ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΝ ΦΘΟΝΟ !!
Ο φθόνος είναι πάθος μοχθηρής ψυχής που λιώνει από ζήλια, όταν βλέπει να προκόβει ο διπλανός. Είναι στενοχώρια για τα ξένα αγαθά. Είναι εμπαθής κριτής για τα αγαθά των άλλων. Ο φθόνος είναι ρίζα όλων των κακών, πηγή κάθε συμφοράς και φυτώριο ανουσιουργημάτων. Ο φθόνος είναι απ’ όλα τα πάθη το πιο άδικο και το πιο δίκαιο. Στην πρώτη περίπτωση, ενοχλεί ιδιαίτερα τους καλούς, στη δεύτερη λιώνει αυτούς που το έχουν.
Όπως η σκουριά φθείρει και τρώει το σίδερο, έτσι και η ζήλεια κατατρώει την ψυχή που την έχει. Ο φθόνος λοιπόν πρώτα φθείρει τον φθονερό και έπειτα τον φθονούμενο.Πρώτα εξολοθρεύει την ψυχή του -καθώς το φίδι κατατρώει την κοιλιά που το έθρεψε- και κατόπιν δαγκώνει αυτόν που φθονεί. Από μόνος του ο φθόνος δεν έχει καμιά αιτία ύπαρξης, γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει ούτε συγχώρεσης. Ο φθόνος δεν γνωρίζει να προτιμάει το συμφέρον.
Κανένα πάθος δεν είναι πιο καταστροφικό από τον φθόνο, γιατί διαφθείρει τις ψυχές, από τη στιγμή που φυτρώνει μέσα τους. Αυτός διδάσκει τον φόνο. Ω φθόνε, είσαι ρίζα του θανάτου, πολύπλοκη νόσος, της καρδιάς αιχμηρότατο καρφί· τίποτα δεν κεντάει πιο αιχμηρά όπως εσύ· τρυπάς όποια καρδιά σε έχει μέσα της.
Μεγάλο κακό ο φθόνος. Αυτός μαυρίζει τα μάτια της ψυχής και την περιτυλίγει με βαθύ σκοτάδι. Αυτός προκαλεί αναισθησία στις αισθήσεις της. Πρώτα την σκλήρυνε και μετά την οδήγησε στην πώρωση. Αυτός τελείως διέφθειρε τον άνθρωπο. Ούτε το σκουλήκι και ο σκόρος συνηθίζει έτσι να εγκαθίσταται στο ξύλο και να το τρώει, ούτε ο σκόρος που τρώει το μαλλί, δεν κάνει τόσο κακό, καθώς ο πυρετός της ζήλειας κατατρώει τα κόκκαλα των φθονερών και καταληστεύει την σωφροσύνη της ψυχής.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Τι πιο καταστροφικό μπορεί να υπάρχει από την αρρώστια αυτή; Είναι φθορά της ζωής, αρρώστια της φύσης· εχθρεύεται ακόμη και αυτά που ο Θεός έχει δώσει, εναντιώνεται προς τον Θεό, είναι κακό αφόρητο, διδασκαλία του πονηρού, εφεύρεση των δαιμόνων, σπορά έχθρας, αρραβώνας της κόλασης, εμπόδιο της ευσέβειας, δρόμος προς τη γέεννα, στέρηση της βασιλείας των ουρανών».
Ο δε Χρυσόστομος λέει: «Ο φθόνος μετατρέπει τον άνθρωπο σε διάβολο. Τον μετατρέπει σε άγριο δαίμονα. Από φθόνο έγινε ο πρώτος φόνος· έτσι αγνοήθηκε η φύση, έτσι μολύνθηκε η γη. Τίποτα πιο ολέθριο δεν τρυπώνει στις ψυχές των ανθρώπων, από το πάθος του φθόνου, ο οποίος πολύ λίγο λυπεί και κάνει κακό στους άλλους, αφού το μεγαλύτερο κακό το παθαίνει πρώτα αυτός που φθονεί».
<< ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΕΣ >>
Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ σατανική ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τό Θεό καί βλασφημεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾿ αὐτό καί πολύ δύσκολα θεραπεύεται. Εἶναι ἕνα βαθύ σκοτάδι, τό ὁποῖο ἐμποδίζει τά μάτια τῆς ψυχῆς νά δοῦν τό φῶς πού ὑπάρχει μέσα της καί πού ὁδηγεῖ στό Θεό, στήν ταπείνωση, στήν ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἀντίθετα, ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς δέν εἶναι γέννημα τῆς σατανικῆς ὑπερηφάνειας, ἀλλά δημιουργεῖται ἀπό διάφορες καταστάσεις καί γεγονότα: πλοῦτο, δόξα, τιμές, πνευματικά ἤ σωματικά χαρίσματα (εὐφυΐα, ὀμορφιά, δύναμη, δεξιοτεχνία κ.λπ.). Ὅλα αὐτά σηκώνουν ψηλά τά μυαλά τῶν ἀνόητων ἀνθρώπων, πού γίνονται ἔτσι ματαιόφρονες, χωρίς ὅμως νά εἶναι καί ἄθεοι… Αὐτοί πολλές φορές ἐλεοῦνται ἀπό τό Θεό, παιδαγωγοῦνται καί σωφρονίζονται. Ἡ καρδιά τους συντρίβεται, παύει νά ἐπιζητεῖ δόξες καί ματαιότητες, κι ἔτσι θεραπεύονται.
Ἡ πνευματική σας ἐργασία νά εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς καρδιᾶς σας. Μήπως φωλιάζει σ᾿ αὐτήν σάν φαρμακερό φίδι ἡ ὑπερηφάνεια, τό πάθος πού γεννάει πολλά κακά, πού ἀπονεκρώνει κάθε ἀρετή πού δηλητηριάζει τά πάντα.
Σ᾿ αὐτή τήν ἑωσφορική κακία πρέπει νά στραφεῖ ὅλη σας ἡ φροντίδα. Μέρα καί νύχτα νά σᾶς γίνει ἔργο ἀδιάλειπτο ἡ ἔρευνά της.
Θά εἶναι ἀλήθεια, νομίζω, ἄν πῶ ὅτι ὅλη ἡ πνευματική μας φροντίδα συνίσταται στήν ἀναζήτηση καί ἐξόντωση τῆς ὑπερηφάνειας καί τῶν παιδιῶν της. Ἄν ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτήν καί θρονιάσουμε στήν καρδιά μας τήν ταπεινοφροσύνη, τότε ἔχουμε τό πᾶν. Γιατί ὅπου βρίσκεται ἡ ἀληθινή κατά Χριστόν ταπείνωση, ἐκεῖ βρίσκονται μαζεμένες καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές πού μᾶς ὑψώνουν ὥς τό Θεό.
Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ
Αγνωμοσύνη είναι η λησμοσύνη τής ευεργεσίας που έγινε και η έλλειψη κάθε φιλικού αισθήματος προς τον ευεργέτη.
Αχαριστία είναι η απροθυμία να ανταποδώσει κανείς τη χάρη που έλαβε.
Ο αγνώμων έχει αναίσθητη ψυχή, γιατί είναι αναίσθητος στην ευεργεσία που δέχτηκε.
Ο αγνώμων έχει ασυμπαθή καρδιά, γιατί καμιά συμπάθεια δεν γεννιέται για τον ευεργέτη, ούτε αναπτύσσεται κανένα συναίσθημα αγάπης προς αυτόν. Η καρδιά του είναι άδεια από αγάπη.
Ο αγνώμων δεν αγαπάει ούτε τον Θεό που τον γέμισε με αγαθά ικανοποιώντας τις επιθυμίες του. Γιατί αφού τον ευεργέτη του που βλέπει δεν αγαπάει, πώς θα μπορούσε να αγαπάει τον Θεό που δεν βλέπει;
Ο αγνώμων έχει διεστραμμένο μυαλό, γιατί πείθει τον εαυτό του με παραλογισμούς, ότι δεν οφείλει καμιά χάρη στον ευεργέτη του και καμιά ευγνωμοσύνη.
ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΣΟΣ
Μίσος! Αποτρόπαιο όνομα, φοβερή λέξη, σατανικό πάθος. Το όνομά του δηλώνει έχθρα και αποστροφή προς τον Θεό και τον άνθρωπο· η παρουσία οπουδήποτε κι αν εμφανιστεί, απειλεί με καταστροφή. Για κανένα δεν φροντίζει, κανένα δεν λυπάται ούτε ελεεί, είναι σκληρό προς όλους και επιζητά την απώλειά τους.
ΠΕΡΙ ΑΝΕΙΛΙΚΡΙΝΟΥΣ ΦΙΛΟΥ
Ο ανειλικρινής φίλος είναι άνθρωπος ιδιοτελής, άφιλος, κρυψίνους, εγωιστής, υποκριτής. Φοράει το προσωπείο της φιλίας για να ωφεληθεί από οτιδήποτε χρήσιμο μπορεί να προκύψει. Λέει ψέματα όταν μιλάει για φιλία και έχει δόλο μέσα του όταν παριστάνει τον αφοσιωμένο.
ο ίδιος θέλει τη βοήθεια του φίλου του όταν όμως εκείνος του ζητάει βοήθεια, την αρνείται, προφασιζόμενος χίλιες δυο δικαιολογίες. Επιδεικνύει φιλία όταν όλα πάνε καλά, αλλά όταν ο φίλος του περνάει δύσκολα τον απαρνείται. Τον θυμάται όταν αυτός είναι ευτυχισμένος και από μακριά ζητάει να μάθει γι’ αυτόν. Εύχεται ευτυχία σ’ αυτόν πού ήδη ευτυχεί και υγεία στον υγιή.
Σ’ αυτόν πού πράττει σωστά, του εύχεται ευπραγία. Ενώ έχει δόξα, του εύχεται ευδοξία κι ενώ ο φίλος του είναι πλούσιος, του στέλνει πλούσια δώρα κάνει δε ότι μπορεί για να δείξει φιλία προς επίδειξη.
Τον ξεχνάει όμως γρήγορα όταν πέσει σε ατύχημα και δεν ρωτάει γι’ αυτόν. Ενώ είναι γείτονάς του, δεν ενδιαφέρεται, τον αποφεύγει και τον καταριέται. Του καταλογίζει ανοησία για το γεγονός ότι δυσκολεύεται κάπου, τον ξεχνάει στην ασθένειά του, δεν τον πλησιάζει στη δυστυχία του, σαν ατυχήσει τον αποστρέφεται, ταπεινωμένο τον εξουθενώνει, όταν πτωχεύσει δεν θέλει καν να τον βλέπει, όταν πεινάει δεν τον φροντίζει, ακόμα και όταν πάει να πεθάνει δεν τον ελεεί. Τέτοιος είναι ο ανειλικρινής φίλος.
ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Ο πλεονέκτης συγκεντρώνει ασήμι και μαζεύει χρυσάφι, κτίζει σπίτια και πλησιάζει οικία την οικία και αγρό τον αγρό, με σκοπό να αφαιρέσει κάτι από τον ιδιοκτήτη έως ότου δεν του αφήσει τίποτα. Ο πλεονέκτης, όσο περισσότερο αυξάνει την περιουσία του, τόσο περισσότερο γίνεται άπληστος. Ο πλεονέκτης αισθάνεται δίψα για χρυσάφι και πείνα για περιουσία γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να απαλλαγεί ούτε από τη φτώχεια ούτε από τη στέρηση. Με ποτό μεν έχουν σβήσει την όρεξη του πότη και την επιθυμία της τροφής τη χόρτασαν με τροφή. Την πλεονεξία όμως δεν την έσβησαν ούτε με ασήμι ούτε με χρυσάφι.
Στον πλεονέκτη ταιριάζει αυτό που έχουν πει για τον αλαζόνα γιατρό: «Το φάρμακό σου κάνει την αρρώστια να χειροτερεύει».
Η πλεονεξία είναι άπιστη μανία που ενθουσιάζει την αχόρταγη ψυχή με σκοπό να αυξήσει την περιουσία που ήδη κατέχει.Τόσο πολύ ανάβει στην ψυχή δυνατή επιθυμία γι’ αυτά που δεν έχει, ώστε να αμελεί αυτά που έχει κατακτήσει. Γι’ αυτό ο πλεονέκτης δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα άξιο αγάπης. Γιατί το αγαθό που προηγουμένως το αγαπούσε και επιθυμούσε να το κάνει δικό του, μόλις το αποκτήσει, χάνει στα μάτια του τον προηγούμενο χαρακτήρα και αποβαίνει ανάξιο της αγάπης του ώστε καταλήγει να παραμελείται. Ο πλεονέκτης δεν αγαπάει όσα έχει κατακτήσει΄ ευχαριστιέται μόνο με την προσδοκία, την αναμονή του κέρδους, του πλούτου, του αγαθού.
Αυτό όμως εκπνέει, από τη στιγμή που το αποκτά. Αντίθετα, η αγάπη σ’ αυτά που έχουν αποκτηθεί, διώχνει μακριά την πλεονεξία και φέρνει την αυτάρκεια. Η δε αυτάρκεια φέρνει τον χορτασμό, την πλησμονή και την αμέλεια για νέες κατακτήσεις. Ενώ οι πλεονέκτες θησαυρίζουν και δεν γνωρίζουν τι και για ποιο σκοπό μαζεύουν. Είναι ανένδοτοι στο να δώσουν ελεημοσύνη και οκνηροί στο να προσφέρουν, διότι αυτοί που κερδίζουν από πλεονεξία, δεν θέλουν να ξοδεύουν τίποτα.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει για τον πλεονέκτη: «Τον πλεονέκτη τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Είναι χειρότερος και από τη φωτιά. Θέλει συνεχώς τα πάντα για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται να απολαύσει αυτά που μάζεψε, αλλά σπαταλάει τον εαυτό του με την επιθυμία να κατακτήσει όλο και περισσότερα. Κατόπιν ξαγρυπνάει και είναι όλο μέριμνες και φροντίδες. Όσο λοιπόν αυξάνει ο πλούτος, τόσο βαρύτερη γίνεται η μέριμνα για τη ζωή του.
Περί κλοπής και αρπαγής και περί κλέφτη και άρπαγα
Κλοπή είναι το να αφαιρεί στα κρυφά κανείς κάτι από κάποιον. Αρπαγή δε το να αφαιρεί κανείς κάτι με τη βία. Ο κλέφτης και ο άρπαγας είναι ανόητοι και άμυαλοι, γιατί μίσησαν την έντιμη εργασία που αποδίδει κέρδος με ευφροσύνη και αγάπησαν το να είναι αργόσχολοι΄ αγάπησαν την αργία που οδηγεί στην κλοπή, την αρπαγή και κάθε κακία απ’ την οποία πηγάζει κάθε πίκρα.
Οι κλέφτες και οι άρπαγες μίσησαν την αληθινή χαρά, την ευδαιμονία και αγάπησαν την κακοδαιμονία, μίσησαν την ίδια την ψυχή τους. Αποφεύγουν το φως της μέρας, για να μην τους αποκαλύψει και καταφεύγουν σε σκοτεινές σπηλιές, για να τους καλύψει το πέπλο του σκότους. Τρέμουν τη σκιά της εξουσίας και δεν μπορούν να βρουν ηρεμία. Περνούν δύσκολες νύχτες και το πάθος της ακολασίας απομακρύνει απ’ αυτό κάθε ανάπαυση. Οι κλέφτες και οι άρπαγες κολάζονται εδώ αλλά και στην άλλη ζωή θα καταδικαστούν αυστηρά για τις αδικίες τους.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΠΙΣΤΟΥ
Ο άπιστος είναι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων, γιατί στερήθηκε το μοναδικό αγαθό πάνω στη γη, την πίστη, που είναι ο μόνος αληθινός οδηγός προς την αλήθεια και την ευτυχία. Ο άπιστος είναι τόσο δυστυχής, αφού έχει στερηθεί πια την ελπίδα, το μοναδικό στήριγμα στον μακρύ δρόμο της ζωής. Ο άπιστος είναι πάρα πολύ δυστυχής γιατί του λείπει η αληθινή αγάπη των ανθρώπων που περιβάλλει με φροντίδα τη θλιμμένη καρδιά. Ο άπιστος είναι δυστυχέστατος καθότι στερήθηκε το θείο κάλλος, τη θεία εικόνα τού Δημιουργού, την οποία ο ίδιος ο θείος καλλιτέχνης χάραξε και την οποία η πίστη αποκάλυψε.
Ο οφθαλμός του άπιστου τίποτε άλλο δεν βρίσκει μέσα στη δημιουργία, παρά μόνο τη δράση της φύσης. Η λαμπρή εικόνα του θείου Δημιουργού, το θαυμάσιο κάλλος της γι` αυτόν μένουν καλυμμένα και ανεξερεύνητα. Το βλέμμα του πλανιέται άσκοπα μέσα στο άπειρο της δημιουργίας, πουθενά όμως δεν βρίσκει την ομορφιά της σοφίας του Θεού’ πουθενά δεν θαυμάζει τη θεία παντοδυναμία, πουθενά δεν ανακαλύπτει την αγαθότητα τού Θεού, τη θεία πρόνοια, τη δικαιοσύνη και την αγάπη τού Δημιουργού προς τη δημιουργία.
Ο νους του δεν μπορεί να οδηγηθεί πέραν τού ορατού κόσμου, ούτε να υπερβεί τα όρια των αισθήσεων. Η καρδιά του παραμένει αναίσθητη μπροστά στην απεικόνιση της θείας σοφίας και δύναμης. Σ’ αυτή δεν γεννιέται κανένα συναίσθημα λατρείας. Τα χείλη του μένουν σφραγισμένα, το στόμα του ακίνητο, η γλώσσα του ασάλευτη. Δεν βγαίνει φωνή μέσα από το στέρνο του, που να υμνεί, να δοξολογεί, να ευλογεί και να ευχαριστεί τον Θεό.
Η χαρά που είναι απλωμένη στο σύμπαν εγκατέλειψε την καρδιά του απίστου, διότι απ’ αυτήν έχει απομακρυνθεί ο Θεός. Αυτό το κενό, το κάλυψε η λύπη, η βαριεστιμάρα και η ανυπομονησία. Παραμένει κακόκεφος, η δε έλλειψη φροντίδας για τα πνευματικά έχει καταλάβει το πνεύμα του. Πλανιέται μέσα στη δίχως φως και απατηλή νύχτα της ζωής αυτής, όπου καμιά ακτίνα φωτός δεν φωτίζει τους σκοτεινούς δρόμους του. Κανείς δεν καθοδηγεί, κανείς δεν κατευθύνει τα βήματά του. Στο στάδιο της ζωής είναι μόνος. Διέρχεται τον βίο του δίχως την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Περνά μέσα από πολλές παγίδες και κανείς δεν μπορεί να τον απελευθερώσει απ’αυτές. Πέφτει μέσα σ’ αυτές και συνθλίβεται από το βάρος τους. Στις θλίψεις του κανείς δεν μπορεί να τον ανακουφίσει.
Η ειρήνη της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς, φυγαδεύτηκαν από την απιστία, και το πένθος κατέκλυσε τα βάθη της καρδιάς του. Η χαρά που βρίσκει ο πιστός στην εργασία των θεϊκών εντολών και η ευτυχία που προέρχεται από τον ηθικό βίο, είναι για τον άπιστο άγνωστα συναισθήματα. Η αγαλλίαση που προέρχεται από τη θρησκεία ποτέ δεν επισκέφτηκε την καρδιά του άπιστου. Η πεποίθηση που πηγάζει από την πίστη στη θεία πρόνοια και η οποία καταπαύει τις φροντίδες της ζωής, είναι γι’ αυτόν μια δύναμη ακατανόητη.
Η ευχαρίστηση που προέρχεται από την αγάπη και την ευεργεσία αποτελούν για τον άπιστο παντελώς άγνωστα μυστήρια. Ο άπιστος θέτοντας ως αρχή την ύλη, περιόρισε την αληθινή ευδαιμονία του άνθρωπου στον πολύ στενό κύκλο των πρόσκαιρων απολαύσεων, φροντίζοντας πάντοτε για την ικανοποίησή τους και ασχολούμενος διαρκώς με αυτές. Τα θέλγητρα της αρετής είναι σ’ αυτόν τελείως ξένα. Δεν έχει γευθεί τη γλυκύτητα αυτής της χάρης. Ο άπιστος αγνόησε ποιά είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και έτρεξε, δίχως να το καταλάβει, στις πηγές της πίκρας. Η απόλαυση τού έφερε τον κορεσμό και ο κορεσμός την αηδία. Η αηδία έφερε την ανία, η ανία τη θλίψη, η θλίψη τον πόνο και ο πόνος την απόγνωση. Όλα όσα μέχρι τώρα τον έθελγαν, έχασαν τη χάρη τους. Διότι όλες οι απολαύσεις του κόσμου, ως πεπερασμένες, είναι και ανίκανες να κάνουν τον άπιστο ευτυχισμένο.
Εφόσον η καρδιά του άνθρωπου έχει πλαστεί για να κατοικηθεί από τον Θεό, το απόλυτο αγαθό, σκιρτάει και χαίρεται μόνο με αυτό το αγαθό γιατί σ` αυτό βρίσκεται ο Θεός. Από την καρδιά όμως του άπιστου ο Θεός έχει απομακρυνθεί. Η καρδιά έχει άπειρους πόθους, αφού πλάστηκε για να περιλάβει μέσα της το άπειρο. Ωστόσο, η καρδιά του άπιστου δεν είναι πια γεμάτη από το άπειρο και πάντα στενάζει, αναζητά και ποθεί, αλλά ουδέποτε ικανοποιείται. Κι αυτό διότι οι απολαύσεις του κόσμου είναι ανίσχυρες να καλύψουν το κενό της καρδιάς του.
Οι ηδονές και οι διασκεδάσεις του κόσμου, όταν σβήνουν, αφήνουν στην καρδιά ένα κατακάθι πίκρας. Οι δε μάταιες δόξες έχουν συντρόφισσες τις θλίψεις.
Ο άπιστος αγνόησε ότι η ευτυχία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην απόλαυση των επίγειων αγαθών, αλλά στην αγάπη του Θεού, του απόλυτου και αιώνιου αγαθού. Εδώ βρίσκεται και η κακοδαιμονία αυτών που αγνοούν τον Θεό. Αυτός που αρνείται τον Θεό είναι σαν να αρνείται την ευτυχία του και την ατέλειωτη μακαριότητα. Αγωνίζεται δυστυχισμένος στον πολύμοχθο αγώνα της ζωής.
Έτσι, απελπισμένος και με τη δειλία φωλιασμένη στην ψυχή του, βαδίζει προς τον ήδη ανοιγμένο τάφο του. Το θαυμάσιο έργο που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, αυτό που διαδραματίζεται πάνω στην παγκόσμια σκηνή και το οποίο διευθύνει η θεία σοφία, η θεία χάρη και δύναμη κι ενώ αυτά τα ίδια είναι οι πρωταγωνιστές, με συμπαραστάτες την αρμονία και τη θεία καλοσύνη, περνάει από μπροστά του τελείως απαρατήρητο. Κυλά μπρος στα πόδια του το γλυκό νερό του ποταμού της χαράς και της ευτυχίας, αλλά αυτός σαν καταδικασμένος Τάνταλος, αδυνατεί να δροσίσει την ξεραμένη από την απιστία γλώσσα του, σβήνοντας τη δίψα που τον καίει, διότι το νερό που τρέχει από τη δροσογόνο πηγή της πίστης, γλιστρά και φεύγει μπροστά από τα χείλη του.
Δυστυχισμένε δούλε σκληρού τυράννου! Πώς σου έκλεψαν την ευτυχία; Πώς σου άρπαξαν τον θησαυρό; Έχασες την πίστη σου, αρνήθηκες τον Θεό σου, αρνήθηκες την αποκάλυψή Του και πέταξες την πλουσιοπάροχη δωρεά της θείας χάρης. Πόσο άθλια είναι η ζωή του ανθρώπου αυτού! Αυτή είναι μια σειρά από βάσανα, γιατί το τερπνό έχασε στα μάτια του τον τερπνό χαρακτήρα του. Η φύση γύρω του τού φαίνεται στείρα και άγονη δεν γεννά μέσα του καμιά ευχαρίστηση και κανένα χαρμόσυνο συναίσθημα. Κανένα από τα δημιουργήματα του Θεού δεν του χαμογελά. Ένα πένθιμο πέπλο έχει σκεπάσει τη χάρη της φύσης, η οποία πλέον δεν τον έλκει με κανένα της θέλγητρο. Η ζωή του έχει γίνει βάρος δυσβάστακτο και η διάρκειά της στον χρόνο πού κυλάει, μοιάζει με αφόρητη ταλαιπωρία.
Να λοιπόν που η απελπισία εμφανίζεται ήδη μπροστά του σαν δήμιος κι ένα σκληρό βασανιστήριο τυραννάει τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Το θάρρος του τον έχει κιόλας εγκαταλείψει, η αντίστασή του εξασθένησε και οι ηθικές του δυνάμεις έχουν πλέον διαφθαρεί από την απιστία. Φέρεται σαν άνθρωπος που κινείται από κάτι άλλο, δηλαδή από την απιστία, έχει δε παραδοθεί στα φοβερά δεσμά της απόγνωσης, η οποία είναι πάντα δίχως έλεος και συμπάθεια. Εκσφενδονίζεται στον βυθό της απώλειας, στα μαύρα Τάρταρα, όπου τότε μόνο θα βγει, όταν τον καλέσει η φωνή τού θείου Δημιουργού του, τον όποιο απαρνήθηκε, για να δώσει λόγο για την απιστία του. Τότε θα κατακριθεί και θα σταλεί στο πυρ το αιώνιο.
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΝ ΦΘΟΝΟ !!
Ο φθόνος είναι πάθος μοχθηρής ψυχής που λιώνει από ζήλια, όταν βλέπει να προκόβει ο διπλανός. Είναι στενοχώρια για τα ξένα αγαθά. Είναι εμπαθής κριτής για τα αγαθά των άλλων. Ο φθόνος είναι ρίζα όλων των κακών, πηγή κάθε συμφοράς και φυτώριο ανουσιουργημάτων. Ο φθόνος είναι απ’ όλα τα πάθη το πιο άδικο και το πιο δίκαιο. Στην πρώτη περίπτωση, ενοχλεί ιδιαίτερα τους καλούς, στη δεύτερη λιώνει αυτούς που το έχουν.
Όπως η σκουριά φθείρει και τρώει το σίδερο, έτσι και η ζήλεια κατατρώει την ψυχή που την έχει. Ο φθόνος λοιπόν πρώτα φθείρει τον φθονερό και έπειτα τον φθονούμενο.Πρώτα εξολοθρεύει την ψυχή του -καθώς το φίδι κατατρώει την κοιλιά που το έθρεψε- και κατόπιν δαγκώνει αυτόν που φθονεί. Από μόνος του ο φθόνος δεν έχει καμιά αιτία ύπαρξης, γι’ αυτό δεν μπορεί να τύχει ούτε συγχώρεσης. Ο φθόνος δεν γνωρίζει να προτιμάει το συμφέρον.
Κανένα πάθος δεν είναι πιο καταστροφικό από τον φθόνο, γιατί διαφθείρει τις ψυχές, από τη στιγμή που φυτρώνει μέσα τους. Αυτός διδάσκει τον φόνο. Ω φθόνε, είσαι ρίζα του θανάτου, πολύπλοκη νόσος, της καρδιάς αιχμηρότατο καρφί· τίποτα δεν κεντάει πιο αιχμηρά όπως εσύ· τρυπάς όποια καρδιά σε έχει μέσα της.
Μεγάλο κακό ο φθόνος. Αυτός μαυρίζει τα μάτια της ψυχής και την περιτυλίγει με βαθύ σκοτάδι. Αυτός προκαλεί αναισθησία στις αισθήσεις της. Πρώτα την σκλήρυνε και μετά την οδήγησε στην πώρωση. Αυτός τελείως διέφθειρε τον άνθρωπο. Ούτε το σκουλήκι και ο σκόρος συνηθίζει έτσι να εγκαθίσταται στο ξύλο και να το τρώει, ούτε ο σκόρος που τρώει το μαλλί, δεν κάνει τόσο κακό, καθώς ο πυρετός της ζήλειας κατατρώει τα κόκκαλα των φθονερών και καταληστεύει την σωφροσύνη της ψυχής.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Τι πιο καταστροφικό μπορεί να υπάρχει από την αρρώστια αυτή; Είναι φθορά της ζωής, αρρώστια της φύσης· εχθρεύεται ακόμη και αυτά που ο Θεός έχει δώσει, εναντιώνεται προς τον Θεό, είναι κακό αφόρητο, διδασκαλία του πονηρού, εφεύρεση των δαιμόνων, σπορά έχθρας, αρραβώνας της κόλασης, εμπόδιο της ευσέβειας, δρόμος προς τη γέεννα, στέρηση της βασιλείας των ουρανών».
Ο δε Χρυσόστομος λέει: «Ο φθόνος μετατρέπει τον άνθρωπο σε διάβολο. Τον μετατρέπει σε άγριο δαίμονα. Από φθόνο έγινε ο πρώτος φόνος· έτσι αγνοήθηκε η φύση, έτσι μολύνθηκε η γη. Τίποτα πιο ολέθριο δεν τρυπώνει στις ψυχές των ανθρώπων, από το πάθος του φθόνου, ο οποίος πολύ λίγο λυπεί και κάνει κακό στους άλλους, αφού το μεγαλύτερο κακό το παθαίνει πρώτα αυτός που φθονεί».
<< ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΕΣ >>
Ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ νοῦ εἶναι ἡ σατανική ὑπερηφάνεια, ἡ ὁποία ἀρνεῖται τό Θεό καί βλασφημεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾿ αὐτό καί πολύ δύσκολα θεραπεύεται. Εἶναι ἕνα βαθύ σκοτάδι, τό ὁποῖο ἐμποδίζει τά μάτια τῆς ψυχῆς νά δοῦν τό φῶς πού ὑπάρχει μέσα της καί πού ὁδηγεῖ στό Θεό, στήν ταπείνωση, στήν ἐπιθυμία τοῦ ἀγαθοῦ.
Ἀντίθετα, ἡ ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς δέν εἶναι γέννημα τῆς σατανικῆς ὑπερηφάνειας, ἀλλά δημιουργεῖται ἀπό διάφορες καταστάσεις καί γεγονότα: πλοῦτο, δόξα, τιμές, πνευματικά ἤ σωματικά χαρίσματα (εὐφυΐα, ὀμορφιά, δύναμη, δεξιοτεχνία κ.λπ.). Ὅλα αὐτά σηκώνουν ψηλά τά μυαλά τῶν ἀνόητων ἀνθρώπων, πού γίνονται ἔτσι ματαιόφρονες, χωρίς ὅμως νά εἶναι καί ἄθεοι… Αὐτοί πολλές φορές ἐλεοῦνται ἀπό τό Θεό, παιδαγωγοῦνται καί σωφρονίζονται. Ἡ καρδιά τους συντρίβεται, παύει νά ἐπιζητεῖ δόξες καί ματαιότητες, κι ἔτσι θεραπεύονται.
Ἡ πνευματική σας ἐργασία νά εἶναι ἡ ἐξέταση τῆς καρδιᾶς σας. Μήπως φωλιάζει σ᾿ αὐτήν σάν φαρμακερό φίδι ἡ ὑπερηφάνεια, τό πάθος πού γεννάει πολλά κακά, πού ἀπονεκρώνει κάθε ἀρετή πού δηλητηριάζει τά πάντα.
Σ᾿ αὐτή τήν ἑωσφορική κακία πρέπει νά στραφεῖ ὅλη σας ἡ φροντίδα. Μέρα καί νύχτα νά σᾶς γίνει ἔργο ἀδιάλειπτο ἡ ἔρευνά της.
Θά εἶναι ἀλήθεια, νομίζω, ἄν πῶ ὅτι ὅλη ἡ πνευματική μας φροντίδα συνίσταται στήν ἀναζήτηση καί ἐξόντωση τῆς ὑπερηφάνειας καί τῶν παιδιῶν της. Ἄν ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτήν καί θρονιάσουμε στήν καρδιά μας τήν ταπεινοφροσύνη, τότε ἔχουμε τό πᾶν. Γιατί ὅπου βρίσκεται ἡ ἀληθινή κατά Χριστόν ταπείνωση, ἐκεῖ βρίσκονται μαζεμένες καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές πού μᾶς ὑψώνουν ὥς τό Θεό.
Η ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ
Αγνωμοσύνη είναι η λησμοσύνη τής ευεργεσίας που έγινε και η έλλειψη κάθε φιλικού αισθήματος προς τον ευεργέτη.
Αχαριστία είναι η απροθυμία να ανταποδώσει κανείς τη χάρη που έλαβε.
Ο αγνώμων έχει αναίσθητη ψυχή, γιατί είναι αναίσθητος στην ευεργεσία που δέχτηκε.
Ο αγνώμων έχει ασυμπαθή καρδιά, γιατί καμιά συμπάθεια δεν γεννιέται για τον ευεργέτη, ούτε αναπτύσσεται κανένα συναίσθημα αγάπης προς αυτόν. Η καρδιά του είναι άδεια από αγάπη.
Ο αγνώμων δεν αγαπάει ούτε τον Θεό που τον γέμισε με αγαθά ικανοποιώντας τις επιθυμίες του. Γιατί αφού τον ευεργέτη του που βλέπει δεν αγαπάει, πώς θα μπορούσε να αγαπάει τον Θεό που δεν βλέπει;
Ο αγνώμων έχει διεστραμμένο μυαλό, γιατί πείθει τον εαυτό του με παραλογισμούς, ότι δεν οφείλει καμιά χάρη στον ευεργέτη του και καμιά ευγνωμοσύνη.
ΓΙΑ ΤΟ ΜΙΣΟΣ
Μίσος! Αποτρόπαιο όνομα, φοβερή λέξη, σατανικό πάθος. Το όνομά του δηλώνει έχθρα και αποστροφή προς τον Θεό και τον άνθρωπο· η παρουσία οπουδήποτε κι αν εμφανιστεί, απειλεί με καταστροφή. Για κανένα δεν φροντίζει, κανένα δεν λυπάται ούτε ελεεί, είναι σκληρό προς όλους και επιζητά την απώλειά τους.
ΠΕΡΙ ΑΝΕΙΛΙΚΡΙΝΟΥΣ ΦΙΛΟΥ
Ο ανειλικρινής φίλος είναι άνθρωπος ιδιοτελής, άφιλος, κρυψίνους, εγωιστής, υποκριτής. Φοράει το προσωπείο της φιλίας για να ωφεληθεί από οτιδήποτε χρήσιμο μπορεί να προκύψει. Λέει ψέματα όταν μιλάει για φιλία και έχει δόλο μέσα του όταν παριστάνει τον αφοσιωμένο.
ο ίδιος θέλει τη βοήθεια του φίλου του όταν όμως εκείνος του ζητάει βοήθεια, την αρνείται, προφασιζόμενος χίλιες δυο δικαιολογίες. Επιδεικνύει φιλία όταν όλα πάνε καλά, αλλά όταν ο φίλος του περνάει δύσκολα τον απαρνείται. Τον θυμάται όταν αυτός είναι ευτυχισμένος και από μακριά ζητάει να μάθει γι’ αυτόν. Εύχεται ευτυχία σ’ αυτόν πού ήδη ευτυχεί και υγεία στον υγιή.
Σ’ αυτόν πού πράττει σωστά, του εύχεται ευπραγία. Ενώ έχει δόξα, του εύχεται ευδοξία κι ενώ ο φίλος του είναι πλούσιος, του στέλνει πλούσια δώρα κάνει δε ότι μπορεί για να δείξει φιλία προς επίδειξη.
Τον ξεχνάει όμως γρήγορα όταν πέσει σε ατύχημα και δεν ρωτάει γι’ αυτόν. Ενώ είναι γείτονάς του, δεν ενδιαφέρεται, τον αποφεύγει και τον καταριέται. Του καταλογίζει ανοησία για το γεγονός ότι δυσκολεύεται κάπου, τον ξεχνάει στην ασθένειά του, δεν τον πλησιάζει στη δυστυχία του, σαν ατυχήσει τον αποστρέφεται, ταπεινωμένο τον εξουθενώνει, όταν πτωχεύσει δεν θέλει καν να τον βλέπει, όταν πεινάει δεν τον φροντίζει, ακόμα και όταν πάει να πεθάνει δεν τον ελεεί. Τέτοιος είναι ο ανειλικρινής φίλος.
ΠΕΡΙ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗ ΚΑΙ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ
Ο πλεονέκτης συγκεντρώνει ασήμι και μαζεύει χρυσάφι, κτίζει σπίτια και πλησιάζει οικία την οικία και αγρό τον αγρό, με σκοπό να αφαιρέσει κάτι από τον ιδιοκτήτη έως ότου δεν του αφήσει τίποτα. Ο πλεονέκτης, όσο περισσότερο αυξάνει την περιουσία του, τόσο περισσότερο γίνεται άπληστος. Ο πλεονέκτης αισθάνεται δίψα για χρυσάφι και πείνα για περιουσία γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να απαλλαγεί ούτε από τη φτώχεια ούτε από τη στέρηση. Με ποτό μεν έχουν σβήσει την όρεξη του πότη και την επιθυμία της τροφής τη χόρτασαν με τροφή. Την πλεονεξία όμως δεν την έσβησαν ούτε με ασήμι ούτε με χρυσάφι.
Στον πλεονέκτη ταιριάζει αυτό που έχουν πει για τον αλαζόνα γιατρό: «Το φάρμακό σου κάνει την αρρώστια να χειροτερεύει».
Η πλεονεξία είναι άπιστη μανία που ενθουσιάζει την αχόρταγη ψυχή με σκοπό να αυξήσει την περιουσία που ήδη κατέχει.Τόσο πολύ ανάβει στην ψυχή δυνατή επιθυμία γι’ αυτά που δεν έχει, ώστε να αμελεί αυτά που έχει κατακτήσει. Γι’ αυτό ο πλεονέκτης δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα άξιο αγάπης. Γιατί το αγαθό που προηγουμένως το αγαπούσε και επιθυμούσε να το κάνει δικό του, μόλις το αποκτήσει, χάνει στα μάτια του τον προηγούμενο χαρακτήρα και αποβαίνει ανάξιο της αγάπης του ώστε καταλήγει να παραμελείται. Ο πλεονέκτης δεν αγαπάει όσα έχει κατακτήσει΄ ευχαριστιέται μόνο με την προσδοκία, την αναμονή του κέρδους, του πλούτου, του αγαθού.
Αυτό όμως εκπνέει, από τη στιγμή που το αποκτά. Αντίθετα, η αγάπη σ’ αυτά που έχουν αποκτηθεί, διώχνει μακριά την πλεονεξία και φέρνει την αυτάρκεια. Η δε αυτάρκεια φέρνει τον χορτασμό, την πλησμονή και την αμέλεια για νέες κατακτήσεις. Ενώ οι πλεονέκτες θησαυρίζουν και δεν γνωρίζουν τι και για ποιο σκοπό μαζεύουν. Είναι ανένδοτοι στο να δώσουν ελεημοσύνη και οκνηροί στο να προσφέρουν, διότι αυτοί που κερδίζουν από πλεονεξία, δεν θέλουν να ξοδεύουν τίποτα.
Ο Μέγας Βασίλειος λέει για τον πλεονέκτη: «Τον πλεονέκτη τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Είναι χειρότερος και από τη φωτιά. Θέλει συνεχώς τα πάντα για τον εαυτό του. Δε νοιάζεται να απολαύσει αυτά που μάζεψε, αλλά σπαταλάει τον εαυτό του με την επιθυμία να κατακτήσει όλο και περισσότερα. Κατόπιν ξαγρυπνάει και είναι όλο μέριμνες και φροντίδες. Όσο λοιπόν αυξάνει ο πλούτος, τόσο βαρύτερη γίνεται η μέριμνα για τη ζωή του.
Περί κλοπής και αρπαγής και περί κλέφτη και άρπαγα
Κλοπή είναι το να αφαιρεί στα κρυφά κανείς κάτι από κάποιον. Αρπαγή δε το να αφαιρεί κανείς κάτι με τη βία. Ο κλέφτης και ο άρπαγας είναι ανόητοι και άμυαλοι, γιατί μίσησαν την έντιμη εργασία που αποδίδει κέρδος με ευφροσύνη και αγάπησαν το να είναι αργόσχολοι΄ αγάπησαν την αργία που οδηγεί στην κλοπή, την αρπαγή και κάθε κακία απ’ την οποία πηγάζει κάθε πίκρα.
Οι κλέφτες και οι άρπαγες μίσησαν την αληθινή χαρά, την ευδαιμονία και αγάπησαν την κακοδαιμονία, μίσησαν την ίδια την ψυχή τους. Αποφεύγουν το φως της μέρας, για να μην τους αποκαλύψει και καταφεύγουν σε σκοτεινές σπηλιές, για να τους καλύψει το πέπλο του σκότους. Τρέμουν τη σκιά της εξουσίας και δεν μπορούν να βρουν ηρεμία. Περνούν δύσκολες νύχτες και το πάθος της ακολασίας απομακρύνει απ’ αυτό κάθε ανάπαυση. Οι κλέφτες και οι άρπαγες κολάζονται εδώ αλλά και στην άλλη ζωή θα καταδικαστούν αυστηρά για τις αδικίες τους.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΠΙΣΤΟΥ
Ο άπιστος είναι ο πιο δυστυχισμένος των ανθρώπων, γιατί στερήθηκε το μοναδικό αγαθό πάνω στη γη, την πίστη, που είναι ο μόνος αληθινός οδηγός προς την αλήθεια και την ευτυχία. Ο άπιστος είναι τόσο δυστυχής, αφού έχει στερηθεί πια την ελπίδα, το μοναδικό στήριγμα στον μακρύ δρόμο της ζωής. Ο άπιστος είναι πάρα πολύ δυστυχής γιατί του λείπει η αληθινή αγάπη των ανθρώπων που περιβάλλει με φροντίδα τη θλιμμένη καρδιά. Ο άπιστος είναι δυστυχέστατος καθότι στερήθηκε το θείο κάλλος, τη θεία εικόνα τού Δημιουργού, την οποία ο ίδιος ο θείος καλλιτέχνης χάραξε και την οποία η πίστη αποκάλυψε.
Ο οφθαλμός του άπιστου τίποτε άλλο δεν βρίσκει μέσα στη δημιουργία, παρά μόνο τη δράση της φύσης. Η λαμπρή εικόνα του θείου Δημιουργού, το θαυμάσιο κάλλος της γι` αυτόν μένουν καλυμμένα και ανεξερεύνητα. Το βλέμμα του πλανιέται άσκοπα μέσα στο άπειρο της δημιουργίας, πουθενά όμως δεν βρίσκει την ομορφιά της σοφίας του Θεού’ πουθενά δεν θαυμάζει τη θεία παντοδυναμία, πουθενά δεν ανακαλύπτει την αγαθότητα τού Θεού, τη θεία πρόνοια, τη δικαιοσύνη και την αγάπη τού Δημιουργού προς τη δημιουργία.
Ο νους του δεν μπορεί να οδηγηθεί πέραν τού ορατού κόσμου, ούτε να υπερβεί τα όρια των αισθήσεων. Η καρδιά του παραμένει αναίσθητη μπροστά στην απεικόνιση της θείας σοφίας και δύναμης. Σ’ αυτή δεν γεννιέται κανένα συναίσθημα λατρείας. Τα χείλη του μένουν σφραγισμένα, το στόμα του ακίνητο, η γλώσσα του ασάλευτη. Δεν βγαίνει φωνή μέσα από το στέρνο του, που να υμνεί, να δοξολογεί, να ευλογεί και να ευχαριστεί τον Θεό.
Η χαρά που είναι απλωμένη στο σύμπαν εγκατέλειψε την καρδιά του απίστου, διότι απ’ αυτήν έχει απομακρυνθεί ο Θεός. Αυτό το κενό, το κάλυψε η λύπη, η βαριεστιμάρα και η ανυπομονησία. Παραμένει κακόκεφος, η δε έλλειψη φροντίδας για τα πνευματικά έχει καταλάβει το πνεύμα του. Πλανιέται μέσα στη δίχως φως και απατηλή νύχτα της ζωής αυτής, όπου καμιά ακτίνα φωτός δεν φωτίζει τους σκοτεινούς δρόμους του. Κανείς δεν καθοδηγεί, κανείς δεν κατευθύνει τα βήματά του. Στο στάδιο της ζωής είναι μόνος. Διέρχεται τον βίο του δίχως την προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Περνά μέσα από πολλές παγίδες και κανείς δεν μπορεί να τον απελευθερώσει απ’αυτές. Πέφτει μέσα σ’ αυτές και συνθλίβεται από το βάρος τους. Στις θλίψεις του κανείς δεν μπορεί να τον ανακουφίσει.
Η ειρήνη της ψυχής, η γαλήνη της καρδιάς, φυγαδεύτηκαν από την απιστία, και το πένθος κατέκλυσε τα βάθη της καρδιάς του. Η χαρά που βρίσκει ο πιστός στην εργασία των θεϊκών εντολών και η ευτυχία που προέρχεται από τον ηθικό βίο, είναι για τον άπιστο άγνωστα συναισθήματα. Η αγαλλίαση που προέρχεται από τη θρησκεία ποτέ δεν επισκέφτηκε την καρδιά του άπιστου. Η πεποίθηση που πηγάζει από την πίστη στη θεία πρόνοια και η οποία καταπαύει τις φροντίδες της ζωής, είναι γι’ αυτόν μια δύναμη ακατανόητη.
Η ευχαρίστηση που προέρχεται από την αγάπη και την ευεργεσία αποτελούν για τον άπιστο παντελώς άγνωστα μυστήρια. Ο άπιστος θέτοντας ως αρχή την ύλη, περιόρισε την αληθινή ευδαιμονία του άνθρωπου στον πολύ στενό κύκλο των πρόσκαιρων απολαύσεων, φροντίζοντας πάντοτε για την ικανοποίησή τους και ασχολούμενος διαρκώς με αυτές. Τα θέλγητρα της αρετής είναι σ’ αυτόν τελείως ξένα. Δεν έχει γευθεί τη γλυκύτητα αυτής της χάρης. Ο άπιστος αγνόησε ποιά είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και έτρεξε, δίχως να το καταλάβει, στις πηγές της πίκρας. Η απόλαυση τού έφερε τον κορεσμό και ο κορεσμός την αηδία. Η αηδία έφερε την ανία, η ανία τη θλίψη, η θλίψη τον πόνο και ο πόνος την απόγνωση. Όλα όσα μέχρι τώρα τον έθελγαν, έχασαν τη χάρη τους. Διότι όλες οι απολαύσεις του κόσμου, ως πεπερασμένες, είναι και ανίκανες να κάνουν τον άπιστο ευτυχισμένο.
Εφόσον η καρδιά του άνθρωπου έχει πλαστεί για να κατοικηθεί από τον Θεό, το απόλυτο αγαθό, σκιρτάει και χαίρεται μόνο με αυτό το αγαθό γιατί σ` αυτό βρίσκεται ο Θεός. Από την καρδιά όμως του άπιστου ο Θεός έχει απομακρυνθεί. Η καρδιά έχει άπειρους πόθους, αφού πλάστηκε για να περιλάβει μέσα της το άπειρο. Ωστόσο, η καρδιά του άπιστου δεν είναι πια γεμάτη από το άπειρο και πάντα στενάζει, αναζητά και ποθεί, αλλά ουδέποτε ικανοποιείται. Κι αυτό διότι οι απολαύσεις του κόσμου είναι ανίσχυρες να καλύψουν το κενό της καρδιάς του.
Οι ηδονές και οι διασκεδάσεις του κόσμου, όταν σβήνουν, αφήνουν στην καρδιά ένα κατακάθι πίκρας. Οι δε μάταιες δόξες έχουν συντρόφισσες τις θλίψεις.
Ο άπιστος αγνόησε ότι η ευτυχία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην απόλαυση των επίγειων αγαθών, αλλά στην αγάπη του Θεού, του απόλυτου και αιώνιου αγαθού. Εδώ βρίσκεται και η κακοδαιμονία αυτών που αγνοούν τον Θεό. Αυτός που αρνείται τον Θεό είναι σαν να αρνείται την ευτυχία του και την ατέλειωτη μακαριότητα. Αγωνίζεται δυστυχισμένος στον πολύμοχθο αγώνα της ζωής.
Έτσι, απελπισμένος και με τη δειλία φωλιασμένη στην ψυχή του, βαδίζει προς τον ήδη ανοιγμένο τάφο του. Το θαυμάσιο έργο που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, αυτό που διαδραματίζεται πάνω στην παγκόσμια σκηνή και το οποίο διευθύνει η θεία σοφία, η θεία χάρη και δύναμη κι ενώ αυτά τα ίδια είναι οι πρωταγωνιστές, με συμπαραστάτες την αρμονία και τη θεία καλοσύνη, περνάει από μπροστά του τελείως απαρατήρητο. Κυλά μπρος στα πόδια του το γλυκό νερό του ποταμού της χαράς και της ευτυχίας, αλλά αυτός σαν καταδικασμένος Τάνταλος, αδυνατεί να δροσίσει την ξεραμένη από την απιστία γλώσσα του, σβήνοντας τη δίψα που τον καίει, διότι το νερό που τρέχει από τη δροσογόνο πηγή της πίστης, γλιστρά και φεύγει μπροστά από τα χείλη του.
Δυστυχισμένε δούλε σκληρού τυράννου! Πώς σου έκλεψαν την ευτυχία; Πώς σου άρπαξαν τον θησαυρό; Έχασες την πίστη σου, αρνήθηκες τον Θεό σου, αρνήθηκες την αποκάλυψή Του και πέταξες την πλουσιοπάροχη δωρεά της θείας χάρης. Πόσο άθλια είναι η ζωή του ανθρώπου αυτού! Αυτή είναι μια σειρά από βάσανα, γιατί το τερπνό έχασε στα μάτια του τον τερπνό χαρακτήρα του. Η φύση γύρω του τού φαίνεται στείρα και άγονη δεν γεννά μέσα του καμιά ευχαρίστηση και κανένα χαρμόσυνο συναίσθημα. Κανένα από τα δημιουργήματα του Θεού δεν του χαμογελά. Ένα πένθιμο πέπλο έχει σκεπάσει τη χάρη της φύσης, η οποία πλέον δεν τον έλκει με κανένα της θέλγητρο. Η ζωή του έχει γίνει βάρος δυσβάστακτο και η διάρκειά της στον χρόνο πού κυλάει, μοιάζει με αφόρητη ταλαιπωρία.
Να λοιπόν που η απελπισία εμφανίζεται ήδη μπροστά του σαν δήμιος κι ένα σκληρό βασανιστήριο τυραννάει τον ταλαίπωρο άνθρωπο. Το θάρρος του τον έχει κιόλας εγκαταλείψει, η αντίστασή του εξασθένησε και οι ηθικές του δυνάμεις έχουν πλέον διαφθαρεί από την απιστία. Φέρεται σαν άνθρωπος που κινείται από κάτι άλλο, δηλαδή από την απιστία, έχει δε παραδοθεί στα φοβερά δεσμά της απόγνωσης, η οποία είναι πάντα δίχως έλεος και συμπάθεια. Εκσφενδονίζεται στον βυθό της απώλειας, στα μαύρα Τάρταρα, όπου τότε μόνο θα βγει, όταν τον καλέσει η φωνή τού θείου Δημιουργού του, τον όποιο απαρνήθηκε, για να δώσει λόγο για την απιστία του. Τότε θα κατακριθεί και θα σταλεί στο πυρ το αιώνιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου