
Όταν ο θυρωρός παρατήρησε ότι ήταν πολύ νέος, ο Ιωάννης απάντησε ταπεινά με τη ρήση του προφήτη Ιερεμία:
-Ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρη ζυγὸν ἐν τῇ νεότητι αὐτοῦ.
Ο θυρωρός μετέφερε την παράκληση του Ιωάννη στον Καθηγούμενο και επειδή η Μονή χρειαζόταν ένα τέτοιο άνθρωπο, εκείνος τον δέχθηκε, τον δοκίμασε για λίγο καιρό και αφού τον έκειρε μοναχό, τον έστειλε στο βουνό να βόσκει τράγους. Έτσι, ό όσιος πραγματοποίησε τον πόθο του και, εκτελώντας τη διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως απερίσπαστος μέσα στην αγαπημένη του ησυχία. Όπως ήταν φυσικό, ο βασιλιάς τον αναζήτησε, αλλά δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά.
Μια φορά, έγινε αντιληπτός από έναν ασκητή, ο οποίος κυριολεκτικά έμεινε άναυδος από τη γλυκύτατη φωνή του και την παναρμόνια μελωδία του, ενώ ταυτόχρονα παρατήρησε ότι οι τράγοι είχαν σταματήσει τη βοσκή και παρακολουθούσαν εκστατικά τον εξαίρετο ψάλτη! Ο ασκητής αυτός ανήγγειλε όσα είδε και άκουσε στον Καθηγούμενο της Μονής, ο οποίος αρχικά τον επιτίμησε που δεν είχε αποκαλύψει ποιος ήταν. Μάλιστα, έγραψε τα τεκταινόμενα στον αυτοκράτορα, ο οποίος συμφώνησε να μην ενοχλήσει το μουσικό που είχε δραπετεύσει κυριολεκτικά από το παλάτι.
Από τότε, ο Ιωάννης ζούσε στη Λαύρα. Τις Κυριακές και εορτές έψαλλε στο δεξιό χορό του καθολικού του Μοναστηριού, μαζί με τους άλλους ιεροψάλτες. Δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει κάνοντας επίδειξη των φωνητικών του ικανοτήτων, αλλά έψαλλε προσευχόμενος, προκαλώντας στους ακροατές κατάνυξη και διάθεση για προσευχή. Σαγήνευε με τη μοναδική και γλυκύτατη φωνή του μοναχούς και λαϊκούς και όχι μονο ανέπεμπε, αλλά και συνέθεσε πολυάριθμα μέλη.
Σε κάποια παννυχίδα, ημέρα Σάββατο του Ακαθίστου, αφού είχε ψάλλει τον κανόνα και τα ιδιόμελα της Θεοτόκου με κατάνυξη, αποκοιμήθηκε για λίγο στο στασίδι, κουρασμένος από την αγρυπνία. Τότε εμφανίστηκε σ΄εκείνον η Παναγία και του είπε:
- Χαῖροις Ἰωάννη, τέκνον μοι. Ψάλλε μοι καὶ οὐ μή σ᾿ ἐγκαταλείπω.
Ταυτόχρονα, του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα επειδή είχε ψάλει πολύ κατανυκτικά τον ύμνο της. Αμέσως, ξύπνησε και βρήκε στο χέρι του το δώρο της Θεοτόκου. Το μισό νόμισμα, μαζί με τα ιερά λείψανα του οσίου, βρίσκονται μέχρι σήμερα στο Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, όπου και θαυματουργούν. Το άλλο μισό εζητήθη και εστάλη στη Ρωσία. Έκτοτε, ο Ιωάννης υπεραύξησε το ζήλο του προς την ψαλμωδία και έψαλε στο ναό καθημερινώς, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στη Μητέρα του Κυρίου, έως το θάνατό του.
Το μουσικό έργο του Ιωάννου είναι πολύ σημαντικό. Έγραψε το «Τέχνη ψαλτική και σημάδια ψαλτικά μετά πάσης χειρονομίας και συνθέσεως, ποιηθέντα παρά του Μαΐστορος Ιωάννου Κουκουζέλους», το οποίο αποτελεί θεωρητικό σύγγραμμα μουσικής. Συνέθεσε άσματα εκκλησιαστικά και δημιούργησε ένα βιβλίο με τίτλο: «Βιβλίον συν Θεώ αγίω περιέχον την άπασαν ακολουθίαν της εκκλησιαστικής τάξεως, συνταχθείσαν παρά του Μαΐστορος Ιωάννου Κουκουζέλους». Το πιο σημαντικό ίσως είναι ο μέγιστος κυκλικός τροχός, ο οποίος έχει τέσσερις πιο μικρούς (δύο δεξιά – δύο αριστερά) και που παριστάνουν με μαρτυρίες την πλάγια πτώση των τεσσάρων πλαγίων ήχων από τους αντίστοιχους κύριους ήχους. Εκτός, όμως, από αυτά, ο Ιωάννης συνέθεσε και έγραψε χερουβικά, κοινωνικά, ανοιξαντάρια, πολυελέους, πασαπνοάρια, αλληλουάρια και άλλα. Τέλος, για να μάθουν οι ενδιαφερόμενοι να ψάλλουν με βάση τη σημειογραφία του, έγραψε το «Μέγα ίσον» της Παπαδικής. Κατόπιν αυτών, άξια νομίζουμε ονομάστηκε δευτέρα πηγή της Μουσικής.
Στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας φυλάσσεται εικόνα του που τον παρουσιάζει περικυκλωμένο με τα μουσικά του σύμβολα, τα «νεύματα».
Απεβίωσε ειρηνικά και ετάφη στο κελί, όπου εμόναζε. Η μνήμη του τιμάται την 1η Οκτωβρίου, μαζί με τον Γρηγόριο Δομέστικο, ο οποίος επίσης έψαλε στη Λαύρα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου