ΒΛΑΣΙΟΣ ΦΕΙΔΑΣ ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ὁ κ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Δικαίου στή Νομική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. καί Θεολόγος, μέ σειρά δημοσιευμάτων
του ἀσκεῖ ὀξύτατη κριτική στόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁ Μακαριώτατος
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ἡ Διαρκής Ἱ. Σύνοδος, ἡ Ἱ.
Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας καί ὁ ἐνοριακός Κλῆρος ἀντιμετώπισαν τό θέμα τῆς
ὀφειλετικῆς προστασίας τῆς ζωῆς τοῦ
εὐλαβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀόρατη και ἀσύμμετρη παγκόσμια
ἀπειλή τοῦ κορονοϊοῦ. Ἡ ἀπειλή αὐτή προβλήθηκε ὁμοφώνως ἀπό τήν ἁρμόδια
ἑλληνική καί διεθνῆ ἐπιστημονική ἔρευνα καί βεβαιώθηκε μέ τίς γνωστές
πλέον τραγικές συνέπειες σέ ὅσους λαούς ἀδιαφόρησαν γιά τήν ἄμεση
ἀντιμετώπισή τους. Ὡστόσο, στό τελευταῖο λιβελλογραφικό καί ὑβριστικό
δημοσίευμά του ὁ ἐκ Θεολόγων Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Δικαίου ἐπικρίνει ἀφελῶς καί ἀκρίτως τήν παρατιθέμενη σύντομη μέν,
ἀλλ’ὅμως σπουδαία ἐξ ἐπόψεως Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου «δήλωση» τοῦ Μακ.
Ἀρχιεπισκόπου στή «Συνέντευξή» του στόν Antenna.
«Ἡ Ἐκκλησία βαδίζει ἐπάνω στήν ἀκρίβεια καί στήν οἰκονομία. Ἡ ἀκρίβεια εἶναι κάτι πού τό θέλουμε στή ζωή μας, ἀλλά δέν ἔρχονται ὅλα ὅπως τά θέλουμε. Σέ αὐτό τό σημεῖο ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν οἰκονομία… Ἡ Ἐκκλησία διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά προσαρμόζεται καί νά οἰκονομεῖ τόσο ὡς πρός τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων, ὅσο καί ὡς πρός καθένα χωριστά… Ἐκεῖ πού χρειάζεται ἡ οικονομία εἶναι ἡ συνάθροιση καί ἐκεῖ συνεννούμεθα μέ τήν Πολιτεία, ἡ ὁποία δέν ἔχει λόγο γιά τήν θεία κοινωνία, ἔχει ὅμως λόγο γιά τήν συνάθροιση γιά τήν προστασία τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων… Ἡ Ἐκκλησία βρίσκει πάντα τόν τρόπο νά θεραπεύσει, δηλαδή νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο. Αὐτό γίνεται τώρα σέ συνεργασία μέ τήν Πολιτεία…».
Ἡ σημαντική αὐτή «δήλωση» τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου, ἡ ὁποία ἐκφράζει καί τή σύμφωνη γνώμη τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱ. Συνόδου τῦς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἰδεοληπτικές ἤ ἰδιοτελεῖς διαφωνίες ὁρισμένων ἀρχιερέων, εἶναι ἡ αὐθεντική ἔννοια τόσο τῆς ὁμόφωνης κανονικῆς παραδόσεως, ὅσο καί τῆς διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως γιά τά ὅρια τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, τήν ὁποία θά ἔπρεπε νά γνωρίζει ὁ Ἐπίκουρος Καθηγητής γιά νά ἀποφευχθοῦν ὄχι μόνο οἱ κανονικές, ἀλλά καί οἱ ἐπικίνδυνες συνταγματικές συγχύσεις του, ἤτοι:
α’. ἡ προφανῶς ἀβάσιμη καί σαφῶς ἐσφαλμένη ἐπικίνδυνη σύγχυση, ὅτι δῆθεν ἡ Οἰκονομία προσδιορίζει τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι βεβαίως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ πάντοτε καί ὁρίζει αὐτοδικαίως τά καθιερωμένα ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, κατά τήν ἄσκησή της μάλιστα στούς εὐλαβεῖς πιστούς, ὅπως καί στή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς ἀναστολῆς πρός καιρόν τῆς δημόσιας θείας λατρείας γιά τήν προστασία τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀόρατη αὐτή παγκόσμια ἀπειλή, ἡ ὁποία δέν ἀφήνει πλέον περιθώρια ἄλλων ἐπιλογῶν καί ἐπιβάλλει ἀπαραιτήτως τήν ἄμεση ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.
β’. ἡ παντελῶς ἀβάσιμη ἀποσύνδεση τῆς προστασίας τῆς θείας λατρείας ἀπό τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς, μέ τήν ἐσφαλμένη μάλιστα γνώμη, ὅτι δῆθεν ἡ λόγῳ ἐπιδημίας ἀπαγόρευση τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στή θεία Λειτουργία δέν συναντᾶται καθόλου στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ ὁποία ὅμως ἀποσκοπεῖ ἀφελῶς στήν αὐθαίρετη ἀποσύνδεση τῆς θείας λατρείας τῶν πιστῶν καί ἀπό τήν αὐτονόητη ὀφειλετική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς τους, ἡ ὁποία ἦταν πάντοτε ὄχι βεβαίως μία ὑποκειμενική ἐπιλογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, ἀλλά σαφῶς μία διαχρονική δεσμία ὑποχρέωσή της γιά τήν πρόληψη ἤ ἀποτροπή ὁποιασδήποτε ἐπικίνδυνης ἀπειλῆς, ἤτοι ἀκόμη καί μέ τήν ἀποφυγή λατρευτικῶν συνάξεων, ὄχι μόνο στούς διωγμούς τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς περιόδους μεταδόσεως τῆς πανώλης ἤ καί ὁποιασδήποτε ἄλλης μεταδοτικῆς ἐπικίνδυνης ἀπειλῆς γιά τήν ζωή τῶν πιστῶν, ὅπως λ.χ. τόσο ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό (527-565), ὅσο καί ἀπό τόν πρῶτο Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος ἰατρό Ἰω. Καποδίστρια (1828-1831) κ.ἄ., γι’αὐτό στίς περιόδους αὐτές οἱ πιστοί τηροῦσαν πάντοτε εὐλαβῶς τήν ἀποστολική παράδοση τῆς «κατ’οἶκον» προσευχῆς.
γ’. ἡ ἄκριτη ταύτιση τοῦ θεμελιώδους συνταγματικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας μέ τό παρεπόμενο δικαίωμα τῶν πιστῶν νά συνέρχονται ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως στίς λατρευτικές τους συνάξεις, συμφώνως μάλιστα πρός τό ἄρθρο 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, ἡ ὁποία ὅμως παραθεωρεῖ ἤ ἀθετεῖ αὐθαιρέτως ὅτι στό ἄρθρο αὐτό ἀφ’ἑνός μέν τό κύριο συνταγματικό δικαίωμα εἶναι ὁ σεβασμός τῆς θεμελιώδους ἀρχῆς τῆς «θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», μία ἀπό τίς πτυχές τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ «ἐλευθερία τῆς λατρείας», ἀφ’ἑτέρου δέ ὅτι ὁ εὔλογος σεβασμός τῆς προστασίας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρξε πάντοτε τό ὕψιστο δικαίωμα, μεταξύ τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, σέ ὅλες τίς Διεθνεῖς Διακηρύξεις γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.
δ’. Ἡ αὐθαίρετη ἀμφισβήτηση τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματος τῆς Ἐκκλησίας νά τελεῖ τή θεία Λειτουργία ἤ ἄλλες ἱερές Ἀκολουθίες σέ μεγάλες Ἑορτές τοῦ ἔτους ἀκόμη καί χωρίς συμμετοχή τῶν εὐλαβῶν πιστῶν, ὅταν ὅμως συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι γιά τήν προστασία τῆς ζωῆς τους, ἀλλ’ὅμως ἡ ἀμφισβήτηση αὐτή εἶναι κανονικῶς ἀβάσιμη καί ἐκκλησιαστικῶς ἐσφαλμένη. Ἄλλωστε, οἱ πιστοί δέν ἀντιδροῦσαν στήν κατ’οἰκονομίαν ἀπόφαση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ἑνός μέν γιατί οἱ εὐλαβεῖς πιστοί διά τῆς ἐπιθυμίας τους νά συμμετέχουν βεβαίωναν σαφῶς τήν πνευματική παρουσία τους στήν τελούμενη «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» θεία Λειτουργία ἤ Ἀκολουθία γιά τή προστασία τῆς δικῆς τους ζωῆς, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας στή θεία Λειτουργία, μέ τή συμμετοχή μάλιστα ἤ καί χωρίς τήν συμμετοχή ὅλων τῶν εὐλαβῶν πιστῶν, ἐκτείνεται πάντοτε, μέ ἰδιαίτερη μάλιστα ἔμφαση, σέ ὅλες τίς δεήσεις της , ὄχι μόνο στούς παρόντες, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς μή δυναμένους νά συμμετάσχουν σέ αὐτή πιστούς γιά σοβαρούς λόγους. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ἐκκλησία εὔχεται πάντοτε «ὑπέρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων» σέ κάθε θεία Λειτουργία, ἤτοι ὡς πνευματικῶς παρόντων μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της σώματος, ὅπως καί ὅλοι οἱ μή συμμετέχοντες σήμερον στή θεία Λειτουργία γιά τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τῆς δικῆς τους ζωῆς ἀπό μία παγκόσμια ἀσύμμετρη ἀπειλή, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται».
ε’. Ὁ κανονικῶς ἀδιανόητος ἰδεοληπτικός χαρακτηρισμός, ὅτι δῆθεν «ἀπό ἐκκλησιολογικῆς (δογματικῆς) ἀπόψεως, ἡ συμμετοχή τῶν ἱερέων καί τῶν ψαλτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι μόνον ἐκπρόσωποι τῶν λαϊκῶν, δέν εἶναι σημαντικότερη ἀπό τή συμμετοχή τῶν λοιπῶν πιστῶν», ἤτοι στήν τελούμενη θεία Λειτουργία χωρίς τή συμμετοχή λαοῦ. Προφανῶς, ὁ Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ἀγνοεῖ, ὅτι ὁ τελετουργός τῆς θείας Λειτουργίας Κληρικός, χωρίς τή συμμετοχή λαοῦ, δέν εἶναι ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ ἐκπροσωπεῖ κανονικῶς σέ αὐτή, ἀπό τήν ἀποστολική ἤδη ἐποχή, τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, στόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀναφέρει καί τήν ἱερωσύνη του, ἀλλ’ὄχι βεβαίως στούς λαϊκούς κ.ἄ.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ὁ Ἐπίκουρος Καθηγητής δέν ἔχει τίς ἀναγκαῖες συνταγματικές καί κανονικές προϋποθέσεις γιά νά ἀσκήσει μία ἀξιόπιστη κριτική στήν ἄριστα θεμελιωμένη «δήλωση» τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου γιά τό λεπτό καί πολύπλοκο αὐτό ζήτημα τόσο τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ βάθους, ὅσο καί τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης κατά τήν ἐφαρμογή τῆς σημαντικῆς κανονικῆς ἀρχῆς τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» στήν πολυκύμαντη λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ἡ ἄκριτη ἄσκηση ἀβάσιμης κριτικῆς στό πολύπλοκο καί εὐαίσθητο αὐτό ἐκκλησιολογικό ζήτημα, ἤτοι χωρίς τά ἀναγκαῖα ἱστορικοκανονικά καί συνταγματικά ἐρείσματα, ἀλλά μόνο ὑπό τήν προοπτική προσωπικῶν του ἰδεοληπτικῶν προλήψεων ἤ ἰδιοτελῶν σκοπιμοτήτων, ἐξηγεῖ πλήρως ὄχι μόνο τίς ἐπιλεκτικῶς ἀναφερθεῖσες σοβαρές κανονικές συγχύσεις, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία του νά τίς ὑπερασπισθεῖ ἀζημίως ἤ μέ ἕνα ἀξιόπιστο τρόπο στούς ἀναγνῶστες του.
«Ἡ Ἐκκλησία βαδίζει ἐπάνω στήν ἀκρίβεια καί στήν οἰκονομία. Ἡ ἀκρίβεια εἶναι κάτι πού τό θέλουμε στή ζωή μας, ἀλλά δέν ἔρχονται ὅλα ὅπως τά θέλουμε. Σέ αὐτό τό σημεῖο ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν οἰκονομία… Ἡ Ἐκκλησία διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά προσαρμόζεται καί νά οἰκονομεῖ τόσο ὡς πρός τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων, ὅσο καί ὡς πρός καθένα χωριστά… Ἐκεῖ πού χρειάζεται ἡ οικονομία εἶναι ἡ συνάθροιση καί ἐκεῖ συνεννούμεθα μέ τήν Πολιτεία, ἡ ὁποία δέν ἔχει λόγο γιά τήν θεία κοινωνία, ἔχει ὅμως λόγο γιά τήν συνάθροιση γιά τήν προστασία τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων… Ἡ Ἐκκλησία βρίσκει πάντα τόν τρόπο νά θεραπεύσει, δηλαδή νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο. Αὐτό γίνεται τώρα σέ συνεργασία μέ τήν Πολιτεία…».
Ἡ σημαντική αὐτή «δήλωση» τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου, ἡ ὁποία ἐκφράζει καί τή σύμφωνη γνώμη τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῆς Ἱ. Συνόδου τῦς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἰδεοληπτικές ἤ ἰδιοτελεῖς διαφωνίες ὁρισμένων ἀρχιερέων, εἶναι ἡ αὐθεντική ἔννοια τόσο τῆς ὁμόφωνης κανονικῆς παραδόσεως, ὅσο καί τῆς διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως γιά τά ὅρια τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, τήν ὁποία θά ἔπρεπε νά γνωρίζει ὁ Ἐπίκουρος Καθηγητής γιά νά ἀποφευχθοῦν ὄχι μόνο οἱ κανονικές, ἀλλά καί οἱ ἐπικίνδυνες συνταγματικές συγχύσεις του, ἤτοι:
α’. ἡ προφανῶς ἀβάσιμη καί σαφῶς ἐσφαλμένη ἐπικίνδυνη σύγχυση, ὅτι δῆθεν ἡ Οἰκονομία προσδιορίζει τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι βεβαίως ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ πάντοτε καί ὁρίζει αὐτοδικαίως τά καθιερωμένα ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας, κατά τήν ἄσκησή της μάλιστα στούς εὐλαβεῖς πιστούς, ὅπως καί στή συγκεκριμένη περίπτωση τῆς ἀναστολῆς πρός καιρόν τῆς δημόσιας θείας λατρείας γιά τήν προστασία τῆς ζωῆς τῶν πιστῶν ἀπό τήν ἀόρατη αὐτή παγκόσμια ἀπειλή, ἡ ὁποία δέν ἀφήνει πλέον περιθώρια ἄλλων ἐπιλογῶν καί ἐπιβάλλει ἀπαραιτήτως τήν ἄμεση ἐφαρμογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.
β’. ἡ παντελῶς ἀβάσιμη ἀποσύνδεση τῆς προστασίας τῆς θείας λατρείας ἀπό τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς, μέ τήν ἐσφαλμένη μάλιστα γνώμη, ὅτι δῆθεν ἡ λόγῳ ἐπιδημίας ἀπαγόρευση τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στή θεία Λειτουργία δέν συναντᾶται καθόλου στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, ἡ ὁποία ὅμως ἀποσκοπεῖ ἀφελῶς στήν αὐθαίρετη ἀποσύνδεση τῆς θείας λατρείας τῶν πιστῶν καί ἀπό τήν αὐτονόητη ὀφειλετική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς τους, ἡ ὁποία ἦταν πάντοτε ὄχι βεβαίως μία ὑποκειμενική ἐπιλογή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας, ἀλλά σαφῶς μία διαχρονική δεσμία ὑποχρέωσή της γιά τήν πρόληψη ἤ ἀποτροπή ὁποιασδήποτε ἐπικίνδυνης ἀπειλῆς, ἤτοι ἀκόμη καί μέ τήν ἀποφυγή λατρευτικῶν συνάξεων, ὄχι μόνο στούς διωγμούς τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλά καί σέ ὅλες τίς περιόδους μεταδόσεως τῆς πανώλης ἤ καί ὁποιασδήποτε ἄλλης μεταδοτικῆς ἐπικίνδυνης ἀπειλῆς γιά τήν ζωή τῶν πιστῶν, ὅπως λ.χ. τόσο ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό (527-565), ὅσο καί ἀπό τόν πρῶτο Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος ἰατρό Ἰω. Καποδίστρια (1828-1831) κ.ἄ., γι’αὐτό στίς περιόδους αὐτές οἱ πιστοί τηροῦσαν πάντοτε εὐλαβῶς τήν ἀποστολική παράδοση τῆς «κατ’οἶκον» προσευχῆς.
γ’. ἡ ἄκριτη ταύτιση τοῦ θεμελιώδους συνταγματικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας μέ τό παρεπόμενο δικαίωμα τῶν πιστῶν νά συνέρχονται ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως στίς λατρευτικές τους συνάξεις, συμφώνως μάλιστα πρός τό ἄρθρο 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, ἡ ὁποία ὅμως παραθεωρεῖ ἤ ἀθετεῖ αὐθαιρέτως ὅτι στό ἄρθρο αὐτό ἀφ’ἑνός μέν τό κύριο συνταγματικό δικαίωμα εἶναι ὁ σεβασμός τῆς θεμελιώδους ἀρχῆς τῆς «θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», μία ἀπό τίς πτυχές τῆς ὁποίας εἶναι καί ἡ «ἐλευθερία τῆς λατρείας», ἀφ’ἑτέρου δέ ὅτι ὁ εὔλογος σεβασμός τῆς προστασίας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ὑπῆρξε πάντοτε τό ὕψιστο δικαίωμα, μεταξύ τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, σέ ὅλες τίς Διεθνεῖς Διακηρύξεις γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.
δ’. Ἡ αὐθαίρετη ἀμφισβήτηση τοῦ καθιερωμένου κανονικοῦ δικαιώματος τῆς Ἐκκλησίας νά τελεῖ τή θεία Λειτουργία ἤ ἄλλες ἱερές Ἀκολουθίες σέ μεγάλες Ἑορτές τοῦ ἔτους ἀκόμη καί χωρίς συμμετοχή τῶν εὐλαβῶν πιστῶν, ὅταν ὅμως συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι γιά τήν προστασία τῆς ζωῆς τους, ἀλλ’ὅμως ἡ ἀμφισβήτηση αὐτή εἶναι κανονικῶς ἀβάσιμη καί ἐκκλησιαστικῶς ἐσφαλμένη. Ἄλλωστε, οἱ πιστοί δέν ἀντιδροῦσαν στήν κατ’οἰκονομίαν ἀπόφαση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ἑνός μέν γιατί οἱ εὐλαβεῖς πιστοί διά τῆς ἐπιθυμίας τους νά συμμετέχουν βεβαίωναν σαφῶς τήν πνευματική παρουσία τους στήν τελούμενη «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» θεία Λειτουργία ἤ Ἀκολουθία γιά τή προστασία τῆς δικῆς τους ζωῆς, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας στή θεία Λειτουργία, μέ τή συμμετοχή μάλιστα ἤ καί χωρίς τήν συμμετοχή ὅλων τῶν εὐλαβῶν πιστῶν, ἐκτείνεται πάντοτε, μέ ἰδιαίτερη μάλιστα ἔμφαση, σέ ὅλες τίς δεήσεις της , ὄχι μόνο στούς παρόντες, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς μή δυναμένους νά συμμετάσχουν σέ αὐτή πιστούς γιά σοβαρούς λόγους. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ἐκκλησία εὔχεται πάντοτε «ὑπέρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων» σέ κάθε θεία Λειτουργία, ἤτοι ὡς πνευματικῶς παρόντων μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της σώματος, ὅπως καί ὅλοι οἱ μή συμμετέχοντες σήμερον στή θεία Λειτουργία γιά τήν προστασία τοῦ θείου δώρου τῆς δικῆς τους ζωῆς ἀπό μία παγκόσμια ἀσύμμετρη ἀπειλή, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται».
ε’. Ὁ κανονικῶς ἀδιανόητος ἰδεοληπτικός χαρακτηρισμός, ὅτι δῆθεν «ἀπό ἐκκλησιολογικῆς (δογματικῆς) ἀπόψεως, ἡ συμμετοχή τῶν ἱερέων καί τῶν ψαλτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι μόνον ἐκπρόσωποι τῶν λαϊκῶν, δέν εἶναι σημαντικότερη ἀπό τή συμμετοχή τῶν λοιπῶν πιστῶν», ἤτοι στήν τελούμενη θεία Λειτουργία χωρίς τή συμμετοχή λαοῦ. Προφανῶς, ὁ Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου ἀγνοεῖ, ὅτι ὁ τελετουργός τῆς θείας Λειτουργίας Κληρικός, χωρίς τή συμμετοχή λαοῦ, δέν εἶναι ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ, ἀφοῦ ἐκπροσωπεῖ κανονικῶς σέ αὐτή, ἀπό τήν ἀποστολική ἤδη ἐποχή, τόν οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, στόν ὁποῖο ἄλλωστε ἀναφέρει καί τήν ἱερωσύνη του, ἀλλ’ὄχι βεβαίως στούς λαϊκούς κ.ἄ.
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ὁ Ἐπίκουρος Καθηγητής δέν ἔχει τίς ἀναγκαῖες συνταγματικές καί κανονικές προϋποθέσεις γιά νά ἀσκήσει μία ἀξιόπιστη κριτική στήν ἄριστα θεμελιωμένη «δήλωση» τοῦ Μακ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Ἱερωνύμου γιά τό λεπτό καί πολύπλοκο αὐτό ζήτημα τόσο τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ βάθους, ὅσο καί τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης κατά τήν ἐφαρμογή τῆς σημαντικῆς κανονικῆς ἀρχῆς τῆς «ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας» στήν πολυκύμαντη λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς, ἡ ἄκριτη ἄσκηση ἀβάσιμης κριτικῆς στό πολύπλοκο καί εὐαίσθητο αὐτό ἐκκλησιολογικό ζήτημα, ἤτοι χωρίς τά ἀναγκαῖα ἱστορικοκανονικά καί συνταγματικά ἐρείσματα, ἀλλά μόνο ὑπό τήν προοπτική προσωπικῶν του ἰδεοληπτικῶν προλήψεων ἤ ἰδιοτελῶν σκοπιμοτήτων, ἐξηγεῖ πλήρως ὄχι μόνο τίς ἐπιλεκτικῶς ἀναφερθεῖσες σοβαρές κανονικές συγχύσεις, ἀλλά καί τήν ἀδυναμία του νά τίς ὑπερασπισθεῖ ἀζημίως ἤ μέ ἕνα ἀξιόπιστο τρόπο στούς ἀναγνῶστες του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου