ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΙ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΩΣ ΠΟΤΕ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ,
ΘΑ ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΙΡΕΣΗ;
Ὡς πότε ὁ μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης Ζηζιούλας θὰ ἀρνεῖται νὰ ἀπαντήσει στὶς ἐπὶ αἱρέσει αἰτιάσεις ἐναντίον του;
Ἕως πότε ἡ Ἱ. Σύνοδος, οἱ εὔλαλοι περὶ ἄλλων θεμάτων Ἐπίσκοποι καὶ ποιμένες, θὰ παραβλέπουν τὸ γεγονὸς τῆς καταγγελομένης αἱρέσεως; Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει πλέον ἡ Πίστις τῆς Ἐκκλησίας;
Δὲν ἔχουν καταλάβει ὅτι ὁ Περγάμου δὲν ὁμιλεῖ ὡς ἀκαδημαϊκὸς ἐπιστήμων, ἀλλὰ ὡς Ἐπίσκοπος-διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ «ἐκπρόσωπός» μας στοὺς Διαλόγους;
Ὅτι παρὰ τὶς καταγγελίες, οὐδεμία εὐαισθησία ἔδειξε καὶ οὐδεμία προσπάθεια ἔκαμε γιὰ νὰ ἀποσείσει τὶς κατηγορίες, ἀλλὰ ἀντίθετα ἐπιμένει στὶς κακοδοξίες του, καὶ τὶς ἐπαυξάνει, καὶ τὶς θεμελιώνει, διαπιστώνοντας ὅτι οἱ φύλακες τῆς Πίστεως ὀρθόδοξοι ποιμένες σκοπίμως σιωποῦν;
Καταθέσαμε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὶς θέσεις μας. Μὲ συνείδηση τῶν ἐλλείψεών μας καὶ μὲ προβληματισμὸ γιὰ τοὺς ἐκ τῶν ἐν Φαναρίῳ ἀποδιδόμενους σὲ μᾶς χαρακτηρισμοὺς γιὰ φονταμενταλισμὸ καὶ ζηλωτισμό. Χαρακτηρισμούς, ποὺ μᾶς ἀποδίδονται μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ παραθέτουμε τὴν φωνὴν τῶν Πατέρων, ποὺ οἱ μέντορες τοῦ Φαναρίου καταπνίγουν. Ἀλλὰ ἐὰν ἔχουμε λάθος, γιατί δὲν ἀντικρούουν τὰ ἐπιχειρήματά μας –ὅλα παρμένα ἐκ τῶν Πατερικῶν κειμένων–, ἀλλὰ τὰ παραβλέπουν καὶ τὰ ἀπαξιώνουν; Δὲν ἔχουν οἱ Πατριαρχικοὶ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ ἐν Ἑλλάδι σιωπῶντες Ἐπίσκοποι ἐπιχειρήματα; Δὲν ἀξίζουν τὸ Διάλογο οἱ ὁμόδοξοι, καὶ τὸν ἀξίζουν μόνο οἱ ἑτερόδοξοι;
Ἄλλη μιὰ φορὰ καταθέτουμε κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τὰ προσθέτουμε στὰ ἕως τώρα ἀναπάντητα κείμενα ποὺ ἔχουμε καταθέσει. Πρόκειται γιὰ κείμενα ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς καινοφανεῖς θεωρίες τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου κ. Ἰωάννη Ζηζιούλα περὶ «Πρώτου» εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδαν, τὸν ὁποῖον (κ. Ζηζιούλα) ἐπαίνεσε ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, λέγων ὅτι «ἀποτελεῖ τὸν στιβαρὸν θεολογικὸν βραχίονα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας»!
Ἀλήθεια, λοιπόν; Ὁ καταγγελλόμενος ἐπὶ αἱρέσει καὶ ἐπιμένων στὶς καταγγελλόμενες καινοτομίες ἀποτελεῖ τὸν «στιβαρὸν θεολογικὸν βραχίονα»!!!
Παραθέτουμε ἐν ἀρχῇ κάποιες σύντομες, ἀποσπασματικὲς ρήσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἀντικρούουν τὴ αἱρετικὴ «θεολογία» τοῦ Περγάμου περὶ «Πρώτου», στὴ συνέχεια παραθέτουμε κάποιες ἐπεξηγηματικὲς σημειώσεις καὶ τέλος, μεγαλύτερα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Πατέρων.
«Ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐδεὶς πρῶτος, καὶ οὐδεὶς ὕστερος, ἀλλ' ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα ἅγιον· καὶ διὰ τοῦτο καὶ συνάναρχοι λέγονται, καὶ ἄναρχοι. Καὶ οὐχ ὁ μὲν πρῶτος, ὁ δ' ὕστερος, ἀλλ' ἅμα οἱ τρεῖς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα ἅγιον» (Μ. Ἀθανασίου).
«Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδεὶς πρῶτος ἢ ἔσχατος, οὐδεὶς μέγας ἢ μικρός· ἀλλὰ αἱ τρεῖς ὑποστάσεις αἰώνιοί τέ εἰσι καὶ ἴσαι εἰς πάντα, ὡς προείρηται. Μονάδα γοῦν ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι πᾶς Χριστιανὸς εὐσεβείσθω· καὶ οὕτω περὶ τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ καὶ ὁμοουσίου Τριάδος δοξαζέτω» (Μ. Ἀθανασίου).
«Ἐγώ εἰμι πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ ἔμπροσθεν ἐμοῦ θεὸς οὐ γέγονε καὶ μετ' ἐμὲ οὐκ ἔσται. (...) διὰ τούτου μανθάνομεν ὅτι μία τίς ἐστιν ἡ θεία φύσις συνεχὴς πρὸς ἑαυτὴν καὶ ἀδιάσπαστος, τὸ πρότερον καὶ ὕστερον ἐφ' ἑαυτῆς οὐ προσιεμένη...» (Γρηγορίου Νύσσης).
«Καὶ ζητείτω λοιπὸν ὁ αἱρετικὸς, τίς ὁ μείζων αὐτοῦ· ἐμοὶ γὰρ οὐ θέμις εἰπεῖν ἢ νοεῖν. οὐ γὰρ ἀνὰ μέρος μὲν εἰκὼν ἔσται τοῦ Πατρὸς ὁ Υἱός, ἀνὰ μέρος δὲ οὐκέτι» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας).
«Καὶ γνώσεσθε ὅτι Κύριος παντοκράτωρ ἀπέσταλκέ με”. Τοιγαροῦν καὶ ὁ ἀποστείλας Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ὁ ἀποσταλεὶς Κύριος παντοκράτωρ, καὶ οὐδεμία ἀξιωμάτων διαφορά» (Θεοδωρήτου Κύρου).
«Καὶ ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ Ἐπιστολῇ πρῶτον ἔταξε τὸ Πνεῦμα, ἐνταῦθα δὲ τελευταῖον, διδάσκων ὡς οὐ ποιεῖ τῶν ὀνομάτων ἡ τάξις ἀξιωμάτων διαφοράν» (Θεοδωρήτου Κύρου).
«Ἀλλὰ μὴν εἴ γε καὶ ὁ θρόνος ὁ τοῦ Θεοῦ, ὥσπερ οὖν ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν, ἀξιώματός ἐστιν ὄνομα, ἡ ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς ἀφωρισμένη τῷ Υἱῷ καθέδρα τί ποτε ἕτερον, καὶ οὐχὶ τὸ ὁμότιμον τῆς ἀξίας ἀποσημαίνει;» (Μ. Βασιλείου).
«Οὐ γὰρ εἶπεν ὅτι εἰς πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον· οὐδὲ εἰς ἓν καὶ δύο καὶ τρία· ἀλλὰ δι' ὀνομάτων ἁγίων τὴν γνῶσιν τῆς πρὸς σωτηρίαν ἀγούσης πίστεως ἐχαρίσατο. Ὥστε τὸ μὲν σῷζον ἡμᾶς ἡ πίστις ἐστίν..., σιωπῇ τιμάσθω τὰ ἄρρητα... Οὐ γὰρ κατὰ σύνθεσιν ἀριθμοῦμεν, ἀφ' ἑνὸς εἰς πλῆθος ποιούμενοι τὴν παραύξησιν, ἓν καὶ δύο καὶ τρία λέγοντες, οὐδὲ πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον. «Ἐγὼ γὰρ Θεὸς πρῶτος, καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα» (Μ. Βασιλείου).
«Ἕνα γὰρ θεὸν γινώσκομεν, ἐν μόναις δὲ ταῖς ἰδιότησι τῆς τε πατρότητος καὶ τῆς υἱότητος καὶ τῆς ἐκπορεύσεως κατά τε τὸ αἴτιον καὶ αἰτιατὸν ...τὴν διαφορὰν ἐννοοῦμεν... ἐν ἀλλήλαις γὰρ αἱ ὑποστάσεις εἰσίν, ...οὔτε θελήματος διαφορὰν ἢ γνώμης ἢ ἐνεργείας ἢ δυνάμεως ἤ τινος ἑτέρου, ἅτινα τὴν πραγματικὴν καὶ δι' ὅλου ἐν ἡμῖν γεννῶσι διαίρεσιν» (Δαμασκηνοῦ Ἰωάννου).
«Ὢ τῆς ὑπερβαλούσης τῶν αἱρετικῶν ἀβελτηρίας! Μείζων, φησίν, ὁ δοξάζων τοῦ δοξαζομένου· καὶ δοξάζει μὲν ὁ Πατὴρ, δοξάζεται δὲ ὁ Υἱός· μείζων οὖν ἄρα τοῦ Υἱοῦ ὁ Πατήρ. Εἰ τοίνυν ὁ Υἱὸς οὐκ ἐδοξάσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν δοξάσαντα ἐδόξασεν, ποίαν χώραν σχοίη τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλαττον;» (Θεοδωρήτου Κύρου).
«Καὶ εἰ ἀδελφός ἐστι (σ.σ. τὸ Ἅγιον Πνεῦμα), πῶς μονογενὴς ὁ Λόγος, ἢ πῶς οὐκ ἴσοι, ἀλλ' ὁ μὲν μετὰ τὸν Πατέρα, τὸ δὲ μετὰ τὸν Υἱὸν ὀνομάζεται; Πῶς δὲ, εἰ ἐκ τοῦ Πατρός ἐστιν, οὐ λέγεται καὶ αὐτὸ γεγεννῆσθαι...; Τοιαῦτα παίζουσιν οἱ ἄτιμοι, περιεργαζόμενοι καὶ θέλοντες ἐρευνᾷν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, ἃ μηδεὶς οἶδεν, εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ δυσφημούμενον ὑπ' αὐτῶν» (Μ. Ἀθανασίου).
Στὶς 23 Φεβρουαρίου 2008 στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου ὁ κ. Ζηζιούλας, ἐρωτώμενος γιὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἱεραρχίας, δὲν διστάζει νὰ συγκρίνει τὰ ἀσύγκριτα· τολμᾶ νὰ εἰσάγει τὴν «εἰδωλολατρικὴ» ἔννοια τῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος(1)· μὲ ποιά σκοπιμότητα; Γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα! Μᾶς διδάσκει, λοιπόν, τὴν κακόδοξη θεωρία ὅτι μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε «διαβάθμηση»! Μᾶς λέγει, «οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι δεύτερος Θεός»(2). Ἂς ἀκούσουμε τοὺς κακόδοξους λόγους του:
«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγ. Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεῖ πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε(3). Ἡ αἰτιότητα εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ἑτερότητος. Ἡ Ἑτερότητα στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ἀναδύεται ἔτσι φυσικά, αὐτομάτως. Ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο, πρέπει νὰ προέρχεται ἐλεύθερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εἰσάγουμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο, αὐτὴ τὴν αἰτιότητα, εἰσάγουμε Ἱεραρχία».
Ἂς ἐπανέλθουμε, ὅμως, στὴ συνέχεια τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Ζηζιούλα:
«Ἡ εὐχαριστιακὴ
κοινότητα εἶναι δομημένη ἱεραρχικά. Ὁ ἐπίσκοπος εἶναι
ἡ κεφαλή της, οἱ πρεσβύτεροι ἕπονται, ἀκολουθοῦν οἱ διάκονοι καὶ ἔπειτα ὁ λαός.
Εἶναι λάθος νὰ λέμε ὅτι ἡ Εὐχαριστία καταργεῖ τὴν ἱεραρχία.
Ὁ πρῶτος
ἔχει τὴν τιμὴ καὶ προηγεῖται μόνο γιατὶ ἐλεύθερα τὸν ἀποδέχονται οἱ μετ’ αὐτόν.
Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς
καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ
ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ
βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἢ τρίτον
τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ
τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία. Ἡ ἱεράρχηση στὸ
προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δὲν αἵρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’
οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων. Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ
κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος
καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς
κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ
κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας
εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία»(4).
Ὁ Μ. Βασίλειος, ὅμως, ἔχει τὶς ἀντιρρήσεις μὲ τὰ λεγόμενα αἱρετικὰ τοῦ κ. Ζηζιούλα. Γράφει γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκοντας ὁ Κύριος, δὲν χρησιμοποίησε μαζὶ κι ἀρίθμηση. Δὲν εἶπε δηλαδή: Στὸν πρῶτο καὶ δεύτερο καὶ τρίτο. Οὔτε: Σ' ἕνα καὶ δύο καὶ τρία. Ἀλλὰ μὲ ἅγια ὀνόματα, χάρισε τὴ γνώση τῆς πίστης ποὺ ἄγει στὴ σωτηρία. Ἄρα, ὅ,τι μᾶς σώζει, εἶναι ἡ πίστη... Ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, ἕνας κι ὁ μονογενὴς Υἱὸς κι ἕνα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις τὴν ἐξαγγέλλουμε μεμονωμένα. Κι ἂν χρειασθεῖ νὰ τὶς συναριθμήσουμε, δὲν γλιστρᾶμε μὲ ἀπαίδευτη ἀρίθμηση σὲ ἔννοια πολυθεΐας. Γιατὶ δὲν ἀριθμοῦμε προσθέτοντας, γιὰ ν' αὐξήσουμε τὸ ἕνα σὲ πλῆθος, λέγοντας ἕνα καὶ δύο καὶ τρία, οὔτε πρῶτο καὶ δεύτερο καὶ τρίτο. “Ἐγὼ Θεὸς πρῶτος κι ἐγὼ κατόπιν”».
Ἂς δοῦμε, σὲ ἀντιπαράθεση τώρα, τὶς συνεχιζόμενες βλασφημίες τοῦ Ζηζιούλα, ὁ ὁποῖος γράφει:
«Ὁ Υἱὸς εἶναι ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ δὲν
μποροῦμε νὰ βάζουμε τὸν Υἱὸ πάνω ἀπὸ τὸν Πατέρα ἢ δίπλα–δίπλα, Ἴσον μὲ τὸν
Πατέρα(5). Ἐὰν μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα, ...ὑπάρχει
Ἱεραρχία, πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα νὰ μὴν
ἔχει Ἱεραρχία; ...Γιὰ νὰ τελειώνουμε, ἀκόμη καὶ μέσα στὸ σῶμα τῶν Ἀποστόλων
ἔχουμε τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους»(6).
Αὐτὴ εἶναι ἡ αἱρετικὴ θεολογία τοῦ κ. Ζηζιούλα περὶ Ἁγίας Τριάδος· διαστρεβλώνει τὸ μυστήριό της καὶ κατόπιν φέρνει τὸ θέμα ἐκεῖ ποὺ στοχεύει ὅλη αὐτὴ ἡ αἱρετικὴ θεολογία του, στὸν Πέτρο καὶ στὸν Πάπα, ποὺ κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸν Πέτρο. Καὶ τελειώνει: «Τὸ κεφάλι δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει προτεραιότητα ἔναντι τοῦ ποδιοῦ. Ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος ἔχει τὴν ἰδιότητα τοῦ πατέρα μέσα στὴν Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ κάθεται εἰς τύπον καὶ τόπον τοῦ ΠΑΤΡΟΣ. Ἐὰν στὴν ὕπαρξή μας καταργήσουμε τὴν Ἱεραρχία, καταργοῦμε τὴν προσωπικὴ ἑτερότητα. Θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας αὐθύπαρκτο...»!(7)
Γιὰ νὰ μὴν «ξεγελιόμαστε, λοιπόν, ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὁρολογία», πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ἐδῶ ὁ κ. Ζηζιούλας διδάσκει τὸ ἐξωφρενικό. Πὼς «τάχα, ἡ Ἐκκλησία εἰκονίζει τὴν Ἁγία Τριάδα... Μὲ τὶς λέξεις περιγράφεται ἡ ἀναλογία τοῦ Ἀκινάτη, καὶ τὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα θεμελιώνεται ὀντολογικὰ γιὰ πάντα στὸν ὁρισμὸ τοῦ Θεοῦ σὰν l’ esse ipsum subsistens. Τὸ “Ἐγὼ εἶμι ὁ ὤν”, τῆς Ἐξόδου. Σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε ποτὲ ἡ Ἐνσάρκωση, ἡ Ἐκκλησία! Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Λὲς καὶ μετὰ τὴν Ἔξοδο οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν ἀμέσως τὴν Ἐκκλησία. Ἀπίστευτα θεολογικὰ πράγματα»(8).
Ἔτσι, «ἐπινοεῖ (ὁ κ. Ζηζιούλας) καὶ μία θανατηφόρο Τριαδολογία, ἡ ὁποία σκοπὸ ἔχει τὴν ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα! Ἑρμηνεύει τὸν Πατέρα σὰν Θεό, σὰν ὀντολογικὴ Ἀρχὴ τῆς Τριάδος. Ἐνῶ οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τὸν Πατέρα σὰν Αἰτία κινήσεως τῆς Τριάδος. Ἀντιθέτως οἱ Πατέρες διδάσκουν πὼς ἡ ὕπαρξη τῶν Τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ταυτόχρονη. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὴν ὑποστάση τοῦ Υἱοῦ, ὑπῆρξε ταυτόχρονη... Δὲν εἶναι ὅμως Χριστιανὸς ὁ Ζηζιούλας. Εἶναι ἕνας ράφτης, ποὺ ράβει τὸ Ὀρθοδοξο κουστοῦμι τοῦ Πάπα...»!(9)
Ἔγινε γιὰ ὅλα αὐτὰ καταγγελία στὴν Ἱερὰ Σύνοδο, ἀλλὰ οὔτε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀπάντησε, οὔτε ὁ Ζηζιούλας ἔδωσε ἐξηγήσεις γιὰ τὸ θέμα.
Ἐπανερχόμαστε, λοιπόν, δημοσιεύοντας κάποια ἀκόμα κείμενα τῶν Πατέρων, γιὰ νὰ διευκολύνουμε τὸν κ. Ζηζιούλα νὰ δώσει ἐπὶ τέλους διευκρινήσεις γιὰ τὶς αἱρετικὲς θέσεις ποὺ ἔχει διατυπώσει. Ἐρωτᾶμε λοιπόν, καὶ πάλι, παραθέτωντας κάποια ἄλλα τώρα κείμενα.
Καὶ κατ’ ἀρχάς: Πῶς ἢ γιατί, ἢ εἰς τί εἶναι πρῶτος ὁ Πατὴρ τοῦ Υἱοῦ; Χρονικά; Τοπικά; Τροπικά; Εἰς τί συνίσταται αὐτὸ τὸ «Πρῶτον»; Στὴν λήψη ἀποφάσεων; Στὴν δύναμη; Λόγῳ τοῦ χρόνου γεννήσεως; Στὴν ἐξουσία; Ὑπάρχουν ἐξουσιαστὴς καὶ ἐξουσιαζόμενοι στὴν Ἁγία Τριάδα; Ἀνακάλυψε κάτι περισσότερο στὴν Ἁγία Τριάδα ὁ κ. Ζηζιούλας, ἀπ’ ὅ,τι οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ Θεολόγοι μᾶς δίδαξαν; Μποροῦμε νὰ προσθέσουμε ἄλλη διαφορά, ἐκτὸς ἐκείνη τῆς ὑποστάσεως στὰ τρία Ἅγια πρόσωπα; Δηλαδή, τὴν Πατρότητα στὸν Πατέρα, τὴν Υἱότητα στὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἐκπορευτὸν στὸ Ἅγιον Πνεῦμα;
Ἂν δεχθοῦμε ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι πρῶτος τῇ τάξει καὶ ἕπεται ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, εἶναι ἑπόμενο νὰ ζητήσουμε τί παραπάνω σημαίνει αὐτὴ ἡ «πρωτιά»; Εἶναι ἑπόμενο στὴ συνέχεια νὰ βροῦμε ποιός εἶναι ὁ δεύτερος τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σὲ τί μπελάδες, λοιπόν, μας βάζει ὁ κ. Ζηζιούλας;
Ἀλλὰ, μήπως τάχα ἔχει ἄλλη, διάφορον βούληση ἀπὸ τὸν Υἱόν; Μήπως αὐτὸ τὸ «πρῶτον» σημαίνει ὅτι ὁ Πατὴρ «διοικεῖ» τὰ ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος; Ὅτι ὁ Πατὴρ τιμᾶ, δίνει εὔσημα ὡς πρῶτος στὸν δεύτερο καὶ δοξάζει ὡς πρῶτος Θεός τὸν δεύτερον Υἱόν; Ἂν πιστεύει ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι «ὁμοούσιος» καὶ «ὁμότιμος» μὲ τὸν Πατέρα, πῶς ὁ Πατὴρ εἶναι πρῶτος τοῦ Υἱοῦ;
«Εἷς οὖν, καὶ εἷς, καὶ ἡ δυάς οὐ μεμέρισται τῇ φύσει, ἀνενδεὴς οὖσα τῇ τελειότητι, ὅλον μὲν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος ὁ Πατήρ, ὡς Πατήρ, ὅλον δὲ τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος ὁ Υἱός, ὡς Υἱός». Ἄν ὁ Πρῶτος στήν λειτουργία εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος, ποιός εἶναι ὁ δεύτερος και ποιός ὁ τρίτος; Καὶ ποῦ βρίσκεται ὁ ἱερεύς, καὶ ποῦ ὁ διάκονος, καὶ ποῦ ὁ ἄνδρας, καὶ ποῦ ἡ γυναῖκα; Ποιά ἀναλογία ἰσχύει γι’ αὐτούς; Ἢ τοὺς βγάζει ἐκτὸς ὁ Ζηζιούλας; Καὶ ἔχει τὴν ἰδίαν δόξαν ὁ Υἱὸς μὲ ἐκείνη τοῦ Πατρός, ἢ μικρότερη; Καὶ προσκυνεῖ ὁ Υἱὸς τὸν Πατέρα, ὅπως οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἐπίσκοπο;
Εἶπε ὁ κ. Ζηζιούλας: «Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία» (Ζηζιούλα Ἰω, «Εὐχαριστία καὶ Κόσμος», Ὁμιλία στὴν Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου, 2008).
Ἄρα, λοιπόν, μέσα στὴν Ἐκκλησία, «ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο». Καὶ ἐφ’ ὅσον κατὰ τὸν «ὀρθόδοξο θεολόγο τῆς ἀναλογίας» κ. Ζηζιούλα, στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο, ἀλλὰ ὁ Ἐπίσκοπος ὑπερέχει, τότε καὶ ὁ Πατήρ, ὡς ὁ Πρῶτος τῆς Ἁγίας Τριάδος, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὰ ἄλλα δύο Ἅγια πρόσωπα, ἀλλὰ ὑπερέχει σὲ «κάτι».
Τί γνωρίζει, λοιπόν, γιὰ τὶς ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις, γιὰ τὴν ἐνδοτριαδικὴ «τάξη», γιὰ τὴν «λειτουργία» τῆς Ἁγίας Τριάδος ὁ κ. Ζηζιούλας, ποὺ δὲν τὸ γνωρίζουν οἱ Ἅγιοι; Πῶς γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Πρῶτος στὴν Ἁγία Τριάδα; Πῶς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ αὐθαίρετος, ἀναλογικὰ μὲ τὰ ἀνθρώπινα, καθορισμὸς Πρώτου στὴν Ἁγία Τριάδα, δὲν συντελεῖ στὴν ἀπομοίωση τῶν δύο ἄλλων μὴ «πρώτων» Ἁγίων Προσώπων ἢ ὅτι κάποιοι δὲν θὰ τὸ χρησιμοποιήσουν πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση;
Ὅ,τι περὶ πρώτου ἀναφέρεται στὴν Ἁγία γραφή, ἐκφράζει τὶς σχέσεις τῶν Ἁγίων προσώπων, ὄχι καθ’ ἑαυτές, ἀλλὰ μὲ τὰ κτίσματα. Καὶ πρῶτος ὀνομάζεται ὁ Θεός, ὡς Ἁγία Τριάς.
Ἡ αἰτία δὲν εἶναι ἐνέργεια. «Ὅταν δὲ τὰ πάντα ἐνεργῆται ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διὰ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, ἀχώριστον ὁρῶ ἐνέργειαν τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Ὁ Ἐπίσκοπος ἐνεργεῖ, δὲν εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν πιστῶν, ἢ καὶ τῆς σωτηρίας τους. Τοῦτο εἶναι ἔργο Θεοῦ. Ὁπότε ἐξεταστέον κατὰ ποίαν ἔννοιαν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ;
Ὁ Πρῶτος στὴν Θ. Λειτουργία ἢ στὶς Συνοδικὲς Συνάξεις, ποιά ἀντιστοιχία ἔχει μὲ τὸν αἴτιον τῆς Υἱότητος Πατέρα; Ἡ πρωτοβουλία τῆς ποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου («ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα») ποιοῦ προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι; Ἐφ’ ὅσον εἶναι τοῦ Υἱοῦ, γιατί στὴν κτίση, στὴν Θ. Λειτουργία ἡ πρωτοβουλία νὰ μὴν ἀνήκει στὸν Υἱό; «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Υἱοῦ καὶ Πατρός, καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» δὲν ἐκφωνεῖται; «Πρῶτος» ὁ Υἱός!
Ἀπὸ ποῦ γνωρίζουμε τὸ ἀντίθετο; Κι ἂν δὲν τὸ γνωρίζουμε, θὰ ἀρχίσουμε νὰ «θεολογοῦμε», δηλ. κενολογοῦμε καὶ γι’ αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσθέσουμε κι ἄλλες κακοδοξίες στὶς ὑπάρχουσες;
Ὅλη αὐτὴ ἡ «θεολογία» τοῦ Ζηζιούλα, ἀποτελεῖ βλασφημία κατὰ τῆς Θεότητος. Βλασφημία συνεχιζόμενη. Παρὰ τὶς ἐνστάσεις ἐμμένει, ἂν καὶ γνωρίζει καλὰ καὶ ἡ Ἱ. Σύνοδος καὶ ὁ μητροπολίτης Περγάμου, πὼς «τὸ μὲν σφάλλειν ἀνθρώπινον, τὸ δὲ ἐμμένειν δαιμονικόν».
Γιὰ νὰ ξεπλύνουμε αὐτὴν τὴν ἀσεβῆ σκέψη, ἂς προσφύγουμε σὲ πάμπολλα κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων, διὰ τῶν ὁποίων οἱ θεόπνευστοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὅτι ἡ Θεότης εἶναι ἀκατάληπτος καὶ ἀπερινόητος, ἐξ ὅσων δὲ μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει, μποροῦμε νὰ ποῦμε μόνον ὅτι μεταξὺ τῶν τριῶν θείων Προσώπων ὑπάρχουν τὰ κοινὰ τῆς θείας φύσεως καὶ ἡ διαφορὰ τῶν ὑποστάσεων.
–«...Ἃ γὰρ ἂν ἐν τῷ Πατρὶ νοήσωμεν, ταῦτα καὶ ἐν τῷ Υἱῷ εἶναι οὐκ ἀμφίβολον, λέγοντος αὐτοῦ τοῦ Κυρίου· “Πάντα, ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, ἐμά ἐστι”, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα τοῦ Πατρός ἐστιν. Αἰώνιος γοῦν ἐστιν ὁ Πατήρ· αἰώνιός ἐστι καὶ ὁ Υἱός· δι' αὐτοῦ γὰρ οἱ αἰῶνες γεγόνασιν. Ὤν ἐστιν ὁ Πατήρ· ἀνάγκη καὶ ὁ Υἱὸς, “ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν”, ὡς εἶπεν ὁ Παῦλος. Οὐ θέμις εἰπεῖν ἐπὶ Πατρός, Ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν· ἀθέμιτον εἰπεῖν ἐπὶ Υἱοῦ, Ἦν ποτε, ὅτε οὐκ ἦν. Παντοκράτωρ ἐστὶν ὁ Πατήρ· παντοκράτωρ ἐστὶ καὶ ὁ Υἱὸς, λέγοντος τοῦ Ἰωάννου· «Ὁ ὤν, ὁ ἦν, ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ”. Φῶς ἐστιν ὁ Πατήρ, ἀπαύγασμα ὁ Υἱὸς καὶ φῶς ἀληθινόν. Ἀληθινὸς Θεὸς ὁ Πατήρ, ἀληθινὸς Θεὸς ὁ Υἱός· οὕτω γὰρ ὁ Ἰωάννης ἔγραψεν· “Ἐσμὲν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ Υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ζωὴ ἡ αἰώνιος”. Καὶ ὅλως οὐδέν ἐστιν, ὧν ἔχει ὁ Πατήρ, ὃ μὴ τοῦ Υἱοῦ ἐστι. Διὰ τοῦτο γὰρ ὁ Υἱὸς ἐν τῷ Πατρὶ, καὶ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῷ· ἐπειδὴ τὰ τοῦ Πατρὸς, ταῦτα ἐν τῷ Υἱῷ ἐστι, καὶ πάλιν ταῦτα ἐν τῷ Πατρὶ νοεῖται. Οὕτω νοεῖται καὶ τό, “Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ ἕν ἐσμεν”· ἐπειδὴ οὐκ ἄλλα ἐν τούτῳ, καὶ ἄλλα ἐν τῷ Υἱῷ· ἀλλὰ τὰ ἐν τῷ Πατρί, ταῦτα ἐν τῷ Υἱῷ ἐστι. Καὶ ἃ βλέπεις δὲ ἐν τῷ Πατρὶ, ἐπειδὴ βλέπεις ἐν τῷ Υἱῷ, νοεῖται καλῶς τὸ, “Ὁ ἐμὲ ἑωρακὼς ἑώρακε τὸν Πατέρα”. Τούτων δὲ οὕτω δεικνυμένων, ἀσεβής ἐστιν ὁ λέγων κτίσμα εἶναι τὸν Υἱόν».
(Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή Πρὸς Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπο, Κατὰ τῶν βλασφημούντων καὶ λεγόντων κτίσμα εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, TLG, v. 26, p. 609, l. 29 ἑξ.).
«Ἐρώτ. ιγʹ. Ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος τίς πρῶτος;
Ἀπόκ. Ἐπὶ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐδεὶς
πρῶτος, καὶ οὐδεὶς ὕστερος, ἀλλ' ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα
ἅγιον· καὶ διὰ τοῦτο καὶ συνάναρχοι λέγονται, καὶ ἄναρχοι. Ἄναρχον δὲ λέγεται
τὸ πρὸ τῆς ἀρχῆς ὄν. Ἄναρχος λοιπὸν ὁ Πατήρ, ἄναρχος ὁ Υἱός, ἄναρχον τὸ Πνεῦμα
τὸ ἅγιον. Καὶ οὐχ ὁ μὲν πρῶτος, ὁ δ' ὕστερος, ἀλλ' ἅμα οἱ τρεῖς, Πατήρ, Υἱὸς
καὶ Πνεῦμα ἅγιον. Διὰ τοῦτο καὶ συνάναρχοι καὶ εἰσὶ καὶ ὀνομάζονται» (Μ.
Ἀθανασίου, Ἕτεραι τινὲς ἐρωτήσεις, T.L.G.,
Page 785, line 3 ἑξ.).
«Μηκέτι οὖν λέγε μέγαν καὶ μικρὸν Θεὸν, ἐμπίπτων εἰς Ἑλληνισμόν. Εἰ γὰρ μικρὸς Θεὸς ὁ Υἱὸς, ψεύδεται Παῦλος λέγων· Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὃν οὖν Παῦλος καλεῖ μέγαν Θεὸν, σὺ μὴ κάλει μικρόν· ἐν γὰρ Θεῷ πάντα τέλεια» (Χρυσοστόμου Ἰω., Περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος, T.L.G., Vol 48, pg 1087, ln 18t–pg 1096).
«Ἄλλη γὰρ ὑπόστασις τοῦ Πατρὸς, ἄλλη τοῦ Υἱοῦ, ἄλλη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ τοῦ Πατρὸς, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μία ἐστὶν ἡ θεότης, ἓν τὸ κράτος, μία ἐξουσία, μία βασιλεία, ἴση ἡ δόξα, ἴση ἡ μεγαλωσύνη καὶ αἰώνιος. Οἷος ὁ Πατήρ, τοιοῦτος ὁ Υἱὸς, τοιοῦτον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ἄκτιστος ὁ Πατήρ, ἄκτιστος ὁ Υἱός, ἄκτιστον τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς ἄκτιστοι, ἀλλ' εἷς ἄκτιστος. Παντοκράτωρ ὁ Πατήρ, παντοκράτωρ ὁ Υἱός, παντοκράτωρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· καὶ οὐ τρεῖς παντοκράτορες, ἀλλ' εἷς παντοκράτωρ... Πατὴρ γὰρ παρ' οὐδενός ἐστι ποιητός, οὐ κτιστός, ἀλλ' ἀγέννητος. Ὁ Υἱὸς ἀπὸ τοῦ Πατρός ἐστιν οὐ ποιητός, οὐ κτιστός, ἀλλὰ γεννητός. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀπὸ τοῦ Πατρός ἐστιν οὐ ποιητόν, οὐ κτιστόν, οὐ γεννητόν, ἀλλ' ἐκπορευτόν... Καὶ ἐν ταύτῃ τῇ Τριάδι οὐδεὶς πρῶτος ἢ ἔσχατος, οὐδεὶς μέγας ἢ μικρός· ἀλλὰ αἱ τρεῖς ὑποστάσεις αἰώνιοί τέ εἰσι καὶ ἴσαι εἰς πάντα, ὡς προείρηται. Μονάδα γοῦν ἐν Τριάδι, καὶ Τριάδα ἐν μονάδι πᾶς Χριστιανὸς εὐσεβείσθω· καὶ οὕτω περὶ τῆς ἁγίας καὶ ζωοποιοῦ καὶ ὁμοουσίου Τριάδος δοξαζέτω» (Μ. Ἀθανασίου, Σύμβολον τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, T.L.G., Volume 28, page 1589, line 1 ἑξ.).
«Εἰ γὰρ ὅλως ἔχει τήν τε δόξαν καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν σοφίαν αὐτοῦ, κατὰ τὸν ἴσον τρόπον τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, τί τὸ μεῖζον ἐν αὐτῷ, τί δὲ τὸ πλέον ἕξει παρ' ἡμᾶς, ἤτοι τὴν κτίσιν, ἐγὼ μὲν εἰπεῖν οὐκ ἂν ἔχοιμι παντελῶς, ἀπορήσειν δὲ ὑπολαμβάνω κἀκείνους. οὐκοῦν οὐ τοῖς ἔξωθεν ἀξιώμασιν ὁ Υἱὸς ἡμῖν εἰς τὴν τοῦ Πατρὸς ἰσότητα σχηματίζεται, καὶ οὐ καθάπερ τις ἐν πίνακος γραφῇ, μόναις ἡμῖν ταῖς τῶν χρωμάτων ἰδέαις καταποικίλλεται, τὴν τοῦ βασιλέως πλαττόμενός τε καὶ ψευδόμενος μορφήν, ἀλλὰ χαρακτήρ ἐστι καὶ εἰκὼν ἀληθῶς τοῦ τεκόντος αὐτόν, ἐν ἰδίοις καὶ φυσικοῖς ἀγαθοῖς τὴν τοῦ Πατρὸς φύσιν ἐμφανῆ καθιστάς. διὰ τοῦτο γὰρ ἀμήχανον εἶναί φησιν ἐπιγνῶναί τισι τὸν Πατέρα, μὴ οὐχὶ πρότερον ἐπεγνωκόσιν αὐτὸν, τουτέστι τὸν Υἱόν» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὑπόμνημα εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, T.L.G., Volume 2, page 413, line 17 ἑξ.).
«Ἰδοὺ γὰρ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἑαυτὸν παραθεὶς καὶ διαρρήδην εἰπὼν "Ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν "Πατέρα," καὶ πάλιν ἐπήνεγκεν εὐθύς "Ἐγὼ ἐν τῷ Πατρὶ "καὶ ὁ Πατὴρ δὲ ἐν ἐμοί ἐστιν·" εἰ γὰρ τοῦτό φησι καθ' ὑμᾶς, ὅτι καίτοι χαρακτὴρ καὶ εἰκὼν ὑπάρχων τοῦ γεγεννηκότος, οὐσιωδῶς ὑπ' αὐτοῦ περιέχομαι, πῶς οὐχ ἅπασιν ἀναμφίλογον, ὅτι τοιαύτας ἡμᾶς ἐννοίας ἔχειν περὶ τοῦ Πατρὸς βούλεται, ὁποίαν περ ἂν λάβοιμεν καὶ ἐπ' αὐτῷ; πεπερατῶσθαι τοιγαροῦν ἀνάγκη καὶ τὸν Πατέρα, ἔστι γὰρ ἐν Υἱῷ· καὶ ζητείτω λοιπὸν ὁ αἱρετικὸς, τίς ὁ μείζων αὐτοῦ· ἐμοὶ γὰρ οὐ θέμις εἰπεῖν ἢ νοεῖν. οὐ γὰρ ἀνὰ μέρος μὲν εἰκὼν ἔσται τοῦ Πατρὸς ὁ Υἱός, ἀνὰ μέρος δὲ οὐκέτι. εἰ γὰρ ὅλως ἔχει τι τὸ παραλλάττον καὶ μεσολαβοῦν τὴν εἰσάπαν ὁμοίωσιν, μέρος ἂν εἴη λοιπὸν, οὐχ ὁλόκληρος εἰκών. ἀλλὰ ποῦ τοῦτο δείξαις ἂν τὴν ἁγίαν λέγουσαν γραφήν; οὐ γὰρ δήπου τοῖς σοῖς ἀναπεπεισμένοι λόγοις, τὴν τῶν ἱερῶν δογμάτων ὀρθότητα παρωσόμεθα (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὑπόμνημα εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, T.L.G., Volume 2, page 441, line 16 ἑξ.).
«Ὑπέδειξε τοίνυν ἡμῖν ὁ Προφήτης, οὐ μόνον τὴν δυάδα τῶν προσώπων, ἀλλὰ καὶ τὸ ὁμότιμον τῶν προσώπων. “Τάδε γὰρ λέγει Κύριος παντοκράτωρ· Ὀπίσω δόξης ἀπέσταλκέ με”. Καὶ δεικνὺς τίς ὁ ἀποστείλας, ἐπάγει· “Καὶ γνώσεσθε ὅτι Κύριος παντοκράτωρ ἀπέσταλκέ με”. Τοιγαροῦν καὶ ὁ ἀποστείλας Κύριος παντοκράτωρ, καὶ ὁ ἀποσταλεὶς Κύριος παντοκράτωρ, καὶ οὐδεμία ἀξιωμάτων διαφορά. Ἀπεστάλη δὲ, ὡς ἔφην, ἀνθρωπίνως, οὐ θεϊκῶς, τὴν ὑπὲρ ἡμῶν οἰκονομίαν πληρῶν» (Θεοδωρήτου Κύρου, Ὑπόμνημα εἰς τοὺς Δώδεκα Προφήτας, T.L.G., Volume 81, page 1889, line 13 ἐξ.).
«Οὐ γὰρ τῆς δουλικῆς ἐστι, φησί, διακονίας, ἀλλὰ τῆς δεσποτικῆς ἀξίας τὸ πανάγιον Πνεῦμα· οὐδὲ ὑπουργεῖ, ἀλλὰ συνεργεῖ, καὶ δεσποτικῶς ἐνεργεῖ. Οὕτω κἀν τῷ τέλει τῆς πρὸς τούτους δευτέρας Ἐπιστολῆς, τὴν εὐλογίαν ἐξύφηνεν· “Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν. Ἀμήν”. Καὶ ἐν μὲν τῇ προτέρᾳ Ἐπιστολῇ πρῶτον ἔταξε τὸ Πνεῦμα, ἐνταῦθα δὲ τελευταῖον, διδάσκων ὡς οὐ ποιεῖ τῶν ὀνομάτων ἡ τάξις ἀξιωμάτων διαφοράν. Ταύτῃτοι τὸν Υἱὸν προέταξε τοῦ Πατρός, οὐ τὴν τάξιν ἀνατρέπων ἢν ὁ Κύριος τέθεικεν, ἀλλὰ τὸ ὁμότιμον τῆς Τριάδος ἐπιδεικνύς» (Θεοδωρήτου Κύρου, Αἱρετικῆς Κακομυθίας, T.L.G., Volume 83, page 456, line 45).
«...τοῦτό φησιν ἐκ προσώπου τοῦ θεοῦ ὅτι Ἐγώ εἰμι πρῶτος καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα καὶ ἔμπροσθεν ἐμοῦ θεὸς οὐ γέγονε καὶ μετ' ἐμὲ οὐκ ἔσται. ἐπεὶ οὖν οὔτε τὸ πρὸ τοῦ θεοῦ θεὸς οὔτε τὸ μετὰ τὸν θεὸν θεός (τὸ μὲν γὰρ μετὰ τὸν θεὸν κτίσις, τὸ δὲ ἐπέκεινα τοῦ θεοῦ οὐδέν, τὸ δὲ οὐδὲν θεὸς οὐκ ἔστιν, μᾶλλον δὲ τὸ ἐπέκεινα τοῦ θεοῦ αὐτὸς ἐκεῖνος, ἐν τῇ ἀϊδίῳ μακαριότητι πρὸς οὐδὲν ὁριζόμενος), ἐπεὶ οὖν θεοῦ ἡ φωνὴ αὕτη ἡ πνευματικὴ ἐν τῷ προφητικῷ στόματι λαληθεῖσα, δόγμα διὰ τούτου μανθάνομεν ὅτι μία τίς ἐστιν ἡ θεία φύσις συνεχὴς πρὸς ἑαυτὴν καὶ ἀδιάσπαστος, τὸ πρότερον καὶ ὕστερον ἐφ' ἑαυτῆς οὐ προσιεμένη...» (Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου, T.L.G., Book 3, chapter 3, section 8, line 1 ἑξ.).
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗʹ. Πῶς ἐν τῇ ὁμολογίᾳ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τὸ εὐσεβὲς τῆς μοναρχίας δόγμα διατηροῦμεν, ἐν ᾧ καὶ ὁ κατὰ τῶν τὸ Πνεῦμα ὑπαριθμεῖσθαι φασκόντων ἔλεγχος. Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα παραδιδοὺς ὁ Κύριος, οὐ μετὰ τοῦ ἀριθμοῦ συνεξέδωκεν. Οὐ γὰρ εἶπεν ὅτι εἰς πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον· οὐδὲ εἰς ἓν καὶ δύο καὶ τρία· ἀλλὰ δι' ὀνομάτων ἁγίων τὴν γνῶσιν τῆς πρὸς σωτηρίαν ἀγούσης πίστεως ἐχαρίσατο. Ὥστε τὸ μὲν σῷζον ἡμᾶς ἡ πίστις ἐστίν. Ὁ δὲ ἀριθμὸς σημεῖον γνωριστικὸν τοῦ ποσοῦ τῶν ὑποκειμένων ἐπινενόηται. Ἀλλ' οἱ πανταχόθεν ἑαυτοῖς τὰς βλάβας ἐπισυνάγοντες, καὶ τῇ τοῦ ἀριθμεῖν δυνάμει κατὰ τῆς πίστεως κέχρηνται· οἵγε οὐδενὸς τῶν ἄλλων ἐκ τῆς τοῦ ἀριθμοῦ προσθήκης ἀλλοιουμένου, οὗτοι ἐπὶ τῆς θείας φύσεως εὐλαβοῦνται τὸν ἀριθμόν, μὴ δι' αὐτοῦ τῆς ὀφειλομένης τῷ Παρακλήτῳ τιμῆς ὑπερβῶσι τὸ μέτρον. Ἀλλ' ὦ σοφώτατοι, μάλιστα μὲν ὑπὲρ ἀριθμὸν ἔστω τὰ ἀνέφικτα· ὡς ἡ παλαιὰ τῶν Ἑβραίων εὐλάβεια ἰδίοις σημείοις τὸ ἀνεκφώνητον ὄνομα τοῦ Θεοῦ διεχάρασσε, καὶ ἐκ τούτου τὴν κατὰ πάντων ὑπεροχὴν παριστῶσα. Εἰ δὲ ἄρα δεῖ καὶ ἀριθμεῖν, μήτοιγε καὶ ἐν τούτῳ κακουργεῖν τὴν ἀλήθειαν. Ἢ γὰρ σιωπῇ τιμάσθω τὰ ἄρρητα, ἢ εὐσεβῶς ἀριθμείσθω τὰ ἅγια. Εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ καὶ εἷς μονογενὴς Υἱὸς καὶ ἓν Πνεῦμα ἅγιον. Ἑκάστην τῶν ὑποστάσεων μοναχῶς ἐξαγγέλλομεν· ἐπειδὰν δὲ συναριθμῆσαι δέῃ, οὐχὶ ἀπαιδεύτῳ ἀριθμήσει πρὸς πολυθεΐας ἔννοιαν ἐκφερόμεθα. Οὐ γὰρ κατὰ σύνθεσιν ἀριθμοῦμεν, ἀφ' ἑνὸς εἰς πλῆθος ποιούμενοι τὴν παραύξησιν, ἓν καὶ δύο καὶ τρία λέγοντες, οὐδὲ πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον. «Ἐγὼ γὰρ Θεὸς πρῶτος, καὶ ἐγὼ μετὰ ταῦτα.» Δεύτερον δὲ Θεὸν οὐδέπω καὶ τήμερον ἀκηκόαμεν· Θεὸν γὰρ ἐκ Θεοῦ προσκυνοῦντες, καὶ τὸ ἰδιάζον τῶν ὑποστάσεων ὁμολογοῦμεν, καὶ μένομεν ἐπὶ τῆς μοναρχίας, εἰς πλῆθος ἀπεσχισμένον τὴν θεολογίαν μὴ σκεδαννύντες· διὰ τὸ μίαν ἐν Θεῷ Πατρὶ καὶ Θεῷ Μονογενεῖ τὴν οἱονεὶ μορφὴν θεωρεῖσθαι, τῷ ἀπαραλλάκτῳ τῆς θεότητος ἐνεικονιζομένην. Υἱὸς γὰρ ἐν τῷ Πατρί, καὶ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῷ· ἐπειδὴ καὶ οὗτος τοιοῦτος, οἷος ἐκεῖνος, κἀκεῖνος οἱόσπερ οὗτος· καὶ ἐν τούτῳ τὸ ἕν. Ὥστε κατὰ μὲν τὴν ἰδιότητα τῶν προσώπων, εἷς καὶ εἷς· κατὰ δὲ τὸ κοινὸν τῆς φύσεως, ἓν οἱ ἀμφότεροι. Πῶς οὖν, εἴπερ εἷς καὶ εἷς, οὐχὶ δύο θεοί; Ὅτι βασιλεὺς λέγεται καὶ ἡ τοῦ βασιλέως εἰκών, καὶ οὐ δύο βασιλεῖς. Οὔτε γὰρ τὸ κράτος σχίζεται, οὔτε ἡ δόξα διαμερίζεται. Ὡς γὰρ ἡ κρατοῦσα ἡμῶν ἀρχὴ καὶ ἡ ἐξουσία μία, οὕτω καὶ ἡ παρ' ἡμῶν δοξολογία μία, καὶ οὐ πολλαί· διότι ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει...
Οἱ δὲ τὴν ὑπαρίθμησιν ἐν τῷ πρῶτον καὶ δεύτερον καὶ τρίτον λέγειν τιθέμενοι γνωριζέσθωσαν τὸ πολύθεον τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης τῇ ἀχράντῳ θεολογίᾳ τῶν Χριστιανῶν ἐπεισάγοντες. Εἰς οὐδὲν γὰρ ἕτερον φέρει τῆς ὑπαριθμήσεως τὸ κακούργημα, ἢ ὥστε πρῶτον καὶ δεύτερον Θεὸν καὶ τρίτον ὁμολογεῖν. Ἀλλ' ἡμῖν ἀρκοῦσα ἡ παρὰ τοῦ Κυρίου ἐπιτεθεῖσα ἀκολουθία, ἣν ὁ συγχέων οὐκ ἔλαττον τῆς τούτων ἀσεβείας παρανομήσει. Ὅτι μὲν οὖν οὐδέν, ὡς οὗτοι πεπλάνηνται, ἡ κατὰ τὴν φύσιν κοινωνία τῷ τρόπῳ τῆς ὑπαριθμήσεως παραλύεται, ἱκανῶς εἴρηται. Ἀλλὰ συνέλθωμεν τῷ φιλονείκῳ καὶ ματαιόφρονι, καὶ δῶμεν τὸ δεύτερον τινὸς καθ' ὑπαρίθμησιν ἐκείνου λέγεσθαι. Ἴδωμεν τοίνυν τί τὸ ἐκβαῖνον ἀπὸ τοῦ λόγου. «Ὁ πρῶτος, φησίν, ἄνθρωπος, ἐκ γῆς χοϊκός· ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ὁ Κύριος, ἐξ οὐρανοῦ». Καὶ ἐν ἄλλοις· «Οὐ πρῶτον, φησί, τὸ πνευματικόν, ἀλλὰ τὸ ψυχικόν, ἔπειτα τὸ πνευματικόν». Εἰ τοίνυν τῷ πρώτῳ ὑπαριθμεῖται τὸ δεύτερον, τὸ δὲ ὑπαριθμούμενον ἀτιμότερόν ἐστι τοῦ πρὸς ὃ ἔχει τὴν ὑπαρίθμησιν· ἀτιμότερος οὖν καθ' ὑμᾶς τοῦ ψυχικοῦ ὁ πνευματικός, καὶ τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου ὁ ἐπουράνιος» (Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου, T.L.G., Chapter 18, section t, line 1 ἑξ.).
«Τὰ ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως Τὸ ἄκτιστον, τὸ ἄναρχον, τὸ ἀθάνατον καὶ ἀπέραντον καὶ αἰώνιον, τὸ ἄυλον, τὸ ἀγαθόν, τὸ δημιουργικόν, τὸ δίκαιον, τὸ φωτιστικόν, τὸ ἄτρεπτον, τὸ ἀπαθές, τὸ ἀπερίγραπτον, τὸ ἀχώρητον, τὸ ἀπεριόριστον, τὸ ἀόριστον, τὸ ἀσώματον, τὸ ἀόρατον, τὸ ἀπερινόητον, τὸ ἀνενδεές, τὸ αὐτοκρατὲς καὶ αὐτεξούσιον, τὸ παντοκρατορικόν, τὸ ζωοδοτικόν, τὸ παντοδύναμον, τὸ ἀπειροδύναμον, τὸ ἁγιαστικὸν καὶ μεταδοτικόν, τὸ περιέχειν καὶ συνέχειν τὰ σύμπαντα καὶ πάντων προνοεῖσθαι· πάντα ταῦτα καὶ τοιαῦτα φύσει ἔχει οὐκ ἄλλοθεν εἰληφυῖα, ἀλλ' αὐτὴ μεταδιδοῦσα παντὸς ἀγαθοῦ τοῖς οἰκείοις ποιήμασι κατὰ τὴν ἑκάστου δεκτικὴν δύναμιν. Ἡ ἐν ἀλλήλαις τῶν ὑποστάσεων μονή τε καὶ ἵδρυσις· ἀδιάστατοι γὰρ αὗται καὶ ἀνεκφοίτητοι ἀλλήλων εἰσὶν ἀσύγχυτον ἔχουσαι τὴν ἐν ἀλλήλαις περιχώρησιν, οὐχ ὥστε συναλείφεσθαι ἢ συγχεῖσθαι, ἀλλ' ὥστε ἔχεσθαι ἀλλήλων. Υἱὸς γὰρ ἐν πατρὶ καὶ πνεύματι, καὶ πνεῦμα ἐν πατρὶ καὶ υἱῷ, καὶ πατὴρ ἐν υἱῷ καὶ πνεύματι, μηδεμιᾶς γινομένης συναλοιφῆς ἢ συμφύρσεως ἢ συγχύσεως. Καὶ τὸ ἓν καὶ ταὐτὸν τῆς κινήσεως· ἓν γὰρ ἔξαλμα καὶ μία κίνησις τῶν τριῶν ὑποστάσεων, ὅπερ ἐπὶ τῆς κτιστῆς φύσεως θεωρηθῆναι ἀδύνατον» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., T.L.G., Expositio fidei : Section 14, line t1).
«ΙΖ΄. Ἑτέρα ἀπόδειξις, ἴσον εἶναι τὸν Υἱὸν τῷ Πατρί.
Ταύτην
ἰσότητα καὶ ἑτέρωθεν ἔστι μαθεῖν. Εἶπε γάρ, φησίν, ὁ Ἰησοῦς· “Νῦν ἐδοξάσθη ὁ
Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν
ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν”. Καὶ πάλιν· “Πάτερ, ἡ ὥρα ἐλήλυθε, δόξασόν σου
τὸν Υἱὸν, ἵνα καὶ ὁ Υἱός σου δοξάσῃ σε”. Ὢ τῆς ὑπερβαλούσης τῶν αἱρετικῶν
ἀβελτηρίας! Μείζων, φησίν, ὁ δοξάζων τοῦ δοξαζομένου· καὶ δοξάζει μὲν ὁ Πατήρ,
δοξάζεται δὲ ὁ Υἱός· μείζων οὖν ἄρα τοῦ Υἱοῦ ὁ Πατήρ. Εἰ τοίνυν ὁ Υἱὸς
οὐκ ἐδοξάσθη μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν
δοξάσαντα ἐδόξασεν, ποίαν χώραν σχοίη τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλαττον;
εἰ μὴ ἄρα κατὰ τὴν τῶν εἰρημένων ἀκολουθίαν παρὰ τὸν δοξάζοντα μεταβαίνει τὸ
μεῖζον, καὶ οὕτως εὑρεθήσεται ὁ Υἱός, ἐλάττων μὲν ἡνίκα ἂν δοξάζηται, μείζων
δὲ ἡνίκα ἂν δοξάζῃ· ἀλλὰ τὸ λέγειν ταῦτα,
παραπληξίας καὶ μανίας ἐσχάτης· οὐ
γὰρ τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλαττον ἐντεῦθεν, τὸ δὲ ἴσον Πατρὸς καὶ Υἱοῦ διδασκόμεθα...».
«ΙΗ΄. Ὅτι μία Πατρὸς καὶ Υἱοῦ ἡ δεσποτεία.
Εἶτα
δεικνὺς ὡς οὐ μόνον δοξάζεται, ἀλλὰ καὶ δοξάζει, ἐπήγαγεν· “Ἐφανέρωσά σου τὸ
ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις”. Καὶ μετ' ὀλίγα τῶν αἱρετικῶν ἐμφράττων τὰ στόματα· “Τὰ
ἐμά, φησί, πάντα σά ἐστι, καὶ τὰ σὰ ἐμά”· οὐ τὴν κοινὴν διαιρῶν δεσποτείαν,
οὐδὲ ἕτερα δὲ τὰ τῷ Πατρὶ διαφέροντα δεῖξαι βουλόμενος· ἀλλ' ἐπειδὴ οἱ πᾶσαν
βλάσφημον φωνὴν ἀφιέντες κατὰ τοῦ Μονογενοῦς, αὐτὸν μὲν λαμβάνειν φασί, τὸν δὲ
Πατέρα διδόναι, δείκνυσιν ὅτι τὴν αὐτὴν ἔχει τῷ Πατρὶ τῶν ἁπάντων δεσποτείαν·
“Τὰ γὰρ ἐμά, φησί, πάντα σά ἐστι, καὶ τὰ σὰ ἐμά”· οὐ τὴν διαίρεσιν τῆς δεσποτείας, ἀλλὰ τὸ κοινὸν τῆς
δεσποτείας παιδεύων» (Θεοδωρήτου, De sancta trinitate, T.L.G.,
Volume 75, page 1173, line
27).
«Καὶ εἰ ἀδελφός ἐστι (σ.σ. τὸ Ἅγιον Πνεῦμα), πῶς μονογενὴς ὁ Λόγος, ἢ πῶς οὐκ ἴσοι, ἀλλ' ὁ μὲν μετὰ τὸν Πατέρα, τὸ δὲ μετὰ τὸν Υἱὸν ὀνομάζεται; Πῶς δὲ, εἰ ἐκ τοῦ Πατρός ἐστιν, οὐ λέγεται καὶ αὐτὸ γεγεννῆσθαι...; Τοιαῦτα παίζουσιν οἱ ἄτιμοι, περιεργαζόμενοι καὶ θέλοντες ἐρευνᾷν τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, ἃ μηδεὶς οἶδεν, εἰ μὴ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸ δυσφημούμενον ὑπ' αὐτῶν» (Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ Πρὸς Σεραπίωνα Θμούεως Ἐπίσκοπον, Κατὰ τῶν βλασφημούντων καὶ λεγόντων κτίσμα εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, T.L.G., Volume 26, page 557, line 25).
Ἀλλὰ θὰ ἐπανέλθουμε καὶ μὲ ἄλλα κείμενα.
«Φιλορθόδοξος Ἕνωσις "Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος"»
Ἡ ἀνάρτησις αὐτή πρέπει νά προσεχθῆ ἰδιαιτέρως, διότι εκφράζει τόν σύγχρονον παποοικουμενισμόν εἰς τήν πλέον ἀκραίαν αὐτοῦ μορφήν, τῆς ὁποίας ἐκφραστής ἀλλά καί κήρυκας ειναι ὁ Ζηλιούλας καί ἄλλοι, ἀκόμη καί τινες ἐκ τῶν πρώην ἀδελφῶν μας, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριξαν εἰς τό παρελθόν, καί ὑποστηρίζουν ἀκόμη τήν, καθ' ἡμᾶς, παποοικουμενιστικῆς ἐπινοήσεως κακοδοξίαν, ὅτι "δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων".
ΑπάντησηΔιαγραφή