Μετά τό 1917 τό Σολόβκι μετατράπηκε σέ ἕνα ἀπέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ὅπου ἔστελναν συνήθως τούς καταδίκους Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς καί Ὀρθοδόξους πιστούς.
Μετά τό 1917 τό Σολόβκι μετατράπηκε σέ ἕνα ἀπέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ὅπου ἔστελναν συνήθως τούς καταδίκους Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς καί Ὀρθοδόξους πιστούς.
Τό Σολόβκι εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπό ἕξι νησιά, τά ὁποῖα βρίσκονται στή Λευκή Θάλασσα, στά βόρεια ρωσικά παράλια. Ἐκεῖ ἱδρύθηκε τόν 15ο αἰ. περίφημο Μοναστήρι ἀπό τούς Ὁσίους Γερμανό καί Σαββάτιο, μέ λαμπρά οἰκοδομήματα καί ἕξι ναούς. Τούς θερινούς μῆνες προσκυνητές ἀπό ὅλη τήν Ρωσία (περίπου 600 τήν ἡμέρα) ἔφθαναν στή Μονή γιά νά προσκυνήσουν τά χαριτόβρυτα Λείψανα τῶν Ἁγίων της καί νά βοηθηθοῦν ἀπό τήν πνευματική ζωή τῶν ἐκεῖ ἀσκουμένων μοναχῶν. Τούς χειμερινούς μῆνες ἡ Μονή ἀποκόπτοταν λόγῳ τῶν πάγων.
Μετά τό 1917 τό Σολόβκι μετατράπηκε σέ ἕνα ἀπέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ὅπου ἔστελναν συνήθως τούς καταδίκους Ἐπισκόπους, τούς κληρικούς, ἀλλά καί "ἐπικίνδυνους" Ὀρθοδόξους πιστούς. Χιλιάδες κρατούμενοι "ζοῦσαν" ἐκεῖ, στοιβαγμένοι στά κατεστραμένα κτίρια τοῦ μοναστηριοῦ καί σέ πανάθλιες παράγκες, ντυμένοι μέ κουρέλια, ὑποχρεωμένοι νά ἐργάζωνται πολλές ὥρες μέ 25 βαθμούς κάτω τό μηδέν καί ἀνεπαρκῆ τροφή.Τό 1926 κρατοῦνταν στό Σολόβκι 80 περίπου Ἐπίσκοποι (ἀπό αὐτούς σχεδόν κανείς δέν ἐπέστρεψε στόν κόσμο· ὅλοι τελειώθηκαν μαρτυρικά καί ἀνήκουν στή χορεία τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων καί Ὁμολογητῶν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν).
Τήν
27η Μαϊου 1926 οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί συγκεντρώθηκαν κρυφά στό παράπηγμα
προμηθειῶν τοῦ στρατοπέδου, μέ πρωτοβουλία τοῦ Ἐπισκόπου Βασιλείου τοῦ
Πριλοῦκι, καί συνέταξαν ἕνα σπουδαῖο Ὑπόμνημα πρός τήν Σοβιετική
Κυβέρνηση. Τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ δημοσιεύουμε στή συνέχεια τά σπουδαιότερα
τμήματα, διότι ἀποτελοῦν μέρος τῆς Ἐκκλησιολογίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Κατακομβῶν, τῆς διδασκαλίας Της δηλαδή γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί
Πολιτείας γενικά, ἀλλά καί στά πλαίσια τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους. (Τό ἔγγραφο αὐτό λαμβάνεται ἀπό τήν Εἰσαγωγή τῆς πτυχιακῆς ἐργασίας τῆς Ἄννας Μάρκου μέ θέμα, "Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό Νεοελληνικό Κράτος ἀπό τήν ἵδρυσή του μέχρι σήμερα", 2001. Βλ. Πρωθιερέως Μιχαήλ Polsky, "Οἱ Νέοι Μάρτυρες τῆς Ρωσίας", σελ. 157 - 165· καί Σόλ. Νινίκα, "Οἱ Νέοι Μάρτυρες τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας", σελ. 59 - 64).
"...Παρά τήν σχετική διάταξη τοῦ Σοβιετικοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία ἐγγυᾶται στούς πιστούς τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, τοῦ κηρύγματος καί τῆς κοινῆς λατρείας, ἡ Ὀρθόδοξη Ρωσική Ἐκκλησία ὑφίσταται μέχρι τώρα μεγάλες πιέσεις καί περιορισμούς στή δραστηριότητά Της καί στήν πνευματική Της ζωή. Δέν τῆς ἐπιτρέπεται νά ὀργανώσει, ὅπως πρέπει, τήν κεντρική της διοίκηση, καθώς καί τήν διοίκηση τῶν Μητροπόλεων. Πολλές φορές ἡ κρατική ἐξουσία ἐμποδίζει τούς νεοεκλεγέντες Ἐπισκόπους νά καταλάβουν τίς θέσεις τους κι ἐκείνους πού πᾶνε στίς Ἐπισκοπές τους τούς ἐμποδίζει νά ἐκτελέσουν τά πιό στοιχειώδη καθήκοντά τους...
Ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὁποία ἔχει καθήκον νά διδάσκει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν παιδιῶν, δέν μπορεῖ ἀπό τόν νόμο νά παρέχει τήν διδασκαλία Της σέ παιδιά κάτω τῶν 18 ἐτῶν...
Ὁ Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Κρουτίτσης Πέτρος καί οἱ μισοί Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες βασανίζονται στίς φυλακές, στήν ἐξορία, στά καταναγκαστικά ἔργα. Μή μπορώντας νά ἀρνηθοῦν τά γεγονότα αὐτά οἱ κυβερνητικές ἀρχές, τά ἐξηγοῦν μἐ πολιτικά κριτήρια. Δηλαδή κατηγοροῦν τούς Ἐπισκόπους καί τούς Ἱερεῖς, ὅτι ἀναπτύσσουν ἀντεπαναστατική δραστηριότητα καί ὅτι ἔχουν μυστικά σχέδια ἀνατροπῆς τοῦ Σοβιετικοῦ καί ἐπαναφορᾶς τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιχείρησε ἤδη πολλές φορές, καί εἰδικώτερα ὁ ἀποθανών Πατριάρχης Τύχων, νά διαλύσει τήν παρεξήγηση αὐτή.
Ἡ ἀποτυχία τῶν προσπαθειῶν αὐτῶν καί ἡ ἐπιθυμία νά τεθεῖ τέρμα στίς θλιβερές αὐτές παρεξηγήσεις, ὠθοῦν, γιά μία ἀκόμη φορά, ἐμᾶς τούς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐκθέσουμε μέ κάθε εἰλικρίνεια τίς ἀρχές πού καθορίζουν τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους στή χώρα μας.
Θά ἦταν ἀνέντιμο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ Αὐτῆς καί τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους. Ὅμως οἱ διαφορές καί ἀντιθέσεις αὐτές δέν εἶναι ἐκεῖνες πού φαντάζεται ἡ πολιτική καχυποψία καί ἡ συκοφαντική διάθεση.
Ἡ διανομή τῶν ἀγαθῶν καί ἡ διάθεσή τους κατά τίς ἐπιταγές τοῦ Σοσιαλισμοῦ, δέν ἀφορά τήν Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία πάντοτε ἐκτιμοῦσε ὅτι αὐτό εἶναι ὑπόθεση τοῦ Κράτους.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει τίποτα νά κάνει μέ τήν πολιτική ὀργάνωση τῆς χώρας· εἶναι πάντοτε νομιμόφρων σέ κάθε χώρα, ὅπου βρίσκονται πιστοί Της, ἄσχετα μέ τό πολιτικό σύστημα πού τήν διοικεῖ.
Ἀλλά ἐδῶ σέ μᾶς, ἡ ἀντίθεση Ἐκκλησίας καί Κράτους ἔχει ὡς αἰτία τό ἀσυμβίβαστο ἀνάμεσα στή θρησκευτική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί στόν Ὑλισμό, τήν ἐπίσημη φιλοσοφία τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος καί τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους. Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς φιλοσοφικές καί ἰδεολογικές διαφορές, ὑπάρχουν καί οἱ διαφορές ἐπί τοῦ πρακτικοῦ πεδίου, δηλαδή τάξεως ἠθικῆς...
Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει, ὅτι γιά ὅλα τά πράγματα πού ὑπάρχουν στόν κόσμο ὑπάρχει μία πνευματική Ἀρχή. Ὁ Κομμουνισμός αὐτό τό ἀπορρίπτει.
Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σέ Ἕνα Θεό ζῶντα, ποιητή τοῦ Σύμπαντος, ρυθμιστή τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καί τοῦ προοροσμοῦ του. Ὁ Κομμουνισμός δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί διδάσκει, ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε αὐτομάτως καί ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό λογικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξή του.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, ὅτι προρισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κληρονομία τῆς αἰωνίου ζωῆς καί δέν παύει νά ὑπενθυμίζει στούς πιστούς Της τήν οὐράνια πατρίδα. Ὁ Κομμουνισμός δέν ἀναγνωρίζει στόν ἄνθρωπο κανένα ἄλλο προορισμό, παρά μόνο τήν πρόοδο στή γήϊνη αὐτή ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει στό ἀμετακίνητο τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, λ.χ. τῆς δικαιοσύνης. Ὁ Κομμουνισμός θεωρεῖ, ὅτι οἱ ἠθικές ἀρχές προσδιορίζονται ἀπό τήν πάλη τῶν τάξεων.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει στούς ἀνθρώπους τήν ταπείνωση ἡ ὁποία ἀνυψώνει. Ὁ Κομμουνισμός ἐκτρέφει τόν ἐγωϊσμό ὁ ὁποῖος ταπεινώνει.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τήν ἁγνότητα τοῦ σώματος καί τήν ἱερότητα τῶν παιδιῶν πού γεννιῶνται ἀπό τόν γάμο. Ὁ Κομμουνισμός θεωρεῖ τίς συζυγικές σχέσεις ἁπλῶς σάν ἱκανοποίηση τοῦ γεννετησίου ἐνστίκτου.
Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν θρησκεία σάν δύναμη ζωῆς, ἡ ὁποία βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἐπιτύχει τόν αἰώνιο προορισμό του, σάν πηγή γιά κάθε τι μεγάλο πού ὑπάρχει στό ἀνθρώπινο ὄν, σάν βάση γιά τήν ἐπίγεια εὐδαιμονία, τήν εὐτυχία καί τήν ὑγεία τῶν λαῶν. Ὁ Κομμουνισμός θεωρεῖ τήν θρησκεία σάν τό ὄπιο πού δηλητηριάζει τούς λαούς καί ἐξασθενεῖ τήν ἐνεργητικότητά τους, σάν αἰτία τῆς φτώχειας καί τῆς ἀθλιότητας τῶν μαζῶν.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἄνθηση καί τήν πρόοδο τῆς θρησκείας. Ὁ Κομμουνισμός ἐργάζεται γιά τήν ἐξαφάνισή της.
Ἐν ὄψει τῶν διαφορῶν αὐτῶν, τῶν τόσο θεμελιωδῶν μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μεταξύ τους καμμία προσέγγιση καί κανένας συμβιβασμός... Διότι τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οὐσία καί ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς Της, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἀπορρίπτει ὁ Κομμουνισμός. Κανένας συμβιβασμός, καμμία ὑποχώρηση, καμμία τροποποίηση στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ κάποια φιλοκομμουνιστική ἑρμηνεία, δέν θά μπορέσει νά κάνει δυνατή μία τέτοια προσέγγιση...
Ὁ Νόμος "Περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους", ἐπιτρέπει θεωρητικά στούς Χριστιανούς νά πιστεύουν ὅ,τι θέλουν, ἀλλ' ἀντιφάσκει πρός τόν ἑαυτό του, ὅταν δέν ἀναγνωρίζει τίς θρησκευτικές κοινότητες σάν νομικά πρόσωπα καί ἀπαγορεύει στούς πιστούς νά κατέχουν ἕνα θρησκευτικό ἀντικείμενο, ἔστω καί ἄν στερεῖται παντελῶς ὑλικῆς ἀξίας, ἀλλ' ὅμως εἶναι ἀγαπητό στούς πιστούς λόγῳ τῆς θρησκευτικῆς του σημασίας. Ἐξ' αἰτίας αὐτοῦ τοῦ παντοδυνάμου νόμου τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς ναούς καί τοποθετήθηκαν στά μουσεῖα, γιά ἄσκηση ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας...
Οἱ Ἐπίσκοποι καί γενικά οἱ Ἱερωμένοι πού γεμίζουν σήμερα τίς φυλακές ἤ βρίσκονται στά στατόπεδα συγκεντρώσεως καί στά καταναγκαστικά ἔργα, ἔχουν καταδικασθεῖ χωρίς κανονική δικαστική διαδικασία, ἀλλά μέ διοικητικά τεχνάσματα· χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία, σοβαρή ἔρευνα, δημόσια δίκη καί δικαίωμα ὑπεράσπισης· χωρίς συχνά νά γνωρίζουν τόν λόγο τῆς συλλήψεώς τους, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τήν ἔλλειψη πραγματικῆς ἐνοχῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ τόν δρόμο πού τῆς ὑπαγορεύουν οἱ ἀρχές Της. Μέσα στούς ναούς καί στίς συγκεντρώσεις Της ΔΕΝ γίνεται πολιτική προπαγάνδα. Στήν ἐκλογή τῶν προσώπων πού θά Τήν ὑπηρετήσουν λαμβάνει ὑπ' ὄψει Της μόνο τήν καθαρότητα τῆς Πίστεώς τους, τόν ζῆλο τους γιά τήν Ἐκκλησία, τήν ποιότητα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καί τήν ἠθική τους ἀκεραιότητα.
Ὑποβάλλουμε τό Ὑπόμνημα αὐτό στήν Κυβέρνηση, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τό περιεχόμενό του θά ἐκτιμηθεῖ. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νά ὑποφέρει ὑπομονετικά τίς στερήσεις καί τίς πιέσεις πού θά τῆς ἐπιβληθοῦν. Θά θυμηθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἡ δύναμή Της δέν στηρίζεται στήν καλή ἐξωτερική ὀργάνωση, ἀλλά:
· στήν ἑνότητα τῆς Πίστεως· καί
· στήν ἀγάπη τῶν πιστῶν Της τέκνων.
Ὅμως, ὑπεράνω ὅλων, ἡ Ἐκκλησία στηρίζει τήν ἐλπίδα Της στήν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Θείου Ἱδρυτοῦ Της καί στήν ὑπόσχεση πού τῆς ἔδωσε, ὅτι θά ἐξέρχεται πάντοτε νικήτρια".
Ἀτυχῶς ἡ γνήσια φωνή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ φωνή τῶν 80 κρατουμένων στό Σολόβκι Ἐπισκόπων Της, ἀγνοήθηκε ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία, διότι τό ἀθεϊστικό καθεστώς ζητοῦσε τήν ἐξαφάνιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ὑποταγή Της σ' αὐτό. Ἕνα ἔτος μετά τό Ὑπόμνημα αὐτό, τόν Ἰούλιο τοῦ 1927, ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου (τοῦ Μητροπ. Κρουτίτσης Πέτρου) Μητροπ. Σέργιος, διακήρυξε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα. Ἔτσι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας σοβιετοποιήθηκε, μετατράπηκε δηλαδή σέ ἕνα ὄργανο τῆς Σοβιετικῆς πολιτικῆς καί προπαγάνδας, καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν ἐμφανίσθηκε στό ἱστορικό προσκήνιο.
Τό Ὑπόμνημα τῆς 27ης Μαϊου 1926 τῶν ἐξορίστων Ἐπισκόπων στό Σολόβκι πρός τήν Σοβιετική Κυβέρνηση
"...Παρά τήν σχετική διάταξη τοῦ Σοβιετικοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία ἐγγυᾶται στούς πιστούς τήν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως, τοῦ κηρύγματος καί τῆς κοινῆς λατρείας, ἡ Ὀρθόδοξη Ρωσική Ἐκκλησία ὑφίσταται μέχρι τώρα μεγάλες πιέσεις καί περιορισμούς στή δραστηριότητά Της καί στήν πνευματική Της ζωή. Δέν τῆς ἐπιτρέπεται νά ὀργανώσει, ὅπως πρέπει, τήν κεντρική της διοίκηση, καθώς καί τήν διοίκηση τῶν Μητροπόλεων. Πολλές φορές ἡ κρατική ἐξουσία ἐμποδίζει τούς νεοεκλεγέντες Ἐπισκόπους νά καταλάβουν τίς θέσεις τους κι ἐκείνους πού πᾶνε στίς Ἐπισκοπές τους τούς ἐμποδίζει νά ἐκτελέσουν τά πιό στοιχειώδη καθήκοντά τους...
Ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὁποία ἔχει καθήκον νά διδάσκει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σέ ὅλους, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν παιδιῶν, δέν μπορεῖ ἀπό τόν νόμο νά παρέχει τήν διδασκαλία Της σέ παιδιά κάτω τῶν 18 ἐτῶν...
Ὁ Τοποτηρητής τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου Μητροπ. Κρουτίτσης Πέτρος καί οἱ μισοί Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες βασανίζονται στίς φυλακές, στήν ἐξορία, στά καταναγκαστικά ἔργα. Μή μπορώντας νά ἀρνηθοῦν τά γεγονότα αὐτά οἱ κυβερνητικές ἀρχές, τά ἐξηγοῦν μἐ πολιτικά κριτήρια. Δηλαδή κατηγοροῦν τούς Ἐπισκόπους καί τούς Ἱερεῖς, ὅτι ἀναπτύσσουν ἀντεπαναστατική δραστηριότητα καί ὅτι ἔχουν μυστικά σχέδια ἀνατροπῆς τοῦ Σοβιετικοῦ καί ἐπαναφορᾶς τοῦ παλαιοῦ καθεστῶτος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιχείρησε ἤδη πολλές φορές, καί εἰδικώτερα ὁ ἀποθανών Πατριάρχης Τύχων, νά διαλύσει τήν παρεξήγηση αὐτή.
Ἡ ἀποτυχία τῶν προσπαθειῶν αὐτῶν καί ἡ ἐπιθυμία νά τεθεῖ τέρμα στίς θλιβερές αὐτές παρεξηγήσεις, ὠθοῦν, γιά μία ἀκόμη φορά, ἐμᾶς τούς ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐκθέσουμε μέ κάθε εἰλικρίνεια τίς ἀρχές πού καθορίζουν τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους στή χώρα μας.
Θά ἦταν ἀνέντιμο γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἰσχυρισθεῖ, ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ Αὐτῆς καί τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους. Ὅμως οἱ διαφορές καί ἀντιθέσεις αὐτές δέν εἶναι ἐκεῖνες πού φαντάζεται ἡ πολιτική καχυποψία καί ἡ συκοφαντική διάθεση.
Ἡ διανομή τῶν ἀγαθῶν καί ἡ διάθεσή τους κατά τίς ἐπιταγές τοῦ Σοσιαλισμοῦ, δέν ἀφορά τήν Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία πάντοτε ἐκτιμοῦσε ὅτι αὐτό εἶναι ὑπόθεση τοῦ Κράτους.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει τίποτα νά κάνει μέ τήν πολιτική ὀργάνωση τῆς χώρας· εἶναι πάντοτε νομιμόφρων σέ κάθε χώρα, ὅπου βρίσκονται πιστοί Της, ἄσχετα μέ τό πολιτικό σύστημα πού τήν διοικεῖ.
Ἀλλά ἐδῶ σέ μᾶς, ἡ ἀντίθεση Ἐκκλησίας καί Κράτους ἔχει ὡς αἰτία τό ἀσυμβίβαστο ἀνάμεσα στή θρησκευτική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί στόν Ὑλισμό, τήν ἐπίσημη φιλοσοφία τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος καί τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους. Ἐκτός ὅμως ἀπό τίς φιλοσοφικές καί ἰδεολογικές διαφορές, ὑπάρχουν καί οἱ διαφορές ἐπί τοῦ πρακτικοῦ πεδίου, δηλαδή τάξεως ἠθικῆς...
Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει, ὅτι γιά ὅλα τά πράγματα πού ὑπάρχουν στόν κόσμο ὑπάρχει μία πνευματική Ἀρχή. Ὁ Κομμουνισμός αὐτό τό ἀπορρίπτει.
Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σέ Ἕνα Θεό ζῶντα, ποιητή τοῦ Σύμπαντος, ρυθμιστή τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καί τοῦ προοροσμοῦ του. Ὁ Κομμουνισμός δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί διδάσκει, ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε αὐτομάτως καί ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό λογικές ἐξηγήσεις γιά τήν ὕπαρξή του.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, ὅτι προρισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κληρονομία τῆς αἰωνίου ζωῆς καί δέν παύει νά ὑπενθυμίζει στούς πιστούς Της τήν οὐράνια πατρίδα. Ὁ Κομμουνισμός δέν ἀναγνωρίζει στόν ἄνθρωπο κανένα ἄλλο προορισμό, παρά μόνο τήν πρόοδο στή γήϊνη αὐτή ζωή.
Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει στό ἀμετακίνητο τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, λ.χ. τῆς δικαιοσύνης. Ὁ Κομμουνισμός θεωρεῖ, ὅτι οἱ ἠθικές ἀρχές προσδιορίζονται ἀπό τήν πάλη τῶν τάξεων.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει στούς ἀνθρώπους τήν ταπείνωση ἡ ὁποία ἀνυψώνει. Ὁ Κομμουνισμός ἐκτρέφει τόν ἐγωϊσμό ὁ ὁποῖος ταπεινώνει.
Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τήν ἁγνότητα τοῦ σώματος καί τήν ἱερότητα τῶν παιδιῶν πού γεννιῶνται ἀπό τόν γάμο. Ὁ Κομμουνισμός θεωρεῖ τίς συζυγικές σχέσεις ἁπλῶς σάν ἱκανοποίηση τοῦ γεννετησίου ἐνστίκτου.
Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν θρησκεία σάν δύναμη ζωῆς, ἡ ὁποία βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἐπιτύχει τόν αἰώνιο προορισμό του, σάν πηγή γιά κάθε τι μεγάλο πού ὑπάρχει στό ἀνθρώπινο ὄν, σάν βάση γιά τήν ἐπίγεια εὐδαιμονία, τήν εὐτυχία καί τήν ὑγεία τῶν λαῶν. Ὁ Κομμουνισμός θεωρεῖ τήν θρησκεία σάν τό ὄπιο πού δηλητηριάζει τούς λαούς καί ἐξασθενεῖ τήν ἐνεργητικότητά τους, σάν αἰτία τῆς φτώχειας καί τῆς ἀθλιότητας τῶν μαζῶν.
Ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἄνθηση καί τήν πρόοδο τῆς θρησκείας. Ὁ Κομμουνισμός ἐργάζεται γιά τήν ἐξαφάνισή της.
Ἐν ὄψει τῶν διαφορῶν αὐτῶν, τῶν τόσο θεμελιωδῶν μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει μεταξύ τους καμμία προσέγγιση καί κανένας συμβιβασμός... Διότι τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ οὐσία καί ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς Της, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού ἀπορρίπτει ὁ Κομμουνισμός. Κανένας συμβιβασμός, καμμία ὑποχώρηση, καμμία τροποποίηση στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ κάποια φιλοκομμουνιστική ἑρμηνεία, δέν θά μπορέσει νά κάνει δυνατή μία τέτοια προσέγγιση...
Ὁ Νόμος "Περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί Κράτους", ἐπιτρέπει θεωρητικά στούς Χριστιανούς νά πιστεύουν ὅ,τι θέλουν, ἀλλ' ἀντιφάσκει πρός τόν ἑαυτό του, ὅταν δέν ἀναγνωρίζει τίς θρησκευτικές κοινότητες σάν νομικά πρόσωπα καί ἀπαγορεύει στούς πιστούς νά κατέχουν ἕνα θρησκευτικό ἀντικείμενο, ἔστω καί ἄν στερεῖται παντελῶς ὑλικῆς ἀξίας, ἀλλ' ὅμως εἶναι ἀγαπητό στούς πιστούς λόγῳ τῆς θρησκευτικῆς του σημασίας. Ἐξ' αἰτίας αὐτοῦ τοῦ παντοδυνάμου νόμου τά Ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς ναούς καί τοποθετήθηκαν στά μουσεῖα, γιά ἄσκηση ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας...
Οἱ Ἐπίσκοποι καί γενικά οἱ Ἱερωμένοι πού γεμίζουν σήμερα τίς φυλακές ἤ βρίσκονται στά στατόπεδα συγκεντρώσεως καί στά καταναγκαστικά ἔργα, ἔχουν καταδικασθεῖ χωρίς κανονική δικαστική διαδικασία, ἀλλά μέ διοικητικά τεχνάσματα· χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία, σοβαρή ἔρευνα, δημόσια δίκη καί δικαίωμα ὑπεράσπισης· χωρίς συχνά νά γνωρίζουν τόν λόγο τῆς συλλήψεώς τους, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τήν ἔλλειψη πραγματικῆς ἐνοχῆς.
Ἡ Ἐκκλησία ἀκολουθεῖ τόν δρόμο πού τῆς ὑπαγορεύουν οἱ ἀρχές Της. Μέσα στούς ναούς καί στίς συγκεντρώσεις Της ΔΕΝ γίνεται πολιτική προπαγάνδα. Στήν ἐκλογή τῶν προσώπων πού θά Τήν ὑπηρετήσουν λαμβάνει ὑπ' ὄψει Της μόνο τήν καθαρότητα τῆς Πίστεώς τους, τόν ζῆλο τους γιά τήν Ἐκκλησία, τήν ποιότητα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς καί τήν ἠθική τους ἀκεραιότητα.
Ὑποβάλλουμε τό Ὑπόμνημα αὐτό στήν Κυβέρνηση, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι τό περιεχόμενό του θά ἐκτιμηθεῖ. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νά ὑποφέρει ὑπομονετικά τίς στερήσεις καί τίς πιέσεις πού θά τῆς ἐπιβληθοῦν. Θά θυμηθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἡ δύναμή Της δέν στηρίζεται στήν καλή ἐξωτερική ὀργάνωση, ἀλλά:
· στήν ἑνότητα τῆς Πίστεως· καί
· στήν ἀγάπη τῶν πιστῶν Της τέκνων.
Ὅμως, ὑπεράνω ὅλων, ἡ Ἐκκλησία στηρίζει τήν ἐλπίδα Της στήν ἀκαταμάχητη δύναμη τοῦ Θείου Ἱδρυτοῦ Της καί στήν ὑπόσχεση πού τῆς ἔδωσε, ὅτι θά ἐξέρχεται πάντοτε νικήτρια".
Ἀτυχῶς ἡ γνήσια φωνή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ φωνή τῶν 80 κρατουμένων στό Σολόβκι Ἐπισκόπων Της, ἀγνοήθηκε ἀπό τήν Σοβιετική Πολιτεία, διότι τό ἀθεϊστικό καθεστώς ζητοῦσε τήν ἐξαφάνιση τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ὑποταγή Της σ' αὐτό. Ἕνα ἔτος μετά τό Ὑπόμνημα αὐτό, τόν Ἰούλιο τοῦ 1927, ὁ Ἀντιπρόσωπος τοῦ Τοποτηρητή τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου (τοῦ Μητροπ. Κρουτίτσης Πέτρου) Μητροπ. Σέργιος, διακήρυξε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα. Ἔτσι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας σοβιετοποιήθηκε, μετατράπηκε δηλαδή σέ ἕνα ὄργανο τῆς Σοβιετικῆς πολιτικῆς καί προπαγάνδας, καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν ἐμφανίσθηκε στό ἱστορικό προσκήνιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου