Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Απόσπασμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του καθηγητή Βλ.
Φειδά, από τον Α’ Τόμο, σελ. 185- 187.
‘’Η ενότητα της Εκκλησίας στον επίσκοπο και στη θεία
ευχαριστία’’.
«[…] Η ενότητα κάθε τοπικής εκκλησίας εκφραζόταν κατά την
αποστολική και την πρώιμη μεταποστολική εποχή στη θεία ευχαριστία ως εμπειρία
της πραγματικής παρουσίας του Χριστού σε αυτή, συνδέθηκε δε και με τον
επίσκοπο, αφού η πληρότητα του σώματος βιωνόταν μόνο στην υπό τον επίσκοπο
βέβαιη ευχαριστία. Υπό το πνεύμα αυτό η ευχαριστιακή σύναξη κατέστη
επισκοποκεντρική και μόνο η τελούμενη από τον επίσκοπο ευχαριστία ήταν βέβαιη
φανέρωση του μυστηρίου της Εκκλησίας στην τοπική εκκλησία, αφού μόνο η υπό τον
επίσκοπο ευχαριστιακή σύναξη συγκροτούσε την πληρότητα και την καθολικότητα του
σώματος κάθε τοπικής εκκλησίας. Τη συνείδηση αυτή της αποστολικής εκκλησίας
προβάλλει ο Ιγνάτιος στις περίφημες επιστολές του προς Εφεσίους, Μαγνησίους,
Τραλλιανούς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και προς τον επίσκοπο Σμύρνης
Πολύκαρπο. ‘’Σπουδάσατε ουν μια ευχαριστία χρήσθαι, μια γαρ σάρξ του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού και εν ποτήριον εις ένωσιν του αίματος αυτού. Εν
θυσιαστήριον, ως εις επίσκοπος άμα τω πρεσβυτερίω και διακόνοις, τοις
συνδούλοις μου’’ (Φιλαδ. 4). Η μία ευχαριστία στο ένα θυσιαστήριο πρέπει να
έχει ως ορατό κέντρο τον επίσκοπο, ο οποίος προΐσταται της ευχαριστίας ‘’εις
τύπον’’ και ‘’τόπον’’ Χριστού: ‘’Πάντες ουν τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς
Χριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις…Μηδείς χωρίς του
επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστία
ηγείσθω, η υπό τον επίσκοπον ούσα η ω αν αυτός επιτρέψη. Όπου αν φανή ο
επίσκοπος, εκεί και το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η ο Χριστός Ιησούς, εκεί η
καθολική εκκλησία’’ (Σμυρν. VIII, 1-2). Ο Ιγνάτιος θεμελιώνει την οργανική
ενότητα και την πληρότητα της τοπικής εκκλησίας στην υπό τον επίσκοπο μια θεία
ευχαριστία. Όλοι ‘’οι επίσκοποι, οι κατά τα πέρατα ορισθέντες, εν Ιησού Χριστού
γνώμη εισίν’’ (Εφεσίους, III 2). Υπό την έννοια αυτή ‘’πάντα γαρ ον πέμπει ο
οικοδεσπότης εις ιδίαν οικονομίαν, ούτως δει υμάς δέχεσθαι, ως αυτόν τον
πέμψαντα, τον ουν επίσκοπον δήλον ότι αυτόν τον Κύριον δει προσβλέπειν’’
(Εφεσίους, IV 1). Αμετακίνητη εκκλησιολογική βάση της ενότητας του σώματος της
τοπικής εκκλησίας είναι η μία ευχαριστία, έκφραση δε της ενότητας αυτής σε κάθε
τοπική εκκλησία είναι η οργανική κεφαλή της. Ο επίσκοπος προΐσταται της
ευχαριστιακής συνάξεως και ποιμαίνει την ανατεθείσα σε αυτόν τοπική εκκλησία, η
δε τέλεση της θείας ευχαριστίας πρέπει να γίνεται πάντοτε ‘’προκαθημένου του
επισκόπου εις τύπον Θεού και των πρεσβυτέρων εις τύπον συνεδρίου των αποστόλων
και των διακόνων’’ (Μαγν. IV 1). Συνεπώς, οι πιστοί πρέπει να υποτάσσονται στον
επίσκοπο ‘’ως Ιησού Χριστώ’’ (Τραλλ. II 1), αφού ‘’όσοι…Θεού εισί και Ιησού
Χριστού, ούτοι μετά του επισκόπου εισί’’ (Φιλαδ. III 1).
Η ενότητα αυτή επισκόπου και τοπικής εκκλησίας νοείται όχι
βεβαίως ως μια απλή διοικητική σχέση ή ως μια ένωση δύο χωρισμένων μεταξύ τους
τάξεων (κλήρου και λαού), αλλά ως οργανική ενότητα του όλου εκκλησιαστικού
σώματος. Η οργανική αυτή ενότητα της τοπικής εκκλησίας είναι χριστοκεντρική και
φανερώνεται στην ευχαριστιακή σύναξη. Η τέλεση λοιπόν της θείας ευχαριστίας δεν
νοείται ως πράξη του επισκόπου για την τοπική εκκλησία, αλλά ως πράξη της
τοπικής εκκλησίας δια του επισκόπου, για αυτό και η ευχαριστία βιώθηκε πάντοτε
όχι μόνο ως βάση της ενώσεων των πιστών μεταξύ τους και με τη θεία κεφαλή της
Εκκλησίας στο ένα σώμα της τοπικής εκκλησίας, αλλά και ως κέντρο της όλης
πνευματικής της ζωής. Έκφραση της ενότητας και της πληρότητας του ενός σώματος
στη θεία ευχαριστία είναι ο προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως επίσκοπος, αφού
η όλη πνευματική ζωή των πιστών συγκροτείτο στην ευχαριστία και με την
ευχαριστία, με την οποία ήσαν αναπόσπαστα συνενωμένα τόσο τα άλλα μυστήρια, όσο
και η διδαχή.
Η δια του επισκόπου όμως έκφραση της βιούμενης ενότητας του
ενός σώματος της τοπικής εκκλησίας στη θεία ευχαριστία νοείται όχι βεβαίως ως
αντιπροσωπευτική, αλλά υπό την έννοια της οργανικής ενότητας, καθ’ όσον ο
επίσκοπος είναι κεφαλή του ενός σώματος και προσωποποιεί το σώμα αυτό της
τοπικής εκκλησίας. Ο Ιγνάτιος θεωρούσε τους πιστούς της εκκλησίας της Εφέσου ως
‘’ενκεκραμένους (στον επίσκοπο) ως η Εκκλησία Ιησού Χριστώ και ως ο Ιησούς
Χριστός τω Πατρί…’’ (Εφεσίους, V 1), έβλεπε δε στον επίσκοπο της εκκλησίας των
Τράλλεων όλους τους πιστούς της (‘’το παν πλήθος υμων εν αυτώ θεωρείσθαι’’.
Τραλλ. I 1-2), και ‘’ηξιώθη ιδείν… δια Δαμά του αξιοθέου…επισκόπου’’ (Μαγν. II
1), όλους τους πιστούς της εκκλησίας της Μαγνησίας. Η μυστηριακή λοιπόν
εμπειρία της πραγματικής παρουσίας του Ιησού Χριστού στην ευχαριστία αποτελούσε
τη βάση της χριστοκεντρικής ενότητας της τοπικής εκκλησίας και της οργανικής
λειτουργίας του ενός σώματος Χριστού, το οποίο συγκροτείται με τη μια υπό τον
επίσκοπο ευχαριστία στο ένα θυσιαστήριο […] Αυτή καθίσταται η αμετακίνητη βάση
της ενότητας και όλων των ανά την οικουμένη τοπικών εκκλησιών, αφού το ίδιο
μυστήριο συντελείται σε όλες τις τοπικές εκκλησίες της οικουμένης. Η ταυτότητα
του σώματος του Ιησού Χριστού σε όλες τις τοπικές εκκλησίες βεβαιώνει όχι μόνο
την πληρότητα και την καθολικότητα κάθε τοπικής εκκλησίας, αλλά και την
ταυτότητα της εμπειρίας όλων των τοπικών εκκλησιών, οι οποίες τελούν δια του
επισκόπου την αυτή ‘’βεβαίαν’’ ευχαριστία […]» .
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου