ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ
Ο Μακρυγιάννης γράφει για τον Ιωάννη Καποδίστρια
Ο Μακρυγιάννης γράφει για τον Ιωάννη Καποδίστρια
Κι᾿
αὐτὸ τὸ σκολεῖον θὰ φάγη τὴν λευτερία μας· κι᾿ αὐτείνη τὴν λευτερίαν,
Κυβερνήτη μου, δὲν τὴν ηὕραμεν εἰς τὸ σοκάκι καὶ δὲν θὰ μποῦμεν εὔκολα
πίσου εἰς τοῦ αὐγοῦ τὸ τζόφλιο· ὅτι δὲν εἴμαστε πουλάκι νὰ χωρέσουμεν
πίσου, ἐγίναμε πουλὶ καὶ δὲν χωροῦμεν.”
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Όπως έχουμε ξαναγράψει, ο Ιωάννης Καποδίστριας έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και μεγάλες ελπίδες από το μικρό λαό -έβγαιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν προϋπαντοῦσαν μίαν ὥραν δυὸ μακρυὰ καὶ τὸ ῾στρωναν δάφνες. Πολλοί ήταν αυτοί, μπεζερισμένοι από την ακαταστασία, που πίστευαν ότι το συμφέρον της πατρίδας και του αγωνιζόμενου έθνους απαιτούσε μια ισχυρή συγκεντρωτική εξουσία –μια στροφή επί το μοναρχικότερον–
προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα κατεπείγοντα προβλήματα που
αντιμετώπιζε η Επανάσταση. Οι αιματηρές εμφύλιες διαμάχες είχαν διαλύσει
σχεδόν τα πάντα και η κοινή γνώμη δέχθηκε αρχικά με ανακούφιση το
μελλοντικό κυβερνήτη (τον αποκαλούσαν Αγιάννη και μπάρμπα Γιάννη), προσδοκώντας ότι θα μπει τουλάχιστον φραγμός στην ασυδοσία των προκρίτων, των καπεταναίων και των ληστών.
Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, ο Κολοκοτρώνης και ο Καραισκάκης ήταν οι πρώτοι συλλαβόντες και ενεργήσαντες το σχέδιον της υποψηφιότητος του κόμη.[1]
Τον
πρώτο καιρό της διακυβέρνησης -αφού ο Καποδίστριας συγκέντρωσε
δικτατορικές εξουσίες- παρατηρήθηκε πράγματι σημαντική βελτίωση της
αγροτικής παραγωγής και σχετική τάξη και ησυχία. Ο Θέρσιος αποδίδει τα προηγούμενα μάλλον στη συνείδηση αυτού του λαού όστις μετά μακράν περίοδον πολέμων και καταστροφών, κεκμηκώς από των έργων των όπλων, εδίψα ησυχίαν και ασφάλειαν, ίνα επιδοθή ακωλύτως εις τα έργα ειρήνης και ευημερίας, παρά στην πολιτική του κυβερνήτη.[2]
Ο
γηραιός κλέφτης Κολοκοτρώνης, σύμφωνα με το Μακρυγιάννη, θα γίνει το
δεξί χέρι του Κερκυραίου κόμη. Γράφει σχετικά o στρατηγός:
Τὴν
συνείδησίν μου, ἀδελφοὶ ἀναγνῶστες, τὴν ἔχω ἐλεύτερη. Πολλὲς φορὲς τοῦ
μίλησα καὶ δι᾿ αὐτὰ ἔπεσα εἰς τὴν ὀργήν του. Ὅταν μ᾿ ἔβαλε εἰς τὴν
῾πηρεσίαν ὁ Κυβερνήτης,
μοῦ εἶπε ὅτι θέλει δικαιοσύνη. Τοῦ εἴπα· «Ὅταν ἰδῆς ἀναφορὰ ἀναντίον
μου, τότε παίδεψε μὲ μὲ τὴν ζωήν μου ἐμένα κι᾿ ἐκείνους ὁποῦ ῾χω εἰς τὴν
ὁδηγίαν μου». Σὲ καμπόσον καιρὸ πιάστη φίλος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη – μεσίτης ἦταν κι᾿ ἐνεργητὴς ὁ Μεταξᾶς – καὶ τότε ὅλοι αὐτεῖνοι ἔγιναν ἕνα καὶ οἱ Σουλιῶτες.
Ἀφοῦ πῆρε ὅλους αὐτούς, ἄρχισαν νὰ κατατρέχουν τοὺς Ρουμελιῶτες καὶ νὰ
βάνουν ἀξιωματικοὺς ἀνθρώπους χωρὶς δικαιώματα, ὅσους ἤθελαν ὁ Τζαβέλας
καὶ οἱ ἄλλοι. Ὅταν ἦταν ὁ πόλεμος, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἦταν εἰς τὸν
ἀγώνα – εὐτὺς ἀξιωματικούς. Πληρεξούσιος τῶν ἁρμάτων ἦταν ὁ Ἀγουστίνος,
τοῦ πολέμου ὁ Βιάρος – κι᾿ ὅλα τελείωναν.
“Μάχαι των Ελλήνων εις Καρπενήσι και Καλιακούδα.”
Ο Μακρυγιάννης είναι Ρουμελιώτης,
αλλά δεν υπήρξε ούτε αρματολός ούτε κλέφτης. Δεν ανήκε ακόμη στα
πατροπαράδοτα τζάκια των προκρίτων. Ξεκίνησε ως επιτυχημένος έμπορος
στην Άρτα και το πολεμικό του στάδιο αναπτύχθηκε στη διάρκεια της
Επανάστασης και κυρίως εξαιτίας αυτής. Όταν ξεσπάει η Επανάσταση ο
στρατηγός είναι 24 περίπου ετών και
τα απομνημονεύματα του τα γράφει στα πενήντα ένα. Γνώρισε από κοντά
πρόσωπα και καταστάσεις, πήρε μέρος σε πολλές μάχες και πρωταγωνίστησε
στα πολιτικά πράγματα της εποχής και μετά τον Αγώνα της ανεξαρτησίας.
Έχει σημασία να πούμε ότι ο Μακρυγιάννης ταλαιπωρείται συνεχώς από
προβλήματα υγείας- έφερε επώδυνα τραύματα στο κεφάλι, από τη μάχη του
Σερπετζέ- και θα ήταν απολύτως λογικό να απέχει τουλάχιστον από
κοπιώδεις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Και όμως, ο στρατηγός, -με μια
δύναμη που μόνο στη φλογερή του πίστη μπορούμε ίσως να αποδώσουμε-
συμμετέχει στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων.
”Αι πληγαί συχνά ηνοίγοντο αιμορροούσαι»
γράφει ο γιατρός Γούδας που μίλησε στη κηδεία του· «ο εξ αυτών πυρετός
κατεβίβρωσκεν αυτόν. Βαρείαι νόσοι επήρχοντο, η δε ανάρρωσις εγένετο
βραδυτάτη. Ταύτα ήσαν τα
αγαθά ων έλαχεν ο Μακρυγιάννης ως αμοιβήν των υπέρ πατρίδος εξόχων
υπηρεσιών αυτού. Πληγαί και ασθένειαι πολυώδυνοι και μετ’αυτών πενία
δυσθεράπευτος ως εκείναι”.[2]
Αὐγερώθη κι᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτούς
Ο
Μ. στήριξε το νέο κυβερνήτη αρχικά, όπως στήριξε και το βασιλιά Όθωνα
αργότερα, ελπίζοντας να συγκροτηθεί επιτέλους ισχυρή κεντρική εξουσία,
ικανή να βάλει τη χώρα στο δρόμο της προόδου:
Ὅταν ὁ Κυβερνήτης μας ἔδειχνε πατριωτικὰ αἰστήματα,
τὸν πίστεψαν ὡς ἀληθινὸν καὶ τὸν συντρόφεψαν οἱ τίμιοι ἄνθρωποι καὶ
συνφώνως κυβερνήθη ὁ τόπος ἀγγελικά. Ὕστερα τραβήχτηκαν ὅλοι κι᾿ ἔπεσε
διχόνοια. Ὅταν ἦταν ῾λικρινείς ἄνθρωποι μὲ τὸν Κυβερνήτη μας, ἦταν καλὴ
κυβέρνηση. Ὅταν προσκολλήστη μὲ τὴν λοιμικὴ τῶν καλοθελητῶν τῆς
πατρίδας, ὁποῦ μὸ ῾λεγε πρῶτα νὰ προσέχω ἀπ᾿ οὔλους αὐτούς, ὅτ᾿ εἶχε
ὑποψίαν νὰ μὴν δὲν γυρίσουν μὲ τὴν Ἐξοχότη του, τότε αὐγερώθη κι᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτούς.
Τοῦ λέγω· «Κυβερνήτη, αὐτεῖνοι κάνουν ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, καθώς μου εἶπες
νὰ προσέχω. – Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ καλύτεροι ἄνθρωποι καὶ δὲν θέλω ν᾿
ἀκούγω κατηγορία δι᾿ αὐτούς. – Τοῦ λέγω, δὲν τοὺς κατηγορῶ, ἀλλά μου
εἶπες μόνος σου νὰ προσέχω καὶ σοῦ τὰ εἶπα. Ὅταν ἡ Ἐξοχότη σου λὲς ὅτ᾿
εἶναι καλοί, ἐγὼ δὲν ματαλέγω τίποτας. – Ἔλα τὸ γιόμα νὰ φᾶμε ψωμὶ καὶ
σοῦ λέγω». Πῆγα. Τελειώνοντας τὸ φαγί, μοῦ λέγει· «Τοὺς μίλησα καὶ εἶναι
σὲ ὀρθὸν δρόμον· καὶ νὰ εἶσαι φιλιωμένος κι᾿ ὄμορφα εἰς τὴν ῾πηρεσίαν
σου. – Τοῦ λέγω, μὴ σὲ μέλει. Κι᾿ ὅταν δῆς τίποτα, παίδεψε μέ».
Η συμμαχία του Καποδίστρια με τον Κολοκοτρώνη,
το Μεταξά και άλλους αναφέρεται επικριτικά από το στρατηγό. Η
αφιλοκέρδειά του ήταν πρώτου ήταν γνωστή- όχι μόνο αρνήθηκε να
επιχορηγηθεί ετησίως με 180.000 φοίνικες, όπως προτάθηκε στη συνέλευση
του Άργους αλλά υποθήκευσε τα κτήματα του στην Κέρκυρα και ξόδεψε εξ
ιδίων για να εξαγοράσει αιχμαλώτους και τρόφιμα. Οι αγαθές πατριωτικές
προθέσεις του, όπως θα δούμε, δε στάθηκαν ικανές.
Η Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας
Σύμφωνα με τα απομνημονέυματά του, ο κυβερνήτης πίστευε ότι η Ρούμελη δεν μπορεί να ελευθερωθεί και δε χρειάζεται κιόλας, αφού όσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο. Κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε τα σχέδια του κυβερνήτη (Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ ἕνας πρίτζηπας) και τη σύμμαχη φατρία του Κολοκοτρώνη (κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες·) Διαβάζουμε σχετικά:
“Ὁ
Κυβερνήτης μας ἄρχισε νὰ ξηγέται τὰ αἰστήματά του εἰς ἀνθρώπους ὁποῦ
῾χαν τὴν ἀρετή του καὶ νὰ βγαίνουν οἱ πατρικοί του σκοποὶ ἔξω. Τὸν Χαράλαμπο Παπαπολίτη πατριώτη μου, ἀφοῦ ἤτανε τουρκοκοτζάμπασης καὶ φίλος τοῦ Μαυροκορδάτου,
τὸν σύστησε αὐτὸς τοῦ Κυβερνήτη. Ὡς τοιοῦτος συστημένος ὁ Παπαπολίτης,
τοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης μας ὅτι ἡ Ρούμελη δὲν μπορεῖ νὰ λευτερωθῆ – καὶ τί
τὴν θέλομεν; Ὅσοι Ἕλληνες μείναν ζωντανοὶ χωροῦνε εἰς τὴν Πελοπόννησο.
Ὅμως νὰ ῾νεργήση ὁ Παπαπολίτης νὰ μποῦνε οἱ Λιδορικιῶτες μέσα εἰς τὴν
Πελοπόννησο. Καὶ εἶπε κι᾿ ἀλλουνῶν τοιούτων. Αὐτὸ ἔδινε χέρι καὶ τοῦ
Κυβερνήτη μας. Ἀπὸ τὸν Ἰσθμὸν τῆς Κόρθος καὶ μέσα ἔμενε ἡ Ἐξοχότη τοῦ
ἕνας πρίτζηπας κι᾿ ὁ Κολοκοτρώνης ἀρχιστράτηγος καὶ τ᾿ ἀδέλφια τοῦ
Κυβερνήτη μας καὶ οἱ φίλοι του Κολοκοτρώνη δικαιοκράτες· καὶ τότε ἡ
πατρὶς λάβαινε τὴν τύχη τῆς εἰς αὐτὸ – οἱ Ἕλληνες ραγιάδες αὐτεινῶν κι᾿
αὐτεῖνοι ἀφεντάδες.
Δι᾿ αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας
Οι Ρουμελιώτες, σύμφωνα με το σχέδιο, θα γίνονταν εἵλωτες αὐτεινῶν:
“Δι᾿
αὐτοὺς κάψαμε τὰ σπίτια μας, δι᾿ αὐτοὺς χάσαμε τοὺς ἀνθρώπους μας, δι᾿
αὐτοὺς σκοτωθήκαμεν. Καὶ τηράξετε μεγάλη γνώση ὁποῦ ῾χουν ὅσοι πᾶνε εἰς
τὴν Εὐρώπη – καὶ ἦρθαν νὰ μᾶς κυβερνήσουνε· νὰ γένουν οἱ Ρουμελιῶτες
εἵλωτες αὐτεινῶν! Δὲν θέλω νὰ κάμω καμμίαν παρατήρησιν ἐγὼ καὶ κάμετε
τὴν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες, ἂν θὰ ῾μενε κανένας ζωντανὸς ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ
μὴν τελεσφορήση αὐτό.
Ἦταν τυχερὸν καὶ μαθεύτηκε ὕστερα, ὁποῦ τὸ εἶδε καὶ ὁ Μαυροκορδάτος.
Ὁ Κυβερνήτης δὲν ἤθελε νὰ βγοῦνε ἀσκέρια ἔξω, συνεχίζει ο στρατηγός, και ως προς αυτό έρχεται σε σύγκρουση με το Δημήτριο Υψηλάντη (ἄρχισε νὰ τὸν κατατρέχη):
“Ὁ
Ὑψηλάντης εἶδε τὸν δόλον τοῦ Κυβερνήτη – δὲν μπόρεσε νὰ τὸν βάλη εἰς
τὸν ὅρκον του. Τότε ἄρχισε νὰ τὸν κατατρέχη κι᾿ ἔβαλε τὸν μαρσιάλη Ἀγουστίνο
καὶ τὸ ῾κάνε χιλιάδες ἀντενέργειες νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ αὐτείνη τὴν θέσιν,
νὰ τὸν ἀφήση μόνον του. Τότε, διὰ νὰ ῾πιτύχουν αὐτό, ἔκαναν τοὺς
ἀνθρώπους, ὁποῦ ἦταν εἰς τῆς χιλιαρχίες ἀσήμαντοι μὲ μικρὸν βαθμόν, τοὺς
ἔδινε ἀνώτερον ὁ Ἀγουστίνος καὶ τράβαγε πολλοὺς τοιούτους ἀπὸ τῆς
χιλιαρχίες τοῦ Ὑψηλάντη· κι᾿ ἔφκειασε ἀξιωματικοὺς πλῆθος τοιούτους κι᾿
ἀδίκησε ἐκείνους ὁποῦ ῾χαν δικαιώματα. Καὶ τοιούτως ἔκαμε κι᾿ ὁ
Ἀγουστίνος σῶμα τραβώντας κι᾿ ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη κι᾿ ἀπὸ τὸν Τζούρτζη.
«Θὰ βαρήσουμεν τοὺς Τούρκους»
Η ανατολική Ελλάδα τελικά απελευθερώθηκε, και ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Κίτσος Τζαβέλας (στανικῶς, …ὅτι θὰ νὰ ῾μενε μόνος του καὶ μποροῦσε νὰ κιντυνέψη) χτύπησε στο Λιδορίκι τους Τούρκους, μαζί με δυνάμεις του Υψηλάντη και των ντόπιων σωμάτων (Ρουμελιῶτες, οἱ περισσότεροι Λιδορικιῶτες καὶ Κραβαρίτες κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη):
“Οἱ Ἕλληνες φτωχοὶ
καὶ πήγαιναν εἰς τὸν ἀδελφόν του Κυβερνήτη. Οἱ Ρουμελιῶτες ἔβλεπαν τὸν
χαμὸ τῆς Ρούμελης κι᾿ ὅλο γιόμωζε νέους Τούρκους. Ὁ Κυβερνήτης δὲν ἤθελε
νὰ βγοῦνε ἀσκέρια ἔξω. Οἱ φίλοι του οἱ Ρουμελιῶτες, ὁ Παπαπολίτης κι᾿
ἄλλοι, ἔγραψαν τοῦ Κυβερνήτη ὅτι «εἰς τὴν Πάτρα καὶ Καστέλλια κουβαλοῦνε
πλῆθος ζαϊρὲ οἱ Τοῦρκοι καὶ πάρε μέτρα». Τότε ὁ Κυβερνήτης στέλνει τὸν
Τζαβέλα μὲ τὴν χιλιαρχίαν του εἰς τὸ Λιδορίκι.
Στὴν χιλιαρχία ἦταν ὅλο Ρουμελιῶτες, οἱ περισσότεροι Λιδορικιῶτες καὶ Κραβαρίτες
κι᾿ ἀπὸ αὐτὰ τὰ μέρη. Συνομίλησαν ὅλοι, βλέποντας τὴν πατρίδα τους καὶ
τὰ σπίτια τοὺς γιομάτα Τούρκους· τοῦ λένε τοῦ Τζαβέλα· «Θὰ βαρήσουμεν
τοὺς Τούρκους». Τότε στανικῶς ὁ Τζαβέλας, ὅτι θὰ νὰ ῾μενε μόνος του καὶ
μποροῦσε νὰ κιντυνέψη (ὅτι συνάχτηκαν ὅλοι οἱ κάτοικοι Λιδορικιοὺ καὶ
Κράβαρι), βάρεσε εἰς τὸ Λιδορίκι, ἡ χιλιαρχία καὶ οἱ κάτοικοι, καὶ τοὺς
χάλασαν καὶ τοὺς διῶξαν τοὺς Τούρκους ἀπὸ κεῖ. Ἦταν καὶ εἰς τὸ Κράβαρι
Τοῦρκοι. Πιάσαν τὰ στενὰ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ ἄλλοι, τοὺς σκότωσαν καὶ
πιάσαν καὶ τὸν Πρεβίστα καὶ ἄλλους πολλοὺς Τούρκους ζωντανούς. Τότε ὁ
καλὸς κι᾿ ἀγαθὸς πατριώτης ὁ Ὑψηλάντης
ἔστειλε καὶ τὸν Στράτο μὲ τὴν χιλιαρχία του κι᾿ ἀνταμώθηκαν ὅλοι μὲ τὸν
Τζαβέλα καὶ κατοίκους καὶ πολέμησαν παντοῦ τοὺς Τούρκους· καὶ εἰς
Καρπενήσι τοὺς χάλασαν κι᾿ ἀπὸ κεῖ. Καὶ συνχρόνως ἐβῆκε κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης
καὶ τοὺς πολέμησε παντοῦ τοὺς Τούρκους μ᾿ ὅλες της χιλιαρχίες. Κι᾿
ἀφάνισαν τοὺς Τούρκους καὶ λευτέρωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα.
Εἰς
τὴν Φήβα εἶχαν οἱ Τοῦρκοι ὀρδί. Ρίξαν καὶ οἱ ἐδικοί μας καὶ πολέμησαν
τοὺς Τούρκους καμπόσον καιρόν· ὅτι πήγαιναν κι᾿ ἀπὸ τὴν Ἔγριπον πλῆθος
Τοῦρκοι. Καὶ πολεμοῦσαν νύχτα καὶ ἡμέρα ἀντρείως, οἱ Τοῦρκοι καὶ οἱ
Ἕλληνες, καὶ σκοτώνονταν κι᾿ ἀπὸ τὸ ῾να τὸ μέρος κι᾿ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο.
Ἐθνικὴ Συνέλεψη
Ο
Καποδίστριας προετοίμαζε ήδη συστηματικά το έδαφος για την εθνοσυνέλευση
του Άστρους και περιοδεύει στην Πελοπόννησο και αλλού (πῆρε
τὸν Κολοκοτρώνη καὶ Νικήτα κι᾿ ἐμένα ὡς Γενικὸν Ἀρχηγὸν τῆς
ἐκτελεστικῆς δύναμης καὶ πήγαμε γύρα τὴν Πελοπόννησο ὡς τὴν Πάτρα).
Περιττό να πούμε ότι κόμματα με τη σημερινή έννοια δεν υπήρχαν, οι
πάντες ραδιουργούσαν, εξαγόραζαν, έταζαν και συνωμοτούσαν. Οι
πληρεξούσιοι ήταν άνθρωποι του κυβερνήτη (αγορασμένοι, πλάσματά του, τι νὰ τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν).
Ἀφοῦ εἶδαν ὁ κόσμος ὅτι ὁ Κυβερνήτης κυβερνοῦσε τοῦ κεφαλιοῦ του, τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ γυρεύουν Ἐθνικὴ Συνέλεψη.
Ὁδήγησε παντοῦ τοὺς διοικητᾶς καὶ συντρόφους του, ἔδωσε καὶ τὰ μέσα τὰ
χρηματικὰ νὰ κάμουν τῆς ἐκλογὲς τῶν πληρεξουσίων μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ νὰ
ἐκλένε αὐτὸν πληρεξούσιον καὶ ὅ,τι νὰ τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν. Ἀφοῦ
τελείωσε αὐτὸ παντοῦ, πῆρε τὸν Κολοκοτρώνη καὶ Νικήτα κι᾿ ἐμένα ὡς
Γενικὸν Ἀρχηγὸν τῆς ἐκτελεστικῆς δύναμης καὶ πήγαμε γύρα τὴν Πελοπόννησο
ὡς τὴν Πάτρα.
Ἔβγαιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸν προϋπαντοῦσαν μίαν ὥραν δυὸ μακρυὰ καὶ τὸ
῾στρωναν δάφνες. Δὲν τὸν εἶχε νοιώση ἀκόμα ὁ μικρὸς λαός. Τοὺς σύναζε
ὅλους κι᾿ ἔκανε μὲ τὰ λόγια τους φτωχοὺς πλούσιους. Τὸν καθέναν τὸν
ἀνάπευε εἰς τὴν αἴτησίν του καὶ κατάιφερε τὸν κόσμο, ὅταν ἔγιναν οἱ
ἐκλογές, νὰ τὸν κάμουν οἱ περισσότερες ἐπαρχίες αὐτοπληρεξούσιον καὶ
ὅ,τι λέγη αὐτὸς ἐκεῖνο νὰ κάνουν οἱ πληρεξούσιοί τους.
Οἱ Ἕλληνες εἶναι φτωχοί
Ο Μακρυγιάννης, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του («Δὲν ἔχω ἰκανότη καὶ δὲν ἀπατῶ τοὺς ἀνθρώπους»), ορίζεται πληρεξούσιος τῶν Ἀρτηνῶν και δέχεται πεντακόσια γρόσια διὰ χαρτζιλίκι (Τὰ πῆρα διὰ νὰ τοῦ δείξω ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι φτωχοί):
“Στὴν
Πάτρα ἦταν κι᾿ ὅλοι οἱ Ἀρτηνοὶ συνασμένοι καὶ ἦρθαν εἰς τὸ κονάκι μου
νὰ μὲ κάνουν πληρεξούσιόν τους. Δὲν ἤθελα. Τὸ μαθαίνει ὁ Κυβερνήτης, μὲ
βιάζει νὰ δεχτῶ. Τοῦ λέγω· «Δὲν ἔχω ἰκανότη καὶ δὲν ἀπατῶ τοὺς
ἀνθρώπους». Μ᾿ ἔβγιασε πολύ· τὸ ἄφησα, χωρὶς νὰ τὸ δεχτῶ. Εἰς τ᾿ Ἄργος ἐδῶ μὸ ῾στειλαν τὸ πληρεξούσιον καὶ τὸ δέχτηκα.
Πήγαμεν εἰς τὸν κόρφον τοῦ Ἐπάχτου εἰς τὸ καράβι τὸ Ρούσσικον –ἦταν καὶ
τὰ δικά μας – κι᾿ ἐκεῖ σταθήκαμεν καὶ παραδόθη ὁ Ἔπαχτος· καὶ
σηκωθήκαμεν καὶ γυρίσαμεν ἀπὸ Βοστίτζα καὶ Μέγα Σπήλαιον κι᾿ ὅλα τὰ μέρη
ὁποῦ δὲν διαβήκαμεν. Καὶ κατηχήσαμεν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἤρθαμεν εἰς τ᾿
Ἀνάπλι. Σὰν ἔμαθε ὁποῦ μου ῾ρθε τὸ πληρεξούσιον τῶν Ἀρτηνῶν, μὲ φώναξε,
μὲ διάταξε, μὸ ῾δωσε καὶ πεντακόσια γρόσια διὰ χαρτζιλίκι. Τὰ
πῆρα διὰ νὰ τοῦ δείξω ὅτι οἱ Ἕλληνες εἶναι φτωχοί, διὰ νὰ φᾶνε κομμάτι
ψωμί, ὁποῦ μείναν δυστυχείς· ἀλλὰ τὴν πατρίδα τοὺς τὴν φυλᾶνε ὡς
πατρίδα.
«Τὸ ἴδιον εἶναι, ἢ ἐγὼ εἶμαι ἢ ὁ Νικήτας»
Υπεύθυνος για την ασφάλεια της συνέλευσης στο Άργος ορίστηκε ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς (Τότε διάταξε τὸν Νικήτα φρουρὰ τῆς Συνέλεψης). Οι πληρεξούσιοι ( οἱ περισσότεροι μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ κόλακες) είναι ωστόσο ανήσυχοι και ζητούν και τη συμμετοχή του Μακρυγιάννη (θέλαν ἐμένα):
“Ἄρχισε
ἡ Συνέλεψη ἔξω εἰς τ᾿ ἀφιθέατρο εἰς τ᾿ Ἄργος – τὸ ῾φκειασε ὁ Κυβερνήτης
ἀξιόλογα. Κι᾿ ἔβαλε καπιστράνες κι᾿ ἔδεσε τὰ γομάρια ὁποῦ ὁδήγησε τοὺς
ἀνθρώπους καὶ σύναξε. Τότε διάταξε τὸν Νικήτα φρουρὰ τῆς Συνέλεψης.
Πολλοὶ πληρεξούσιοι θέλαν ἐμένα. Ἐγὼ τοὺς εἴπα· «Τὸ ἴδιον εἶναι, ἢ ἐγὼ εἶμαι ἢ ὁ Νικήτας».
Μοῦ εἶπε ὁ Κυβερνήτης νά ῾χω ἀνθρώπους νὰ προσέχω κι᾿ ἐγώ. Ἡσύχασα τοὺς
βουλευτᾶς, ὁποῦ μὲ ζητοῦσαν, νὰ μὴ γένη σκίσμα. Ἄρχισε ἡ Συνέλεψη.
Εἶχαν μαζωχτὴ οἱ συντρόφοι τοῦ Κυβερνήτη μας, ὁποῦ τὸν εἶχαν αὐτὸν
διορίση πληρεξούσιον στὸ κάθε μέρος οἱ διοικηταί του – καὶ οἱ πληρεξούσιοι ὅλοι ν᾿ ἀκοῦνε τὸν Κυβερνήτη μας, ὅ,τι τοὺς λέγη ἐκεῖνο νὰ κάνουν.
Ὅτι τὸ περισσότερον μέρος δὲν τὸν γνωρίζει ἀκόμα· δὲν ἐβῆκε ἡ προσωπίδα
νὰ γνωριστοῦν τὰ πατριωτικὰ τοῦ φρονήματα. Καὶ κατὰ ὁποῦ τοὺς ὁδήγησε
ἦταν οἱ περισσότεροι μὲ τὸ πνεῦμα του καὶ κόλακες· κι᾿ ἔκανε ὅ,τι ἤθελε –
καλὸ δικό του, ζημιὰ τῆς πατρίδας.”
Ο κύριος Μαῦρος πῆγε εἰς τὴν Εὐρώπη
Ένα τζιράκι του Καποδίστρια, ο Μαύρος (μὲ γυαλιὰ εἰς τὰ μάτια, βουλευτής) ήταν πληρεξούσιος από τα νησιά, αν και δεν είχε λάβει μέρος στον Αγώνα. Μίλησε στη συνέλευση και ζήτησε να πάψη
το δικαίωμα των στρατιωτικών να εκλέγουν αντιπροσώπους, όπως συνέβαινε
σε ευρωπαϊκές χώρες. Οι στρατιωτικοί που ήταν παρόντες δε μίλησαν
καθόλου (τόσοι ὁπλαρχηγοὶ σημαντικοὶ Πελοπόννησος, Σπάρτης, Ρούμελης καὶ νησιῶν, δὲν κρένει κανένας). Την άποψη του Μαύρου υποστήριξε και ο Τάτζης Μαγγίνας (ὅτι μίλησε κι᾿ αὐτὸς συχρόνως μὲ τὸν Μαῦρον μίαν γνώμη):
Μίαν
ἡμέρα εἶχε ὁδηγήση ἕνα τζιράκι τοῦ τὸν Μαῦρον – ἦταν πληρεξούσιος ἀπὸ
τὰ νησιὰ κι᾿ ἦρθε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, ὁποῦ σπούδαζε, μὲ γυαλιὰ εἰς τὰ μάτια,
βουλευτής. Βγαίνει εἰς τὸ βῆμα, λέγει· «Ἔχομεν μεγάλες χάριτες εἰς τὸ
στρατιωτικόν της θαλάσσης καὶ ξερᾶς, ὅτι σκοτώθηκαν, θυσιάστηκαν διὰ τὴν
πατρίδα. Καὶ ἡ πατρίδα δι᾿ αὐτὰ ὅλα τους ἔδωσε τὸ δικαίωμα κι᾿ ἔχει καὶ
τὸ στρατιωτικὸν πληρεξούσιους. Καὶ ὡς τώρα ἦταν εἰς τῆς ἄλλες
Συνέλεψες· τώρα νὰ πάψη». Κι᾿ ἀφοῦ μίλησε πολύ, λέγει τοῦ προέδρου νὰ τὸ
κανονίση. Ὅτι καμπόσοι πληρεξούσιοι, θαλασσινοὶ καὶ τῆς ξερᾶς
στρατιωτικοί, καὶ δὲν τοὺς ἔδιναν χέρι, ὅτι δὲν παῖζαν τὸν ἄσο τους, νὰ
ἦταν μὲ τὸ πνεῦμα τους. Εἰς αὐτὸ ὅλοι ὁποῦ ἦταν ἐκεῖ, τόσοι ὁπλαρχηγοὶ
σημαντικοὶ Πελοπόννησος, Σπάρτης, Ρούμελης καὶ νησιῶν, δὲν κρένει
κανένας.
Ο Μακρυγιάννης μεταφέρει όσα είπε στη συνέχεια:
“Τότε σηκώνομαι ἐγώ, τοὺς λέγω·
«Κύριε Πρόεδρε! Ἡ μάθηση δὲν μὲ βοηθάγει οὔτε καὶ εἰς τὸ βῆμα νὰ
μιλήσω, οὔτε καὶ ἀπὸ τὸν τόπο μου. Ὅμως ἡ ἀδικία μου δίνει τὸ θάρρος νὰ
μιλήσω ἁπλά, ὅπως μπορῶ. Ὁ κύριος Μαῦρος ἔχει δίκιον ὁποῦ ῾καμεν τόσα
῾γκώμια τοῦ στρατιωτικοῦ θαλάσσης καὶ ξερᾶς. Κι᾿ ὄντως ἀγωνίστη
πατριωτικῶς, ἡ πατρὶς τὸ βράβεψε διὰ ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ ῾δωσε τὸ δικαίωμα
νά ῾χη πληρεξούσιους. Τώρα τοῦ ὑστερεῖ αὐτὸ τὸ δικαίωμα. Ἔχει δίκιον ὁ
κύριος Μαῦρος νὰ λέγη αὐτό, ὅτι ὅταν πολεμούσαμεν ἐμεῖς καὶ
σκοτωνόμαστε, ὁ κύριος Μαῦρος πῆγε εἰς τὴν Εὐρώπη μὲ δυὸ μάτια καὶ
γύρισε μὲ τέσσερα – σπούδαξε κι᾿ ἔβαλε καὶ γυαλένια μάτια. Εἶδε καὶ εἰς
τὴν Εὐρώπη ὁποῦ ῾ναι στρατέματα, καὶ θαλασσινὰ καὶ στεργιανά, καὶ δὲν
ἔχουν πληρεξούσιους. Δὲν ρωτοῦσε ὁ κύριος Μαῦρος διατὶ δὲν ἔχουν; Νὰ τοῦ
τὸ εἰπῶ ἐγώ: Ὅτι αὐτεῖνοι πλερώνονται βαρυοὺς μιστούς, θαλασσινοὶ καὶ
στεργιανοί, καὶ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ὅπλα καὶ καράβια καὶ
ζωοτροφίες, εἶναι ἐθνικά. Ἀφοῦ εἶναι ὅλα ξένα αὐτὰ καὶ πλερώνονται κι᾿
οἱ ἴδιοι, τί πληρεξούσιους θέλουν; Αὐτεῖνοι εἶναι κοπέλια, μιστωτοὶ τοῦ
ἔθνους τους. Οἱ Ἕλληνες, κύριε Μαῦρο καὶ Τάτζη Μαγγίνα
(ὅτι μίλησε κι᾿ αὐτὸς συχρόνως μὲ τὸν Μαῦρον μίαν γνώμη), οἱ Ἕλληνες,
κύριοι, ἔβαλαν τὴν ζωὴ τοὺς πρῶτα, τὸ ντουφέκι τους, τὸ ψωμί τους, τὸ
καράβι τους καὶ κατάστασίν τους μέσα εἰς τὸ καράβι, καὶ μ᾿ αὐτὰ
ἀνάστησαν τὴν πατρίδα καὶ θέλει ὁ ἀγωνιστὴς τὸν πληρεξούσιόν του νὰ τοῦ
μιλήση τὰ δίκια του, νὰ λάβη τὰ δικαιώματά του, ὅτ᾿ εἶναι ἀγωνιστὴς καὶ
λευτερωτὴς τῆς πατρίδος, δὲν εἶναι κοπέλι. Ὅταν λάβη ὁ καθεὶς τὸ δίκιον
του, τότε ἐκεῖνοι ὁποῦ θὰ μποῦνε εἰς ῾πηρεσίαν τῆς πατρίδος, ἀφοῦ θὰ
εἶναι κοπέλια, δὲν θά ῾χουν πληρεξούσιους· ὅμως ἐμεῖς πρέπει νά ῾χωμεν
πληρεξούσιους ὅσο νὰ θεωρήσουμε τὰ δίκια μας. Ὅτι ὅλοι οἱ πολιτικοὶ
πλερώνονται χοντροὺς μιστοὺς καὶ τῶν στρατιωτικῶν τους δίνουν ἀπὸ μίαν
ὁμολογίαν εἴκοσι πέντε γρόσια τὸν μήνα. Καὶ νὰ μὴν γένη αὐτό, Κύριε
Πρόεδρε – καὶ τότε δὲν θὰ ἰδῆ ἀπό μας ἐδῶ μέσα ἕνας τὸν ἄλλον. Τοῦ
κυρίου Μαύρου καὶ Μαγγίνα κι᾿ ἀλλουνῶν τοὺς δίνει χέρι, δὲν μᾶς δίνει
ἐμᾶς».
Με τρύπιες σκούφιες
Ο λόγος του Μακρυγιάννη φαίνεται ότι έπεισε τους στρατιωτικούς –θαλασσινούς καὶ στεργιανούς-, παρόλο που οι περισσότεροι ήταν μιλημένοι και δεμένοι καποδιστριακοί, αλλά εξόργισε τον κυβερνήτη:
“Τότε
αὐτεῖνοι ἐπιστήριξαν τὴν ἰδέα τους. Σηκώθηκαν ὅλοι οἱ στρατιωτικοί,
θαλασσινοὶ καὶ στεργιανοί, κι᾿ ἐπιστήριξαν τὴν δική μου. Κι᾿ ἔμεινε ἡ δική μου πρόταση.
Μαθαίνοντας αὐτὸ ὁ Κυβερνήτης μὲ πῆρε εἰς τὴν ὀργή του – ὅτι ἔχασε καὶ
τὰ πεντακόσια γρόσια ὁποῦ μὸ ῾δωσε· δὲν μὲ δέχονταν νὰ παρουσιαστὼ
ὀμπρός του. Μ᾿ ὑπομονὴ παρουσιάστηκα.
Στην ίδια συνέλευση σχεδίαζαν να κάμουν ευγενείς, να αποδώσουν δηλαδή τίτλους, αξιώματα και μισθούς. Ο Μ. χειρίστηκε το ζήτημα αρκετά έξυπνα, επικαλούμενος την οργή του λαού (ἀναντιώθηκαν οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ κάμουν κίνημα) και τον κίνδυνο εξέγερσης (νὰ μὴν γένη τίποτας καὶ χαθοῦμεν):
“Τοῦ λέγω· «Ξέρεις, Κυβερνήτη μου, τί κάμαν αὐτεῖνοι οἱ πληρεξούσιοι; Κάμαν τέτοια πρότασιν. Κι᾿ ὁ λαός, ὅλοι οἱ ἀγωνισταί, ἤθελαν νὰ τοὺς λιθοβολήσουν καὶ ὕστερα νὰ ριχτοῦν καὶ εἰς τὴν Ἐξοχότη σου.
Τὸ πῆρα χαμπέρι αὐτὸ καὶ μίλησα στὴν Συνέλεψη καὶ εἶπα τοῦ λαοῦ ὅτι μου
εἶπες ἡ Ἐξοχότη σου νὰ μιλήσω. Κι᾿ ὅποιος σου μιλήση, νὰ εἰπῆς ὅτι δὲν
τὸ ῾θελες καὶ μοῦ εἶπες νὰ μιλήσω ἐγώ. Εἶναι κι᾿ ἄλλο ἕνα ὁποῦ μάθαν οἱ
ἄνθρωποι· θέλει ἡ Συνέλεψη νὰ κάμη εὐγενεῖς. Καὶ σ᾿ αὐτὸ ἀναντιώθηκαν οἱ
ἄνθρωποι καὶ θὰ κάμουν κίνημα νὰ μᾶς βαρέσουν. Καὶ
τοὺς μίλησα καὶ δι᾿ αὐτὸ νὰ ἡσυχάσουνε, ὅτι ἡ Ἐξοχότη σου δὲν τοὺς
ἀφίνεις νὰ κάμουν παρόμοια. Καὶ νὰ μὴν γένη τίποτας καὶ χαθοῦμεν.
Πῆρε
ἡ Ἐξοχότη τοῦ εὐκαρίστησιν ὁποῦ ἀγρυπνῶ καὶ μίλησε καὶ τῶν ἐδικῶν του
νὰ μὴν ξανακάμουν τέτοια πρότασιν. Ὅτ᾿ ἤθελαν νὰ κάμουν σύστημα νὰ εἶναι
αὐτεῖνοι ἀπόλυτοι ἀφεντάδες μας κι᾿ ἐμεῖς εἵλωτές τους, νὰ ἤμαστε μὲ
τρύπιες σκούφιες. Μίλησα καὶ καμποσουνῶν καὶ φοβέριζαν, νὰ φαίνεται ὅτι
εἶναι αὐτεινῶν κινήματα.”
Ζήθι!
Ο λόγιος Θεόφιλος Καΐρης εκφώνησε λόγο κατά την υποδοχή του κυβερνήτη. Διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα εξής, σχεδόν προφητικά:
“Χαίρε, και Συ Κυβερνήτα της Ελλάδος,
διότι μετά τοσούτον πολυχρόνιον αποδημίαν, επιστρέφεις εις την κοινήν
πατρίδα, την βλέπεις, την χαιρετάς όχι πλέον δούλην και στενάζουσαν υπό
τον ζυγόν, αλλ’ ελευθέραν, αλλά δεχομένην σε Κυβερνήτην, και
περιμένουσαν να Σε ίδη να οδηγήσης τα τέκνα της εις την αληθινήν
ευδαιμονίαν και εις την αληθινήν δόξαν. Ζήθι! αλλ’ έχων ιερόν έμβλημα ο Θεός και η δικαιοσύνη κυβερνήσουσι την Ελλάδα’.
Ζήθι! αλλά κυβερνών ούτως ώστε να αισθανθή η πατρίς, να καταλάβωμεν και
ημείς, να επαναλάβη η αδέκαστος ιστορία, να αντηχήσωσιν όλοι οι αιώνες,
ότι ου Συ, ουδέ ο υιός σου, ουδέ ο οικείος σου, ουδέ ο φίλος σου, ουδέ πνεύμα φατρίας, αλλ’ αληθώς, αυτός ο νόμος του Θεού, αυτό το δίκαιον, αυτοί της Ελλάδος οι θεσμοί κυβερνώσι την Ελλάδα δια Σου…” [5]
Στο Μακρυγιάννη θα επανέλθουμε, το πλήθος των πηγών είναι άλλωστε τεράστιο και οι απόψεις πολλές και διαφορετικές. Η “αδέκαστος” Ιστορία, 170 χρόνια μετά, έδειξε ότι είναι πρακτικά αδύνατον να συμφωνήσουμε για το τι ήταν
ο Καποδίστριας, όπως και για πλήθος άλλα. Τα εμπράγματα ιστορικά
δεδομένα βεβαίως υπάρχουν, η επιλογή τους όμως και η εκτίμησή τους,
-”θετική ή “αρνητική”- παραμένει πάντα ζήτημα υποκειμενικό. Κι έτσι θα συμβαίνει, για όσο διάστημα οι ιδέες- επομένως και η Ιστορία– θα χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πανάρχαιο αγώνα των ανθρώπων για ισχύ και κυριαρχία, δηλαδή για όσο θα υπάρχουν οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες σε συνθήκες πολιτισμού.
Παραπομπές και ενδεικτική βιβλιογραφία
[1] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΣΤ’, Μέρος 2ο (A’), σ.202, έκδοση Ελευθερουδάκη.
[2] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΣΤ’, Μέρος 2ο (A’), σ.202, έκδοση Ελευθερουδάκη.
[3] Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
[4]
Πηγή:Γιώργος
Σεφέρης, http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CE%B5%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%B7%CF%82
[5] Προσφώνηση του λόγιου Θεοφ. Καΐρη προς τον I. Καποδίστρια Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, 28-1 και 1-2-1828
Τα
σκίτσα του Μακρυγιάννη, του ΚολοκοτρώνΗ, του Κανάρη και το σπίτι στην
Αίγινα είναι από
εδώ: http://surprisedbytime.blogspot.gr/2010/11/necessitous-inhabitants-of-greece-part.html
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου