ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΤΙΧΩΝ
ΕΙΣ ΤΟ ΜΗ ΠΑΡΑΔΕΧΕΣΘΑΙ
ΤΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΗΘΕΝ ΝΕΟΝ ΠΑΠΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ !
Τὴν παναγίαν Πίστιν μας κρατοῦμεν, ἀδελφοὶ μου· φυλάξωμεν δὲ ἅπαντες, πιστῶς, ἀγαπητοὶ μου.
Καλῶς μὲν βλέπετ’ ἀδελφοί, νὰ μὴ παρασυρθῆτε, ὑπὸ τῶν κακοδόξων δέ, Φράγκων μὴ πλανηθῆτε.
Ὑπὸ προβατοσχήμων νὰ μὴν ἀπατηθῆτε· προσέχετε ὦ ἀδελφοὶ νὰ μὴν δελεασθῆτε.
Θρησκείαν Θεοδίδακτον τόλμησαν ν’ἀλλάξουν, ποὺ ἄγγελοι τῶν Οὐρανῶν φοβούνται νὰ πειράξουν.
Ὁ δὲ Ἀντιχρυσόστομος ἐπέτρεψε νὰ πάῃ τὸ Πάσχα μας τὸ ἅγιον καὶ εἰς τὸν μῆνα Μάῃ.
Νόμον Θεοῦ κατέστρεψαν, Χριστοῦ δικαιοσύνης, καθεῖλον τὸν φραγμὸν αὐτῆς, ἀρχιερεῖς αἰσχύνης.
Γιὰ νὰ δοξάξονται στὴ γῇ, ὡς νέοι νομοθέται, πίστιν Χριστοῦ κατέστρεψαν, αὐτοὶ οἱ καινοθέται.
Πνεῦμα Θεοῦ κατέλιπον, Πνεῦμα Θεοῦ σοφίας, ἕν πρόσωπον ἰσόθεον, Τριάδος τῆς ἁγίας.
Καὶ τῶρα βλασφημοῦν αὐτοί, Ἀγίαν μας Τριάδα, πιστοὺς πλανοῦν τοὺς πανταχοῦ καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα.
Ἐκεῖνοι ποῦ εἰσχώρησαν, εἰς τὴν κακοδοξίαν, πίστιν Χριστοῦ ἠρνήθησαν, πήγαν εἰς προδοσίαν.
Καὶ ὅσοι εἰς τὸ Παπικὸν ἀκολουθοῦν καὶ τρέχουν, ἅγιον Πνεῦμα ἔχασαν, Πνεῦμα Θεοῦ δὲν ἔχουν.
Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ τέλειοι ὅσοι εἶσθε, φύγετε τὸ πλανώμενον, τὸ ψεύτικον ἀφῆστε.
Νεοημερολόγιον τοῦ Σατανᾷ ἀγκύστρι, καὶ ὅσους ἐξεγέλασε τοὺς φόρεσε καπίστρι.
Ὀρθόδοξ’ ἐκκλησίαν μας, ὅλοι ν’ ἐπιστραφῆτε, παύσει Θεοῦ μεγάλη ὀργή, δεινῶν ἀπαλλαχθῆτε.
Εἰδ’ ἄλλως μὲν καὶ μένετε Φράγκων Κακοδοξίαν, μεγαλητέρα ἔρχεται, ὀργὴ πρὸς τιμωρίαν.
Μὴ φοβηθῶμεν τέκνα μου φυλακὰς καὶ ἐξορίας, τῶν κακοδόξων διωγμοὺς κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Οὐαὶ καὶ τρισαλλίμονον, ὅστις Πίστιν τ’ ἀφήση, Φράγκους & σχισματικοὺς καὶ τοὺς ἀκολουθῆση.
Τῶν ἀδυνάτ’ ἀδύνατον. Φράγκους ν’ ἀκολουθῶμεν· ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας Πάτρια ν’ ἀρνηθῶμεν.
Μὴ γένοιτο, Παμβασιλεῦ, ποτὲ νὰ Σ’ ἀρνηθῶμεν, Φράγκων δὲ τῶν αἱρετικῶν, ἕνωσιν νὰ δεχθῶμεν.
Ταχέως νὰ ἐπιστρέψητε, πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν. Μητέραν τὴν ἁγίαν μας Χριστοῦ τὴν Ἐκκλησίαν.
Χριστιανοὶ ποῦ ἔμειναν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τρώγουν δεῖπνον τὸν Μυστικὸν θείαν μυσταγωγίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Τοῦ π. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜΑΡΑ, Δρος Νομικῆς
Ὁ σχισματοαιρετικός Νεοημερολογιτισμός γεννήθηκε στηριγμένος πάνω σέ ἕνα ψεῦδος. Ὅπως ὅλα τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις βασίζονται στό ψεῦδος καί στήν συκοφαντία, στήν πλαστογράφηση τῆς ἀλήθειας καί στήν ἀπάτη, καί ἐπιβάλλονται στούς ἀδιάφορους γιά τήν πίστη καί στούς ἀμαθεῖς, ἀπό ἐκείνους πού ὑπηρετοῦν ἔνοχες σκοπιμότητες καί συσχηματίζονται μέ τόν κόσμο, ὑπηρετῶντας τήν ἑκάστοτε κοσμική ἐξουσία.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας ἐξ ἀφορμῆς ἑνός ψεύδους μεταξύ τῶν ἑβραίων, θεωρήθηκε καί θεωρεῖται ὡς ἕνας μῦθος! Ἀφοῦ οἱ στρατιῶτες τῆς κουστωδίας εἶπαν στούς ἀρχιερεῖς τά συγκλονιστικά γεγονότα τῆς ἀναστάσεως, τούς ἔδωσαν πολλά χρήματα καί τούς εἶπαν νά λένε, ὅτι, « ὅταν ἐμεῖς κοιμόμασταν, ἦλθαν οἱ μαθητές Του καί Τόν ἔκλεψαν».
Καί συμπληρώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Καί διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρά τοῖς ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον». Τέτοια ψεύδη στόν κόσμο ὑπῆρξαν πολλά. Ἕνα ψεῦδος, ἐπίσης, ἀποτέλεσε τήν γενεσιουργόν αἰτίαν τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ, πού μέχρι σήμερα ἀποδυναμώνει τό ἔργον τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τίς ἐπιδράσεις τῶν σχισματικῶν αὐτῶν στό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, πού εἶναι ἀδιάφοροι γιά τήν Πίστη ἤ πού σέ αὐτό τό ψεῦδος βρίσκουν καταφυγή ὅλοι ἐκεῖνοι πού ὑπηρετοῦν ἔνοχες σκοπιμότητες καί ἔχουν συσχηματισθεῖ μέ τά πράγματα καί τίς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ ἱστορία τοῦ Νεοημερολογιτικοῦ σχίσματος ἐν συντομία :
Μετά τό τέλος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τό 1919, τά Ὀρθόδοξα κράτη τῆς ἀνατολῆς, γιά λόγους ἐμπορικούς, ἤθελαν νά προσαρμοσθεῖ τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον στό λεγόμενον Γρηγοριανόν, πού προηγεῖτο κατά 13 μέρες. Καί στήν Ἑλλάδα ἄρχισαν σχετικές ζυμώσεις τῶν τότε κυβερνήσεων μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἠρνεῖτο σθεναρῶς μέχρι τότε νά ἀποστεῖ τοῦ ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου. Ἡ ἐπαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα, παρά τίς ἀντιρρήσεις τῆς Ἐκκλησίας, προέβη διά Βασιλικοῦ Διατάγματος στήν καθιέρωση τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου γιά τά πολιτειακά πράγματα.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στό σχετικό Βασιλικό Διάταγμα διατύπωσε τήν γνώμη, ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ἀλλάξει τό ἡμερολόγιον μόνη της, ἀναφορικά μέ τίς ἑορτές της. Μία τοπική Ἐκκλησία, ὅπως αὐτή τῆς Ἑλλάδος, δέν ἦταν δυνατόν νά τό κάνει αὐτό, χωρίς νά καταστεῖ σχισματική ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἀδικαιολόγητα, ὅμως, καί παρά τίς σοβαρότατες ἀντιρρήσεις τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὁ τραγικός Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, μαζί μέ τόν ἀποστάτη καί μασόνο Μελέτιο Μεταξάκη, πού εἶχε ἀναρριχηθεῖ στόν θρόνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀποδέχθηκαν στή συνέχεια τό Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον. Καί τήν 10ην Μαρτίου τοῦ 1924 Ὀνόμασαν 23ην.
ΤΟ ΣΙΓΓΙΛΙΟ ΤΟΥ 1583
Τό Πάσχα θά ἑορταζόταν κατά τό Παλαιό ἡμερολόγιο, τήν ἴδια μέν ἡμέρα Κυριακή μέ ὅλες τίς ἄλλες Ἐκκλησίες, πού κράτησαν τό Παλαιόν, ἀλλά οἱ ἡμερομηνίες δέν θά συνέπιπταν πλέον, διότι οἱ μέν Νεοημερολογίτες μετροῦσαν τίς ἡμέρες μέ βάση τό Νέον Γρηγοριανόν Ἡμερολόγιον, τρέχοντας μπροστά 13 ἡμέρες, οἱ δέ ἄλλοι Ὀρθόδοξοι ὑπολόγιζαν τόν χρόνο ἀκόμη μέ βάση τό Παλαιόν, ἰουλιανόν ἡμερολόγιον, πού ἡ Ἐκκλησία εἶχε σέ χρήση 1600 χρόνια.
Ὅλες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀναδείχθηκαν ἔχοντας ἑνιαῖο ἐκκλησιαστικό ἑορτολόγιο καί ἡμερολόγιο. Μέχρι τότε γνώριζαν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅπου καί νά βρίσκονταν, ἐκεῖ πού ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅτι γιόρταζαν τίς ἴδιες γιορτές στίς ἴδιες ἡμέρες, τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς Κοιμήσεως καί ὅλες τίς ἀκίνητες ἑορτές γενικά.
Μέ τήν πραξικοπηματική ἀλλαγή πού συντελέστηκε, διασπάστηκε ἡ θαυμαστή ἑνότητα πού ὑπῆρχε μέχρι τότε. Ἄλλοτε γιόρταζαν οἱ Νεοημερολογιτικές Ἐκκλησίες, ὅπως αὐτή τῆς Ἑλλάδος, καί ἄλλοτε αὐτές πού διακράτησαν καί κρατοῦν ἀκόμη μέχρι σήμερα, μετά ἀπό σχεδόν ἐνενήντα χρόνια, τό Παλαιόν ἡμερολόγιον, ὅπως κάνουν οἱ Σλαυικές Ἐκκλησίες.
Σήμερα εἶναι ἡλίου φαεινότερον, βέβαια, ὅτι ὑπῆρχε σκοπιμότητα στήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου, ὅπως ἔδειξε ἡ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων. ὁ σκοπός τῆς ἀλλαγῆς ἦταν ὁ συνεορτασμός τῶν Ὀρθοδόξων μετά τῶν Φράγκων(*) . Αὐτή ἡ ἀλλαγή ἦταν ἕνα ἀπό τά πρῶτα καί βασικά βήματα πού εἶχαν πονηρά σχεδιασθεῖ, γιά νά γίνει εὐκολότερα ἡ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς Παπικούς.
Τήν πονηρία τῶν Λατίνων εἶχε ἀναμφίβολα διαγνώσει στό παρελθόν ἡ Ἐκκλησία, καί γι' αὐτό εἶχε λάβει ἀποφάσεις ἐν Συνόδω, μέ τίς ὁποῖες ἀναθεμάτιζε κάθε ἀλλαγή τοῦ Πατροπαραδότου ἡμερολογίου καί κατ' ἐξοχήν τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἁγίου Πάσχα. Ἄν γινόταν μία τέτοια ἀλλαγή θά κατέστρεφε τήν αἰώνια ἑορτολογική της ἑνότητα καί θά δημιουργοῦσε σύγχυση, ὅπως καί δημιούργησε, μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας.
Μετά τό 1924, μετά δηλαδή τήν ἐπάρατη Νεοημερολογιακή ἀλλαγή, ὅσοι ἀκολούθησαν τό Νέο ἡμερολόγιο ἔγιναν σχισματικοί(*). Δέν ἀποτελοῦσαν δηλαδή τήν ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία μέ τίς Πανορθόδοξες Συνόδους τοῦ 1583 καί 1593, (ἀλλά καί τοῦ 1587, περί ἧς Συνόδου βλ. κατωτέρω), καί ἐπί 350 χρόνια ἠρνεῖτο σθεναρῶς νά ἀκολουθήσει τό φράγκικο ἡμερολόγιο, νά προσαρμόσει τό ἑορτολόγιό της στό Παπικό καλενδάριο καί νά ἀλλάξει τό Μηνολόγιον. Καί ὄχι μόνον ἠρνεῖτο οἱανδήποτε ἑορτολογικήν ἀλλαγήν ἀλλά ἀναθεμάτισε καί ὅσους στό μέλλον θά δέχονταν τό φράγκικο ἡμερολόγιο.
1η ἀπόφασις τῆς Συνόδου τοῦ 1583, ἡ ὁποία ὑπογράφεται ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίαν, Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρον, Ἱεροσολύμων Σωφρόνιον καί ἀπό τούς ὑπόλοιπους παρόντες Ἀρχιερεῖς. Κανών Ζ΄: «Ὅποιος δέν ἀκολουθᾶ τά ἔθιμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καθώς αἱ ἑπτά Ἅγιαι Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἐθέσπισαν, καί τό Ἅγιον Πάσχα καί τό Μηνολόγιον καλῶς ἐνομοθέτησαν νά ἀκολουθῶμεν, καί θέλει νά ἀκολουθᾶ τό νεοεφεύρετον Πασχάλιον καί νέον Μηνολόγιον τῶν ἀθέων ἀστρονόμων τοῦ Πάπα, καί ἐναντιώνεται εἰς αὐτά ὅλα καί θέλει νά ἀνατρέψη καί νά χαλάση τά πατροπαράδοτα δόγματα καί ἔθιμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄς ἔχει τό ἀνάθεμα καί ἔξω τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς τῶν Πιστῶν ὁμηγύρεως ἄς εἶναι.
Ἐσεῖς δέ οἱ εὐσεβεῖς καί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μένετε ἐν οἷς ἐμάθετε, ἐγεννήθητε καί ἀνετράφητε καί, ὅταν τό καλέση ὁ καιρός καί ἡ χρεία, καί αὐτό τό αἷμα σας νά χύσετε, διά νά φυλάξετε τήν πατροπαράδοτον πίστιν καί ὁμολογίαν σας καί νά φυλάγεσθε ἀπό τῶν τοιούτων, καί προσέχετε, ἵνα καί ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός σᾶς βοηθᾶ, ἅμα καί ἡ εὐχή της ἡμῶν μετριότητος εἴη μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν». 1583 Ἰνδικτίων ιΒ΄, Νοεμβρίου κ΄.
2η ἀπόφασις τοῦ 1593, ἡ ὁποία ὑπογράφεται ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Ἱερεμίαν, Ἀλεξανδρείας Μελέτιον Πηγᾶν, Ἀντιοχείας Ἰωακείμ καί Ἱεροσολύμων Σωφρόνιον καί τήν περί αὐτούς Ἱεράν Σύνοδον τῶν Ἀρχιερέων: «Ἀπαρασάλευτον διαμένειν βουλόμεθα τό τοῖς πατρᾶσιν διορισθέν περί τοῦ Ἁγίου καί σωτηρίου Πάσχα. Ἔχει δέ οὕτως: Ἅπαντας τούς τολμῶντας παραλύειν τούς ὅρους τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς πρώτης Συνόδου, τῆς ἐν Νικαία συγκροτηθείσης ἐπί παρουσία τοῦ εὐσεβοῦς καί Θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου περί τῆς Ἁγίας Ἑορτῆς τοῦ Σωτηρίου Πάσχα, ἀκοινωνήτους καί ἀποβλήπτους εἶναι τῆς Ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένειν φιλονικώτερον, ἐνιστάμενοι πρός τά καλῶς δεδιδαγμένα. Καί ταῦτα ἡγήσθω περί τῶν λαϊκῶν.
Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς Ἐκκλησίας Ἐπίσκοπος ἤ Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, μετά τόν ὅρον τοῦτον, τολμήσειεν ἐπί διαστροφῆ τῶν λαῶν καί ταραχῆ τῶν Ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καί μετά τῶν Λατίνων καί ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τό Πάσχα, τοῦτον ἡ Ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκανε τῆς Ἐκκλησίας. Δεῖ δέ στοιχεῖν τῶ τῶν Πατέρων κανόνι, μέχρι καί σήμερον Θεοῦ χάριτι, ὅ, καθ' ὅ δεῖ καί τά λοιπά ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία διαφυλάττει. Ἐν ἔτει σωτηρίω ΖρΑ΄: αφηΓ΄, Φεβρουαρίου ιΒ΄ 1593.
Οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων αὐτῶν Πανορθοδόξων Συνόδων δέν ἀμφισβητήθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα ἀπό κανένα σοβαρό ἱστορικό!
***********
ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΥΚΟΒΟΥΝΟΓΙΑΤΡΙΣΣΗΣ
ΠΡΟΣ ΑΔΕΛΦΗΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν καί τοῦ Ἁγίου μας Πατρός Ματθαίου τοῦ νέου Μυροβλήτου καί Θαυματουργοῦ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν ἐλέησον ἡμᾶς. ΑΜΗΝ.
Θεοτόκε ἡ ἐλπίς πάντων τῶν Χριστιανῶν, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τούς ἐλπίζοντας εἰς Σέ. ΑΜΗΝ.
«Φανερά ἐστί, τά τέκνα τοῦ Θεοῦ καί τά τέκνα τοῦ διαβόλου» (Ἰω. Α, 3, 10).
Ἀδελφή ποθεινοτάτη, κατά πίστιν ἐκλεκτή τοῦ Θεοῦ καί εὐλαβεστάτη Αἰκατερίνη. Εὐχόμεθα εὐοδοῦσθαι καί ὑγιαίνειν ψυχῆ τε καί σώματι. Δόξα τῶ Ἁγίῳ Θεῶ ἡμῶν ἐν πρώτοις τόν καταξιώσαντα - δι’ ἀκαταπαύστων ἱκεσιῶν τῆς Πανάγνου Θεομήτορος Παμμακαρίστου Μαρίας τῆς Ἀειπαρθένου καί τῶν πρεσβειῶν τοῦ Μακαριωτάτου Πατρός ἡμῶν ΜΑΤΘΑΙΟΥ τοῦ νέου Μυροβλύτου καί Θαυματουργοῦ - ἡμᾶς τούς ἀχρείους δούλους Του, ἐν μοναχοῖς καί ἀνθρώποις ἐσχάτους, νά σᾶς χαιρετίσωμεν καί πάλιν πνευματικῶς καί ἐγκαρδίως, γράφοντες ἀδελφικῶς πρός τήν ὑμετέραν ἀγάπην.
Αὐτός «ὁ Θεός τῶν δυνάμεων καί πάσης σαρκός, ὁ ἐν Ὑψίστοις οἰκῶν καί τά ταπεινά ἐφορῶν, καρδίας τε καί νεφρούς ὁ ἐτάζων καί τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων σαφῶς ἐπιστάμενος», διά τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί διά λόγων καί παραδειγμάτων ἐδίδαξεν, ὅτι ἡ εὐλάβεια καί ἡ περιποίησις καί ἡ πρός τούς ἐναρέτους καί ἁγίους ἀνθρώπους τιμή, εἶναι ἔργον θεῖον, εἶναι νομοθεσία κοινή εἰς πάντας καί παραγγελία ἀναγκαία καί λίαν θεάρεστος πράξις.
Ἀπεναντίας ἡ ἐξουδένωσις, ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀνευλάβεια, ἡ κατάκρισις, ἡ δι’ ἔργου ἤ διά λόγου ἤ δι’ ἄλλου ὁποιουδήποτε τρόπου περιφρόνησις τῶν δούλων τοῦ Ὑψίστου ἐναρέτων ἀνθρώπων ἐν γένει καί ἰδιαίτατα τῶν Ἱερωμένων Ποιμένων καί Διδασκάλων, οἵτινες συνεργοῦσιν καί κοπιῶσιν ὑπέρ τῆς κοινῆς τῶν πιστῶν ώφελείας, ὡς ποδηγέται τῆς θεοσεβείας, ὀργήν θεήλατον, ἀφανισμόν καί ἐξολόθρευσιν ἀνείκαστον, ταχέως ἐπιφέρει κατά τό ρηθέν: «Ὁ ἁπτόμενος ὑμῶν (τῶν Ἁγίων) ὡς ὁ ἀπτόμενος τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτοῦ» (Ζαχ. β,8).
Τοῦτο καί διά πραγμάτων ἐβεβαίωσεν ὁ Θεός. Τήν ἀδελφήν τοῦ Θεόπτου Μωϋσέως Μαριάμ ἐλέπρωσε, τοῦ Βασιλέως Ἱεροβοάμ τήν παμβέβηλον χεῖρα ἐξήρανε (Γ΄ Βασιλ. ιγ,4), τά μικρά παιδάρια ἐν Βαιθήλ ἅτινα περιέπαιζον τόν Προφήτην Ἐλισσαῖον παρέδωσε τοῖς ἄρκτοις τοῦ δρυμοῦ εἰς κατάβρωμα (Α΄ Βασιλ. β,24), τόν Ἀνανίαν καί τήν Σαπφείραν ἐθανάτωσε αὐθωρεί (Πράξ. ε,5), τόν μάγον Ἐλύμαν παραχρῆμα ἐτύφλωσε (Πράξ, ιγ, 11) καί μέ ἄλλα σημεῖα καί τέρατα ἐξαίσια ἐπάταξε τούς ἀσεβεῖς καί καταφρονητάς τῶν Ἁγίων Του ὡς γέγραπται: «Μή ἅπτεσθε τῶν χριστῶν μου καί ἐν τοῖς Προφήταις μου μή πονηρεύεσθε» (Ψαλμ. ρδ,15).
Εἶναι πανθομολουμένως οἱ Ἅγιοι ἄνθρωποι θεοπροστάτευτοι καί τοποτηρηταί καί ἐπίτροποι Αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς, Ὅστις ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τοῦ θείου αὐτοῦ κράτους, ὥστε πάντα τά κτίσματα ὑλικά καί αἰσθητά - ἀλλά καί τά ἄϋλα καί νοερά - εὐλαβοῦνται, ὑποτάσσονται, ὑπηρετοῦν καί ὑπακούουν εἰς τούς Ἁγίους ἀπαρεγκλίτως: «Οἱ πεποιθότες ἐπί Κύριον ἐχθροῖς φοβεροί καί πᾶσι θαυμαστικοί». Καθότι οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ δεικνύουν τήν θείαν εὐγένειαν μέ τήν ὁποίαν ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» ὑπό τοῦ Δεσπότου τῶν ἀπάντων.
Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι σάλπιγγες τοῦ ἐν Σινᾶ νόμου καί τοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ Εὐαγγελίου καί ἐν γένει τῶν θείων καί ἀρρήτων τοῦ Θεοῦ μυστηρίων εἰς σωτηρίαν ἡμῶν. Εἶναι τῆς ἀρετῆς οἱ ἐργάται ὑπό τῶν μεγίστων δωρεῶν τοῦ Θεοῦ ἔμπλεοι καί ἑνί λόγῳ οἱ Ἀρχιστράτηγοι τοῦ Ὑψίστου διά τῶν ὁποίων πολεμεῖται ἡ ἁμαρτία. Εἶναι τά ἐκλεκτά Αὐτοῦ ὄργανα διά τῶν ὁποίων ὁ πιστός στηρίζεται εἰς τήν ἀρετήν. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῆ γῆ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος, πάντα τά θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς» (Ψαλμ. ιε, 3).
Εἶναι ἐπίγειοι Ἄγγελοι καί οὐράνιοι ἄνθρωποι, φωστῆρες παμφαέστατοι τῆς ἄνω Βασιλείας, ὡς καί κατοικητήρια τῆς Ἁγίας Τριάδος (Ἰω. ιδ, 23), διότι ἀγαπῶσι τόν Θεόν ἐξ’ ὅλης τῆς ψυχῆς καί καρδίας καί ἰσχύος καί διανοίας κατά τόν Κυριακόν λόγιον (Μάρκ. ιβ, 30). Ἑπομένως ὅστις τιμᾶ αὐτούς, τιμᾶ τόν ἐν αὐτοῖς ἐνοικοῦντα Θεόν, ὅστις δέ περιφρονεῖ αὐτούς, περιφρονεῖ τόν Θεόν τόν κατοικοῦντα ἐν αὐτοῖς (Λουκ. ι, 16), ὡς μᾶς διδάσκει ἡ Θεία Γραφή καί οἱ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐπιχειροῦμεν κατ’ ἀκολουθίαν καί ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι, πανευλαβῶς καί προσηκόντως ἐκ καθήκοντος ὑπερτάτου καί πατροπαραδότου νά ἀπονείμωμεν τόν δίκαιον σεβασμόν καί τήν τιμήν πρός τόν Μακαριώτατον Πνευματικόν ἡμῶν Πατέρα καί Ποιμενάρχην ΜΑΤΘΑΙΟΝ, τόν νέον Μυροβλύτην καί θαυματουργόν, δι’ αἰώνιον μνημόσυνον καί ὡς πανυπέρτιμον ἀπολογίαν πρός τούς ἀθέους καί ὑπερηφάνους ἁγιοκατηγόρους. Ἀναφωνοῦμεν λοιπόν, μετά τοῦ θεοκήρυκος Ἀποστόλου Παύλου: «’Αδελφοί, γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῆ Πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε» (Α΄ Κορ. ιστ, 13).
Διότι ἀπετόλμησαν «χείλη δόλια» ἀπατεώνων καί θνητοψύχων λυμεώνων τῆς εὐσεβείας, ἐκ συστήματος σκανδαλοποιῶν, νά λαλήσωσιν ἀνομίας κατά τοῦ δικαίου καί Πατρός Πατέρων παναοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, εἰς τάς ἀκοάς τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων καί πιστῶν Χριστιανῶν (ὅτι δυσωδίασεν καί διελύθη ἤ ὅτι ἀνεκομίσθη εἰς κατάστασιν ἀφωρισμένου καί ὅσας ἄλλας βλασφημίας ἐξερεύγονται τοῦ ψεύδους τά ταμεῖα).
Πιστεύομεν τῆ καρδία καί ὁμολογοῦμεν τῶ στόματι ἡμεῖς οἱ ταλαίπωροι καί ἐλάχιστοι, εὑρισκόμενοι εἰς τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, (τόν πρόσκαιρον τοῦτον βίον) ὅτι: Τό πολυτιμώτατον, ἠδύπνοον καί λίαν ἀρωματισμένον ἐκ πάσης ἀπόψεως ρόδον, ὁ μέγας καί οὐρανόφρων ΜΑΤΘΑΙΟΣ, εἶναι τῶν Ἀποστόλων ὁμότροπος καί ὁμόθρονος, τῶν Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν ἰσοστάσιος, ἡ δόξα καί τό κλέος τῶν Ἀρχιερέων, τό σεμνολόγημα τῶν Ἀσκητῶν,
ὁ καθαιρέτης καί ἀναιρέτης τῆς ἀθέου Νεοημερολογιτικῆς πλάνης, ὁ ὑπέρμαχος καί φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ πολύαθλος καί μυρίαθλος Ὁμολογητής, ὁ παμμέγιστος στρατηγός καί τροπαιοφόρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ θεόφρων καί θεηγόρος, ὁ θεόπτης καί θεόληπτος, ὁ πανευκλεής καί πανόλβιος, ὁ θεομακάριστος καί θεοστήρικτος, ὁ θεόπνευστος καί θεόσοφος, ὁ θεοφόρος καί φωτοφόρος Ἱεράρχης εἰς τάς ἐσχάτας αὐτάς ἡμέρας τοῦ 8ου αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος!
Τό ὄνομά του τό ἅγιον κατεγράφη εἰς τό πλάτος τῆς καρδίας μας, ἵνα καί τήν γλῶσσαν ἡμῶν ποιήση θαυματουργικῶς ὁ πανσεβάσμιος καί πανθαύμαστος Πατήρ ἡμῶν «κάλαμον γραμματέως ὀξυγράφου», ὅπως διακηρύξωμεν εἰς τῆς οἰκουμένης τά πέρατα, ὅτι αὐτός μόνος ὁ ἀπλανής φωστήρ ΜΑΤΘΑΙΟΣ ὁ ἀξιοΰμνητος, ὁ συμπολίτης καί σύσκηνος τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων, ἔσωσεν ἡμᾶς ἐκ τῆς σκοτίας καί κρημνοῦ τῶν αἱρέσεων.
Οὗτος ἀνεδείχθη γενάρχης τῆς εὐσεβείας, παιδιόθεν ἀφιερωθείς εἰς τόν Θεόν, ὡς σκεῦος τίμιον καί δοχεῖον τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τήν Ἀρχιερωσύνην θεία ψήφῳ ἔλαβεν. Ἐπειδή ὁ Δημητριάδος Γερμανός, ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος καί ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος, τῆ θεία φωνῆ τοῦ χριστωνύμου Κλήρου καί λαοῦ ἐχειροτόνησαν τόν θεῖον Ματθαῖον Ἐπίσκοπον Βρεσθένης κατά τό φαινόμενον, ὁ δέ Θεός κατά τό νοούμενον.
Ὁ θεοκήρυξ ΜΑΤΘΑΙΟΣ μέ τήν ζωοποιόν νέκρωσιν τῆς σαρκός καί τό θεοειδές πρόσωπον, προκινδυνεύων ἕως αὐτοθανάτου εἰς τόν ὑπέρ πάντων Ἱερόν ἡμῶν Ἀγῶνα, ἀποτελεῖ τό καύχημα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς τρισηλίου Θεότητος τό ἐθελόθυτον θῦμα, ἐν νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ καί προσευχῆ τό ἀθλοφόρον καί σεπτόν αὐτοῦ σῶμα ἀναλώσας. Τόν μυρίολβον τοῦτον θησαυρόν, ἤγουν τό ἅγιόν του λείψανον, τό ἤδη συγκεκαλυμμένον ἐν τῆ γῆ, «δι’ ἀποκρύφους λόγους», Αὐτός ὁ Θεός μόνος θέλει ἀποκαλύψει ὑπερλάμποντα καί ἀποθεωμένον μέ τάς θείας Αὐτοῦ χάριτας, ὅταν προστάξη.
Ὡς ἐλλόγιμος δέ καί τοῦ διδάσκειν ἔμπειρος, μέ τούς στεφάνους τῆς μακαρίας ὑποταγῆς τούς πολυτιμήτους ἐστολισμένος, ἐξέχεεν ἀφθόνως καί ἀόκνως ποταμούς ὕδατος ζῶντος τῶν Ἀγγελικῶν μαθημάτων τῆς οὐρανίου ἐπιστήμης μέ τά μελισταγῆ ρεῖθρα τῆς διδασκαλίας του, ὁ ἐν ἀρετῆ διαβεβοημένος καί θεόκλητος Ποιμενάρχης ἡμῶν, ἀποδείξας ἔργῳ καί λόγῳ, ὅτι ἡ πίστις ἡμῶν εἶναι θεοδίδακτος, θεοπαράδοτος καί θεοπολυπλασίαστος.
Δέν ἔκλεισε ποτέ τό εὔλαλον ἐκεῖνο στόμα εἰς τούς θέλοντας ἐν ἀληθείᾳ σωθῆναι, τό ὁποῖον Πνευματοκινήτως ἀνεβλάστησε τά Πατρῶα Δόγματα τῆς υἱοθεσίας καί τό φρύαγμα τῶν νεοφανῶν θεομάχων ἠδάφισε ἐπί τῆς πέτρας τῆς ἐνθέου ἡμῶν Πίστεως. Κατά μείζονα λόγον νέον Μυροβλήτην παρευθύς τοῦτον καθομολογοῦμεν, ἐπειδή εἴδομεν μέ τούς ὀφθαλμούς μας καί ἐψηλαφίσαν αἱ χεῖρες ἡμῶν τό σημεῖον τοῦτο εἰς τό ἅγιον αὐτοῦ σκῆνος, τό ὁποῖον ἀναμφιβόλως προσκυνήσαντες «ἐλάβομεν χάριν ἀντί χάριτος». (Ἰω. α, 16).
Διόπερ πάντων τῶν Ἁγίων τό πλήρωμα αὐτόν γνωρίζομεν, ὁδηγούμενοι ὑπό τῶν θεοσδότων Γραφῶν καί προδήλως ἑπόμενοι τῶν Ἀποστολικῶν καί Πατρικῶν Παραδόσεων. Καί μή εἴπη τις, (ἀπατώμενος ἐκ τοῦ ἐχθροῦ ἅμα καί ἀνθρωποκτόνου διαβόλου), ὅτι ἡμεῖς οἱ οὐτιδανοί καί ἀνάξιοι καί πάσης ἀρετῆς ἔρημοι ἁγιοποιοῦμεν αὐθορμήτως ἤ αὐθαιρέτως τόν μέγαν Ἀρχιποίμενα καί ἀείμνηστον τῶν Ἀθηνῶν Πρόεδρον Μακαριώτατον Ματθαῖον ἤ ὅτι μέ οὐρανομήκεις ἐπαίνους πλέκομεν ἐγκώμια καί τιμῶμεν τήν μνήμην αὐτοῦ, γράφοντες τάς γραμμάς ταύτας παρά τά διατεταγμένα! Μή γένοιτο!
Τῆ ἀληθεία ὁ Θεός ἀντιδοξάζει τούς δοξάζοντας Αὐτόν εἰς τόν κόσμον τοῦτον, μέ τό φῶς τῶν ἀρετῶν καί τῶν καλῶν ἔργων θαυμασιώτατα. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. ξζ 36). Ἐφόσον μάλιστα «νόμοι καί Προφῆται» εἰς τόν χορόν τῶν Ἁγίων Πάντων κατατάσσουσι τόν θεῖον μυστολέκτην ΜΑΤΘΑΙΟΝ καί ἑορτάζεται «μέ τούς προστεθέντας καί προστιθεμένους Δικαίους, Προφήτας, Ἀποστόλους, Μάρτυρας, Ὁμολογητάς, Ποιμένας, Διδασκάλους καί Ὁσίους ὁμοῦ», τό δέ Ἅγιον Λείψανόν του ἀπέβη ἔνθεον φυλακτήριον ἡμῶν, ὡς καί θαῦμα τῶ θαύματι ἐπακολουθεῖ ἀφότου αὐτόν ἐγνωρίσαμεν, πῶς πρέπει ν’ ἀκούσωμεν ἐκείνους ὅπου διδάσκουν μάταια καί ψευδῆ, ὅλως διόλου ἐνάντια τῆς ἀληθείας;
Ἱστορήσαμεν ὡσαύτως τήν ἱεράν του εἰκόνα μέ τόν φωτοστέφανον τῆς αἴγλης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς Θεοῦ κατοικητήριον τοῦτον ὄντα ἀναντιρρήτως καί πεπληρωμένον καθολοκληρίαν ὑπό τῶν δωρεῶν τῆς θείας Χάριτος. Σημειωτέον διά τούς τυχόν ὡς ἀκριβολόγους καί κανονολόγους ἐπαιρομένους, ὅτι ἄλλοτε οἱ ἐλέῳ Θεοῦ Αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου παριστάνοντο εἰς τάς προσωπογραφίας των (καίπερ κοινοί θνητοί) ἐντός φωτοστεφάνου, τιμῆς ἕνεκεν.
Πόσης τιμῆς καί εὐλαβείας εἶναι ἄξιος ὁ οὐρανόθεν τήν χάριν δεδεγμένος ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ὁ ἀξιοθαύμαστος καί ἀξιάγαστος, τοῦ ὁποίου τάς ἀρετάς καί τά ἔνθεα κατορθώματα ἀποθαυμάζουν καί ἀνομολογοῦν καί αὐτοί οἱ ἐχθροί τῆς Πίστεως, κατά τόν Θεολόγον Γρηγόριον τόν λέγοντα, «οἶδε καί πολέμιος ἀνδρός ἀρετήν θαυμάζειν»;
Δέν κάμνομεν βεβαίως κανένα πρᾶγμα ἔξω ἀπό τήν Παράδοσιν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Θεοφόρων Πατέρων μας. Καθόσον ἡ τιμή αὕτη πρός τόν Ἁγιώτατον ΜΑΤΘΑΙΟΝ, κατά τούς Πατερικούς λόγους, ἀναφέρεται εἰς τό πρωτότυπον, δηλαδή τόν Χριστόν, ὡς ψάλλομεν: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε». Καί ὁ Ἅγιος ἡμῶν Πατήρ ΜΑΤΘΑΙΟΣ ὑπῆρξεν ἐπί πλέον τύπος Χριστοῦ, εἰς πρᾶξιν, λόγον καί θεωρίαν, ἐκατώρθωσε πᾶσαν ἀρετήν καί ἐδοξάσθη διά τῶν ἐπακολουθούντων θαυμάτων καί θά δοξάζεται. Διότι ὑπάρχει ἐν Χριστῶ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τάς μέχρι τοῦδε ἱεράς μαρτυρίας καί ἡγίασε μέ τά ἰδικά του μέλη τό θεῖον ὄνομα, τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου