ΑΓΙΟΙ ΕΝ ΗΠΕΙΡΩ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΕΣ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΑΓΙΟΛΟΓΙΑ
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΟΝΑΤΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΥΡΟΙΑΣ
30 Ἀπριλίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὴν 29ην Σεπτεμβρίου
Ὁ Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας ὁ θαυματουργὸς καὶ πολιοῦχος τῆς Πόλεως Παραμυθίας καὶ ὅλης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔροια καὶ ἐμορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἀρχαίας ἐπισκοπῆς Εὐροίας, τῆς ὁποίας τὰ ὅρια συνέπιπταν μὲ τὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Μητροπόλεως Παραμυθίας, Φιλιατῶν, Γηρομερίου καὶ Πάργας.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος διακρίθηκε γιὰ τὴν σοφία του καὶ τὴν θερμὴ του πίστη καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν Πνευματομάχων καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συνεπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας τοῦ 325 μ.Χ.
Ἔλαμψε ὅμως κυρίως μὲ τὴν μεγάλην του ἀγάπην, τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὴν ἁγίαν ζωήν του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐστόλισε μὲ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων, ποὺ ἐπιτελοῦσε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Στὸ Συναξάρι, ἀναφέρεται τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐφόνευσε τὸ δράκοντα. Κοντὰ στὴν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρε μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστὰ του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴ φωλιά του στὴν πηγή. Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο ἐχτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, ἐχτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, καί ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεπε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.
Τὰ θαύματα του τὸν ἔκαναν ξακουστό, ὄχι μόνο μέσα στὴν Μητρόπολη Εὐροίας ἀλλά καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μ. Θεοδόσιο, στὴν Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν μονάκριβη θυγατέρα του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμονοπληξία. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχὴ του ἐθεράπευσε τὴν κόρη καὶ ὁ αὐτοκράτωρ μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη τὸν προέπεμψε μὲ τιμὲς καὶ δῶρα, ἀπὸ τὰ ὁποία ὁ Ἅγιος ἐδέχθη μόνο ἕνα μικρὸ τεμάχιο γῆς στὴν ἐπισκοπή του, ὀνομαζόμενον Ὀμφάλιον, ὅπου ἔκτισε Ναόν. Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σώζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό.
Μετὰ ἀπὸ μία ζωὴ γεμάτη δράση, ἀγῶνες γιὰ τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ μεγάλη ἡλικία, καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει
Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν 30ην Ἀπριλίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὴν 29ην Σεπτεμβρίου.
Πολλοὶ ναοὶ ἔχουν κτισθῆ πρὸς τιμὴν του καθῶς καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς Μητροπολιτικὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Παραμυθιᾶς. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ κάτοικοι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παραμυθίας καὶ τῆς γύρω περιοχῆς φέρουν τὸ ὄνομα Δονάτος.
Τὸ Ἅγιον Λείψανόν του μετεφέρθη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν στὴν Δύση, καὶ σήμερα βρίσκεται ἀποθησαυρισμένο στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μαρίας καὶ Δονάτου στὸ Murano τῆς Βενετίας.
Μέρος τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Δονάτου διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου καὶ τοῦ Παναγιωτάτου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη τὴν 29ην Σεπτεμβρίου 2000 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας τοῦ Murano τῆς Βενετίας εἰς τὴν Παραμυθίαν καὶ ἐναπετέθη μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ λαμπρότητος εἰς τὸν ὁμώνυμον μεγαλοπρεπῆ Ἱερὸν Ναόν.
Τὸ λείψανο μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, ἐξαιτίας τῶν ὁμαδικῶν μεταναστεύσεων τῶν Ἰλλυρικῶν πληθυσμῶν, ποὺ εἶχαν προκληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀβαροσλαβικὴ ἐπιδρομή. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τους καὶ παίρνοντας μαζί τους τὶς ἱερὲς μνῆμες τῆς πατρίδας τους, ἔψαχναν καταφύγιο στὶς νησιωτικὲς ζῶνες.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῆς Εὐροίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη εἶχε καταφύγει στὴν Κέρκυρα, στὴν πόλη τῆς Κασσιώπης, στὴ βορειοανατολικὴ ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ, δημιουργώντας εὐαίσθητα θέματα κανονικῆς-ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο, τὸν Αlcisone. Ὁ Πάπας ἐπιβεβαιώνει στὸν τελευταῖο τὴν ἀκεραιότητα καὶ κανονικότητα τῆς ἐπισκοπικῆς του δικαιοδοσίας, τονίζοντας πάντως τὸ δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου Ἰωάννου Εὐροίας νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Κέρκυρα μὲ τοὺς Χριστιανούς του καὶ νὰ τοποθετήσει τὸ λείψανο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία, τὴν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Οἱ πηγές μᾶς ἀφήνουν στὸ σκοτάδι σχετικὰ μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ λειψάνου ἀνάμεσα στὴν ἀρχὴ τοῦ 7ου αἰώνα, ὅταν ἐμφανίζεται στὴν Κέρκυρα, καὶ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν τὸ εὑρίσκουμε ἀντίθετα στὸ κοντινὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς, ἔτσι ὥστε ὁ Α. Νiero νὰ ἀμφιβάλει γιὰ τὸ ἂν πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο.
Ἡ Follieri παρατηρεῖ εὐκαιριακὰ ὅτι ἡ Βενετσιάνικη λατρεία γιὰ τὸν Ἅγιο Δονάτο, ποὺ ἔφθασε στὴ λιμνοθάλασσα μὲ τὸ σῶμα τοῦ μυροβλήτου Ἁγίου, ἄφησε ἀνέγγιχτη τὴν προσωπικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἠπειρώτη Ἐπισκόπου, τὴ συγκεχυμένη, ἀντίθετα, στὸ ὑπόλοιπο τοῦ Λατινικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα στὶς προσωπικές του περιπέτειες, ὅπως ἤδη ἐμφανίζεται στὴν Ἰταλοελληνικὴ παράδοση, πρὸς ἐκεῖνες τοῦ ὁμώνυμου Ἐπισκόπου του Ἀρητίου (Arezzo), ποὺ ἐμαρτύρησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου.
Τὰ Βενετσιάνικα ἡμερολόγια ἀναφέρουν τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου στὶς 30 Ἀπριλίου, τὴν ἴδια ἡμερομηνία τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἤδη ἡ Λατινικὴ μετάφραση τῆς Vita brevior καὶ ἡ Ἰταλοελληνικὴ Vita amplior (ὅπως ἀκριβῶς τὰ Ἰταλό-ἑλληνικὰ μηναῖα) τοποθετοῦν τὴ γενέθλια ἡμέρα του στὶς 7 Αὐγούστου, ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀρετινοῦ Ἐπισκόπου (Arezzo).
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔροια καὶ ἐμορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἀρχαίας ἐπισκοπῆς Εὐροίας, τῆς ὁποίας τὰ ὅρια συνέπιπταν μὲ τὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Μητροπόλεως Παραμυθίας, Φιλιατῶν, Γηρομερίου καὶ Πάργας.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος διακρίθηκε γιὰ τὴν σοφία του καὶ τὴν θερμὴ του πίστη καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν Πνευματομάχων καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συνεπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας τοῦ 325 μ.Χ.
Ἔλαμψε ὅμως κυρίως μὲ τὴν μεγάλην του ἀγάπην, τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὴν ἁγίαν ζωήν του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐστόλισε μὲ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων, ποὺ ἐπιτελοῦσε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Στὸ Συναξάρι, ἀναφέρεται τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐφόνευσε τὸ δράκοντα. Κοντὰ στὴν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρε μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστὰ του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴ φωλιά του στὴν πηγή. Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο ἐχτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, ἐχτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, καί ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεπε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.
Τὰ θαύματα του τὸν ἔκαναν ξακουστό, ὄχι μόνο μέσα στὴν Μητρόπολη Εὐροίας ἀλλά καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μ. Θεοδόσιο, στὴν Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν μονάκριβη θυγατέρα του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμονοπληξία. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχὴ του ἐθεράπευσε τὴν κόρη καὶ ὁ αὐτοκράτωρ μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη τὸν προέπεμψε μὲ τιμὲς καὶ δῶρα, ἀπὸ τὰ ὁποία ὁ Ἅγιος ἐδέχθη μόνο ἕνα μικρὸ τεμάχιο γῆς στὴν ἐπισκοπή του, ὀνομαζόμενον Ὀμφάλιον, ὅπου ἔκτισε Ναόν. Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σώζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό.
Μετὰ ἀπὸ μία ζωὴ γεμάτη δράση, ἀγῶνες γιὰ τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ μεγάλη ἡλικία, καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει
Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν 30ην Ἀπριλίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὴν 29ην Σεπτεμβρίου.
Πολλοὶ ναοὶ ἔχουν κτισθῆ πρὸς τιμὴν του καθῶς καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς Μητροπολιτικὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Παραμυθιᾶς. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ κάτοικοι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παραμυθίας καὶ τῆς γύρω περιοχῆς φέρουν τὸ ὄνομα Δονάτος.
Τὸ Ἅγιον Λείψανόν του μετεφέρθη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν στὴν Δύση, καὶ σήμερα βρίσκεται ἀποθησαυρισμένο στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μαρίας καὶ Δονάτου στὸ Murano τῆς Βενετίας.
Μέρος τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Δονάτου διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου καὶ τοῦ Παναγιωτάτου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη τὴν 29ην Σεπτεμβρίου 2000 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας τοῦ Murano τῆς Βενετίας εἰς τὴν Παραμυθίαν καὶ ἐναπετέθη μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ λαμπρότητος εἰς τὸν ὁμώνυμον μεγαλοπρεπῆ Ἱερὸν Ναόν.
ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΛΕΙΨΑΝΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΟΝΑΤΟΥ:
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε σ’ ἕνα πολιτισμικὸ περιβάλλον, ὅπως ἡ Ἤπειρος, περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὸ ὅριο μεταξὺ τῆς Ἑλληνικῆς καὶ τῆς Λατινικῆς γλωσσολογικῆς περιοχῆς. Ἔχοντας εἰσέλθει μὲ καθυστέρηση στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ἀρχικὸ ἁγιογραφικὸ του dossier συνετέθη σέ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀλλά, ὅπως ἔδειξε ἡ Enrica Follieri, αὐτὸ συνέβη κατὰ ἕνα τμῆμα στὴ Μεσημβρινὴ Ἑλληνόφωνη Ἰταλία καὶ ἀκριβῶς στὴν Καλαβρία, ὅπου ἡ πόλη τῆς Εὐροίας (σήμερα Umbriatico) διεκδικοῦσε τὴν ἵδρυσή της ἀπὸ πρόσφυγες τῆς ὁμώνυμης πόλεως τῆς Ἠπείρου. Τὸ σκήνωμα τοῦ μυροβλήτου αὐτοῦ Ἁγίου, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν ὁ Ἀνδρέας Dandolo καὶ ὁ Pietro Calo ἀπὸ τὴν Chioggia, τὸ ἔφερε στὴ λιμνοθάλασσα τὸ ἔτος 1126 ὁ Δόγης Δομήνικος Μιχαήλ (Michiel), ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἴδια ἀποστολὴ στὴν Παλαιστίνη (1122-1125), κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ Χίο τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, σὲ μία στιγμὴ ὀξείας διαμάχης μὲ τὸν Ἰωάννη Β΄ Κομνηνὸ. Παίρνοντάς το ἀπὸ τὸ Ἰονικὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς τὸ τοποθέτησε στὸ Μουράνο, στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Torcello, στὸ ναὸ τῆς Παναγίας (Santa Maria), ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀνοικοδομήσει σὲ εὐρύτερη μορφή. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐνδεδυμένο μὲ ἐπισκοπικὰ ἄμφια καὶ ἡ κάρα αὐτοῦ καλυμμένη ἀπὸ ἕνα γύψινο προσωπεῖο, φτιαγμένο τὸ ἔτος 1964. Σήμερα εὑρίσκεται ἐπάνω στὴν κεντρικὴ Ἁγία Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, ἐνῶ ὥς τὸ ἔτος 1719 εὑρισκόταν στὸ προσκείμενο Βαπτιστήριο καὶ ὑπῆρξε ἀντικείμενο ἀναγνωρίσεως τὸ ἔτος 1991.Τὸ λείψανο μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, ἐξαιτίας τῶν ὁμαδικῶν μεταναστεύσεων τῶν Ἰλλυρικῶν πληθυσμῶν, ποὺ εἶχαν προκληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀβαροσλαβικὴ ἐπιδρομή. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τους καὶ παίρνοντας μαζί τους τὶς ἱερὲς μνῆμες τῆς πατρίδας τους, ἔψαχναν καταφύγιο στὶς νησιωτικὲς ζῶνες.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῆς Εὐροίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη εἶχε καταφύγει στὴν Κέρκυρα, στὴν πόλη τῆς Κασσιώπης, στὴ βορειοανατολικὴ ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ, δημιουργώντας εὐαίσθητα θέματα κανονικῆς-ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο, τὸν Αlcisone. Ὁ Πάπας ἐπιβεβαιώνει στὸν τελευταῖο τὴν ἀκεραιότητα καὶ κανονικότητα τῆς ἐπισκοπικῆς του δικαιοδοσίας, τονίζοντας πάντως τὸ δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου Ἰωάννου Εὐροίας νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Κέρκυρα μὲ τοὺς Χριστιανούς του καὶ νὰ τοποθετήσει τὸ λείψανο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία, τὴν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Οἱ πηγές μᾶς ἀφήνουν στὸ σκοτάδι σχετικὰ μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ λειψάνου ἀνάμεσα στὴν ἀρχὴ τοῦ 7ου αἰώνα, ὅταν ἐμφανίζεται στὴν Κέρκυρα, καὶ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν τὸ εὑρίσκουμε ἀντίθετα στὸ κοντινὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς, ἔτσι ὥστε ὁ Α. Νiero νὰ ἀμφιβάλει γιὰ τὸ ἂν πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο.
Ἡ Follieri παρατηρεῖ εὐκαιριακὰ ὅτι ἡ Βενετσιάνικη λατρεία γιὰ τὸν Ἅγιο Δονάτο, ποὺ ἔφθασε στὴ λιμνοθάλασσα μὲ τὸ σῶμα τοῦ μυροβλήτου Ἁγίου, ἄφησε ἀνέγγιχτη τὴν προσωπικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἠπειρώτη Ἐπισκόπου, τὴ συγκεχυμένη, ἀντίθετα, στὸ ὑπόλοιπο τοῦ Λατινικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα στὶς προσωπικές του περιπέτειες, ὅπως ἤδη ἐμφανίζεται στὴν Ἰταλοελληνικὴ παράδοση, πρὸς ἐκεῖνες τοῦ ὁμώνυμου Ἐπισκόπου του Ἀρητίου (Arezzo), ποὺ ἐμαρτύρησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου.
Τὰ Βενετσιάνικα ἡμερολόγια ἀναφέρουν τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου στὶς 30 Ἀπριλίου, τὴν ἴδια ἡμερομηνία τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἤδη ἡ Λατινικὴ μετάφραση τῆς Vita brevior καὶ ἡ Ἰταλοελληνικὴ Vita amplior (ὅπως ἀκριβῶς τὰ Ἰταλό-ἑλληνικὰ μηναῖα) τοποθετοῦν τὴ γενέθλια ἡμέρα του στὶς 7 Αὐγούστου, ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀρετινοῦ Ἐπισκόπου (Arezzo).
Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
26 Ἰουλίου
Ἡ Ἁγία Ὁσιοπαρθενομάρτυς Παρασκευὴ ἔζησε καὶ ἄθλησε κατὰ τὰ
μέσα τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνος, ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου Πίου (138-161
μ.Χ.). Οἱ γονεῖς της Ἀγάθων καὶ Πολιτεία ἤσαν πιστοὶ χριστιανοί, ἀλλά
ἄτεκνοι. Μὲ θερμὲς προσευχὲς ἀπέκτησαν τὴν ἁγία, ἡ ὁποία, ἐπειδὴ
γεννήθηκε τὴν ἕκτη ἠμέρα τῆς ἑβδομάδος τὴν ὀνόμασαν Παρασκευή.
Ἡ Ἁγία ἀνετράφη μὲ χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ μόρφωση, μελετώντας διαρκῶς τὸν λόγο τοῦ θεοῦ, ἔλαβε δὲ καὶ εὐρεῖα κοσμικὴ μόρφωση.
Σὲ ἡλικία περίπου 20 ἐτῶν ὀρφάνεψε καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς της. Τότε ἐμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχή. Στὸ μοναστήρι ἔλλαμψε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητά της.
Ἔχοντας ἱερὸ πόθο νὰ κηρύξη στὸν κόσμο τὸν Χριστὸ ἐξῆλθε στὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο μέσα στὴ Ρώμη καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Κατηγορήθηκε σὰν χριστιανὴ καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος προσπάθησε ἀρχικὰ μὲ καλὸ τρόπο καὶ κολακεῖες καὶ ὕστερα μὲ βασανιστήρια νὰ τὴν ἀναγκάση νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό. Τῆς ἔβαλαν πυρακτωμένη περικεφαλαία στὸ κεφάλι, καὶ τὴν βούτηξαν σὲ λέβητα γεμάτον μὲ καυτὸ λάδι καὶ πίσσα. Ἡ Ἁγία, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν προστασία τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀβλαβής. Ὁ αὐτοκράτορας μὴ πιστεύοντας στὰ μάτια του, τὴν διέταξε νὰ ρίξη λίγο ἀπὸ τὸ ὑγρὸ ἐπάνω του. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ τυφλωθῆ, καὶ νὰ ζητήση βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία μὲ τὴν θερμὴ προσευχὴ της τὸν ἐθεράπευσε. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ μετενόησε καὶ ἐπίστευσε στὸν Χριστό, αὐτὸς οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του.
Μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ ἄθληση, ἡ ἁγία ἐγκατέλειψε τὴν Ρώμη καὶ βγῆκε κηρύσσοντας τὸν Χριστὸ σὲ πόλεις καὶ χωριά, ὅπου συνήντησε τὶς ἴδιες δυσκολίες καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ μαρτύρια ἀπὸ κάποιους ἡγεμόνες Ἀσκληπιὸ καὶ Ταράσιο. Ἀπὸ ὅλα ὅμως τὰ μαρτύρια τὴν ἐφύλαξε ὁ Κύριος ἀβλαβῆ. Τέλος ἀποκεφαλίζεται γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ταράσιο. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη της τὴν 26η τοῦ μηνὸς Ἰουλίου.
Ὁ Τάφος τῆς Ἁγίας, κατὰ παλαιὰ τοπικὴ παράδοση βρίσκεται μέσα στὸν Ναὸ τῆς Ἰερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Πούντας, στὸ Καναλλάκι Πρεβέζης. Δίπλα στὸν Τάφο βρίσκεται καὶ ἡ μεγάλη ὠοειδὴς πέτρα πάνω στὴν ὁποία στηρίχθηκε ἡ Ἁγία προσευχομένη κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ της καὶ ὅπου πολλὰ θαύματα γίνονται κατὰ καιροὺς στοὺς διαφόρους προσκυνητές.
Ἡ Ἁγία ἀνετράφη μὲ χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ μόρφωση, μελετώντας διαρκῶς τὸν λόγο τοῦ θεοῦ, ἔλαβε δὲ καὶ εὐρεῖα κοσμικὴ μόρφωση.
Σὲ ἡλικία περίπου 20 ἐτῶν ὀρφάνεψε καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς της. Τότε ἐμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔγινε μοναχή. Στὸ μοναστήρι ἔλλαμψε μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητά της.
Ἔχοντας ἱερὸ πόθο νὰ κηρύξη στὸν κόσμο τὸν Χριστὸ ἐξῆλθε στὸ Ἱεραποστολικὸ ἔργο μέσα στὴ Ρώμη καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Κατηγορήθηκε σὰν χριστιανὴ καὶ ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος προσπάθησε ἀρχικὰ μὲ καλὸ τρόπο καὶ κολακεῖες καὶ ὕστερα μὲ βασανιστήρια νὰ τὴν ἀναγκάση νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό. Τῆς ἔβαλαν πυρακτωμένη περικεφαλαία στὸ κεφάλι, καὶ τὴν βούτηξαν σὲ λέβητα γεμάτον μὲ καυτὸ λάδι καὶ πίσσα. Ἡ Ἁγία, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν προστασία τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε ἀβλαβής. Ὁ αὐτοκράτορας μὴ πιστεύοντας στὰ μάτια του, τὴν διέταξε νὰ ρίξη λίγο ἀπὸ τὸ ὑγρὸ ἐπάνω του. Αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ τυφλωθῆ, καὶ νὰ ζητήση βοήθεια ἀπὸ τὴν Ἁγία, ἡ ὁποία μὲ τὴν θερμὴ προσευχὴ της τὸν ἐθεράπευσε. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ μετενόησε καὶ ἐπίστευσε στὸν Χριστό, αὐτὸς οἱ ἀξιωματικοὶ καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του.
Μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ ἄθληση, ἡ ἁγία ἐγκατέλειψε τὴν Ρώμη καὶ βγῆκε κηρύσσοντας τὸν Χριστὸ σὲ πόλεις καὶ χωριά, ὅπου συνήντησε τὶς ἴδιες δυσκολίες καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ μαρτύρια ἀπὸ κάποιους ἡγεμόνες Ἀσκληπιὸ καὶ Ταράσιο. Ἀπὸ ὅλα ὅμως τὰ μαρτύρια τὴν ἐφύλαξε ὁ Κύριος ἀβλαβῆ. Τέλος ἀποκεφαλίζεται γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἡγεμόνα Ταράσιο. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη της τὴν 26η τοῦ μηνὸς Ἰουλίου.
Ὁ Τάφος τῆς Ἁγίας, κατὰ παλαιὰ τοπικὴ παράδοση βρίσκεται μέσα στὸν Ναὸ τῆς Ἰερᾶς Μονῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Πούντας, στὸ Καναλλάκι Πρεβέζης. Δίπλα στὸν Τάφο βρίσκεται καὶ ἡ μεγάλη ὠοειδὴς πέτρα πάνω στὴν ὁποία στηρίχθηκε ἡ Ἁγία προσευχομένη κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ της καὶ ὅπου πολλὰ θαύματα γίνονται κατὰ καιροὺς στοὺς διαφόρους προσκυνητές.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, Ο ΕΚ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ
18 Νοεμβρίου
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὴν
Παραμυθιά τῆς Θεσπρωτίας περὶ τὸ ἔτος 1730. Ἦταν τὰ χρόνια τῆς σκληρῆς
τουρκικῆς σκλαβιᾶς, καὶ οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα.
Ἐστεροῦντο τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ δὲν ὄριζαν τίποτε, οὔτε τὰ
σπίτια τους, οὔτε τὴν περιουσία τους, ἀκόμη οὔτε καὶ τὰ ἀγαπημένα τους
πρόσωπα, τὶς συζύγους, τὶς ἀδελφὲς καὶ τὰ παιδιά τους.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν σκλαβωμένη πατρίδα. Ἔλπιζε βάσιμα ὅτι κάποτε ὁ Πανάγαθος Θεός, θὰ ἔβλεπε τὸν πόνο καὶ θὰ ἄκουγε τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν ραγιάδων καὶ θὰ τοὺς χάριζε τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία. Ἀκόμη, κρατοῦσε μέσα στὴν ψυχή του, σὰν ἱερὰ εἰκονίσματα, τὶς μορφὲς τῶν γονέων του καὶ τῶν ἀδελφῶν του, ποὺ προστάτευε ἀπὸ κάθε βεβήλωση τῶν ἀπίστων.
Μιά μέρα, καθὼς βγῆκε ἔξω στὰ χωράφια μὲ τὴν ἀδελφή του καὶ ἄλλους χριστιανούς, γιὰ νὰ ἐργασθοῦν, βρέθηκαν ξαφνικὰ μπροστὰ σὲ μιά ὁμάδα νέων μουσουλμάνων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν γιὸ τοῦ πασᾶ, Μουσᾶ. Ὅταν εἶδαν τὴν ὡραιότατη ἀδελφὴ τοῦ Ἀναστασίου κατελήφθησαν ἀπὸ μεγάλο πειρασμὸ καὶ ὅρμησαν νὰ τὴν ἁρπάξουν μὲ τὴν βία καὶ νὰ τὴν κακοποιήσουν. Μόλις ὁ Ἅγιος εἶδε τὶς κινήσεις τους καὶ διέγνωσε τὶς προθέσεις τους, ὅρμησε ἐναντίον τους, συνεπλάκη μαζύ τους καὶ μὲ τὴν μεγάλη δύναμη ποὺ εἶχε, τοὺς ἐμπόδισε καὶ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὴν ἀδελφή του νὰ ἀπομακρυνθῆ καὶ νὰ διαφύγη τὸν κίνδυνο. Τὴν ἐνέργεια αὐτή, τὴν θεώρησαν πολὺ προσβλητικὴ οἱ Τοῦρκοι καὶ γι’ αὐτὸ κατέφυγαν στὸν πασᾶ καὶ τοῦ κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς τελείως παραποιημένο, ὅτι, δηλαδή, ὁ Ἀναστάσιος χωρὶς αἰτία τοὺς ἐπετέθη, τοὺς ἐξύβρισε καὶ τοὺς ἐκτύπησε. Ἀκόμη, εἶπαν ψευδόμενοι, ὅτι σὲ κάποια στιγμὴ ὁ Ἀναστάσιος τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ ἀλλάξη πίστη καὶ νὰ γίνη μωαμεθανός.
Ὁ πασᾶς, πατέρας τοῦ Μουσᾶ, διατάζει ἀμέσως νὰ συλλάβουν τὸν Ἀναστάσιο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν μπροστά του. Βλέποντας ἕνα λεβεντόκορμο καὶ πανέξυπνο παλικάρι, τὸ λυπήθηκε καὶ δὲν θέλησε νὰ τὸ βασανίση καὶ νὰ τὸ θανάτωση, ἐλπίζοντας ὅτι μποροῦσε νὰ τοῦ ἀλλάξη τὴν πίστη μὲ διάφορα δελεάσματα καὶ ὑποσχέσεις. Τὸν φυλακίζει λοιπὸν προσωρινὰ καὶ τὴν ἄλλη μέρα διατάζει, νὰ τὸν φέρουν μπροστὰ του γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνη.
Μὲ προσποιητὴ ἠρεμία καὶ εὐγένεια προσπάθησε νὰ κερδίση τὴν ἐμπιστοσύνη του. «Κρίμα μπρὲ Ἀναστάση, ἐσὺ ἕνα τέτοιο παλικάρι μὲ δύναμη, ἐξυπνάδα καὶ ὀμορφιά, νὰ μένης στὴ θέση τοῦ ραγιᾶ. Ἐσὺ θὰ μποροῦσες νὰ γίνης μεγάλος ἄρχοντας, μὲ μεγάλα ἀξιώματα, μὲ χρήματα καὶ ἀπολαύσεις στὸ Σαράϊ. Ἐγώ, δὲν στὸ κρύβω, σὲ συμπάθησα πολὺ καὶ θέλω νὰ σὲ βοηθήσω καὶ νὰ σὲ ἀναδείξω τρανὸ πασᾶ μιάν ἡμέρα. Ἀρκεῖ καὶ σὺ νὰ τὸ θέλης καὶ νὰ ἀλλάξης αὐτὲς τὶς παλιὲς καὶ καθυστερημένες ἰδέες ποὺ ἔχεις. Νὰ ἀφήσης τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκολουθήσης τὴν θρησκεία τοῦ μεγάλου μας προφήτη Μωάμεθ. Τότε θὰ σὲ ντύσω μὲ μετάξια καὶ θὰ σὲ στολίσω μὲ χρυσαφικά. Καὶ ὅ,τι ζητήσης στὴ ζωή σου, θὰ τὸ ἔχης μὲ τὸ παραπάνω».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγε καὶ ὑποσχόταν ὁ πασᾶς στὸν Ἅγιο. Ἐκείνου ὅμως ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ ἦταν ἀνεβασμένα στὸν οὐρανό. Καὶ ὅσο ὁ πασᾶς τοῦ μιλοῦσε καὶ τοῦ ἔταζε διάφορα, αὐτὸς παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν στήριξη καὶ νὰ τὸν ἀξιώση μέχρι τὸ τέλος νὰ ὁμολογήση τὴν ἁγία χριστιανικὴ πίστη μπροστὰ στὸν πασᾶ καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους.
Ὅταν ὁ πασᾶς τελείωσε τὰ ταξίματα καὶ τὶς ὑποσχέσεις του, ὁ ἅγιος μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα τοῦ ἀπάντησε: «Σὲ εὐχαριστῶ πασᾶ μου γιὰ τὴν καλή σου διάθεση καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑπόσχεσαι νὰ μοῦ δώσης. Ἐγὼ ὅμως χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θὰ πεθάνω. Καὶ δὲν ἀλλάζω τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ μου μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς».
Βλέποντας τὴν γενναία καὶ ἄκαμπτη στάση τοῦ μάρτυρα ὁ πασᾶς, διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τὸν βασανίζουν κάθε μέρα, μέχρι νὰ ἀλλάξη γνώμη καὶ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό. Ὁ μάρτυρας μέσα στὴν ὑγρή καὶ σκοτεινὴ φυλακή, αἱμόφυρτος καὶ καταπληγωμένος στὸ σῶμα, προσευχόταν διαρκῶς στὸν Κύριο, νὰ τὸν ἐνισχύη στὸ μαρτύριό του μέχρι τὸ τέλος, καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔστελνε ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους Του.
Ὁ γιὸς τοῦ πασᾶ, ὁ Μουσᾶς, ἦταν στὸ βάθος καλοπροαίρετος ἄνθρωπος καὶ πολὺ μετάνοιωσε, ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ φθάση ὁ Ἅγιος στὰ χέρια τοῦ σκληροῦ πατέρα του. Ζητώντας κάποια ἐξιλέωση καὶ ἀνακούφιση γιὰ τὴν ψυχή του, ἀπεφάσισε νὰ πάη κρυφὰ μιά μέρα στὴν φυλακὴ καὶ νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν Ἅγιο. Μπαίνοντας μέσα κρυφὰ καὶ πολὺ προσεκτικὰ γιὰ νὰ μὴ τὸν δὴ καὶ τὸν ἀκούση κανείς, βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα ἐξαίσιο θέαμα, ποὺ ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὴν συνέχεια τῆς ζωῆς του. Βλέπει δυὸ ὁλόφωτους ἀγγέλους νὰ στέκωνται κοντὰ στὸν μάρτυρα, νὰ τὸν ἐνισχύουν καὶ νὰ τὸν παρηγοροῦν, καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου νὰ λάμπη ὁλόφωτο. Αὐτὴ ἡ ὀπτασία τὸν ἔκανε νὰ καταλάβη, ὅτι κάτι πολὺ σπουδαῖο συμβαίνει μὲ τοὺς χριστιανούς, καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν μάρτυρα νὰ τοῦ ἐξηγήση. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἐξήγησε τὴν ὀπτασία. Τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ συνοδεύουν πάντοτε καὶ σὲ κάθε βῆμα τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς προστατεύουν. Ὁ Μουσᾶς ἐθαύμασε καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο νὰ τοῦ διδάξη τὴν χριστιανικὴ πίστη, καὶ αὐτὸς τὸν κατήχησε.
Ὅταν, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ἀναμονὴ μέσα σὲ πολλὰ μαρτύρια, εἶδε ὁ πασᾶς, ὅτι ὁ Άγιος δὲν πείθεται καὶ δὲν ἀλλάζει γνώμη, διέταξε τὴν ἐκτέλεσή του μὲ ἀποκεφαλισμό. Στέλνει λοιπὸν ἕνα δήμιο στὴν φυλακὴ καὶ ἀποκεφαλίζει τὸν ἅγιο μάρτυρα Ἀναστάσιο τὴν 18ην Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1850, καὶ ἐκθέτει τὸ ἅγιο λείψανό του, ἀπαγορεύοντας μὲ ποινὴ θανάτου τὸν ἐνταφιασμό του. Οἱ χριστιανοὶ ἔβλεπαν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα νὰ μένη ἄσηπτο καὶ φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τὸ λούζη τὴν νύχτα. Μιὰ μέρα ὅμως ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο τοῦ πασᾶ καὶ τὸν διατάσση νὰ ἐπιτρέψη τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ ἁγίου λειψάνου. Ὁ πασᾶς φοβήθηκε καὶ διέταξε τὴν ταφὴ τοῦ μαρτυρικοῦ σώματος τοῦ Ἁγίου. Τότε παραλαμβάνουν τὸ ἄγιο σῶμα οἱ μοναχοὶ καὶ τὸ ἐνταφιάζουν σὲ μοναστήρι κοντὰ στὴν πόλη.
Τὸ μαρτύριο καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν συνέχεια τῆς ζωῆς τοῦ Μουσᾶ. Ὁ ἴδιος πηγαίνει στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ζητεῖ συγγνώμη. Καὶ ὁ Ἅγιος, σὲ ἐνύπνιο, τοῦ ἀποκαλύπτει, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση. Στὴν συνέχεια, λοιπόν, τῆς ζωῆς του, μετανοεῖ, βαπτίζεται στὴν Βενετία καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Δημήτριος. Ἀκολούθως γίνεται μοναχὸς στὴν Κέρκυρα καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Δανιήλ, μεταβαίνει γιὰ ὑποθέσεις του στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν ἐπιστρέφει στὴν Κέρκυρα, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
Ἡ φωτεινὴ ζωὴ καὶ ἡ θυσία τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου, ὁδήγησε τὸν Μουσᾶ καὶ πολλοὺς ἀλλόθρησκους στὸν Χριστό. Καὶ στήριξε τὴν πίστη τῶν ὀρθοδόξων ραγιάδων. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου μάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ ἐκ Παραμυθίας τὴν 18ην Νοεμβρίου. Στὴν Παραμυθιὰ ἔχει οἰκοδομηθῆ πρὸς τιμὴν του μεγαλοπρεπῆς Ναός.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν σκλαβωμένη πατρίδα. Ἔλπιζε βάσιμα ὅτι κάποτε ὁ Πανάγαθος Θεός, θὰ ἔβλεπε τὸν πόνο καὶ θὰ ἄκουγε τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν ραγιάδων καὶ θὰ τοὺς χάριζε τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία. Ἀκόμη, κρατοῦσε μέσα στὴν ψυχή του, σὰν ἱερὰ εἰκονίσματα, τὶς μορφὲς τῶν γονέων του καὶ τῶν ἀδελφῶν του, ποὺ προστάτευε ἀπὸ κάθε βεβήλωση τῶν ἀπίστων.
Μιά μέρα, καθὼς βγῆκε ἔξω στὰ χωράφια μὲ τὴν ἀδελφή του καὶ ἄλλους χριστιανούς, γιὰ νὰ ἐργασθοῦν, βρέθηκαν ξαφνικὰ μπροστὰ σὲ μιά ὁμάδα νέων μουσουλμάνων μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν γιὸ τοῦ πασᾶ, Μουσᾶ. Ὅταν εἶδαν τὴν ὡραιότατη ἀδελφὴ τοῦ Ἀναστασίου κατελήφθησαν ἀπὸ μεγάλο πειρασμὸ καὶ ὅρμησαν νὰ τὴν ἁρπάξουν μὲ τὴν βία καὶ νὰ τὴν κακοποιήσουν. Μόλις ὁ Ἅγιος εἶδε τὶς κινήσεις τους καὶ διέγνωσε τὶς προθέσεις τους, ὅρμησε ἐναντίον τους, συνεπλάκη μαζύ τους καὶ μὲ τὴν μεγάλη δύναμη ποὺ εἶχε, τοὺς ἐμπόδισε καὶ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὴν ἀδελφή του νὰ ἀπομακρυνθῆ καὶ νὰ διαφύγη τὸν κίνδυνο. Τὴν ἐνέργεια αὐτή, τὴν θεώρησαν πολὺ προσβλητικὴ οἱ Τοῦρκοι καὶ γι’ αὐτὸ κατέφυγαν στὸν πασᾶ καὶ τοῦ κατήγγειλαν τὸ γεγονὸς τελείως παραποιημένο, ὅτι, δηλαδή, ὁ Ἀναστάσιος χωρὶς αἰτία τοὺς ἐπετέθη, τοὺς ἐξύβρισε καὶ τοὺς ἐκτύπησε. Ἀκόμη, εἶπαν ψευδόμενοι, ὅτι σὲ κάποια στιγμὴ ὁ Ἀναστάσιος τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ ἀλλάξη πίστη καὶ νὰ γίνη μωαμεθανός.
Ὁ πασᾶς, πατέρας τοῦ Μουσᾶ, διατάζει ἀμέσως νὰ συλλάβουν τὸν Ἀναστάσιο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν μπροστά του. Βλέποντας ἕνα λεβεντόκορμο καὶ πανέξυπνο παλικάρι, τὸ λυπήθηκε καὶ δὲν θέλησε νὰ τὸ βασανίση καὶ νὰ τὸ θανάτωση, ἐλπίζοντας ὅτι μποροῦσε νὰ τοῦ ἀλλάξη τὴν πίστη μὲ διάφορα δελεάσματα καὶ ὑποσχέσεις. Τὸν φυλακίζει λοιπὸν προσωρινὰ καὶ τὴν ἄλλη μέρα διατάζει, νὰ τὸν φέρουν μπροστὰ του γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνη.
Μὲ προσποιητὴ ἠρεμία καὶ εὐγένεια προσπάθησε νὰ κερδίση τὴν ἐμπιστοσύνη του. «Κρίμα μπρὲ Ἀναστάση, ἐσὺ ἕνα τέτοιο παλικάρι μὲ δύναμη, ἐξυπνάδα καὶ ὀμορφιά, νὰ μένης στὴ θέση τοῦ ραγιᾶ. Ἐσὺ θὰ μποροῦσες νὰ γίνης μεγάλος ἄρχοντας, μὲ μεγάλα ἀξιώματα, μὲ χρήματα καὶ ἀπολαύσεις στὸ Σαράϊ. Ἐγώ, δὲν στὸ κρύβω, σὲ συμπάθησα πολὺ καὶ θέλω νὰ σὲ βοηθήσω καὶ νὰ σὲ ἀναδείξω τρανὸ πασᾶ μιάν ἡμέρα. Ἀρκεῖ καὶ σὺ νὰ τὸ θέλης καὶ νὰ ἀλλάξης αὐτὲς τὶς παλιὲς καὶ καθυστερημένες ἰδέες ποὺ ἔχεις. Νὰ ἀφήσης τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ἀκολουθήσης τὴν θρησκεία τοῦ μεγάλου μας προφήτη Μωάμεθ. Τότε θὰ σὲ ντύσω μὲ μετάξια καὶ θὰ σὲ στολίσω μὲ χρυσαφικά. Καὶ ὅ,τι ζητήσης στὴ ζωή σου, θὰ τὸ ἔχης μὲ τὸ παραπάνω».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγε καὶ ὑποσχόταν ὁ πασᾶς στὸν Ἅγιο. Ἐκείνου ὅμως ὁ νοῦς καὶ ἡ ψυχὴ ἦταν ἀνεβασμένα στὸν οὐρανό. Καὶ ὅσο ὁ πασᾶς τοῦ μιλοῦσε καὶ τοῦ ἔταζε διάφορα, αὐτὸς παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸν στήριξη καὶ νὰ τὸν ἀξιώση μέχρι τὸ τέλος νὰ ὁμολογήση τὴν ἁγία χριστιανικὴ πίστη μπροστὰ στὸν πασᾶ καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους.
Ὅταν ὁ πασᾶς τελείωσε τὰ ταξίματα καὶ τὶς ὑποσχέσεις του, ὁ ἅγιος μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα τοῦ ἀπάντησε: «Σὲ εὐχαριστῶ πασᾶ μου γιὰ τὴν καλή σου διάθεση καὶ γιὰ ὅλα τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑπόσχεσαι νὰ μοῦ δώσης. Ἐγὼ ὅμως χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θὰ πεθάνω. Καὶ δὲν ἀλλάζω τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ μου μὲ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς».
Βλέποντας τὴν γενναία καὶ ἄκαμπτη στάση τοῦ μάρτυρα ὁ πασᾶς, διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ νὰ τὸν βασανίζουν κάθε μέρα, μέχρι νὰ ἀλλάξη γνώμη καὶ νὰ ἀρνηθῆ τὸν Χριστό. Ὁ μάρτυρας μέσα στὴν ὑγρή καὶ σκοτεινὴ φυλακή, αἱμόφυρτος καὶ καταπληγωμένος στὸ σῶμα, προσευχόταν διαρκῶς στὸν Κύριο, νὰ τὸν ἐνισχύη στὸ μαρτύριό του μέχρι τὸ τέλος, καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἔστελνε ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους Του.
Ὁ γιὸς τοῦ πασᾶ, ὁ Μουσᾶς, ἦταν στὸ βάθος καλοπροαίρετος ἄνθρωπος καὶ πολὺ μετάνοιωσε, ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ φθάση ὁ Ἅγιος στὰ χέρια τοῦ σκληροῦ πατέρα του. Ζητώντας κάποια ἐξιλέωση καὶ ἀνακούφιση γιὰ τὴν ψυχή του, ἀπεφάσισε νὰ πάη κρυφὰ μιά μέρα στὴν φυλακὴ καὶ νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν Ἅγιο. Μπαίνοντας μέσα κρυφὰ καὶ πολὺ προσεκτικὰ γιὰ νὰ μὴ τὸν δὴ καὶ τὸν ἀκούση κανείς, βρέθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα ἐξαίσιο θέαμα, ποὺ ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο γιὰ τὴν συνέχεια τῆς ζωῆς του. Βλέπει δυὸ ὁλόφωτους ἀγγέλους νὰ στέκωνται κοντὰ στὸν μάρτυρα, νὰ τὸν ἐνισχύουν καὶ νὰ τὸν παρηγοροῦν, καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου νὰ λάμπη ὁλόφωτο. Αὐτὴ ἡ ὀπτασία τὸν ἔκανε νὰ καταλάβη, ὅτι κάτι πολὺ σπουδαῖο συμβαίνει μὲ τοὺς χριστιανούς, καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν μάρτυρα νὰ τοῦ ἐξηγήση. Ὁ Ἅγιος τοῦ ἐξήγησε τὴν ὀπτασία. Τοῦ εἶπε ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ συνοδεύουν πάντοτε καὶ σὲ κάθε βῆμα τοὺς χριστιανοὺς καὶ τοὺς προστατεύουν. Ὁ Μουσᾶς ἐθαύμασε καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀναστάσιο νὰ τοῦ διδάξη τὴν χριστιανικὴ πίστη, καὶ αὐτὸς τὸν κατήχησε.
Ὅταν, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὴ ἀναμονὴ μέσα σὲ πολλὰ μαρτύρια, εἶδε ὁ πασᾶς, ὅτι ὁ Άγιος δὲν πείθεται καὶ δὲν ἀλλάζει γνώμη, διέταξε τὴν ἐκτέλεσή του μὲ ἀποκεφαλισμό. Στέλνει λοιπὸν ἕνα δήμιο στὴν φυλακὴ καὶ ἀποκεφαλίζει τὸν ἅγιο μάρτυρα Ἀναστάσιο τὴν 18ην Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1850, καὶ ἐκθέτει τὸ ἅγιο λείψανό του, ἀπαγορεύοντας μὲ ποινὴ θανάτου τὸν ἐνταφιασμό του. Οἱ χριστιανοὶ ἔβλεπαν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρα νὰ μένη ἄσηπτο καὶ φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ τὸ λούζη τὴν νύχτα. Μιὰ μέρα ὅμως ἐμφανίζεται ὁ Ἅγιος στὸν ὕπνο τοῦ πασᾶ καὶ τὸν διατάσση νὰ ἐπιτρέψη τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ ἁγίου λειψάνου. Ὁ πασᾶς φοβήθηκε καὶ διέταξε τὴν ταφὴ τοῦ μαρτυρικοῦ σώματος τοῦ Ἁγίου. Τότε παραλαμβάνουν τὸ ἄγιο σῶμα οἱ μοναχοὶ καὶ τὸ ἐνταφιάζουν σὲ μοναστήρι κοντὰ στὴν πόλη.
Τὸ μαρτύριο καὶ ὁ θάνατος τοῦ Ἁγίου, ἔπαιξαν καθοριστικὸ ρόλο στὴν συνέχεια τῆς ζωῆς τοῦ Μουσᾶ. Ὁ ἴδιος πηγαίνει στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ζητεῖ συγγνώμη. Καὶ ὁ Ἅγιος, σὲ ἐνύπνιο, τοῦ ἀποκαλύπτει, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση. Στὴν συνέχεια, λοιπόν, τῆς ζωῆς του, μετανοεῖ, βαπτίζεται στὴν Βενετία καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Δημήτριος. Ἀκολούθως γίνεται μοναχὸς στὴν Κέρκυρα καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Δανιήλ, μεταβαίνει γιὰ ὑποθέσεις του στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν ἐπιστρέφει στὴν Κέρκυρα, ὅπου καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
Ἡ φωτεινὴ ζωὴ καὶ ἡ θυσία τοῦ ἁγίου Ἀναστασίου, ὁδήγησε τὸν Μουσᾶ καὶ πολλοὺς ἀλλόθρησκους στὸν Χριστό. Καὶ στήριξε τὴν πίστη τῶν ὀρθοδόξων ραγιάδων. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου μάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ ἐκ Παραμυθίας τὴν 18ην Νοεμβρίου. Στὴν Παραμυθιὰ ἔχει οἰκοδομηθῆ πρὸς τιμὴν του μεγαλοπρεπῆς Ναός.
Ο ΟΣΙΟΣ ΝΕΙΛΟΣ, Ο ΗΓΙΑΣΜΕΝΟΣ
2 Ἰανουαρίου
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ὁ Ἡγιασμένος, εἶναι ἡ
σημαντικότερη ἀσκητικὴ φυσιογνωμία τοῦ θεσπρωτικοῦ χώρου. Μὲ τὴν ἁγία
του ζωὴ καὶ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, καθηγίασε μὲ τὸ πέρασμα του τὴν
ἐπαρχία μας καὶ μᾶς κληροδότησε ὡς πολύτιμο θησαυρό, τὴν περιώνυμο καὶ
ἔνδοξον Ἱερὰ Μονὴ Γηρομερίου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε, ἡ ὁποία καὶ ἀνεδείχθη
ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους πνευματικοὺς φάρους καὶ σήμερα ἀποτελεῖ ἕνα
ἀπὸ τὰ πλέον σημαντικὰ ἰστορικὰ μνημεῖα τῆς Ἠπείρου.
Πατρίδα τοῦ Ὁσίου Νείλου ἦταν ἡ τότε βασιλεύουσα, ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ γεννήθηκε περίπου τὸ 1228. Ἡ καταγωγὴ του μάλιστα, ἦταν ἀπὸ τὴν βασιλικὴ οἰκογένεια τῶν Λασκάρεων. Τὰ πλούτη καὶ ἡ δόξα ὅμως, δὲν μπόρεσαν νὰ νικήσουν τὸν πόθο τοῦ μοναχικοῦ βίου, ποὺ εἶχε φωλιάσει στὴν ψυχή του καὶ ἔτσι τὰ ἐγκατέλειψε ὅλα καὶ σὲ νεαρώτατη ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων. Ἐκεῖ, ἀποδύθηκε σὲ μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση, ἐγκράτεια καὶ προσευχὴ καὶ ἔγινε «σκεῦος καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ χωρὶς νὰ ἀποκάλυψη τὴν ταυτότητά του, πλησίασε τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του σὰν ἄγνωστος ζητιάνος καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὲς ἐλεημοσύνη. Κατόπιν, ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ ἄλλους προσκυνητὲς καὶ ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀκολουθώντας κάποιον σεβαστὸ γέροντα, δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξη τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο, γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ ὑποτάξη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Ὡς ἀπάντηση τοῦ αὐτοκράτορα, ἦλθε ἡ καταδίκη τους, νὰ ἀφεθοῦν στὸ πέλαγος ἀβοήθητοι, χωρὶς τρόφιμα καὶ κουπιά, γιὰ νὰ χαθοῦν. Παλεύοντας μὲ τὰ κύματα γιὰ σαράντα ἡμέρες, κάτω ὅμως ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς θείας πρόνοιας, ἀποβιβάσθηκαν στὰ παράλια τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀββάδων (πιθανῶς τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους). Μετὰ ἀπὸ παρέλευση τριῶν ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα ὁ Ὅσιος Νεῖλος παρέμεινε στὴ Μονὴ ὡς θυρωρός, γιὰ μία ἀκόμη φορά γύρισε στὴν Βασιλεύουσα, ὅπου τιμήθηκε ὡς ὁμολογητὴς τῆς πίστεως ἀπὸ τὸν νέο αὐτοκράτορα, τὸν εὐσεβή Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο.
Ὅμως, φύση ἀνήσυχη καθὼς ἦταν, ξαναέφυγε ἀπὸ τὴν Πόλη (αὐτὴ τὴ φορὰ ὁριστικά) καὶ ἀφιέρωσε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του σὲ διάφορα προσκυνήματα καὶ μοναστήρια τῶν Ἁγίων Τόπων. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο πέρασε ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, τὴν περιοχὴ τῶν Σοδόμων, τὸ ὅρος Σινᾶ, τὸ Καρμήλιον ὅρος, τὴν Ἱεριχῶ, τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ τὴ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου καὶ στὴ συνέχεια, περνώντας τὰ χρόνια «ἐν πολλῇ κακουχία καὶ ἀσκήσει», διὰ μέσου πιθανῶς τῶν νησιῶν Κύπρου, Ρόδου καὶ Κυκλάδων, πέρασε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Κέρκυρα καὶ τελικὰ ἔφθασε στὴν Ἤπειρο, σὲ τόπο ὀνομαζόμενο Ὡρυκὸν ἤ Ἱεριχῶ, κοντὰ στὴ σημερινὴ Αὐλώνα τῆς Β. Ἠπείρου, ὅπου ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ καλύβα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ παράκληση θεοφιλῶν κατοίκων τῆς Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιώτερα, στὴν περιοχὴ τοῦ Γηρομερίου, καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ σπηλιὰ ἑνὸς ἀποτόμου βράχου. Σύντομα, γύρω ἀπὸ τὸν σεβάσμιο ἀσκητή, δημιουργήθηκε μικρὴ ἀδελφότητα μοναστῶν, ἐνῶ παράλληλα, ἡ φήμη καὶ ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία συνεχῶς ἐξαπλώνονταν.
Ἡ παράδοση τῆς περιοχῆς ἀναφέρει, ὅτι κατὰ καιρούς, στὸ ἀπέναντι βουνό, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος, ὁ Ὅσιος ἔβλεπε τὶς νύχτες κάποια θεϊκὴ λάμψη, σὰν φωτιά. Αὐτὸ παρακίνησε τοὺς ἀσκητὲς νὰ ἀναζητήσουν τὴν πηγὴ αὐτῆς τῆς παράξενης φωτιᾶς καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἡ ἀφορμὴ νὰ δεχθοῦν σὰν θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ κτισθῆ στὴν θέση αὐτὴ τὸ Μοναστήρι.
Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀρχικὰ κόπους καὶ ὕστερα μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῶν βασιλέων τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου, ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχόντων, κατόρθωσαν νὰ ὁλοκληρώσουν καὶ νὰ τελειοποιήσουν τὸ Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο ὀργανώθηκε πάνω στὶς βάσεις καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ καὶ νὰ τὸ ἀναδείξουν ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστικὰ κέντρα τῆς Ἠπείρου.
Σὲ βαθὺ γῆρας πλέον (106 ἐτῶν) καὶ ἔχοντας τελειώσει τὸ ἔργο του ὁ Ὅσιος Νεῖλος, ὅρισε τὸν διάδοχό του καὶ κανόνισε τὰ τῆς ταφῆς του, ζητώντας νὰ τὸν θάψουν στὸν τάφο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάση ἐκτός τῆς Μονῆς δίπλα στὸν παρακείμενο χείμαρρο. Ἄφησε ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη καὶ κανονισμὸ γιὰ τὴ λειτουργία τῆς Μονῆς τὴν Ἰδιόχειρη Διαθήκη του καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὴ νύχτα τῆς πρώτης Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1334.
Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, κατὰ τὴν παράδοση, ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα, ἦλθαν στὴ Μονὴ μὲ σκοπὸ νὰ προβοῦν σὲ ἐκταφὴ καὶ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως ὁ Θεός, «κρίμασιν οἶς Αὐτὸς οἶδεν», δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ ἐπενέβη μὲ τρόπο θαυμαστό. Ἕνας ὀγκώδης βράχος κατέπεσε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ σκέπασε τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ἐμποδίζοντας τὴν ἐκταφή. Ἔτσι ἡ προσπάθεια ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν βράχο κτίστηκε ναΐσκος πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἐνῶ τὰ ἅγια λείψανά του παραμένουν μέσα στὸν τάφο του, ἀγκαλιασμένα ἀπὸ τὴ θεσπρωτικὴ γῆ, σὰν πολύτιμος θησαυρὸς γιὰ ὅλους μας.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, πιθανῶς ὁ διάδοχος καὶ μαθητὴς του Ἠσαΐας, σημειώνει στὸ Συναξάρι του γιὰ τὸν «μακάριον καὶ μέγαν ἐν ἀσκηταῖς πατέρα ἠμῶν Νεῖλον»:
«Νεῖλος ἀρετάς ὡς ῥεῖθρον πελαγίζων ἄρδει τάς ψυχάς ὡς τὴν γῆν ἄλλος Νεῖλος».
Ἡ ἀσκητικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ὁσίου Νείλου καὶ ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα εἶχε ἔντονη ἐπίδραση, ὄχι μόνο στὴν πρώτη φάση τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν συνολικὴ ἱστορία ὁλόκληρης τῆς γύρω περιοχῆς. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Ὅσιος Νεῖλος καθιερώθηκε στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος. Μάλιστα, ὑπάρχουν πολλὲς λαϊκὲς παραδόσεις σχετικὲς μὲ τὸ πρόσωπο του, ἀλλὰ καὶ ἀναφέρονται πολλὰ θαύματα καὶ χαρισματικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ ἀποδίδονται σ' αὐτόν. Ἀκόμη ἀρκετοὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς φέρουν μὲ εὐλάβεια ὡς βαπτιστικό, τὸ ὄνομα Νεῖλος.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου ἐορτάζεται πανηγυρικὰ τὴν 2α Ἰανουαρίου κάθε ἔτους στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Γηρομερίου, ὅπου συρρέει πλῆθος προσκυνητῶν, ἀπὸ ὅλη τή Θεσπρωτία καὶ τὶς γύρω περιοχὲς γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸν τάφο του καὶ νὰ λάβουν τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία του.
Εἶθε, οἱ μεσιτεῖες τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Νείλου τοῦ Ἡγιασμένου πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό, νὰ σκεπάζουν τοὺς προσκυνητὲς τῆς Ἱερᾶς του Μονῆς, τὸ πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς ἠμῶν Μητροπόλεως καὶ ὁλόκληρο τὸ εὐσεβὲς γένος τῶν Ἑλλήνων καὶ οἱ ἀρετές του νὰ γίνουν παράδειγμα πρὸς μίμησιν καὶ δείκτης πορείας γιὰ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Πατρίδα τοῦ Ὁσίου Νείλου ἦταν ἡ τότε βασιλεύουσα, ἡ Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ γεννήθηκε περίπου τὸ 1228. Ἡ καταγωγὴ του μάλιστα, ἦταν ἀπὸ τὴν βασιλικὴ οἰκογένεια τῶν Λασκάρεων. Τὰ πλούτη καὶ ἡ δόξα ὅμως, δὲν μπόρεσαν νὰ νικήσουν τὸν πόθο τοῦ μοναχικοῦ βίου, ποὺ εἶχε φωλιάσει στὴν ψυχή του καὶ ἔτσι τὰ ἐγκατέλειψε ὅλα καὶ σὲ νεαρώτατη ἡλικία ἔγινε μοναχὸς στὴν περίφημη Μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων. Ἐκεῖ, ἀποδύθηκε σὲ μεγάλους ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση, ἐγκράτεια καὶ προσευχὴ καὶ ἔγινε «σκεῦος καθαρόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ χωρὶς νὰ ἀποκάλυψη τὴν ταυτότητά του, πλησίασε τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του σὰν ἄγνωστος ζητιάνος καὶ ἔλαβε ἀπὸ αὐτὲς ἐλεημοσύνη. Κατόπιν, ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυμα μαζὶ μὲ ἄλλους προσκυνητὲς καὶ ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀκολουθώντας κάποιον σεβαστὸ γέροντα, δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξη τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο, γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ ὑποτάξη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης. Ὡς ἀπάντηση τοῦ αὐτοκράτορα, ἦλθε ἡ καταδίκη τους, νὰ ἀφεθοῦν στὸ πέλαγος ἀβοήθητοι, χωρὶς τρόφιμα καὶ κουπιά, γιὰ νὰ χαθοῦν. Παλεύοντας μὲ τὰ κύματα γιὰ σαράντα ἡμέρες, κάτω ὅμως ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς θείας πρόνοιας, ἀποβιβάσθηκαν στὰ παράλια τῆς Μονῆς τῶν Ἁγίων Ἀββάδων (πιθανῶς τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὅρους). Μετὰ ἀπὸ παρέλευση τριῶν ἐτῶν, κατὰ τὰ ὁποῖα ὁ Ὅσιος Νεῖλος παρέμεινε στὴ Μονὴ ὡς θυρωρός, γιὰ μία ἀκόμη φορά γύρισε στὴν Βασιλεύουσα, ὅπου τιμήθηκε ὡς ὁμολογητὴς τῆς πίστεως ἀπὸ τὸν νέο αὐτοκράτορα, τὸν εὐσεβή Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο.
Ὅμως, φύση ἀνήσυχη καθὼς ἦταν, ξαναέφυγε ἀπὸ τὴν Πόλη (αὐτὴ τὴ φορὰ ὁριστικά) καὶ ἀφιέρωσε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του σὲ διάφορα προσκυνήματα καὶ μοναστήρια τῶν Ἁγίων Τόπων. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο πέρασε ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα, τὴν περιοχὴ τῶν Σοδόμων, τὸ ὅρος Σινᾶ, τὸ Καρμήλιον ὅρος, τὴν Ἱεριχῶ, τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ τὴ Μονὴ τοῦ Ἀββᾶ Γερασίμου καὶ στὴ συνέχεια, περνώντας τὰ χρόνια «ἐν πολλῇ κακουχία καὶ ἀσκήσει», διὰ μέσου πιθανῶς τῶν νησιῶν Κύπρου, Ρόδου καὶ Κυκλάδων, πέρασε ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ τὴν Κέρκυρα καὶ τελικὰ ἔφθασε στὴν Ἤπειρο, σὲ τόπο ὀνομαζόμενο Ὡρυκὸν ἤ Ἱεριχῶ, κοντὰ στὴ σημερινὴ Αὐλώνα τῆς Β. Ἠπείρου, ὅπου ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ καλύβα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ παράκληση θεοφιλῶν κατοίκων τῆς Θεσπρωτίας, μετέβη νοτιώτερα, στὴν περιοχὴ τοῦ Γηρομερίου, καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ σπηλιὰ ἑνὸς ἀποτόμου βράχου. Σύντομα, γύρω ἀπὸ τὸν σεβάσμιο ἀσκητή, δημιουργήθηκε μικρὴ ἀδελφότητα μοναστῶν, ἐνῶ παράλληλα, ἡ φήμη καὶ ἡ πνευματική του ἀκτινοβολία συνεχῶς ἐξαπλώνονταν.
Ἡ παράδοση τῆς περιοχῆς ἀναφέρει, ὅτι κατὰ καιρούς, στὸ ἀπέναντι βουνό, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος, ὁ Ὅσιος ἔβλεπε τὶς νύχτες κάποια θεϊκὴ λάμψη, σὰν φωτιά. Αὐτὸ παρακίνησε τοὺς ἀσκητὲς νὰ ἀναζητήσουν τὴν πηγὴ αὐτῆς τῆς παράξενης φωτιᾶς καὶ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἡ ἀφορμὴ νὰ δεχθοῦν σὰν θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ κτισθῆ στὴν θέση αὐτὴ τὸ Μοναστήρι.
Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀρχικὰ κόπους καὶ ὕστερα μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῶν βασιλέων τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου, ἀλλὰ καὶ τῶν τοπικῶν ἀρχόντων, κατόρθωσαν νὰ ὁλοκληρώσουν καὶ νὰ τελειοποιήσουν τὸ Μοναστήρι, τὸ ὁποῖο ὀργανώθηκε πάνω στὶς βάσεις καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ καὶ νὰ τὸ ἀναδείξουν ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστικὰ κέντρα τῆς Ἠπείρου.
Σὲ βαθὺ γῆρας πλέον (106 ἐτῶν) καὶ ἔχοντας τελειώσει τὸ ἔργο του ὁ Ὅσιος Νεῖλος, ὅρισε τὸν διάδοχό του καὶ κανόνισε τὰ τῆς ταφῆς του, ζητώντας νὰ τὸν θάψουν στὸν τάφο ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε ἑτοιμάση ἐκτός τῆς Μονῆς δίπλα στὸν παρακείμενο χείμαρρο. Ἄφησε ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη καὶ κανονισμὸ γιὰ τὴ λειτουργία τῆς Μονῆς τὴν Ἰδιόχειρη Διαθήκη του καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, τὴ νύχτα τῆς πρώτης Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1334.
Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια, κατὰ τὴν παράδοση, ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα, ἦλθαν στὴ Μονὴ μὲ σκοπὸ νὰ προβοῦν σὲ ἐκταφὴ καὶ μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅμως ὁ Θεός, «κρίμασιν οἶς Αὐτὸς οἶδεν», δὲν τὸ ἐπέτρεψε καὶ ἐπενέβη μὲ τρόπο θαυμαστό. Ἕνας ὀγκώδης βράχος κατέπεσε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ σκέπασε τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου ἐμποδίζοντας τὴν ἐκταφή. Ἔτσι ἡ προσπάθεια ἐγκαταλείφθηκε καὶ ἐπάνω ἀπὸ τὸν βράχο κτίστηκε ναΐσκος πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἐνῶ τὰ ἅγια λείψανά του παραμένουν μέσα στὸν τάφο του, ἀγκαλιασμένα ἀπὸ τὴ θεσπρωτικὴ γῆ, σὰν πολύτιμος θησαυρὸς γιὰ ὅλους μας.
Ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου, πιθανῶς ὁ διάδοχος καὶ μαθητὴς του Ἠσαΐας, σημειώνει στὸ Συναξάρι του γιὰ τὸν «μακάριον καὶ μέγαν ἐν ἀσκηταῖς πατέρα ἠμῶν Νεῖλον»:
«Νεῖλος ἀρετάς ὡς ῥεῖθρον πελαγίζων ἄρδει τάς ψυχάς ὡς τὴν γῆν ἄλλος Νεῖλος».
Ἡ ἀσκητικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ὁσίου Νείλου καὶ ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα εἶχε ἔντονη ἐπίδραση, ὄχι μόνο στὴν πρώτη φάση τῆς ἱστορίας τῆς Μονῆς, ἀλλὰ καὶ στὴν συνολικὴ ἱστορία ὁλόκληρης τῆς γύρω περιοχῆς. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Ὅσιος Νεῖλος καθιερώθηκε στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ καὶ τιμᾶται ὡς Ἅγιος. Μάλιστα, ὑπάρχουν πολλὲς λαϊκὲς παραδόσεις σχετικὲς μὲ τὸ πρόσωπο του, ἀλλὰ καὶ ἀναφέρονται πολλὰ θαύματα καὶ χαρισματικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ ἀποδίδονται σ' αὐτόν. Ἀκόμη ἀρκετοὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς φέρουν μὲ εὐλάβεια ὡς βαπτιστικό, τὸ ὄνομα Νεῖλος.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου ἐορτάζεται πανηγυρικὰ τὴν 2α Ἰανουαρίου κάθε ἔτους στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Γηρομερίου, ὅπου συρρέει πλῆθος προσκυνητῶν, ἀπὸ ὅλη τή Θεσπρωτία καὶ τὶς γύρω περιοχὲς γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸν τάφο του καὶ νὰ λάβουν τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία του.
Εἶθε, οἱ μεσιτεῖες τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Νείλου τοῦ Ἡγιασμένου πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Θεό, νὰ σκεπάζουν τοὺς προσκυνητὲς τῆς Ἱερᾶς του Μονῆς, τὸ πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς ἠμῶν Μητροπόλεως καὶ ὁλόκληρο τὸ εὐσεβὲς γένος τῶν Ἑλλήνων καὶ οἱ ἀρετές του νὰ γίνουν παράδειγμα πρὸς μίμησιν καὶ δείκτης πορείας γιὰ τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Ο ΑΓΙΟΣ ΔΙΑΔΟΧΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ
29 Μαρτίου
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον
σημαντικοὺς νηπτικοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἐκπληκτικὸ τὸ πὼς
ἕνας τόσο μεγάλος θεολόγος καὶ νηπτικὸς πατέρας εἶναι τόσο λίγο γνωστὸς
στὸν εὐρύτερο ἐκκλησιαστικὸ χῶρο, παρ’ ὅτι ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς
μεταγενεστέρους πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, παραπέμπουν
ἀρκετὲς φορὲς στὸν Ἅγιο Διάδοχο καὶ ἐγκωμιάζουν τὸ ἔργο του.
Δὲν ἔχουμε πολλὲς πληροφορίες σχετικὰ μὲ αὐτὸν ἀπὸ σύγχρονές του πηγές, πιθανῶς ἐπειδὴ ἡ Ἤπειρος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀπομονωμένη ἀπὸ τὰ μεγάλα ἐκκλησιαστικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν εὔκολο νὰ γίνει ἐπαρκῶς γνωστὴ σὲ εὐρεῖς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους.
Ἀκόμη εἶναι ἄξιο προσοχῆς τὸ ὅτι ἡ κυρίως Ἑλλάδα, ἀπὸ τὸν 3ο ἕως τὸν 9ο μ.Χ. αἰώνα προσέφερε λίγα στὴν ἀνάπτυξη τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διάδοχο, κανένας ἀξιόλογος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας δὲν ἐμφανίστηκε κατὰ τοὺς χρόνους του σ’ αὐτὴν. Σὲ τοῦτο συνετέλεσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι τὸν 8ο αἰώνα, ἡ Ἐκκλησία τῆς κυρίως Ἑλλάδος ἦταν διμερῶς προσανατολισμένη. διοικητικῶς μὲ τὴν ρωμαϊκὴ Δύση καὶ πνευματικῶς μὲ τὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Πιθανότατα πάντως στὴν σιωπὴ περὶ Διαδόχου, νὰ συνέβαλε καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου. Διότι αὐτὸς ποὺ κήρυξε μὲ τόσο ζῆλο τὴν ἀνάγκη τῆς ἐσωτερικῆς καλλιέργειας, περισυλλογῆς καὶ ταπεινώσεως, θὰ ἀπέφευγε πάντα τὸ θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο μ.Χ. αἰώνα καὶ ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Φωτικῆς στὴν Παλαιὰ Ἤπειρο τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Σύμφωνα μὲ τὶς τελευταῖες ἀνακαλύψεις ἐπιγραφῶν καὶ ἐρειπίων ἐκκλησιῶν, βορειοδυτικότερα τῆς Παραμυθιᾶς Θεσπρωτίας, ἡ ἄνω πόλη τῆς Φωτικῆς μὲ τὴν ἀκρόπολή της βρίσκονταν στὴ θέση τῆς σημερινῆς Παραμυθιᾶς, ἐνῶ ἡ κάτω πόλη χαμηλότερα στὴ θέση «Λιμπόνι».
Ἡ Φωτικὴ ἦταν μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες πόλεις τῆς Ἠπείρου στὴν ἀρχαιότητα καὶ διατηρήθηκε μέχρι τὸν 13ο μ.Χ. αἰώνα, ὅποτε παρήκμασε ἢ καταστράφηκε λόγω ἐπιδρομῶν καὶ τῆς ἐλονοσίας. Ἀπὸ ὑπαινιγμοὺς ποὺ συναντοῦμε στὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι στὴν ἐποχή του ἡ Φωτικὴ περιβάλλονταν ἀπὸ πλούσια περιβόλια καὶ σκιώδη δένδρα, κοσμοῦνταν μὲ πολυτελὴ οἰκοδομήματα καὶ λουτρὰ καὶ εἶχε ἀνεπτυγμένη κοινωνικὴ ζωή.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν τὸν Διάδοχο παραθέτοντας χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ μάλιστα μὲ τὰ ἐπίθετα ἅγιος, μακάριος καὶ θεῖος, ἔχουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἄμεσες μαρτυρίες γι' αὐτόν.
α) Ὁ Ἅγιος Διάδοχος περιλαμβάνεται μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἠπείρου ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Ἐπιστολὴ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Προτερίου Ἀλεξανδρείας, στὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Α΄ τὸ 458 μ.Χ.
β) Στό ἔργο τοῦ Βίκτωρος ἐπισκόπου Βίτης Historia persecutionis Africanae provinciae, (τέλη 5ου μ.Χ. αἰῶνος), γίνεται ἐπαινετικὴ μνεία τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἀποδεικνύοντας τὸ κύρος του ὡς συγγραφέως μεταξὺ τῶν συγχρόνων του, ἀφήνοντας νὰ φανεῖ καὶ κάποιος σύνδεσμος τοῦ Διαδόχου μὲ τὴν Ἀφρική, πιθανῶς μέσω τοῦ Εὐγενίου ἐπισκόπου Καρχηδόνος, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου, στὸν ὁποῖο ἀφιερώνεται τὸ ἔργο.
γ) Ὁ Φώτιος διασώζει πληροφορία τῆς Συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, κατά τὴν ὁποία μεταξὺ τῶν κυριωτέρων ἀντιπάλων τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἦταν καὶ ὁ Διάδοχος Φωτικῆς.
Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Διάδοχος ἔγινε ἐπίσκοπος Φωτικῆς μεταξὺ τοῦ 451 καὶ 458 μ.Χ. Ἡ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του ἔργο λεπτομερῶς εἶναι ἄγνωστα. Ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ γνωρίζουμε ἢ μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, διακρίθηκε κυρίως σὲ τρεῖς τομεῖς δράσεως. τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου, τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν συγγραφή.
Ἀπὸ τὰ ἔργα του συμπεραίνουμε ὅτι στὴν Ἤπειρο εἶχε ἤδη εἰσαχθεῖ εὐρύτατα ὁ μοναχικὸς βίος, ὅτι ὑπῆρχαν κανόνες ποὺ ρύθμιζαν τὸν βίο τῶν μοναχῶν καὶ ὅτι οἱ μοναχοὶ διακρίνονταν σὲ δυὸ κατηγορίες, αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν σὲ κοινόβια ἢ μέσα στὶς πόλεις καὶ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν ἀνὰ δυὸ ἢ τρεῖς ἀναχωρητικὰ μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο.
Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἔργων ποὺ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι ἄγνωστος. Τρία πάντως ἀπὸ αὐτὰ διασώθηκαν μέχρι τὶς μέρες μας. ἡ Ὅρασις, ὁ Λόγος εἰς τήν Ἀνάληψιν καί τά Ἑκατόν κεφάλαια. Ἴσως δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι τὸ πρῶτο ἔργο διαπραγματεύεται κυρίως τὰ περὶ Θεοῦ, τὸ δεύτερο τὰ περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ τρίτο τὰ περὶ ζωῆς ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι, ἔτσι ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἕνα εἶδος τριλογίας.
Σημαντικότερο καὶ ἐκτενέστερο ὅλων εἶναι τὰ Ἑκατὸν κεφάλαια, ἔργο βαθύτατης πνευματικῆς ἐμπειρίας, ἁγιοπνευματικὸ στὴν κυριολεξία, διατυπωμένο μὲ ἁπλότητα καὶ σαφήνεια. Ὅσο σαφὴς ὅμως καὶ ἂν εἶναι ἡ διατύπωση τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν, μόνο μὲ τὴν ἐσωτερικὴ συγγένεια θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς αἰσθανθοῦμε. Θὰ ἔπρεπε δηλαδή, νὰ βρισκόμαστε στὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἡ ψυχὴ τοῦ ὁποίου φλέγονταν ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ νοῦς του ἦταν μέσα στὴ λάμψη τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἡ ταπείνωση τὸν συγκρατοῦσε σὲ αὐτογνωσία, οἱ πνευματικὲς θεωρίες διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἡ προσευχὴ μέσα στὴν καρδιὰ του εἶχε γίνει ἕνα μὲ τὴ φύση του, ἡ μυστικὴ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ ἦταν συνεχής, γιὰ νὰ καταλάβουμε μὲ πληρότητα τὸ περιεχόμενο τῶν ἐμπειριῶν του.
Ἀναμφίβολα ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους νηπτικοὺς πατέρες, ποὺ ἐπηρέασε θετικὰ τὴν μοναστικὴ καὶ πνευματικὴ παράδοση καὶ πλούτισε τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ θεολογικὴ γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Θεσπρωτίας καυχᾶται ἐν Κυρίῳ γιὰ τὸν θεοφόρο Ἅγιο Διάδοχο, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τὸν λαὸ της πολλοὺς αἰῶνες παλαιότερα, ἀλλὰ καὶ σήμερα στέκει ἄγρυπνος μεσίτης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ προστάτης αὐτῆς, μαζὶ μὲ τὸν θαυματουργὸ πολιοῦχο της Ἅγιο Δονάτο καὶ τὴν σεπτὴ χορεία τῶν λοιπῶν Ἁγίων ποὺ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀνεδείχθησαν καὶ καθηγίασαν τὰ μαρτυρικά της χώματα.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διαδόχου τελεῖται πανηγυρικῶς στὶς 29 Μαρτίου ἑκάστου ἔτους στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀναστασίου Παραμυθίας καὶ παράλληλα γίνονται ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση Ἱεροῦ Ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου.
Δὲν ἔχουμε πολλὲς πληροφορίες σχετικὰ μὲ αὐτὸν ἀπὸ σύγχρονές του πηγές, πιθανῶς ἐπειδὴ ἡ Ἤπειρος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀπομονωμένη ἀπὸ τὰ μεγάλα ἐκκλησιαστικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἡ ζωὴ καὶ ἡ δράση τοῦ Ἁγίου δὲν ἦταν εὔκολο νὰ γίνει ἐπαρκῶς γνωστὴ σὲ εὐρεῖς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους.
Ἀκόμη εἶναι ἄξιο προσοχῆς τὸ ὅτι ἡ κυρίως Ἑλλάδα, ἀπὸ τὸν 3ο ἕως τὸν 9ο μ.Χ. αἰώνα προσέφερε λίγα στὴν ἀνάπτυξη τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Διάδοχο, κανένας ἀξιόλογος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας δὲν ἐμφανίστηκε κατὰ τοὺς χρόνους του σ’ αὐτὴν. Σὲ τοῦτο συνετέλεσε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι μέχρι τὸν 8ο αἰώνα, ἡ Ἐκκλησία τῆς κυρίως Ἑλλάδος ἦταν διμερῶς προσανατολισμένη. διοικητικῶς μὲ τὴν ρωμαϊκὴ Δύση καὶ πνευματικῶς μὲ τὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή. Πιθανότατα πάντως στὴν σιωπὴ περὶ Διαδόχου, νὰ συνέβαλε καὶ ὁ χαρακτήρας τοῦ ἰδίου τοῦ Ἁγίου. Διότι αὐτὸς ποὺ κήρυξε μὲ τόσο ζῆλο τὴν ἀνάγκη τῆς ἐσωτερικῆς καλλιέργειας, περισυλλογῆς καὶ ταπεινώσεως, θὰ ἀπέφευγε πάντα τὸ θόρυβο γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του.
Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἔζησε κατὰ τὸν 5ο μ.Χ. αἰώνα καὶ ἦταν ἐπίσκοπος τῆς Φωτικῆς στὴν Παλαιὰ Ἤπειρο τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Σύμφωνα μὲ τὶς τελευταῖες ἀνακαλύψεις ἐπιγραφῶν καὶ ἐρειπίων ἐκκλησιῶν, βορειοδυτικότερα τῆς Παραμυθιᾶς Θεσπρωτίας, ἡ ἄνω πόλη τῆς Φωτικῆς μὲ τὴν ἀκρόπολή της βρίσκονταν στὴ θέση τῆς σημερινῆς Παραμυθιᾶς, ἐνῶ ἡ κάτω πόλη χαμηλότερα στὴ θέση «Λιμπόνι».
Ἡ Φωτικὴ ἦταν μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες πόλεις τῆς Ἠπείρου στὴν ἀρχαιότητα καὶ διατηρήθηκε μέχρι τὸν 13ο μ.Χ. αἰώνα, ὅποτε παρήκμασε ἢ καταστράφηκε λόγω ἐπιδρομῶν καὶ τῆς ἐλονοσίας. Ἀπὸ ὑπαινιγμοὺς ποὺ συναντοῦμε στὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ὅτι στὴν ἐποχή του ἡ Φωτικὴ περιβάλλονταν ἀπὸ πλούσια περιβόλια καὶ σκιώδη δένδρα, κοσμοῦνταν μὲ πολυτελὴ οἰκοδομήματα καὶ λουτρὰ καὶ εἶχε ἀνεπτυγμένη κοινωνικὴ ζωή.
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἀναφέρουν τὸν Διάδοχο παραθέτοντας χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ μάλιστα μὲ τὰ ἐπίθετα ἅγιος, μακάριος καὶ θεῖος, ἔχουμε τὶς ἑξῆς τρεῖς ἄμεσες μαρτυρίες γι' αὐτόν.
α) Ὁ Ἅγιος Διάδοχος περιλαμβάνεται μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἠπείρου ποὺ ὑπέγραψαν τὴν Ἐπιστολὴ γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Προτερίου Ἀλεξανδρείας, στὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Α΄ τὸ 458 μ.Χ.
β) Στό ἔργο τοῦ Βίκτωρος ἐπισκόπου Βίτης Historia persecutionis Africanae provinciae, (τέλη 5ου μ.Χ. αἰῶνος), γίνεται ἐπαινετικὴ μνεία τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἀποδεικνύοντας τὸ κύρος του ὡς συγγραφέως μεταξὺ τῶν συγχρόνων του, ἀφήνοντας νὰ φανεῖ καὶ κάποιος σύνδεσμος τοῦ Διαδόχου μὲ τὴν Ἀφρική, πιθανῶς μέσω τοῦ Εὐγενίου ἐπισκόπου Καρχηδόνος, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου, στὸν ὁποῖο ἀφιερώνεται τὸ ἔργο.
γ) Ὁ Φώτιος διασώζει πληροφορία τῆς Συνοδικῆς Ἐπιστολῆς τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, κατά τὴν ὁποία μεταξὺ τῶν κυριωτέρων ἀντιπάλων τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἦταν καὶ ὁ Διάδοχος Φωτικῆς.
Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ὁ Διάδοχος ἔγινε ἐπίσκοπος Φωτικῆς μεταξὺ τοῦ 451 καὶ 458 μ.Χ. Ἡ διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας του καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του ἔργο λεπτομερῶς εἶναι ἄγνωστα. Ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα ποὺ γνωρίζουμε ἢ μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, διακρίθηκε κυρίως σὲ τρεῖς τομεῖς δράσεως. τὴν ὀργάνωση τοῦ μοναχικοῦ βίου, τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων καὶ τὴν συγγραφή.
Ἀπὸ τὰ ἔργα του συμπεραίνουμε ὅτι στὴν Ἤπειρο εἶχε ἤδη εἰσαχθεῖ εὐρύτατα ὁ μοναχικὸς βίος, ὅτι ὑπῆρχαν κανόνες ποὺ ρύθμιζαν τὸν βίο τῶν μοναχῶν καὶ ὅτι οἱ μοναχοὶ διακρίνονταν σὲ δυὸ κατηγορίες, αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν σὲ κοινόβια ἢ μέσα στὶς πόλεις καὶ αὐτοὺς ποὺ ζοῦσαν ἀνὰ δυὸ ἢ τρεῖς ἀναχωρητικὰ μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο.
Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἔργων ποὺ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι ἄγνωστος. Τρία πάντως ἀπὸ αὐτὰ διασώθηκαν μέχρι τὶς μέρες μας. ἡ Ὅρασις, ὁ Λόγος εἰς τήν Ἀνάληψιν καί τά Ἑκατόν κεφάλαια. Ἴσως δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι τὸ πρῶτο ἔργο διαπραγματεύεται κυρίως τὰ περὶ Θεοῦ, τὸ δεύτερο τὰ περὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ τρίτο τὰ περὶ ζωῆς ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι, ἔτσι ὥστε νὰ δημιουργεῖται ἕνα εἶδος τριλογίας.
Σημαντικότερο καὶ ἐκτενέστερο ὅλων εἶναι τὰ Ἑκατὸν κεφάλαια, ἔργο βαθύτατης πνευματικῆς ἐμπειρίας, ἁγιοπνευματικὸ στὴν κυριολεξία, διατυπωμένο μὲ ἁπλότητα καὶ σαφήνεια. Ὅσο σαφὴς ὅμως καὶ ἂν εἶναι ἡ διατύπωση τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν, μόνο μὲ τὴν ἐσωτερικὴ συγγένεια θὰ μπορούσαμε νὰ τὶς αἰσθανθοῦμε. Θὰ ἔπρεπε δηλαδή, νὰ βρισκόμαστε στὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ Ἁγίου Διαδόχου, ἡ ψυχὴ τοῦ ὁποίου φλέγονταν ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ νοῦς του ἦταν μέσα στὴ λάμψη τοῦ ἀκτίστου φωτός, ἡ ταπείνωση τὸν συγκρατοῦσε σὲ αὐτογνωσία, οἱ πνευματικὲς θεωρίες διαδέχονταν ἡ μία τὴν ἄλλη, ἡ προσευχὴ μέσα στὴν καρδιὰ του εἶχε γίνει ἕνα μὲ τὴ φύση του, ἡ μυστικὴ ἕνωσή του μὲ τὸν Θεὸ ἦταν συνεχής, γιὰ νὰ καταλάβουμε μὲ πληρότητα τὸ περιεχόμενο τῶν ἐμπειριῶν του.
Ἀναμφίβολα ὁ Ἅγιος Διάδοχος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους νηπτικοὺς πατέρες, ποὺ ἐπηρέασε θετικὰ τὴν μοναστικὴ καὶ πνευματικὴ παράδοση καὶ πλούτισε τὴν ἡσυχαστικὴ καὶ θεολογικὴ γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Θεσπρωτίας καυχᾶται ἐν Κυρίῳ γιὰ τὸν θεοφόρο Ἅγιο Διάδοχο, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τὸν λαὸ της πολλοὺς αἰῶνες παλαιότερα, ἀλλὰ καὶ σήμερα στέκει ἄγρυπνος μεσίτης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ προστάτης αὐτῆς, μαζὶ μὲ τὸν θαυματουργὸ πολιοῦχο της Ἅγιο Δονάτο καὶ τὴν σεπτὴ χορεία τῶν λοιπῶν Ἁγίων ποὺ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἀνεδείχθησαν καὶ καθηγίασαν τὰ μαρτυρικά της χώματα.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Διαδόχου τελεῖται πανηγυρικῶς στὶς 29 Μαρτίου ἑκάστου ἔτους στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Ἀναστασίου Παραμυθίας καὶ παράλληλα γίνονται ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση Ἱεροῦ Ναοῦ ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ, Ο ΕΞ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ, Ο ΓΟΥΝΑΡΑΣ
8 Ἰουλίου
Ὁ ἔνδοξος ἱερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσιος
γεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου μὲ ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰῶνος. Κατάγονταν ἀπὸ
τὸ χωριὸ Ἅγιος Βλάσιος (Σούβλιαση ἡ παλαιότερη ὀνομασία) τῆς
Θεσπρωτίας, κοντὰ στὴν πόλη τῆς Ἠγουμενίτσας. Οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε
γι' αὐτὸν προέρχονται ἀπὸ τὸν Βίο του ποὺ σώζεται στὸ ἔργο «Ὁ Μέγας
Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», ὅπου κυρίως ἀναφέρεται τὸ
μαρτυρικὸ του τέλος. Δὲν γνωρίζουμε κάτι σχετικὸ μὲ τὴν παιδικὴ καὶ
νεανικὴ του ἡλικία, εὔκολα ὅμως μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε, ὅτι μέσα στὰ
δύσκολα χρόνια ποὺ ἔζησε, ἔλαβε ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του εὐσεβῆ ἀνατροφὴ
«ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Ἡ εὐσεβής του ἀνατροφὴ καὶ ἡ κλήση τοῦ
Θεοῦ ὁδήγησαν ἀργότερα τὸν μακάριο Ἀναστάσιο στὴν ἀπόφαση νὰ ἐνταχθεῖ
στὸν Ἱερὸ Κλῆρο καὶ νὰ διακονήση τὸν Θεὸ καὶ τὸν λαὸ Του ὡς πρεσβύτερος.
Σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἰερατικῆς του ζωῆς καὶ ἐνῶ ἐφημέρευε σὲ κάποιο Ναὸ ἔξω ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀρχίζει τὴν ἐξιστόρησή του ὁ Συναξαριστής. Συνέβη τότε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίου τοῦ Ρώσσου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἔνιωσε μέσα του νὰ ἀνάβει ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ παρακαλοῦσε κάθε μέρα τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώση νὰ δώση κι αὐτὸς τὸ αἷμα του γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ζοῦσε κι ἕνας Κύπριος ἱερομόναχος ὁ ὁποῖος λόγω τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς ποῦ ζοῦσε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἑβδομήντα του χρόνια, ἔχοντας χάσει καὶ τὸ φῶς του, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἀσπάστηκε τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ. Οἱ Τοῦρκοι, ὅπως συνήθιζαν σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τοῦ προσέφεραν πολλὰ δῶρα καὶ τιμὲς καὶ ἐκεῖνος, τυφλωμένος περισσότερο πνευματικὰ ἀπὸ ὅτι σωματικά, ἔφθασε νὰ μεταβαίνει μαζὶ μὲ τοὺς Σέχηδες στὸ Γενί-Τζαμὶ καὶ νὰ κηρύττει στὰ σκαλοπάτια του, διδάσκοντας στοὺς εἰσερχόμενους μουσουλμάνους τούς μύθους τῆς θρησκείας των, λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ χρήματα.
Μία μέρα ἐνῶ ὁ Ἅγιος μετέβαινε στὴν ἀγορά, πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ Γενί-Τζαμὶ καὶ βλέποντας στὰ σκαλοπάτια τὸν ἐξομώτη, πρώην ἱερομόναχο, νὰ διδάσκη τοὺς Τούρκους, πόνεσε μὲ τὴν καρδιά του καὶ στάθηκε ἐκεῖ παρατηρώντας τον ἀναλογιζόμενος ἀπὸ ποιὸ ὕψος τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ ἐξέπεσε καὶ κατακρημνίσθηκε σὲ τέτοιο βάθος σκοτισμοῦ, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ κακοῦ, ὁ Ἑωσφόρος. Βλέποντας τὸν Ἀναστάσιο νὰ στέκεται σκεπτικός, οἱ διερχόμενοι Τοῦρκοι, τοῦ εἶπαν μὲ τὴν συνηθισμένη τους βαρβαρότητα. «Μπρέ, παππᾶ, βλέπεις αὐτὸν τὸν Σέχη; Καὶ αὐτὸς παππᾶς ἦταν καὶ γνώρισε τὴν πίστη μας καὶ ἔγινε Τοῦρκος. ἔλα κι ἐσὺ νὰ γίνης Τοῦρκος γιὰ νὰ κερδίσης τὸν Παράδεισο. Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγαν οἱ Ἀγαρηνοί. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἄνοιξε τὸ εὐλογημένο του στόμα καὶ τοὺς ἀπάντησε μὲ λόγια σκληρὰ ὅμως ἀληθινά. «Ὦ τυφλοὶ καὶ πλανεμένοι, τί τὸν ἀκοῦτε; Αὐτὰ πού σᾶς λέει εἶναι ὅλα ψέματα. Ἐσεῖς, πού εἶστε Τοῦρκοι ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, αὐτὸν τὸν σαπρόγερο βάλατε νὰ σᾶς διδάξη τὴν πίστη; Αὐτὸν ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πολλή του κακία καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, τώρα στὰ γεράματα; Ποῦ γνωρίζει τὴν πίστη σας αὐτὸς πού ἀκόμη δὲν γιατρεύτηκε ἀπὸ τὸ σουνέτισμα; Κρίμα στὴ γνώση σας καὶ λέτε ὅτι ἔχετε καὶ πίστη».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ ἀκόμη περισσότερα μὲ μεγάλη τόλμη καὶ θάρρος στὴν τουρκικὴ γλώσσα, ὁ Ἅγιος, σιώπησε. Οἱ δὲ Ἀγαρηνοὶ ἀκούγοντάς τα, ὥρμησαν κατεπάνω του μὲ μίσος καὶ ἀρπάζοντάς τον, τὸν παρουσίασαν στὸν Κατή, δηλαδὴ τὸν ἱεροδικαστὴ τῶν μουσουλμάνων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Βεζύρη. Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε καὶ σ' αὐτοὺς τὰ ἴδια λόγια γι' αὐτὸ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐξορισθῆ στὸ νησὶ τῆς Χίου. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀνεβάσουν στὸ πλοῖο γιὰ τὴν ἐξορία, ὁ Ἅγιος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, μὲ φρόνιμο τρόπο τοὺς ξεγέλασε καὶ τὸν ἔφεραν πάλι μπροστὰ στὸν Βεζύρη, στὸν ὁποῖο εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἐνδοξότατε ἀφέντη, γιὰ ποιὸ λόγο μὲ στέλνεις στὴν ἐξορία; Ἐπειδή σοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια; Μᾶλλον νὰ μὲ τιμήσης θὰ ἔπρεπε καὶ ὄχι νὰ μὲ ἐξορίσης. Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν θέλετε νὰ ἀκούσετε τὴν ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχετε αὐτοὺς τοὺς τυφλοὺς καὶ πλανεμένους νὰ σᾶς διδάσκουν». Τόσο ἔντονα καὶ μὲ θάρρος ἐχλεύασε τὴν θρησκεία τῶν Τούρκων καὶ ἐκύρηξε τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ὁμολογώντας ἔτσι τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ὅλη τὴν ἔνσαρκον Αὐτοῦ οἰκονομίαν, ὥστε ὅλοι ποὺ τὸν ἄκουγαν νὰ μείνουν ἄφωνοι. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξουν τὸν ἔλεγχο αὐτῆς τῆς φωνῆς τῆς ἀληθείας, κατὰ διαταγὴ τοῦ Μουφτῆ, ἔστειλαν καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν μπροστὰ στὸ Γενί-Τζαμί. Ἔτσι ὁ τρισμακάριστος Ἀναστάσιος ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα ποθοῦσε καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε γιὰ νὰ μεταβῆ κοντὰ στὸν Σωτήρα Χριστό, ποὺ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε. Ἦταν ἡ 8η Ἰουλίου τοῦ 1743.
Μετὰ τὴν ἀποτομή τῆς τιμίας αὐτοῦ κεφαλῆς, φῶς οὐράνιο παρουσιάστηκε τὴ νύκτα πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς φρουροὺς ποὺ τὸ ἐφύλαγαν, καθῶς καὶ ἀπὸ ὅσους πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ, Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους καὶ ὅλοι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ παράδοξο θέαμα. Οἱ μὲν Ἀγαρηνοὶ καταισχύνθηκαν ἀπὸ τὴν θεοσημεία, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, ποὺ ἀντιδοξάζει τοὺς πιστούς Του δούλους. Στὴ συνέχεια τὸ Ἅγιο Λείψανο, παραδόθηκε στοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ ταφῆ. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ παράδοση δὲν διέσωσε τὸν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ μαρτυρικοῦ σώματος, οὔτε ἄλλη πληροφορία σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα, μετὰ τὸ θάνατό του.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος, ὁ ἐπονομαζόμενος Γουναρᾶς, ἡ δόξα τῆς κώμης τοῦ Ἁγίου Βλασίου, τὸ ἐκλεκτὸ τέκνο τῆς Θεσπρωτίας, ποὺ μὲ τὴν ἁγία του ζωὴ καὶ μὲ τὸ μαρτυρικό του τέλος ἔγινε ἕνα ἀκόμη φωτεινὸ ἄστρο τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ καὶ προσετέθη στὸ νέφος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ ἐδόξασαν τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ αἷμα τους ἐστερέωσαν τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ἐν Θεσπρωτίᾳ Ἐκκλησία καυχᾶται ἐν Κυρίῳ γιὰ τὸν νέον αὐτὸν ἱερομάρτυρα, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν λοιπὴ χορεία τῶν ἐπιτοπίων Ἁγίων δέεται στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἀκριτικῆς μας ἐπαρχίας ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε εὐσεβή ποὺ προστρέχει στὴν χάρη του.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀναστασίου τελεῖται πανηγυρικὰ στὶς 8 Ἰουλίου, στὴν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, στὸν Ἅγιο Βλάσιο, στὸν ἱστορικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου εὑρίσκεται ἡ ἱερά του Εἰκόνα, ἐνῶ παράλληλα γίνονται ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση Ἱεροῦ Ναοῦ ἐπ' ὀνόματί του.
Σὲ κάποια χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἰερατικῆς του ζωῆς καὶ ἐνῶ ἐφημέρευε σὲ κάποιο Ναὸ ἔξω ἀπὸ τὴν βασιλεύουσα, τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀρχίζει τὴν ἐξιστόρησή του ὁ Συναξαριστής. Συνέβη τότε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίου τοῦ Ρώσσου καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἔνιωσε μέσα του νὰ ἀνάβει ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου καὶ παρακαλοῦσε κάθε μέρα τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώση νὰ δώση κι αὐτὸς τὸ αἷμα του γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Κωνσταντινούπολη ζοῦσε κι ἕνας Κύπριος ἱερομόναχος ὁ ὁποῖος λόγω τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς ποῦ ζοῦσε, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ στὰ ἑβδομήντα του χρόνια, ἔχοντας χάσει καὶ τὸ φῶς του, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἀσπάστηκε τὴν πίστη τοῦ Μωάμεθ. Οἱ Τοῦρκοι, ὅπως συνήθιζαν σὲ τέτοιες περιπτώσεις, τοῦ προσέφεραν πολλὰ δῶρα καὶ τιμὲς καὶ ἐκεῖνος, τυφλωμένος περισσότερο πνευματικὰ ἀπὸ ὅτι σωματικά, ἔφθασε νὰ μεταβαίνει μαζὶ μὲ τοὺς Σέχηδες στὸ Γενί-Τζαμὶ καὶ νὰ κηρύττει στὰ σκαλοπάτια του, διδάσκοντας στοὺς εἰσερχόμενους μουσουλμάνους τούς μύθους τῆς θρησκείας των, λαμβάνοντας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ χρήματα.
Μία μέρα ἐνῶ ὁ Ἅγιος μετέβαινε στὴν ἀγορά, πέρασε ἔξω ἀπὸ τὸ Γενί-Τζαμὶ καὶ βλέποντας στὰ σκαλοπάτια τὸν ἐξομώτη, πρώην ἱερομόναχο, νὰ διδάσκη τοὺς Τούρκους, πόνεσε μὲ τὴν καρδιά του καὶ στάθηκε ἐκεῖ παρατηρώντας τον ἀναλογιζόμενος ἀπὸ ποιὸ ὕψος τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ ἐξέπεσε καὶ κατακρημνίσθηκε σὲ τέτοιο βάθος σκοτισμοῦ, ὅπως ὁ πατέρας τοῦ κακοῦ, ὁ Ἑωσφόρος. Βλέποντας τὸν Ἀναστάσιο νὰ στέκεται σκεπτικός, οἱ διερχόμενοι Τοῦρκοι, τοῦ εἶπαν μὲ τὴν συνηθισμένη τους βαρβαρότητα. «Μπρέ, παππᾶ, βλέπεις αὐτὸν τὸν Σέχη; Καὶ αὐτὸς παππᾶς ἦταν καὶ γνώρισε τὴν πίστη μας καὶ ἔγινε Τοῦρκος. ἔλα κι ἐσὺ νὰ γίνης Τοῦρκος γιὰ νὰ κερδίσης τὸν Παράδεισο. Αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια ἔλεγαν οἱ Ἀγαρηνοί. Ὁ δὲ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἄνοιξε τὸ εὐλογημένο του στόμα καὶ τοὺς ἀπάντησε μὲ λόγια σκληρὰ ὅμως ἀληθινά. «Ὦ τυφλοὶ καὶ πλανεμένοι, τί τὸν ἀκοῦτε; Αὐτὰ πού σᾶς λέει εἶναι ὅλα ψέματα. Ἐσεῖς, πού εἶστε Τοῦρκοι ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, αὐτὸν τὸν σαπρόγερο βάλατε νὰ σᾶς διδάξη τὴν πίστη; Αὐτὸν ποὺ τὸν ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν πολλή του κακία καὶ ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, τώρα στὰ γεράματα; Ποῦ γνωρίζει τὴν πίστη σας αὐτὸς πού ἀκόμη δὲν γιατρεύτηκε ἀπὸ τὸ σουνέτισμα; Κρίμα στὴ γνώση σας καὶ λέτε ὅτι ἔχετε καὶ πίστη».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ ἀκόμη περισσότερα μὲ μεγάλη τόλμη καὶ θάρρος στὴν τουρκικὴ γλώσσα, ὁ Ἅγιος, σιώπησε. Οἱ δὲ Ἀγαρηνοὶ ἀκούγοντάς τα, ὥρμησαν κατεπάνω του μὲ μίσος καὶ ἀρπάζοντάς τον, τὸν παρουσίασαν στὸν Κατή, δηλαδὴ τὸν ἱεροδικαστὴ τῶν μουσουλμάνων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Βεζύρη. Ὁ δὲ Μάρτυς εἶπε καὶ σ' αὐτοὺς τὰ ἴδια λόγια γι' αὐτὸ καὶ ἀπεφάσισαν νὰ ἐξορισθῆ στὸ νησὶ τῆς Χίου. Ὅταν λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀνεβάσουν στὸ πλοῖο γιὰ τὴν ἐξορία, ὁ Ἅγιος, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, μὲ φρόνιμο τρόπο τοὺς ξεγέλασε καὶ τὸν ἔφεραν πάλι μπροστὰ στὸν Βεζύρη, στὸν ὁποῖο εἶπε τὰ ἑξῆς: «Ἐνδοξότατε ἀφέντη, γιὰ ποιὸ λόγο μὲ στέλνεις στὴν ἐξορία; Ἐπειδή σοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια; Μᾶλλον νὰ μὲ τιμήσης θὰ ἔπρεπε καὶ ὄχι νὰ μὲ ἐξορίσης. Ἀλλὰ ἐσεῖς δὲν θέλετε νὰ ἀκούσετε τὴν ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχετε αὐτοὺς τοὺς τυφλοὺς καὶ πλανεμένους νὰ σᾶς διδάσκουν». Τόσο ἔντονα καὶ μὲ θάρρος ἐχλεύασε τὴν θρησκεία τῶν Τούρκων καὶ ἐκύρηξε τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν, ὁμολογώντας ἔτσι τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν Θεὸν ἀληθινόν, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ὅλη τὴν ἔνσαρκον Αὐτοῦ οἰκονομίαν, ὥστε ὅλοι ποὺ τὸν ἄκουγαν νὰ μείνουν ἄφωνοι. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξουν τὸν ἔλεγχο αὐτῆς τῆς φωνῆς τῆς ἀληθείας, κατὰ διαταγὴ τοῦ Μουφτῆ, ἔστειλαν καὶ τὸν ἀπεκεφάλισαν μπροστὰ στὸ Γενί-Τζαμί. Ἔτσι ὁ τρισμακάριστος Ἀναστάσιος ἔλαβε τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μὲ τόση λαχτάρα ποθοῦσε καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ πέταξε γιὰ νὰ μεταβῆ κοντὰ στὸν Σωτήρα Χριστό, ποὺ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγάπησε. Ἦταν ἡ 8η Ἰουλίου τοῦ 1743.
Μετὰ τὴν ἀποτομή τῆς τιμίας αὐτοῦ κεφαλῆς, φῶς οὐράνιο παρουσιάστηκε τὴ νύκτα πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἱερομάρτυρος καὶ ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς φρουροὺς ποὺ τὸ ἐφύλαγαν, καθῶς καὶ ἀπὸ ὅσους πέρασαν ἀπὸ ἐκεῖ, Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους καὶ ὅλοι ἐθαύμασαν γιὰ τὸ παράδοξο θέαμα. Οἱ μὲν Ἀγαρηνοὶ καταισχύνθηκαν ἀπὸ τὴν θεοσημεία, οἱ δὲ Χριστιανοὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, ποὺ ἀντιδοξάζει τοὺς πιστούς Του δούλους. Στὴ συνέχεια τὸ Ἅγιο Λείψανο, παραδόθηκε στοὺς χριστιανοὺς γιὰ νὰ ταφῆ. Δυστυχῶς ὅμως, ἡ παράδοση δὲν διέσωσε τὸν τόπο τῆς ταφῆς τοῦ μαρτυρικοῦ σώματος, οὔτε ἄλλη πληροφορία σχετικὰ μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα, μετὰ τὸ θάνατό του.
Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος, ὁ ἐπονομαζόμενος Γουναρᾶς, ἡ δόξα τῆς κώμης τοῦ Ἁγίου Βλασίου, τὸ ἐκλεκτὸ τέκνο τῆς Θεσπρωτίας, ποὺ μὲ τὴν ἁγία του ζωὴ καὶ μὲ τὸ μαρτυρικό του τέλος ἔγινε ἕνα ἀκόμη φωτεινὸ ἄστρο τοῦ πνευματικοῦ οὐρανοῦ καὶ προσετέθη στὸ νέφος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ ἐδόξασαν τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὸ αἷμα τους ἐστερέωσαν τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ ἐν Θεσπρωτίᾳ Ἐκκλησία καυχᾶται ἐν Κυρίῳ γιὰ τὸν νέον αὐτὸν ἱερομάρτυρα, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν λοιπὴ χορεία τῶν ἐπιτοπίων Ἁγίων δέεται στὸν Θεὸ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἀκριτικῆς μας ἐπαρχίας ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε εὐσεβή ποὺ προστρέχει στὴν χάρη του.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀναστασίου τελεῖται πανηγυρικὰ στὶς 8 Ἰουλίου, στὴν ἰδιαιτέρα του πατρίδα, στὸν Ἅγιο Βλάσιο, στὸν ἱστορικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου εὑρίσκεται ἡ ἱερά του Εἰκόνα, ἐνῶ παράλληλα γίνονται ἐνέργειες γιὰ τὴν ἀνέγερση Ἱεροῦ Ναοῦ ἐπ' ὀνόματί του.
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΟΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΗΠΕΙΡΟΝ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΑ ΕΟΡΤΑΣΘΕΙ ΤΗΝ ΕΡΧΟΜΕΝΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΔΙΑ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΓΟΧ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ, ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΧΑΡΝΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΝ ΙΕΡΟΝ ΝΑΟΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΛΑΖΑΡΑΤΩΝ ΣΦΑΚΙΩΤΩΝ ΛΕΥΚΑΔΟΣ ... ΘΑ ΓΙΝΗ ΚΑΙ ΔΕΗΣΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΔΟΝΑΤΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΛΛΑΓΗΝ ΟΛΟΥ ΤΟΠΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ "ΘΗΡΙΟΝ" ΤΗΣ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟΥ ΕΠΙΔΗΜΙΑΣ (ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΙΟΥ)..
ΑπάντησηΔιαγραφή