ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Ἡ στάσις τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
ἔναντι τῶν αἱρετικῶν καὶ ὁ ἀναβαπτισμός
Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μαξίμου (Κυρίτση),
Ἡγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ
στὸ συνέδριο: «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ»,
Ἀθῆναι, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004
Προέλευση κειμένου: http://www.pigizois.net/I_M_Ag_Dionysioy/
Ἡγουμένου τῆς Ἱ.Μ. Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ
στὸ συνέδριο: «ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΓΕΝΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ - ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ»,
Ἀθῆναι, 20-24 Σεπτεμβρίου 2004
Προέλευση κειμένου: http://www.pigizois.net/I_M_Ag_Dionysioy/
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, γνήσιος ἀπόγονος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀκολουθεῖ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας στηριζόμενος στοὺς Ἁγίους καὶ Θεοφόρους Πατέρες. Ἡ διδασκαλία του ἀπορρέει ἀπὸ τὸν ἀσκητικόν του βίον, ἀπὸ τὴν ἀμεσότητα προσεγγίσεως τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν μυστηρίων καὶ τῆς προευχῆς καὶ ἀπὸ τὴν βαθυτάτην θύραθεν καὶ θεολογικὴ γνώση ποὺ ἀπέκτησε μὲ τὸν ἀπέραντο καὶ σπανίας δεκτικότητος καὶ συστηματικότητος χαρισματικὸ νοῦ του, λέγεται ὅτι τὸ 85% τῶν ἀναγνωσμάτων του τὰ συγκρατοῦσε μὲ τὴν πρώτη ἀνάγνωση. Ἔχοντας αὐτὰ τὰ βασικὰ στοιχεῖα καὶ τὶς πνευματικὲς προϋποθέσεις, ὡς φυσικὰ καὶ πνευματικὰ ἀποκτήματα, ἔγραψε συγγράματα ποὺ ἐμπνέουν στὸν ἀναγνώστη πλήρη ἐμπιστοσύνη, περὶ τῆς βαθειᾶς θεολογικῆς ἐμπειρίας καὶ τοῦ χαρίζουν τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσῃ ὅλο τὸν πλοῦτο τῶν Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, συστηματοποιημένο καὶ ἐμπλουτισμένο μὲ προσωπικὰ καὶ ἐμπειρικὰ σχόλια, πρωτοφανοῦς εὐστοχίας καὶ σπανίας διεισδυτικότητος. Οἱ ὀρθόδοξες θέσεις του εἶναι ξεκάθαρες, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες μέσα στὶς ὁποῖες ἔζησε καὶ παρ᾿ ὅλα τὰ διάφορα ἀντορθόδοξα Δυτικὰ ρεύματα, ποὺ κυκλοφοροῦσαν στὴν ἐποχή του.
Ἀλλὰ καὶ ἡ στάση του ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι χαρακτηριστικὴ καὶ ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Γιὰ τὸ θέμα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ, ποὺ μοῦ ἀνετέθη νὰ παρουσιάσω στὸ παρὸν συνέδρειο, ὁ ἅγιος Νικόδημος κάνει ἐκτενέστατα σχόλια, στηριζόμενος στοὺς ἑξῆς Κανόνες: 1) στὸν μστ´ (46) τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 2) στὸν ζ´ (7) τῆς Δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 3) στὸν Ϟε´ (95) τῆς ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
1. Ὁ 46ος Ἀποστολικὸς Κανὼν λέγει ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς: «Ἐπίσκοπον ἢ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, τίς γὰρ συμφώνησις Χριστοῦ πρὸς βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».
Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὸν τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν σχολιάζει ὁ Ἁγιος Νικόδημος, ἀναφερόμενος στὴν Σύνοδο τῶν 84 Ἐπισκόπων τὴν ὑπὸ τὸν Ἐπίσκοπον Καρχηδόνος Κυπριανόν, ἡ ὁποία ἐξέδωσε κανόνες ἀναλόγους πρὸς τὸν παραπάνω Ἀποστολικόν, γιατὶ δὲν ὑπάρχουν πολλὰ βαπτίσματα. Σύμφωνα μὲ τὸ Ἀποστολικὸ ρητὸ «Εἷς Κύριος, μία Πίστις ἓν Βάπτισμα», οἱ αἱρετικοὶ ἐφ᾿ ὅσον δὲν εἶναι μέσα στὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν ἀληθινὸ Βάπτισμα. Ἂν εἶναι ἀληθινὸ τὸ Βάπτισμα καὶ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, ἀληθινὸ καὶ τῶν Ὀρθοδόξων, τότε δὲν θὰ ἔχωμε ἕν Βάπτισμα, καθὼς ὁ Παῦλος βοᾷ, ἀλλὰ δύο, «ὅπερ ἀτοπώτατον». Αὐτῆς τῆς Συνόδου τὸν κανόνα «ἐπεσφράγισε» καὶ ἡ ἕκτη Οἰκουμενική, μὲ τὸν β´ κανόνα της, ὁπότε ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος κανὼν ἀπὸ κανὼν τοπικῆς γίνεται κανὼν οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φιρμιλιανὸς ποὺ ἐχρημάτισε ἔξαρχος στὴν Σύνοδο τοῦ Ἰκονίου καὶ τὸν ὁποῖον ὁ Μ. Βασίλειος στὸν α´ κανόνα τὸν ὀνομάζει «ἰδικόν του», ὡς Ἐπίσκοπον Καισαρείας ἀκυρώνει καὶ ἀπορρίπτει τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. «Δὲν εἶναι δυνατόν», λέγει «νὰ ἰσχυρισθῇ ἢ νὰ πιστεύσῃ κανείς ὅτι μόνον ἡ ἐπίκλησις τῶν τριῶν ὀνομάτων τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ἀρκετὴ πρὸς ἄφεσιν τῶν πλημμελημάτων καὶ πρὸς τὸν Ἁγιασμὸν τοῦ Βαπτίσματος», ἂν πρῶτα καὶ ἐκεῖνος ποὺ βαπτίζει δὲν εἶναι ὀρθόδοξος. Συμφωνεῖ μὲ τὴν γνώμην αὐτὴν καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, τοὺς κανόνες τοῦ ὁποίου «ἐπεσφράγισεν» ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. «Ἀπώλεσαν, λέγει, τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ καὶ διεκόπη ἡ μετάδοσις αὐτῆς ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Μεταβιβασθέντες δὲ στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν, οὔτε χάρισμα πνευματικὸν ἔχουν, οὔτε νὰ βαπτίζουν ἢ νὰ χειροτονοῦν ἔχουν ἐξουσίαν, καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν βαπτιζόμενοι, πρέπει νὰ ξαναβαπτίζονται μὲ τὸ ἀληθινὸν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας βάπτισμα». Καὶ ἐνῶ μὲ τὸν α´ κανόνα του ἀποδέχεται τὴν γνώμην ὡρισμένων πατέρων τῆς Μ. Ἀσίας ποὺ κατ᾿ οἰκονομίαν δέχονται τὸ βάπτισμα τῶν σχισματικῶν, μὲ τὸν 47ον Κανόνα του ἀναφέρει ὅτι «ἐκεῖνος σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς παραπάνω πατέρας, ὅλους τοὺς βαπτίζει».
Τὴν ἴδια γνώμη ἔχει καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος τοῦ ὁποίου καὶ αὐτοῦ τοὺς λόγους «ἐπεσφράγισεν» ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Στὸν τρίτο λόγο του κατὰ Ἀρειανῶν λέγει τὰ ἑξῆς: «Οἱ Ἀρειανοὶ κινδυνεύουν καὶ εἰς τὸ πλήρωμα τοῦ μυστηρίου, δηλαδὴ τοῦ βαπτίσματος. Διότι ἂν ἡ τελείωσις τοῦ Βαπτίσματος δίδεται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ οἱ δὲ Ἀρειανοὶ δὲν θεωροῦν Πατέρα ἀληθινόν, μὲ τὸ νὰ ἀρνοῦνται τὸν ἐξ αὐτοῦ ὅμοιον τῆς οὐσίας Υἱὸν ἀληθινὸν καὶ ἀναπλάττοντες μὲ τὴν φαντασίαν τους ἄλλον ἔκ μὴ ὄντων κτιζόμενον, πῶς τὸ τελούμενον βάπτισμα δὲν εἶναι τελείως ἀνωφελὲς καὶ μάταιον»; Καὶ φαίνεται μὲν κατὰ προσποίηση ὅτι εἶναι βάπτισμα, άλλὰ στὴν οὐσία δὲν παρέχει καμμία βοήθεια στὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ Μακεδονιανούς, τοὺς θεωρεῖ κατηχουμένους. «Ἐὰν ἀκόμη χωλαίνῃς, λέγει, καὶ δὲν καταδέχεσαι τὸ τέλειον τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, ζήτησε ἄλλον νὰ σὲ βαπτίσῃ ἢ μᾶλλον εἰπεῖν νὰ σὲ πνίξῃ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν ἔχω ἄδειαν νὰ χωρίζω τὴν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος ἀπὸ τὴν Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ νὰ σὲ καταστήσω νεκρόν... Ἐπειδὴ ὅποια ἀπὸ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις καταβιβάσῃς ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῆς Θεότητος, ὅλην τὴν Ἁγία Τριάδα καταβιβάζεις ἀπὸ αὐτὸ καὶ τὸν ἑαυτόν σου στερεῖς ἀπὸ τὴν τελείωση τοῦ Βαπτίσματος». Ἀπαραίτητος λοιπὸν ὅρος γιὰ τὴν τελείωση τοῦ Βαπτίσματος ἡ ὀρθὴ πίστη.
Ὁ ἅγιος Ἰωάνης ὁ Χρυσόστομος στὴν ὁμιλία του «εἰς τὸ ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» ἀναφέρει ὅτι «τῶν αἱρετικῶν τὰ συστήματα βάπτισμα μὲν ἔχουν, δὲν ἔχουν ὅμως φώτισμα. Βαπτίζονται κατὰ τὸ σῶμα κατὰ δὲ τὴν ψυχὴ δὲν φωτίζονται».
Ὁμοίως καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο διδάσκουν ὅτι «οὐδεὶς αἱρετικὸς παρέχει ἁγιασμὸν διὰ τῶν μυστηρίων» καὶ «τὸ τῶν δυσεβῶν βάπτισμα οὐχ ἁγιάζει».
2. Ὁ 7ος ὅμως κανὼν τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὁ 95ος τῆς ἕκτης δὲν ἐπέβαλαν σὲ ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς τὸ βάπτισμα σύμφωνα μὲ τὸν παραπάνω Ἀποστολικὸ κανόνα καὶ τοὺς κανόνας τῶν λοιπῶν Πατέρων, ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἂν καὶ ἡ ἴδια ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὸν β´ κανόνα της, τοὺς ἐδέχθη· ἄλλων αἱρετικῶν ἐδέχθησαν τὸ βάπτισμα καὶ ἄλλων ὄχι.
Γιὰ νὰ γεφυρώσει αὐτὴ τὴ διαφορὰ ὁ ἅγιος καὶ νὰ λύσῃ τὴν ἀπορία, σὲ ὅσους δὲν μποροῦν νὰ ἀντιληφθοῦν ὀρθόδοξα τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
Στὴν Ἐκκλησία φυλάττωνται δύο εἴδη κυβερνήσεως καὶ διορθώσεως τῶν σφαλμάτων. Τὸ ἕνα ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τὸ δὲ ἄλλο ὀνομάζεται Οἰκονομία καὶ Συγκατάβαση. Μὲ αὐτὰ τὰ δύο οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι κυβερνοῦν τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, πότε μὲ τὸ ἕνα πότε μὲ τὸ ἄλλο. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ προμημονευθέντες ἅγιοι, ἐφήρμοσαν τὴν Ἀκρίβεια καὶ ἀπέβαλαν τελείως τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Οἱ δύο δὲ Σύνοδοι μετεχερειρίσθησαν τὴν οἰκονομία. Καὶ ἄλλων ἐδέχθησαν τὸ βάπτισμα (Ἀρειανῶν καὶ Μακεδονιανῶν) ἄλλων δὲ ὄχι (Εὐνομιανῶν κ.λ.π.). Καὶ οἰκονόμησαν ἔτσι τὰ πράγματα πρῶτον ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Μακεδονιανοὶ οἱ ὁποῖο ὄχι μόνον ἦσαν κατὰ τὸ πλῆθος πολλοί, ἀλλὰ εἶχαν καὶ μεγάλες δυνάμεις, κοντὰ στοὺς Βασιλεῖς καὶ ἄρχοντας καὶ τὴν Σύγκλητον. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο πίστευαν ὅτι θὰ τοὺς ἤλκυαν στὴν ὀρθοδοξία καὶ θὰ τοὺς διώρθωναν εὐκολώτερα. Καὶ δεύτερον ἀντελήφθησαν οἱ Πατέρες ὅτι μὲ τὴν οἰκονομία δὲν θὰ τοὺς ἐρέθιζαν οὔτε θὰ τοὺς ἐξαγρίωναν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ γίνῃ μεγαλύτερο κακό, καὶ ὅπως λέγει χαρακτηριστικά, «οἰκονομήσαντες τοὺς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει οἱ Θεῖοι Πατέρες, ἐσυγκατέβησαν νὰ δεχθοῦν τὸ βάπτισμα αὐτῶν». Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συγκαταβάσεως ἡ ἕκτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἦλθε σὲ ἀντίθεση καὶ μὲ τὸν ἑαυτό της καὶ μὲ τὴν Β´ Οἰκουμενική. Μὲ τὸν ἑαυτό της ἦλθε σὲ ἀντίθεση γιατὶ μὲ τὸν β´ κανόνα της ἐδέχθη τοὺς Ἀποστολικοὺς κανόνες, τοὺς κανόνες τῆς Καρχηδόνος καὶ τῶν ἄλλων Πατέρων, ἐνῶ μὲ τὸν 95ο δὲν ἀπέβαλλε ὅλων τῶν αἱρετικῶν τὸ βάπτισμα. Μὲ τὴν Β´ Οἰκουμενικὴ δὲ διότι ἐδέχθη τὴν ἀκρίβεια τῶν Ἀποστολικῶν κανόνων καὶ τῶν λοιπῶν Πατέρων ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐδέχθησαν τὸ βάπτισμα ὡρισμένων αἱρετικῶν. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἄφησαν νὰ ἐννοήσουμε ὅτι στὴν Ἐκκλησία ἰσχύουν καὶ τὰ δύο καὶ ἡ Ἀκρίβεια καὶ κατὰ τὰς περιστάσεις ἡ Οἰκονομία.
Δεύτερος λόγος ποὺ ἐσυγκατέβησαν οἱ Πατέρες τοὺς μὲν Ἀρειανοὺς καὶ Μακεδονιανοὺς νὰ τοὺς δεχθοῦν χωρίς ἀναβαπτισμό, τοὺς δὲ Εὐνομιανοὺς καὶ Σαβελιανοὺς ποὺ εἶναι ἰσοδύναμοι στὶς αἱρετικὲς δοξασίες νὰ τοὺς ἀναβαπτίσουν, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι, οἱ πρῶτοι «ἐφύλαττον ἀπαράλακτον καὶ τὸ εἶδος καὶ τὴν ὕλην τοῦ βαπτίσματος τῶν Ὀρθοδόξων» καὶ ἐβαπτίζοντο κατὰ τὸν τῦπο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τοὐλάχιστον πρὸ τῆς συγκλήσεως τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐνῶ οἱ δεύτεροι, τῶν ὁποίων τὸ βάπτισμα δὲν ἐδέχθησαν, ἐπαραχάραξαν τὴν τελετὴ τοῦ βαπτίσματος καὶ διέφθειραν εἴτε τὸν τρόπο τοῦ εἴδους, δηλαδὴ τῶν ἐπικλήσεων, εἴτε τὴν χρήση τῆς ὕλης, δηλαδὴ τῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων, βαπτιζόμενοι μὲ μία μόνο κατάδυση. Γεγονὸς εἶναι ὅτι ὁ δεύτερος τοῦτος λόγος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας δὲν εἶναι ἰσχυρός. Ἰσχυρότερος εἶναι ὁ πρῶτος λόγος ποὺ ἀναφέρθηκε.
3. Κάνοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορικοεκκλησιαστικὴ ἀναφορά, χωρίς νὰ τὴν θεωρῇ περιττή, τὴν προβάλλει ὡς ἀναγκαιότατη γιὰ ὅλους τοὺς καιροὺς κυρίως ὅμως στὴν σύγχρονη ἐποχὴ ὅπου γίνεται μεγάλη λογοτριβὴ καὶ προκαλεῖ μεγάλη ἀμφισβήτηση τὸ τῶν Λατίνων βάπτισμα. Ἡ τριβὴ δὲ δὲν γίνεται μόνο μεταξὺ ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων καὶ τῶν Λατίνων, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ ἡμῶν καὶ τῶν Λατινοφρόνων.
Δὲν διστάζῃ δὲ νὰ τοποθετηθῆ ἐξ ἀρχῆς εὐθέως· ὅτι σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ εἰπώθηκαν, τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων εἶναι ψευδώνυμο Βάπτισμα. Γι᾿ αὐτὸ οὔτε μὲ τὸ λόγο τῆς Ἀκριβείας γίνεται δεκτό, οὔτε μὲ τὸ λόγο τῆς Οἰκονομίας. Μὲ τὸ λόγο τῆς Ἀκριβείας δὲν γίνεται δεκτὸ πρῶτον γιατὶ εἶναι αἱρετικοί. Τὸ ὅτι εἶναι αἱρετικοὶ δὲν χωράει καμμιὰ ἀμφισβήτηση. Παραπέμπει στὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, τὸν ὀνομαζόμενον Παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος ἀποδεικνύει τὶς αἱρετικὲς κακοδοξίες τῶν Λατίνων. Ὡς ἐπίσης καὶ στὸν ἅγιο Μάρκο τὸν ἐπίσκοπο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος παρρησία λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἡμεῖς δι᾿ οὐδὲν ἄλλον ἀπεσχίσθημεν τῶν Λατίνων ἀλλ᾿ ἢ ὅτι εἰσιν, οὐ μόνον σχισματικοί, ἀλλὰ καὶ αἱρετκοί». Ἀλλὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι τόσους αἰῶνες ἀποστρεφόμαστε τοὺς Λατίνους, ὡς αἱρετικούς, τοὺς βδελυττόμεθα, καθώς καὶ τοὺς Ἀρειανοὺς καὶ Σαβελλιανοὺς καὶ τοὺς πνευματομάχους Μακεδονιανούς. Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν εἶναι αἱρετικοί, ὄχι μόνον δὲν μποροῦμε, ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ νὰ ἑνωθοῦμε μαζὶ τους, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀπωλέσαντες τὴν ἐνεργὸ Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς θεωροῦμε οὐσιαστικὰ ἀβάπτιστους. Δεύτερον δὲν γίνεται δεκτὸ οὔτε μὲ τὸν λόγο τῆς Οἰκονομίας, ἐπειδὴ δὲν φυλάττουν τὶς τρεῖς καταδύσεις στὸν βαπτιζόμενο, ὅπως ὡς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέλαβε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ Πατέρας. Καινοτομήσαντες πρῶτοι τὸ Ἀποστολικὸν Βάπτισμα ρίχνουν μὲ μία δέσμη τριχῶν στὸ μέτωπο τοῦ βρέφους λίγες ρανίδες ὕδατος. «Ἐν τρισὶ γὰρ καταδύσεσι καὶ ἰσαρίθμοις τοῖς ἐπικλήσεσι τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος τελειοῦται, ἵναι καὶ ὁ τοῦ θανάτου τύπος ἐξεικονισθῇ καὶ τῇ παραδόσει τῆς θεογνωσίας τὰς ψυχὰς φωτισθῶμεν οἱ βαπτιζόμενοι», μαρτυρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος.
Ἐφ᾿ ὅσον λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω οἱ Λατίνοι δὲν μποροῦν νὰ τελειώσουν ὡς αἱρετικοὶ καὶ παραχαράκτες τὸ ἓν Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ἀπώλεσαν τὴν τελεταρχικὴ Χάρη, ἔστω κι ἂν προφέρουν τὶς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ἅγιος ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ σ᾿ ἐκείνους ποὺ δέχονται τὸ ράντισμα τῶν Λατίνων· ἔχουν καθῆκον νὰ στοχασθοῦν τὶ θὰ ἀποκριθοῦν στὴν αὐθεντία τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος καὶ τῶν λοιπῶν Πατέρων ποὺ διδάσκουν τὰ ἀντίθετα. Προβάλλουν λέγει οἱ δεφένσορες αὐτοὶ τοῦ Λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας συνήθισε νὰ τοὺς δέχεται, κατὰ τὴν ἐπιστροφή τους μὲ ἅγιο Μῦρο. Καὶ αὐτὸ ἀκόμη ἂν γίνεται φανερώνει καθαρὰ ὅτι, συμβαίνει ἐπειδὴ εἶναι αἱρετικοί.
Οὔτε μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα νὰ μεταχειρισθῇ τὴν Οἰκονομία τῆς Β´ καὶ Στ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διότι οἱ θεῖοι Πατέρες ποὺ ἐφήρμοσαν τὴν Οἰκονομία, παραμερίζοντας προσωρινὰ τοὺς Ἀποστολικοὺς κανόνας μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς των ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ τούτου. Καὶ μὲ τὴν οἰκονομία αὐτὴ οἱ αἱρετικοὶ ἔγιναν ἡμερώτεροι καὶ ἐπέστρεψαν στὴν εὐσέβεια καὶ σὲ λίγους χρόνους ἢ τελείως ἐξέλιπον ἢ ἔμειναν πολὺ λίγοι.
Δέχεται ὁ ἅγιος ὅτι καλῶς οἱ πρὸ ἡμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καὶ ἀποδέχθηκαν μὲ Θεῖο Μῦρο τοὺς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ Παπισμὸς τότε ἤκμαζε καὶ κατεῖχε ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τὸ δὲ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νὰ γίνῃ αὐτὴ ἡ οἰκονομία, γιὰ νὰ μὴ ἐξεγείρῃ ὁ πάπας τὰ λατινικὰ γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νὰ αἰχμαλωτίζουν καὶ νὰ φονεύουν καὶ μύρια ἄλλα κακὰ καὶ δεινὰ νὰ πράττουν. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λύσσα τοῦ παπισμοῦ δὲν ἰσχύει καὶ ἡ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τὴν ἐπηρμένην ὀφρὺ τῶν παπικῶν, τὶ χρειάζεται πλέον ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστη. Τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ στὸν παπισμὸ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει ἀνυποχώρητη καὶ σατανικὴ ἐπιμονὴ στὴν αἵρεση. Ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει τὰ ἑξῆς : «Ὁ κατ᾿ οἰκονομίαν λοιπὸν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ᾿ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες». Εἶναι κακὴ οἰκονομία λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος αὐτὴ ποὺ οὔτε τοὺς Λατίνους μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψωμε, ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς γινόμεθα παραβάται τῶν ἱερῶν κανόνων, δεχόμενοι τὸ ψευδοβάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. «Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα μὴ παρανομητέον» λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· ἕως ὅτου ἐφαρμοσθῆ ἡ οἰκονομία, πάντως οἱ Ἀνατολικοὶ ἐβάπτιζον τοὺς Δυτικοὺς καθώς μαρτυρεῖ ἡ ἐν Λατερανῷ τῆς Ρώμης τοπικὴ Σύνοδος τοῦ 1215. Καὶ ὅτι δὲν λειτουργοῦσαν σὲ ναοὺς ποὺ πρότερον ἐλειτούργησαν οἱ Λατίνοι, ἂν πρῶτα δὲν ἔκαναν ἁγιασμό.
Τῆς οἰκονομίας λοιπὸν παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ τήρηση τῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας παίρνουν τὴν φυσική τους θέση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου