ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ, ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΡΩΜΗ
ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΡΩΜΗ |
|||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||
Στις ημέρες μας γίνονται
ευρύτατες συζητήσεις για τις σχέσεις και τους διαλόγους μεταξύ της
Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Χριστιανών διαφόρων Ομολογιών. Εντοπίζονται
διάφορες διασπάσεις της χριστιανικής ζωής και πολλοί ζουν μια σύγχυση
στην πνευματική και εκκλησιαστική ζωή, αφού η θεολογία αναμειγνύεται με
τον θρησκευτικό στοχασμό και τον συγκριτισμό, που δεν έχουν σχέση με
την ορθόδοξη ζωή.
Το νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλάσίου κ. Ιεροθέου με τίτλο Παλαιά και Νέα Ρώμη αποβλέπει,
όπως σημειώνει ο συγγραφέας, στον ορθό τρόπο του διαλόγου, μέσα σε
θεολογικά και κανονικά πλαίσια, ώστε να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα.
Είναι μια απάντηση σε όσους θέλουν να επιτευχθή η ενότητα του
Χριστιανισμού.
Αναφέρεται ο συγγραφέας σε δύο πόλεις με
μεγάλη εκκλησιαστική παράδοση και πολιτισμό, με νηπτική και ησυχαστική
ζωή. Πρόκειται για την παλαιά και την νέα Πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού
Κράτους, που σήμερα, όμως, εκφράζουν δύο διαφορετικές παραδόσεις ως προς
την θεολογία και τον πολιτισμό.
Θα διαπιστώση ο αναγνώστης ότι η
Εκκλησία και η θεολογία συνδέονται στενά με την ιστορία, ότι στην Δύση
υπήρχε μια μεγάλη νηπτική - ησυχαστική παράδοση, η οποία με την
παρέμβαση πολλών δυνάμεων χάθηκε και αντικαταστάθηκε από τον
σχολαστικισμό και τον ηθικισμό. Στο ανατολικό τμήμα, όμως, διατηρήθηκε
και εκφράσθηκε στην θεολογία, στις εκκλησιαστικές τέχνες, στην
εκκλησιαστική και μοναχική ζωή μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο διαιρείται σε τρεις ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα του βιβλίου με τίτλο Παλαιά Ρώμη και σύγχρονη παράδοση έχοντας ο συγγραφέας ως βάση το βιβλίο Διάλογοι του
αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου μας δίνει σημαντικές ιστορικές μαρτυρίες
και παρουσιάζει όλη την θεολογία και την ζωή της Ιταλίας και,
γενικότερα, της αρχαίας δυτικής Εκκλησίας. Καταγράφει περιστατικά
διωγμών και μαρτυρίου που δείχνουν ότι ο χώρος της Ιταλίας την πρώτη
χιλιετία ήταν χώρος μαρτυρίου και αίματος. Μας παρουσιάζει ασκητές,
Κληρικούς και λαϊκούς που βίωναν την Χάρη του Θεού και αναδείχθηκαν
ομολογητές και μάρτυρες της πίστεως. Παρατηρεί ότι ο άγιος Γρηγόριος,
Πάπας Ρώμης, συντονισμένος στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων, όσον αφορά
την ησυχαστική και νηπτική ζωή, είναι μια μεγάλη προσωπικότητα της
Εκκλησίας της Παλαιάς Ρώμης, ο οποίος, έχοντας αυθεντικές μαρτυρίες,
διέσωσε και κατέγραψε μια άγνωστη σε πολλούς ιστορία της αρχαίας δυτικής
Εκκλησίας.
Βλέπουμε πως υποδουλώθηκε το δυτικό
τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα βαρβαρικά φύλα, που ποικιλοτρόπως
βασάνιζαν τον ορθόδοξο πληθυσμό, αλλά παράλληλα και πως αλλοιώθηκε και
χάθηκε η Ορθόδοξη Παράδοση που επικρατούσε στην Ιταλία μέχρι την εποχή
του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου.
Σημειώνει ο συγγραφέας ποιά ιστορικά
πρόσωπα και με ποιές αιρετικές διδασκαλίες διαμόρφωσαν την θεολογία της
Εκκλησίας της Ρώμης, ώστε με την πάροδο του χρόνου να χάση την ενότητά
της με τις άλλες Τοπικές Εκκλησίες και να διαφοροποιηθή από την ενιαία
παράδοση της Εκκλησίας. Επίσης, μας αναφέρει και σύγχρονα «θεολογικά»
προτεσταντικά ρεύματα που επηρέασαν όχι μόνον τον προτεσταντικό κόσμο,
αλλά και τον ορθόδοξο.
Στην δεύτερη ενότητα με τίτλο Η Νέα Ρώμη και σύγχρονη παράδοση παρουσιάζεται
μια σύντομη ιστορική διαδρομή της Νέας Ρώμης– Κωνσταντινούπολης, που
είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής και της πολιτικής ζωής. Η Εκκλησία
της Νέας Ρώμης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι ο ιερός τόπος στον
οποίο συγκροτήθηκαν όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που καθώρισαν και
κατοχύρωσαν τους όρους της πίστεως. Οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές
Συνόδους συνέδεσαν το δόγμα με την εμπειρία και δεν επέτρεπαν την
εκκοσμίκευση της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη θεολογία, η επισκοπική αξία και η
νήψη-ησυχία συνετέλεσαν ώστε να παραμείνη η Νέα Ρώμη ως το κέντρο της
πνευματικής παραδόσεως.
Μνημονεύει ο συγγραφέας, μεταξύ των
πολλών, ενδιαφέρουσες ησυχαστικές συζητήσεις που αφορούν την διαφορά
μεταξύ του δυτικού σχολαστικισμού και του ορθοδόξου ησυχασμού.
Η Εκκλησία της Νέας Ρώμης χαρακτηρίζεται
μαρτυρική και ομολογιακή Εκκλησία, γιατί, αν και δέχθηκε επιθέσεις, βία
και καταστροφές από πολλούς εχθρούς, (Φράγκους, Τούρκους, Βαυαρούς),
άντεξε στους κινδύνους και έχοντας πνευματικές αντιστάσεις δεν έχασε την
Παράδοση που διέθετε. Αντιστάθηκε δυναμικά εναντίον του εκλατινισμού
του ορθοδόξου λαού.
Ο συγγραφέας κάνει αναφορά στην θεολογία
που αναπτύχθηκε από τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο και τον άγιο
Γρηγόριο τον Παλαμά, οι οποίοι διατήρησαν την ορθόδοξη θεολογία στην
ησυχαστική της παράδοση και τονίζει μάλιστα την επικαιρότητα της
διδασκαλίας του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Οι άγιοι Πατέρες με την
ορθόδοξη μέθοδο της ευσεβείας, που είναι η κάθαρση της καρδιάς, ο
φωτισμός του νου και η θέωση, έφθασαν στην προσωπική εμπειρία του Θεού
και έτσι καθοδήγησαν το ποίμνιό τους.
Δίνονται εξηγήσεις για ποιούς λόγους δεν
αλλοιώθηκε η ταυτότητα της Ελληνορθόδοξης Παράδοσης και του Γένους μας
κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Αναφέρονται ουσιαστικοί παράγοντες
(Εκκλησία, Μοναστικά κέντρα, παιδεία) που συνετέλεσαν στην διατήρηση της
ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας. Εξαίρεται η μεγάλη προσφορά του Αγίου Όρους
που αντιδρούσε σε κάθε εκκοσμίκευση που προερχόταν από την Δύση και την
Ανατολή, αλλά και η μεγάλη βοήθεια που προσέφεραν οι Νεομάρτυρες και
οι Φιλοκαλικοί Πατέρες.
Στην τρίτη ενότητα με τίτλο Απόκλιση και προσέγγιση καταγράφονται οι βασικές Δογματικές και Εκκλησιολογικές διαφορές μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού.
Αναλύεται ο «άληπτος και ενωτικός λόγος» του Ιωσήφ Βρυέννιου και διαπιστώνεται πως έβλεπε την ένωση ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος και ομολογητής της πίστεως.
Αναλύονται τα κεντρικά σημεία της
Εγκυκλίου του 1848 που είναι απάντηση και απόφαση πολύ σημαντική και
επίκαιρη των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής που δόθηκε «συνοδικώς»,
ύστερα από πρόκληση του Πάπα Πίου του Θʹ.
Γράφοντας για τους διαλόγους με
ετεροδόξους και αλλοθρήσκους καταγράφει ο συγγραφέας απαραίτητες βάσεις
πάνω στις οποίες θα πρέπει να στηρίζωνται σήμερα οι θεολογικοί διάλογοι.
Μας εξηγεί πως θα πρέπει να αποδεχόμαστε τους ετεροδόξους και ιδίως
τους Λατίνους που προσέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο διάλογος δεν
πρέπει να γίνεται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά, κυρίως, θα πρέπει να
επικεντρωθή στον ορθόδοξο ησυχασμό που είναι η βάση του δόγματος.
Παρουσιάζεται η διδασκαλία του Μεγάλου
Βασιλείου όσον αφορά τις αιρέσεις, τα σχίσματα και τις παρασυναγωγές
καθώς επίσης και απόψεις του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο οποίος
δέχεται την αρχή της ακρίβειας και της οικονομίας στον τρόπο που
δεχόμαστε τους ετεροδόξους στην Εκκλησία.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου Η Εκκλησία κατά την προς Εφεσίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου εξηγεί
ο συγγραφέας τι είναι Εκκλησία, πως πρέπει να ζη κανείς μέσα στον χώρο
της Εκκλησίας και ποιάς Εκκλησίας πρέπει να είμαστε μέλη.
Με την ανάγνωση του βιβλίου θα κατανοήση
ο αναγνώστης ότι η διαφορά μεταξύ Δύσεως και Ορθοδόξου Ανατολής
βρίσκεται στην θεολογική ορολογία, αλλά κυρίως στον τρόπο βιώσεως της
πίστεως. Στην Δύση όλη η ησυχαστική Παράδοση αλλοιώθηκε από τον
σχολαστικισμό και τον ηθικισμό και αυτό χαρακτηρίζει τον δυτικό άνθρωπο,
όπου κι αν ζη, και επομένως η επαναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται
με την απόκτηση της νηπτικής παραδόσεως, ως αληθινής προϋποθέσεως για
την συμμετοχή στα Μυστήρια.
Έτσι οι διάλογοι μεταξύ Ορθοδόξου
Εκκλησίας και διαφόρων Ομολογιών έχουν αξία και αποτέλεσμα όταν
στηρίζωνται σε σταθερές βάσεις, κυρίως στην μεθοδολογία του δόγματος,
που είναι η νηπτική – ησυχαστική Παράδοση.
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου