Η ΘΕΙΑ ΧΑΡΙΣ Η ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΑ ΑΣΘΕΝΗ ΘΕΡΑΠΕΥΟΥΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΕΙΠΟΝΤΑ ΑΝΑΠΛΗΡΟΥΣΑ

 

Τι είναι θεία χάρη;

Από όσα έως τώρα είπαμε βγαίνει ως συμπέρασμα το τι είναι κατ’ ουσία η θεία Χάρη. Για να εισχωρήσουμε όμως βαθύτερα στο νόημα, αναλύουμε περισσότερο την έννοια της θείας χάρης και λέμε: Θεία Χάρη είναι η εύνοια, η αγάπη, η βοήθεια και δωρεά, την οποία εκδηλώνει και προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπος. Θεία Χάρη θα πει, ακόμα, εύνοια και αγάπη, η οποία δεν αξίζει να προσφερθεί στον αμαρτωλό και ένοχο άνθρωπο, αλλ’ είναι τόση η ευσπλαχνία και αγαθότητα του Θεού, ώστε του την προσφέρει μόνος του ο Θεός, χωρίς καν να του την ζητήσει ο άνθρωπος. Και την προσφέρει πλούσια. Του την προσφέρει, για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον Σωτήρα Χριστό, και προσοικειωθεί ο αμαρτωλός το απολυτρωτικό του έργο. Και, ακόμα, για να είναι η χάρη αυτή κραταιά δύναμη στο έργο της πνευματικής του αναγέννησης και της εν Χριστώ αγίας του ζωής. Και η χάρη αυτή δωρεάν παρέχεται. Δεν είναι μισθός, δεν είναι αμοιβή καλώς έργων και κόπων και θυσιών του ανθρώπου, δεν είναι καν προσφορά στην ανθρώπινη αίτηση. Είναι δωρεά, η οποία απορρέει από την σταυρική θυσία του Κυρίου Ιησού. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος· “ει δε χάριτι, ουκέτι εξ έργων· επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις” (Ρωμ. Ια’ 6). και με τη σημασία αυτή βρίσκεται στην Καινή Διαθήκη η χάρη. Ως δωρεά του Θεού στον ανάξιο άνθρωπο. “Η χάρις το Θεού και η δωρεά εν χάριτι τη του ενός ανθρώπου Ιησού Χριστού εις τους πολλούς επερίσσευσε” (Ρωμ. ε’ 15), λέει ο απόστολος Παύλος. Δόθηκε δηλαδή αυτή η Χάρη του Χριστού ως δωρεά του Θεού και δόθηκε με το παραπάνω και περίσσευσε μάλιστα. Έπειτα ονομάζεται “χάρις Ιησού Χριστού”, “χάρις δοθείσα εν Χριστώ Ιησού”. Δηλαδή χάρη και δωρεά που προσφέρθηκε από τον σταυρωθέντα και αναστάντα Χριστό για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτή η χάρη έχει βέβαια αρχή την αγαθότητα του Θεού Πατρός, πηγάζει από τη σταυρική θυσία του Υιού του Θεού και Πατρός, παρέχεται όμως και δίδεται στους ανθρώπους από το Άγιο Πνεύμα. Την αναγέννηση δηλαδή, που φέρνει στον άνθρωπο η χάρη, και τους πνευματικούς καρπούς της κατά Χριστό ζωής ενεργεί και χορηγεί το τρίτο πρόσωπο της Θεότητας, το Άγιο Πνεύμα (1).

Η αναγκαιότητα της θείας χάρης

Είναι αναγκαία και απαραίτητη στον αμαρτωλό η θεία χάρη για να ανορθωθεί και να σωθεί; Βεβαίως αναγκαία, αναγκαιότατη. Αναγκαία και για να αρχίσει και να τελειώσει, να φθάσει στο τέλος η αναγέννηση και σωτηρία του. Να την αρχίσει την αναγέννησή του ο άνθρωπος ο αμαρτωλός και να προκόψει ως Χριστιανός, ως άνθρωπος πνευματικός, ως άνθρωπος του Θεού. Ούτε μία στιγμή δεν πρέπει να λείψει η θεία χάρη από τον άνθρωπο, διότι δεν μπορεί τότε να σταθεί, χωρίς τη θεία χάρη ούτε στιγμή δεν μπορεί να σταθεί ως αναγεννημένος Χριστιανός. Πάντοτε πρέπει να ζει, να ενεργεί και να πράττει όλα του τα καλά και άγια και θεάρεστα έργα μέσα στην παρουσία και ενίσχυση της χάρης του Θεού. Με τις δικές του σκέψεις δεν μπορεί να βρει το Θεό και να προσευχηθεί, να επικοινωνήσει μαζί του. Με τις δικές του ανθρώπινες δυνάμεις δεν μπορεί να ανορθωθεί από την ηθική του κατάπτωση και να σταθεί αγνός και τίμιος, με παρρησία προς το Θεό. Ο Θεός τον κινεί σε μετάνοια και πίστη. Ο Θεός τον ανορθώνει και τον κρατεί σταθερό στη χριστιανική πορεία και ζωή. Ο Θεός τον αναγεννά και τον αγιάζει. Τον καθαρίζει δηλαδή από κάθε αμαρτωλό και φαύλο φρόνημα και αίσθημα και από κάθε άτακτο και ένοχο θέλημα. Ο Θεός του γεμίζει την ψυχή και τη ζωή με κάθε τίμιο και σεμνό, με κάθε αγνό και άγιο και κατά πάντα ευάρεστο στο Θεό πράγμα. Ο Θεός. Δηλαδή η χάρη του Θεού. Η θεία Χάρη “η πάντοτε τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα”. Τόσο αναγκαία για τον αμαρτωλό και εμπαθή άνθρωπο είναι η θεία Χάρη. Αναγκαία και για την απαλλαγή και κάθαρσή του από το προπατορικό αμάρτημα. Αναγκαία και για να γίνει, να εξελιχθεί και να αποδειχθεί τέλειος και αληθινός Χριστιανός. Αναγκαία σε καλλιέργεια και ανάπτυξη, σε άνθηση και καρποφορία πνευματικής, αναγεννημένης εν Χριστώ ζωής. Οι λόγοι του Κυρίου· “ουδείς δύναται ελθείν πρός με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν” (Ιωάν. Στ’ 44) και “εάν μη τις γεννηθή εκ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού” (Ιωάν. γ’ 5), αυτοί οι θείοι λόγοι τονίζουν την απόλυτη αναγκαιότητα της θείας χάρης και ως προς την αρχή και ως προς την καλλιέργεια και ανάπτυξη της πίστης και αναγέννησης του ανθρώπου. Αλλά και όταν ο απόστολος Παύλος λέει, ότι “ο Θεός εστιν ο ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας” (Φιλιπ. β’ 13), τι άλλο θέλει να πει, παρά μόνο αυτό; Ότι δηλαδή, όταν ο άνθρωπος ζει και κινείται μέσα στο βασίλειο της θείας χάρης, μόνο τότε και καλή αρχή και καλό τέλος της σωτηρίας του έχει. Ο Θεός δια της θείας χάρης του μας δίνει και τη θέληση στην αρχή, να θέλουμε να σωθούμε και να ζητούμε τη σωτηρία μας αυτή. Ο Θεός μας δίνει και την πρακτική ενέργεια εν συνεχεία για να ζήσουμε κατά Θεό και να ευαρεστήσουμε ενώπιόν του. Να επιτύχουμε δηλαδή τη σωτηρία, που μας δώρισε ο μονογενής Υιός του με τη σταυρική του θυσία.

Ελευθερία του ανθρώπου και θεία Χάρη

Είπαμε ότι από το Θεό προέρχονται τα πάντα, όλα τα καλά. “Και το θέλεις και το ενεργείν”. Και η θέληση και η ενέργεια και πρόοδος στην αρετή. Ναι. Αλλ’ είπαμε στην αρχή, ότι ο Θεός σέβεται το αυτεξούσιο και την ελευθερία του ανθρώπου, και κανένα δεν εκβιάζει για να πιστεύσει και ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Και πράττει αυτό ο Θεός, διότι ο ίδιος ελεύθερο έπλασε τον άνθρωπο και μόνος του τον προίκισε με το αυτεξούσιο. Όταν όμως έρχεται η θεία Χάρη και κινεί τον άνθρωπο στην αλλαγή βίου, στη μετάνοια και πίστη, δεν γίνεται εκβιασμός και δεν καταργείται το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου; Αυτή η σκέψη ίσως να έλθει στο νου του Χριστιανού. Απαντούμε, λοιπόν, και λέμε. Όχι, δεν καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου με την επέμβαση της χάρης του Θεού, διότι η θεία χάρη ενεργεί μεν αυτή ως πρώτος και κύριος παράγοντας και συντελεστής το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, δεν εκβιάζει, δεν εκπορθεί όμως τη θέληση του ανθρώπου. Επισκέπτεται όχι εκείνον που αντιδρά εσκεμμένως και πεισματικά, εν γνώσει, εν επιγνώσει του ότι στο Θεό αντιδρά. Αυτόν μετά πρώτη και δεύτερη απόπειρα και κρούση τον εγκαταλείπει, παρότι, όπως είπαμε, ο Θεός “ου θελήσει θέλει τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν”. Αλλ’ εφόσον αυτός με επιμονή αντιδρά, τον εγκαταλείπει, αφού έτσι αυτός θέλει και τη χάρη δεν τη θέλει, αλλά την αποκρούει. Η θεία χάρη ενεργεί και βοηθεί και κινεί σε μετάνοια και πίστη τον καλοπροαίρετο άνθρωπο. Εκείνον που θέλει να σωθεί, αλλά δεν έχει τη δύναμη να κινηθεί προς αναζήτηση και εύρεση της σωτηρίας. Ενισχύει την ασθενή θέληση. Βοηθεί τον αδύνατο. Ενεργεί και συντρέχει στη σωτηρία αυτού που θέλει και τρέχει, παρότι η σωτηρία γίνεται έργο “ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού” (Ρωμ. θ’ 16). για να θέλει όμως και να τρέχει, σημαίνει ότι πράγματι θέλει, ότι έστω στο βάθος της ψυχής υπάρχει κάποια μικρή και ασθενής θέληση. Και αυτήν ενισχύει η χάρη, αυτόν ελεεί ο Θεός. Και έτσι το μικρό, το απειροελάχιστο είναι του ανθρώπου, το παν, το όλο σχεδόν είναι του Θεού. Αλλά και αυτό το μικρό, το ελάχιστο κάτι είναι. Είναι μία βάση, μία αρχή και αφετηρία, μία αναγνώριση και θεληματική συγκατάβαση, είναι εκείνο που λέγεται στην Αποκάλυψη (γ’ 20) από τον ίδιο τον Κύριο· “ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω. Εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού”. Δηλαδή, ιδού, άνθρωπε, έχω σταθεί έξω από την θύρα της ψυχής σου και κτυπώ να με ακούσεις και να μου ανοίξεις να μπω μέσα. Και γνώριζε αυτό. Όποιος ακούσει τη φωνή μου και ανοίξει τη θύρα της ψυχής του, θα μπω μέσα σε αυτήν και θα δειπνήσω εγώ με αυτόν και εκείνος με εμένα. Το ποίο σημαίνει, πως δεν σπρώχνει τη θύρα για να μπει μέσα μας ο Θεός. Στέκει, περιμένει, κρούει. Ζητεί την συγκατάθεσή μας. Ακόμη παρακαλεί να του ανοίξουμε και να μπει μέσα να μας φέρει τη σωτηρία. Δηλαδή δείχνει το σεβασμό προς την ελευθερία του ανθρώπου (“εάν ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν”), αλλά και τη βοήθεια της χάρης του Θεού· “έστηκα και κρούω… εισελεύσομαι… δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού” (2).

Όλα τα παραπάνω συμπεριλαμβάνονται μέσα στο λόγο του θείου Παύλου· ”αδελφοί, συνεργούντες παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς” (Β’ Κορινθ. στ’ 1). Συνεργασία, επομένως, συνεργία, όπως τη λέει η γλώσσα της δογματικής, συνεργία της θέλησής μας και της θείας χάρης και δύναμης είναι το μεγάλο έργο της σωτηρίας μας και η τελείωσή μας στην αρετή.

Καρποί της θείας χάρης

Πηγή θείας ζωής είναι η θεία Χάρη, η οποία πλούσια παρέχεται από το Θεό στον άνθρωπο προς σωτηρία του. Ο απόστολος Παύλος μιλά για τους καρπούς αυτούς και στην προς Γαλάτας και στην προς Εφεσίους επιστολή του. Και στην μεν προς Εφεσίους επιστολή μιλά για τους καρπούς που παράγει το Άγιο Πνεύμα στις ψυχές, που έχουν φωτισθεί και αναγεννηθεί από αυτό, και οι οποίοι εκδηλώνονται στην εξωτερική ζωή και συμπεριφορά του Χριστιανού. Λέει λοιπόν· “Ο καρπός του Πνεύματος εν πάση αγαθωσύνη και δικαιοσύνη και αληθεία” (Εφεσ. ε’ 9). Στην προς Γαλάτας λέει· “Ο καρπός του Πνεύματός εστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια” (Γαλ. Ε’ 22, 23). Αυτοί είναι οι καρποί της θείας Χάριτος, καρποί του Πνεύματος του Αγίου. Και βέβαια όλες αυτές είναι αρετές, τις οποίες παρουσιάζει στο βίο του ο Χριστιανός που κλήθηκε στην πίστη του Χριστού και αναγεννήθηκε πνευματικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και, όπως είπαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια, αν λείψει από τον άνθρωπο η θεία Χάρη, αυτός θα βρίσκεται υπό το κράτος του κακού και της αμαρτίας και τίποτε το καλό, καμία αρετή, καμία λαμπρή πλευρά στη ζωή του δεν θα παρουσιάσει. Αλλ’ εδώ πρόκειται για τους πρώτους καρπούς που καρποφορεί η θεία Χάρη στην ψυχή του αμαρτωλού ανθρώπου, του αποξενωμένου από το Θεό, του ενόχου, εκείνου, ο οποίος για τις αμαρτίες του και ένοχος και ξένος και εχθρός είναι για το Θεό. Πρόκειται για τους καρπούς που αποτελούν την αρχή και βάση των αρετών, των καρπών του Αγίου Πνεύματος, για τους οποίους, όπως είπαμε, μιλά ο θείος Παύλος.

Πρώτος, λοιπόν, καρπός, ή να το πούμε καλύτερα, πρώτη ενέργεια της θείας χάρης στον αμαρτωλό άνθρωπο είναι η Κλήση του αμαρτωλού. Η θεία χάρη ξυπνά τον αμαρτωλό. Από πού τον ξυπνά; Από το λήθαργο και τον ύπνο της αμαρτίας και τον καλεί να έλθει προς το Θεό, για να φωτισθεί, να ζωοποιηθεί, να σωθεί. Του φωνάζει του αμαρτωλού η χάρη· “έγειρε ο καθεύδων και ανάστα εκ των νεκρών, και επιφαύσει σοι ο Χριστός” (Εφεσ. ε’ 14), όπως λέει ο Παύλος. Νεκρός είναι, νεκρωμένος από το δηλητήριο της αμαρτίας ο αμαρτωλός. Πρέπει πρώτα να αναστηθεί. Κοιμισμένος και αναίσθητος με τον ύπνο του αιωνίου θανάτου είναι και πρέπει να ξυπνήσει, να δει και να συναισθανθεί, να ανασυνταχθεί και να ζητήσει έλεος Θεού. Εχθρός του Θεού είναι ο αμαρτωλός και για να βρει έλεος Θεού είναι ανάγκη να γίνει φίλος του Θεού. Για όλα όμως αυτά πρέπει να κληθεί από το Θεό, διότι μόνος του δεν μπορεί ούτε να τον βρει ούτε να τον πλησιάσει το Θεό. Τον καλεί, λοιπόν, η χάρη: Έλα, ξύπνα και πλησίασε προς το Θεό, αμαρτωλέ. Μετανόησε, πίστευσε, γίνει φίλος του Θεού, παιδί του Θεού, άνθρωπε, για να σωθείς, και θα σωθείς. Ο πρώτος καρπός λοιπόν της θείας χάρης είναι η κλήση. Η κλήση σε μετάνοια και πίστη, κλήση σε σωτηρία.

Δεύτερος καρπός είναι η δικαίωση του αμαρτωλού. Για να το εννοήσουμε αυτό ας λάβουμε υπόψη μας, ότι ο αμαρτωλός, εφόσον είναι ένοχος εμπρός στο Θεό, είναι και καταδικασμένος. Ο άνθρωπος, που βαρύνεται με πολλά παραπτώματα και είναι φορτωμένος ανομίες και αθλιότητες, πρόσωπο Θεού δεν βλέπει. Ούτε ευδοκία και ευλογία Θεού λαμβάνει ούτε βασιλεία ουρανών κληρονομεί. Το κρίμα, δηλαδή η κρίση και κατάκριση, η καταδίκη της θείας δικαιοσύνης είναι επάνω του και γι’ αυτό είναι καταδικασμένος με αιώνια καταδίκη. Έρχεται όμως η θεία χάρη και σε εκείνο που δέχθηκε την κλήση και μετανόησε και πίστευσε στο Χριστό, τον αναγνώρισε και τον ομολόγησε Σωτήρα και Λυτρωτή του, και δυνάμει της σταυρικής θυσίας του Χριστού του δίνει άφεση. Όσο αμαρτωλός και αν είναι, όσο πολλά και βαριά τα αμαρτήματά του, μια που δέχθηκε την λύση, απαλλάσσεται από το βάρος της ενοχής, λυτρώνεται από τη καταδίκη, σώζεται από τη θεία οργή, δικαιώνεται. Από αμαρτωλός και ένοχος, από κατάδικος της κόλασης με τη μετάνοια και την πίστη του ανακηρύσσεται δίκαιος ενώπιον του Θεού, ειρηνεύει, αναπαύεται από τύψεις και αναστατώσεις της συνείδησης και γίνεται άξιος της θείας του βασιλείας. Αυτό είναι που λέει ο Απόστολος· “Δικαιωθέντες εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν, διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού” (Ρωμ. ε’ 1).

Άλλος, τρίτος αυτός, καρπός της θείας χάρης είναι η Αναγέννηση του ανθρώπου. Έχει τη φυσική του γέννηση ο άνθρωπος, που έλαβε από τους κατά σάρκα γονείς του. Η γέννηση αυτή αμαρτωλό τον φέρει στη ζωή, με το προπατορικό αμάρτημα κληροδοτημένο και φορτωμένο. Με την αμαρτωλή αυτή ρίζα και ροπή που έχει προχωρεί στο κακό και ζει αμαρτωλή ζωή και αμαρτωλές πράξεις παρουσιάζει ο βίος του. Τώρα με την κλήση, με τη μετάνοια και πίστη, με το άγιο βάπτισμα που λαμβάνει, μέσα στην ιερή κολυμβήθρα γεννιέται δεύτερη φορά, θεία, πνευματική, ουράνια γέννηση, και έπειτα με τον αγώνα του και την ενίσχυση της θείας χάρης αναγεννιέται σε νέα, θεία, αγία ζωή. Αυτή είναι η Αναγέννηση που αποτελεί μεγάλο και θαυμαστό καρπό της θείας χάρης. Αυτή είναι η εσωτερική θεία αναγέννηση, για την οποία έκανε λόγο στο Νικόδημο ο Κύριος και του είπε· “εάν μή τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού” (Ιωάν. γ’ 3, 5). Αυτή είναι η αναγέννηση, για την οποία μιλά ο απόστολος Πέτρος και λέει, ότι οι Χριστιανοί είναι “αναγεννημένοι ουκ εκ σποράς φθαρτής, αλλά αφθάρτου, διά λόγου ζώντος Θεού και μένοντος εις τον αιώνα” (Α’ Πέτρ. α’ 23). Αυτή είναι η αναγέννηση, η οποία παράγει και τους καρπούς του Πνεύματος, για τους οποίους είπαμε στην αρχή.

Στη συνέχεια ως καρπός ατίμητος και θεοδώρητος έρχεται ο αγιασμός του ανθρώπου. Και όταν λέμε αγιασμό, πρέπει να εννοούμε την πλήρη και τέλεια κάθαρση του ανθρώπου από κάθε τι το αμαρτωλό, το αντίθεο, το κοσμικό. Αγιασμός είναι η μακάρια κατάσταση του ανθρώπου, οπότε ούτε σκέψη και λογισμός πονηρός και άτοπος ούτε αίσθημα ένοχο ούτε λόγος απρεπής και πράξη ανάξια, κακή και αποτρόπαια μπορεί να εισχωρήσει στην ψυχή του ανθρώπου και να μολύνει τη ζωή του. Αντιθέτως ο αγιασμένος άνθρωπος είναι κοσμημένος με κάθε αρετή και τελειότητα, ώστε να έχει επιτύχει το “καθ’ ομοίωσιν” του Θεού.

Αυτοί είναι οι καρποί της θείας χάρης και τα στάδια της σωτηρίας του ανθρώπου. Κλήση – Δικαίωση – Αναγέννηση – Αγιασμός. Και αυτά αλληλοεξαρτώνται, το ένα προϋποθέτει και προέρχεται από το άλλο. Όλα μαζί συμπληρώνουν και συναποτελούν το έργο της σωτηρίας του αμαρτωλού ανθρώπου.

Μένει η Δόξα, η θεία δόξα, η οποία καταστέφει το έργο της απολύτρωσης του ανθρώπου. Και η δόξα αυτή είναι μεν και η δόξα και το μεγαλείο της αρετής και εδώ, στην παρούσα ζωή, η ειρήνη, η χαρά, η ευφροσύνη και αγαλλίαση της κατά Χριστόν ζωής, είναι δε κυρίως η δόξα της βασιλείας του Θεού στη μέλλουσα ζωή και βασιλεία του ουρανού (3).

Γεμάτη είναι η Καινή Διαθήκη από λόγους και διακηρύξεις των θεόπνευστων Αποστόλων, ότι Θεός μας καλεί σε σωτηρία και ο Θεός μας δικαιώνει, μας αναγεννά δια της χάρης του Πνεύματος του Υιού του, ο Θεός μας αγιάζει και μας οδηγεί στη δόξα του. Αυτή η δικαίωση λέγεται στη Γραφή και “καταλλαγή” με το Θεό, δηλαδή συμφιλίωση και ειρήνευση με το Θεό, όπως είπαμε στο χωρίο “ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού”, και σωτηρία και θέωση εν τω Χριστώ, διότι με την ενανθρώπηση και τη θυσία του Χριστού και την πίστη μας σε Αυτόν “θείας γεγόναμεν κοινωνοί φύσεως”, λέει ο απόστολος Πέτρος, εμείς οι θνητοί άνθρωποι.

Οι όροι της δικαίωσης

Φυσικά η δικαίωση και σωτηρία στον αμαρτωλό παρέχεται υπό ορισμένους όρους. Κάνοντας τώρα εδώ λόγο σχετικά με τους όρους της δικαίωσης πρέπει εξ αρχής να τονίσουμε, ότι κυρίως όροι της δικαίωσής μας είναι η πίστη στο Σωτήρα Χριστό και τα καλά έργα της ενάρετης και αγίας ζωής μας. Η Πίστη μας. “Λογιζόμεθα πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον” (Ρωμ. γ’ 28). Η πίστη, λοιπόν. Αλλά Πίστη όχι θεωρητική γνώση και αποδοχή των αληθειών που αποκάλυψε ο Χριστός, αλλά πίστη θερμή και ζωντανή σε αυτό το Σωτήρα Χριστό. Πίστη, δηλαδή ακράδαντη πεποίθηση, ότι αυτός, μόνο αυτός, είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής του αμαρτωλού. Η πίστη ακόμα αυτή να επεκτείνεται και σε όλες τις αλήθειες του Ευαγγελίου, τις οποίες χωρίς αμφιβολία και δισταγμό να παραδέχεται και να εγκολπώνεται ο άνθρωπος. Η πίστη αυτή να είναι τέλεια και ολόψυχη αφοσίωση στο Χριστό και την Εκκλησία του και να εκδηλώνεται ως πλήρης και τέλεια τήρηση και εφαρμογή των αγίων εντολών του Χριστού και μάλιστα της μέγιστης των εντολών, της αγάπης. Η πίστη να είναι η αρχή του χριστιανικού βίου, η αγάπη το τέλος, το επιστέγασμά του. Η πίστη θα αρχίζει το έργο της δικαίωσης, η αγάπη θα το τελειώνει και θα το επισφραγίζει.

Επομένως πρώτος όρος η πίστη, δεύτερος όρος η αγάπη. “Πίστις, λέει ο Απόστολος, δι’ αγάπης ενεργουμένη” (Γαλάτ. ε’ 6), πίστη που αποδεικνύεται αληθινή και ζωντανή με τα έργα της αγάπης. Ο Αδελφόθεος Ιάκωβος λέει· “εξ έργων δικαιούται άνθρωπος και ουκ εκ πίστεως μόνον” (Ιακ. β’ 24). Και εννοεί εδώ ο Αδελφόθεος όχι τα έργα του νόμου της Παλιάς Διαθήκης, δηλαδή την περιτομή και τις θυσίες των ζώων, για τα οποία λέει ο Παύλος, ότι “ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού” (Γαλάτ. β’ 16). Εννοεί τα έργα της πίστης, της δικαιοσύνης, της αρετής, της αγάπης. Η αγάπη είναι η ζωντανή πίστη. Αγάπη πρωτίστως βέβαια στο Θεό, σύμφωνα με την εντολή “αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής του και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου”. Και “τον πλησίον σου ως σεαυτόν”. Τότε αυτή η αγάπη απεργάζεται κάθε αγαθό έργο. Αφού “η αγάπη… ου λογίζεται το κακόν… πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει” (Α’ Κορ. ιγ’ 5, 7)· “η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου” και “τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται” παρά μόνο και πάντοτε το αγαθό (Ρωμ. ιγ’ 10). Στη Ρωμ. ε’ 2 ο Παύλος λέει· “την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην” της δικαίωσης. Και ο ευαγγελιστής Ιωάννης· “Ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω”· πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν”· “ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ” (Α’ Ιωάν. γ’ 14, δ’ 7, 16 και εξής). Και ο Παύλος· “εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμι…” και “γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον” (Α’ Κορινθ. ιγ’ 1, 2) (4). Επομένως οι βασικοί όροι της δικαίωσης του ανθρώπου είναι η Πίστη και τα έργα της Πίστης, η πίστη και η αγάπη, η ζωντανή πίστη και η ενεργός αγάπη.


Υποσημειώσεις

(1) Το ότι κάθε καλό που γίνεται και υπάρχει σε μας είναι δωρεά και καρπός της χάρης του Θεού, το διακηρύττουν οι άγιοι Πατέρες και το τονίζουν, για να λάβουμε αυτό σοβαρά υπόψη μας και να ζητούμε έτσι τη χάρη του Θεού. Και ο μεν Μέγας Βασίλειος λέει· “Πάν, όπερ αν εις ημάς εκ θείας δυνάμεως αγαθόν φθάση, της πάντα εν πάσι ενεργούσης χάριτος ενέργειαν είναι φαμέν”. Κάθε καλό και αγαθό, το οποίο θα έφθανε σε μας και θα μας διδόταν από τη θεία δύναμη, είναι ενέργεια και πράξη της θείας Χάρης, που ενεργεί σε όλους όλα τα αγαθά και σωτήρια. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει· “Και παρά μεν του Πνεύματος ημών η αναγέννησις· παρά δε της αναγεννήσεως, η ανάπλασις· παρά δε της αναπλάσεως η επίγνωσις της αξίας του αναπλάσαντος”. Από το Άγιο Πνεύμα δίδεται σε μας η αναγέννηση. Από την αναγέννηση προέρχεται σε μας η ανάπλαση. Από την ανάπλαση τη δική μας, ώστε από κακοί και αμαρτωλοί να γινόμαστε καλοί και άγιοι, γίνεται κατανοητή η αξία εκείνου που μας έπλασε, δηλαδή του Θεού. Για να καταλάβουμε οι αναγεννώμενοι άνθρωποι, ότι “και τούτο ουκ εξ ημών, Θεού το δώρον” (Εφεσ. β’ 8).

Και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας στον κατά Ιουλιανού λόγου του ΙΙΙ γράφει· “αμήχανον γαρ ανθρώπου ψυχήν κατορθώσαι τι των αγαθών, ήγουν των οικείων κρατήσαι παθών, ή της του διαβόλου παγίδος οξείας διαδράναι το μέγεθος, μη τη του Αγίου Πνεύματος τετειχισμένου χάριτι και αυτόν έχουσαν εν εαυτή διά τούτο Χριστόν”.

Δηλαδή είναι ακατανόητο και αδύνατο στην ψυχή του ανθρώπου να κατορθώσει στη ζωή του και ένα αγαθό έργο να πράξει, και πρώτα πρώτα να κυριαρχήσει στον εαυτό του και να υποτάξει τα αμαρτωλά του πάθη, ή να ξεφύγει τις παγίδες του διαβόλου που είναι τρομερές, αν δεν είναι ασφαλισμένος και δυναμωμένος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και με αυτή τη χάρη να έχει πάντοτε μέσα της η ψυχή τον Σωτήρα Χριστό.

(2) Από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας ο Μέγας Βασίλειος, για να εξάρει την ευεργετική και σωτήρια επίδραση της θείας χάρης στο βίο μας το χριστιανικό, γράφει μεν, όπως προείπαμε, το ότι· “παν, όπερ αν εις ημάς εκ θείας δυνάμεως αγαθόν φθάση, της πάντα εν πάσι ενεργούσης χάριτος ενέργειαν είναι φαμέν”, θεωρεί δε “αναγκαίαν υπέρ του αγαθού, της κατορθώσεως της αρετής και του δικαίου την αίτησιν” και την προς το Θεό προσευχή. Και αυτό για ποιο λόγο; “Ίνα το κατά πρόθεσιν αυτού ευθές και το αδιάστροφον της γνώμης τούτο τη παρά του Θεού χειραγωγία κατευθυνθή”. Για το λόγο, ότι, εκείνο που είναι ίσιο πράγμα και καλό κατά τη αγαθή πρόθεση του ανθρώπου και την καλή γνώμη του, πάρει σωστή κατεύθυνση και πορεία με τη χειραγωγία του Θεού. Και αυτό, για να μη ξεφύγει κανείς από το σωτήριο κανόνα και δρόμο της αλήθειας, λόγω αδυναμίας, αλλ’ ούτε και να αποπλανηθεί από τον εχθρό της αλήθειας διάβολο με σκέψεις και λογισμούς πονηρούς. Ώστε “μήτε από ασθενείας αυτόν αποπνεύσαι τε ποτέ του οιονεί κανόνος της αληθείας, μήτε υπό του εχθρού της αληθείας (διαβόλου) τοις ενδιαστρόφοις δόγμασιν παραβληθήναι”. Και λέγει αυτό, διότι ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι “πάσα ψυχή κεκράτηται δόγμασιν ακινήτοις διά της χάριτος προς την ασάλευτον εις Χριστόν πίστιν βεβαιουμένην” κάθε ψυχή κρατιέται ασάλευτη από τη χάρη του Θεού στην πίστη του Χριστού, την οποία με ισχυρά επιχειρήματα βεβαιώνει η χάρη. Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος αναφερόμενος στο χωρίο του Παύλου “ου του θέλονοτος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού”, παρατηρεί μεταξύ άλλων, ότι “και το βούλεσθαι καλώς δείται της παρά Θεού βοηθείας, μάλλον δε αυτό το προαιρείσθαι τα δέοντα θείον τι και εκ Θεού δώρον φιλανθρωπίας”. Δηλαδή και το να θέλει κανείς το καλό και αυτό πρέπει ο Θεός να του το δώσει. Και ακόμη πιο πολύ και το να προτιμά κανείς εκείνα που πρέπει, τα καλά δηλαδή, είναι θείο χάρισμα και δώρο της φιλανθρωπίας του Θεού. Αλλ’ “επειδή και το βούλεσθαι παρά Θεού”, γι’ αυτό και ο Παύλος στο χωρίο που αναφέραμε “το παν εικότως ενέθηκε τω Θεώ”, ευλόγως, κατά φυσικό λόγο το ανέθεσε στο Θεό. Ο δε θείος Χρυσόστομος χωρίς καμία επιφύλαξη διακηρύττει, ότι “ουδ’ οιον τε τι χρηστόν ημάς ποτε κατορθώσαι μη της άνωθεν ροπής απολαύσαντας. (Δεν είναι δηλαδή ποτέ δυνατόν να κάνουμε κανένα καλό, χωρίς την άνωθεν αρωγή, χωρίς τη βοήθεια του Θεού). Και ουκ οικεία δυνάμει, αλλά τη άνωθεν βοηθούμενος χάριτι ομολογεί ο ομολογών”. Το οποίο θα πει, ότι και εκείνος που ομολογεί την πίστη του στο Χριστό, και αυτός με το φωτισμό και την ενίσχυση του Θεού κάμει την αγία αυτή ομολογία. Διότι “ου το τυχόν πράγμα”, δεν είναι μικρό και τυχαίο πράγμα η πίστη στο Χριστό, ακόμα και η μαρτυρία. Είναι της θείας χάρης δώρο και προσφορά. Και λέει ο άγιος Πατέρας απευθυνόμενος στο Χριστιανό· “Ουδέν οίκοθεν έχεις (τίποτε δεν έχεις από τον εαυτό σου), αλλά παρά του Θεού λαβών”. Ό,τι καλό έχεις, το έχεις, διότι το έλαβες από το Θεό. Επομένως έλαβες και έχεις όχι αυτό και εκείνο, “ουχί τόδε και τόδε, αλλά πάντα όσα έχεις” από το Θεό τα έχεις. Γι’ αυτό δικό σου τίποτε δεν είναι. Δεν είναι η πίστη, δεν είναι η αρετή, δεν είναι η ομολογία. “Ου γαρ σα τα κατορθώματα ταύτα, αλλά της του Θεού χάριτος. Καν την πίστιν είπης, από της κλήσεως γέγονεν”. Ο Θεός σε κάλεσε στην πίστη και τώρα πιστεύεις. Διαφορετικά θα ήσουν άπιστος. “Καν την άφεσιν είπης των αμαρτημάτων, καν τα χαρίσματα, καν τον διδακτικόν λόγον, καν τας δυνάμεις, πάντα εκείθεν έλαβες”. Και τη συγχώρηση των αμαρτιών σου και τα προσόντα, τα χαρίσματά σου, και τη χάρη να κηρύττεις, αν είσαι κήρυκας και διδάσκαλος του Ευαγγελίου, και όλα, όλα τα καλά από το Θεό τα έχεις, άνθρωπε, και τίποτε από τον εαυτό σου, και βέβαια, καθώς πάλι ο ίδιος άγιος Πατέρας λέει, για να αξιωθούμε της άνωθεν ροπής και βοήθειας, είναι ανάγκη, να κάνουμε και το από τον εαυτό μας, να προσφέρουμε και εμείς ό,τι καλό έχουμε, και τι άλλο; την καλή μας θέληση και συγκατάθεση, να πούμε το ναι, ναι, θέλω να σωθώ από σένα, Χριστέ μου, και σε παρακαλώ να με σώσεις. Διότι “καν μυριάκις σπουδάζωμεν, ουδέν ουδέποτε κατορθώσαι δυνησόμεθα, ει μη και της άνωθεν ροπής απολαύσαιμεν”. Και τα δύο· και του Θεού η χάρη και η βοήθεια και η δική μας προσφορά και θέληση. Γιατί και χιλιάδες χιλιάδων φορές και αν προσπαθήσουμε να κάνουμε χωρίς του Θεού τη χάρη και ενίσχυση. Και προσθέτει, όταν ερμηνεύει το χωρίο του αποστόλου Παύλου Φιλιπ. β’ 13, ότι “ο Θεός εστιν ο ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας”: “Ει τοίνυν αυτός ενεργεί (ο Θεός δηλαδή) ημάς δει την προαίρεσιν παρασχείν”. Αν, λοιπόν, ο Θεός είναι εκείνος που αρχίζει και ενεργεί τη σωτηρία μας, ανάγκη είναι και εμείς να προσφέρουμε την καλή θέλησή μας. Και αν θελήσεις να σωθείς, συ άνθρωπε, θα σωθείς. Γιατί ο Θεός θα είναι στην αρχή και στη συνέχεια και στο τέλος της σωτηρίας σου. Εκείνος και θα την αρχίσει και θα την ενεργήσει και θα την τελειώσει. Μη φοβηθείς, που θα βλέπεις αδυναμίες και ελαττώματα στον εαυτό σου και πως δεν γίνεται τίποτε, και αφήσεις την προσπάθεια και τον αγώνα σου. Προχώρα, όσο δύσκολα και αν σου φαίνονται τα πράγματα. “Ο Θεός δίδωσιν ημίν και προθυμίαν και εργασίαν”. “Όταν γαρ θελήσωμεν, αύξει το θέλειν ημών”. Όταν εμείς θα θελήσουμε, θα την μεγαλώσει, τα την δυναμώσει τη θέλησή μας, θα ευλογήσει τους κόπους και τους αγώνες μας και θα επιτύχουμε. Θα κερδίσουμε με τη χάρη του Θεού την ψυχική μας σωτηρία. Ο ιερός πάλι Χρυσόστομος ως προς τη συνεργασία ανθρώπινης ελευθερίας και θείας χάρης λέει: “Ουδένα βιάζεται, αλλ’ εάν αυτός (ο Θεός δηλαδή) θέλη, ημείς δε μη θέλωμεν (κανένα δεν βιάζει, αλλ’ αν ο Θεός θέλει, εμείς όμως δεν θέλουμε), διαπίπτει τα της σωτηρίας ημών (χάνουμε εμείς τα χαρίσματα που μας προσφέρουν τη σωτηρία μας, αν εμείς δεν θέλουμε τη σωτηρία), ουκ επειδή ασθενές αυτού το βούλημα, αλλ’ επειδή αναγκάσαι ουδένα θέλει”. Όχι επειδή είναι τάχα αδύνατη η θέληση του Θεού, αλλ’ επειδή δεν θέλει κανένα να αναγκάσει. Και ο Θεοδώρητος πάλι γράφει· “Δώρα Θεού κέκληκε (ονόμασε) και το πιστεύσαι, και το λαμπρώς αγωνίσασθαι… ουδέν δύναται κατορθώσαι των αγαθών· αμφοτέρων γαρ χρεία, και της ημετέρας προθυμίας και της θείας επικουρίας· ούτε γαρ τοις την προθυμίαν ουκ έχουσιν επαρκεί του Πνεύματος η χάρις, ούτ’ αν πάλιν η προθυμία ταύτης εστερημένης της αρετής δύναται συναθροίσαι τον πλούτον”. Χρειάζονται και τα δύο· και η δική μας προθυμία και του Θεού η βοήθεια και επικουρία. Διότι δεν φθάνει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, αν λείπει η δική μας συγκατάθεση και προθυμία. Μα ούτε και η δική μας προθυμία, αν λείπει του Θεού η βοήθεια. Καμιά αρετή τότε δεν μπορούμε να κατορθώσουμε. Επομένως ούτε τη σωτηρία μας να επιτύχουμε.

(3) Χωρία της Αγίας Γραφής, που επιβεβαιώνουν τα όσα γράφοντα παραπάνω, είναι τα χωρία του Παύλου, ότι ο Θεός “ούς προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ούς εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν, ούς δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε” (Ρωμ. η’ 30) και το ότι ο Χριστός διά της θυσίας του “εγενήθη ημίν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε (με την έννοια της δικαίωσης απέναντι στο Θεό, ώστε από αμαρτωλοί και ένοχοι δίκαιοι να είμαστε πλέον ενώπιον του Θεού) και αγιασμός και απολύτρωσις” (Α’ Κορ. α’ 30). Λέει και στην Α’ Κορ. στ’ 11 ο θείος Παύλος για όσους πιστεύουν και με έμπρακτη μετάνοια δείχνουν την πίστη τους αυτή: Με την πίστη και το βάπτισμά σας “αλλά απελούσασθε, αλλά ηγιάσθητε, αλλά εδικαιώθητε εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού και εν τω Πνεύματι του Θεού ημών”. Τούτο λέει και ο ιερέας στο βαπτιζόμενο· “Εβαπτίσθης, εφωτίσθης, εμυρώθης, ηγιάσθης, απελούσθης, εις το όνομα του Πατρός και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν”.

(4) Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε ότι έχουμε μεγάλη διαφορά εμείς οι Ορθόδοξοι με τους Προτεστάντες. Αυτοί απορρίπτουν τελείως τα έργα εξηγώντας κακώς μερικά χωρία της Αγίας Γραφής. Αλλ’ όσα αναφέραμε προηγουμένως υποστηρίζουν φανερά την Ορθόδοξη άποψη, η οποία είναι ότι ο άνθρωπος δεν δικαιώνεται μόνο με την Πίστη, αλλά και με τα έργα της πίστης, που είναι απαραίτητα για να βεβαιώνουν και προσεπικυρώνουν την πίστη. Και έχουμε σε αυτό τη μαρτυρία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου που μας λέει· “δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου” (ιακ. Β’ 18). Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει· “Σχήμα εστι μόνον χωρίς δυνάμεως πίστις χωρίς έργων. (Μόνο σχήμα και λόγος χωρίς αξία είναι η πίστη, όταν δεν έχει έργα). Ώσπερ σώμα καλόν και ευανθές, όταν ισχύν μη έχη, αλλά τοις εζωγραφημένοις ή προσεοικός, ούτω πίστις ορθή, χωρίς έργων”. Όπως ένα σώμα καλό και ωραίο, όταν δεν έχει δύναμη και ζωή, μοιάζει με τα άψυχα σώματα που έχουν οι ζωγραφιές, έτσι είναι και η ορθή πίστη, χωρίς τα έργα της αγάπης και αρετής. Και ο ιερός Δαμασκηνός· “Αύτη δε τελειούται πάσι τοις νομοθετηθείσιν υπό του Χριστού, έργω πιστεύουσα, ευσεβούσα και τας εντολάς πράττουσα του ανακαινίσαντος ημάς”. Η πίστη δηλαδή αποδεικνύεται τέλεια και ολοκληρωτική, όταν παρουσιάζεται στολισμένη με όλα όσα διέταξε ο Χριστός. Να αποδεικνύεται πίστη με τα έργα, να έχει αληθινή ευσέβεια και να πράττει τις εντολές του Χριστού, ο οποίος μας ανακαίνισε. Και άλλος· “τα αγαθά έργα, ήτουν η χριστιανική αρετή είναι ένας καρπός, οπού γεννάται από την πίστη, ως από αγαθό δένδρο” (Δοσίθεος). “Εννοούμεν δε τα έργα… καρπούς, δι’ ων η πίστις λαμβάνει το έμπρακτον”.

Μια άλλη πλάνη και κακοδοξία, της παπική Εκκλησίας, είναι η αξιομισθία των αγίων ή τα υπέρτακτα έργα, όπως τα λένε οι παπικοί. Δηλαδή οι Ρωμαιοκαθολικοί λένε, ότι ορισμένα έργα είναι αρκετά για να σώσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στον Παράδεισο. Οι άγιοι όμως, λένε πάλι οι ίδιοι, έχουν κάνει στη ζωή τους πολλά καλά έργα, πιο πολλά από τα καθορισμένα, από όσα είναι αρκετά για να σωθεί ο άνθρωπος. Αυτά τα λένε υπέρτακτα έργα, πάνω από τα τακτικά και ορισμένα. Αυτά τους δίνουν και πολύ μεγάλο μισθό, μεγαλύτερο από εκείνο που τους χρειάζεται. Και αυτά τους περισσεύουν. Και ο μεγάλος μισθός τους μπορεί να μοιρασθεί με άλλους, που δεν έχουν έργα ή έχουν λιγοστά και δεν τους φθάνουν, για να μπουν στον Παράδεισο. Αυτά, λοιπόν, τα περισσεούμενα έργα των Αγίων μπορούν να χρησιμεύσουν για άλλους, που δεν έκαναν όσα έπρεπε να κάνουν και να δικαιωθούν. Και εδώ στηρίζονται τα “συχωροχάρτια” που δίνει ο Πάπας. Παίρνει δηλαδή ο Πάπας τα περίσσια έργα των αγίων, τα πλεονάσματα, ας πούμε, και τα χαρίζει στους ελλειμματίες. Με τα περίσσια των αγίων καλύπτει τα ελλείμματα των αμαρτωλών! Είπαμε πως αυτό είναι πλάνη και μεγάλη κακοδοξία, ξένη προς το Ευαγγέλιο και τα δόγματα της Εκκλησίας. Διότι, πρώτον, τον αμαρτωλό τον σώζει η θυσία του Χριστού, τα δε καλά έργα, τα δικά του και όχι τα ξένα, είναι η εκδήλωση και καρποφορία της πίστης του προς το Χριστό, είναι η έμπρακτη αγάπη του. Έπειτα υπέρτακτα έργα και αξιομισθίες αγίων δεν υπάρχουν στο Χριστιανισμό. Και δεν υπάρχουν, διότι ό,τι καλό μπορεί ο Χριστός να κάνει πρέπει να το κάνει, είναι καθήκον και χρέος να το κάνει. Οφείλει, χρωστά να το κάνει, χωρίς αξιώσεις αμοιβών και βραβείων. Όσα καλά και αν κάνει, πάλι τίποτε το περίσσιο δεν μένει, αφού δωρεάν σώζονται όλοι, και αφού ο ίδιος ο Χριστός μας λέει· Και “όταν ποιήσητε πάντα τα διδαχθέντα υμίν, λέγετε ότι δούλοι αχρείοι εσμεν, ότι ό ωφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν” (Λουκ. Ιζ’ 10). Ολέθρια, λοιπόν, πλάνη και αίρεση η διδασκαλία αυτή της παπικής εκκλησίας, που αποκοιμίζει τον αμαρτωλό και τον κρατά αμετανόητο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ