ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΑΡΘΡΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
«Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων».
Στό ἄρθρο αὐτό ἐκφράζεται συνοπτικά ἡ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στόν ἕνα χριστιανικό Θεό, πού εἶναι Πατέρας παντοδύναμος καί δημιουργός ὅλων τῶν κτισμάτων. ῞Οπως εἶναι φυσικό, στίς λιτές αὐτές γραμμές λίγα μονάχα ἐκφράζονται καί πολύ περισσότερα ὑπονοοῦνται. Αὐτά θά προσπαθήσουμε στή συνέχεια νά σκιαγραφήσουμε ὅσο γίνεται ἁπλούστερα καί συνοπτικότερα.
«Πιστεύω».
Τό ρῆμα εἶναι ἐνδεικτικό τῆς πνευματικῆς στάσεως τοῦ ὁμολογοῦντος τό Σύμβολο προσώπου, καθώς καί τῆς φύσεως τῶν ἀληθειῶν στίς ὁποῖες τοῦτο εἰσάγει.
Οἱ ἀλήθειες τοῦ Συμβόλου δέν εἶναι ἀλήθειες ἐμπειρικές, ἀλλά μεταφυσικές καί ὑπεραισθητές, στό μέτρο πού μεταφυσικός καί ὑπεραισθητός εἶναι καί ὁ Θεός, ἀπό τόν ὁποῖον ἀπορρέουν καί στόν ὁποῖον ἀναφέρονται. Δέν ἀποτελοῦν μέγεθος φυσικό, στό ὁποῖο νά μπορεῖ αὐτοδύναμα ν᾿ ἀναχθεῖ ὁ ἄνθρωπος, κάτι πού ἔχει τή δυνατότητα νά βρεῖ ὁ ἴδιος καί νά διατυπώσει μέ τό μυαλό του. Δέν μοιάζουν μέ ἀλήθειες ἐπιστημονικές στίς ὁποῖες δουλεύει ὁ διασκεπτικός λόγος καί ἡ κριτική διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀξιώματα πού συνάγονται κατόπιν ἐπιστημονικῆς παρατηρήσεως καί πειραμάτων καί πού εἶναι τόσο καταφανῆ καί αὐτόδηλα, ὥστε νά μή μπορεῖ κανείς νά τ᾿ ἀρνηθεῖ, ἄν δέν θέλει νά θεωρεῖται ἐξωπραγματικός καί παράλογος. Τούς φυσικούς νόμους, λ.χ., δέν μπορεῖ ν᾿ ἀμφισβητήσει ὁ ἄνθρωπος· ἄν τό πράξει, θά εἶναι ἀνόητος. Οἱ ἐγκόσμιες ἀλήθειες ἔχουν φυσικά τήν ἀξία τους, ὡς προερχόμενες ἀπό τό λογικό πλάσμα, πού, ὡς «εἰκόνα» Θεοῦ, ἔχει μέ τό φυσικό λόγο καί τή διάνοιά του, τή δυνατότητα νά δημιουργεῖ ἐπιστήμη καί νά μορφώνει τό περιεχόμενο τῆς γνωστικῆς του συνειδήσεως. Πρός τό σκοπό αὐτόν ἄλλωστε, ν᾿ ἀνιχνεύει δηλαδή καί νά κατακτᾶ τή φύση, ἔλαβε προσταγήν ἀπό τόν Πλάστη του14. Σέ τελική ἀνάλυση οἱ φυσικές ἀλήθειες ἀνάγονται ἔμμεσα στόν ἴδιο τόν Θεό.
Σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀλήθειες αὐτές πού εἶναι ἀποκυήματα ἀνθρώπινα, κινοῦνται στό χῶρο τῆς φυσικῆς ἐμπειρίας, ἔχουν κῦρος ἐπιστημονικό καί λειτουργοῦν μέ ὄργανο τόν ἀνθρώπινο λόγο, οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δέν προέρχονται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔχουν μοναδική πηγή τους τόν Θεό. ᾿Αποτελοῦν φανέρωση, ἀποκάλυψη Θεοῦ. Σ᾿ αὐτές ὁμιλεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού φανερώνει στόν ἄνθρωπον ὄχι μονάχα τό κεκρυμμένο, αὐτό πού δέν γνωρίζει, ἀλλά καί αὐτό πού δέν ἔχει τή δυνατότητα νά γνωρίσει. Στίς ἀλήθειες αὐτές ὁ ἄνθρωπος δέχεται, ἀκούει, σιωπᾶ. ῾Ο λόγος εἶναι ἀποκλειστικά τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση τῆς ἄπειρης θείας ἀλήθειας καί τοῦ ἁγίου του θελήματος. Εὐνόητον φυσικά ὅτι οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως κανένα δέν μποροῦν νά πείσουν ἀναγκαστικά. Τίς ἀποδέχεται μονάχα ἐκεῖνος πού τίς πιστεύει καί στό μέτρο πού φωτίζεται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Οἱ μεταφυσικές ἀλήθειες τῆς πίστεως βρίσκονται σέ λόγο εὐθέως ἀνάλογο πρός τή φύση τοῦ ὑποκειμένου ἀπό τό ὁποῖον ἀπορρέουν. ῞Οπως ὁ Θεός, τό ἄπειρον καί ἀπόλυτον πνεῦμα, εἶναι ἀδιάγνωστος καί ἀκατάληπτος, ἔτσι καί οἱ ἀλήθειες πού ἀπορρέουν ἀπ᾿ αὐτόν εἶναι στό ἴδιο μέτρο ἀδιάγνωστες καί ἀκατάληπτες. Τόν Θεό κανένας δέν εἶδε ποτέ, οὔτε ἔχει τή δυνατότητα νά δεῖ15. ῾Η οὐσία του καλύπτεται ἀπό πυκνό γνόφο ἀγνωσίας16. Οἰκεῖ «φῶς ἀπρόσιτον»17, δηλαδή εἶναι ἀνέφικτη σέ κάθε κτιστή καταληπτική δυνατότητα18. Κανένα πλάσμα, ὅσο τελειότερο καί ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά προσεγγίσει τό ἀνεξάντλητο βάθος της, νά διασχίσει τό μυστηριώδη πέπλο πού ἀσφυκτικά τήν περιβάλλει καί νά τήν κατανοήσει. ῾Η θεία οὐσία εἶναι γνωστή μονάχα στά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, γιατί κάθε πρόσωπο εἶναι πλήρης καί τέλειος φορέας αὐτῆς. Τά ὑπόλοιπα ὄντα, ἄγγελοι καί ἄνθρωποι, ἀνεξάρτητα ἀπό τό βαθμό τελειότητος πού μποροῦν νά διαθέτουν, βρίσκονται σέ παντελῆ ἀγνωσία, ἀσθμαίνοντα μπροστά στό ἀβυσσῶδες μυστήριο τῆς θείας ἀπειρίας.
῾Ο χριστιανικός «ἀγνωστικισμός», τό γεγονός δηλαδή ὅτι ἀγνοοῦμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι μέγεθος δεδομένο στήν ὀρθόδοξη γνωσιολογία. Εἶναι τό πρῶτο γράμμα στό ἀλφαβητάρι τῆς πίστεως. Δέν γνωρίζουμε τόν Θεό μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γνωρίζουμε τά φυσικά πράγματα. ῎Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ἤ ὁ Θεός θά ἔπαυε νά εἶναι Θεός, ἤ ὁ ἄνθρωπος θά ἔπαυε νά εἶναι ἄνθρωπος. ῾Ο μέν Θεός θά μεταχωροῦσε στήν τάξη τῶν κτισμάτων, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος θ᾿ ἀνυψωνόταν στήν τάξη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε νά ὑπάρξει ἐξισορρόπηση τῶν δύο (Θεοῦ καί ἀνθρώπου) καί ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει ὡς ἴσος τόν ἴσον Θεό. Αὐτό ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά συμβεῖ.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά κάνουμε μιά διευκρίνηση. ῞Οταν μιλᾶμε γιά χριστιανικό ἀγνωστικισμό, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦμε παντελῶς τόν Θεό, ὅτι βρισκόμαστε ὁλότελα στά σκοτάδια καί ὅτι σέ τελική ἀνάλυση δεχόμαστε ἕνα «μηδέν», ἀφοῦ αὐτό περί τοῦ ὁποίου καμιά ἀπολύτως αἴσθηση δέν μποροῦμε νά ἔχουμε, εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχει γιά μᾶς, ἰσοῦται μέ τό τίποτε. Μιά τέτοια σκέψη ἀποτελεῖ τεράστιο λάθος ἀπό τό ὁποῖο μᾶς προφυλάσσει ἡ ὀρθόδοξη τριαδολογία. Δέν ἔχουμε μονιστική οὐσιολογία. Τουναντίον ἔχουμε «πλουραλισμό», πολλότητα στό ἀπερινόητο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται σέ διάφορα πεδία χωρίς αὐτό νά καταστρέφει τήν ἁπλότητα τῆς θείας οὐσίας, ἐπιφέροντας μερισμό καί σύνθεση σ᾿ αὐτήν ὅπως στίς ἀΐδιες τριαδικές ὑποστάσεις, στίς ὁποῖες ἀενάως περιχωρεῖται ὁ Θεός καί πληροῦται ἡ ἄπειρη οὐσία του· καθώς καί στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, πού εἶναι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς θεότητος καί εἶναι κοινές καί στά τρία πρόσωπα τῆς μακαρίας Τριάδος. Καί ἐνῶ ἡ θεία οὐσία παραμένει πάντοτε σκοτεινή καί ἀδιάγνωστη, στίς τριαδικές δέ ὑποστάσεις γίνεται ἡ ἐσωτερική κυκλοφορία ἄν μποροῦμε νά ποῦμε τοῦ Θεοῦ, στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες γίνεται ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τή φυσική δημιουργία. Καί ἐνῶ ἡ θεία οὐσία εἶναι ἐξωτερικῶς ἀμέθεκτη καί ἀκοινώνητη, οἱ θεῖες ἐνέργειες εἶναι κοινωνητές καί μεθεκτές. Σ᾿ αὐτές εἶναι ριζωμένο τό ὀντολογικό θεμέλιο τῶν ὄντων, μέ αὐτές γίνεται ἡ ἐξωτερική φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν κτίση, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ ἡ πρόνοια πού συγκρατεῖ καί κατευθύνει τά ὄντα στόν προορισμό τους, ὡς καί ἡ δυνατότητα σωτηρίας τοῦ πεπτωκότος στήν ἁμαρτίαν ἀνθρώπου. Στό σοφό αὐτό δίδαγμα πού εἶναι ἀποκλειστικό γνώρισμα τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογίας, μέθεξη Θεοῦ καί ἀμεθεξία ταιριάζουν κατά τέτοιο τρόπο, ὥστε οὔτε ὁ Θεός νά εἶναι ἀποξενωμένος ἀπό τά κτίσματά του, ἀλλ᾿ οὔτε καί αὐτά νά μένουν ἄμοιρα Θεοῦ. ῎Ετσι, καί γνωρίζουμε καί ἀγνοοῦμε τόν Θεό. Τόν γνωρίζουμε σάν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια καί τόν ἀγνοοῦμε σάν οὐσία ἀπερινόητη καί ἀπερίληπτη. Στό ἀπερινόητο αὐτό θαῦμα τά πάντα μετέχουν Θεοῦ, ἐνῶ συγχρόνως εἶναι ἀποξενωμένα ἀπό τόν Θεό!
Σύμφωνα μέ θεμελιώδη δογματική ἀρχή, ὁ Θεός δέν ἄφησεν ἑαυτόν ἀμάρτυρο στό λογικό πλάσμα του. Αὐτό θά ἦταν ἀνάξιο τῆς θείας του πατρότητος καί ἀντιφατικό στήν ἔννοια τοῦ δημιουργικοῦ ἔργου του.
Σέ μιά πρώτη φάση ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ ἀπηχεῖται στήν πνευματική φύση τοῦ λογικοῦ πλάσματος. Στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἔμφυτα χαραγμένη ἡ ἰδέα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἄνθρωπος φέρεται αὐτόματα πρός τόν Θεό19. ῾Η πυξίδα τοῦ πνεύματός του εἶναι σταθερά προσανατολισμένη πρός τόν Πλάστη του. Τό ὅτι ὑπάρχουν ἄθεοι, αὐτό δέν καταργεῖ τή μεγάλη ἀλήθεια. Τουναντίον στηρίζει, ὡς ἐξαίρεση, τήν καθολικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, πού ἁπλώνει βαθειές τίς ρίζες του στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων κάθε κλίματος καί κάθε ἐποχῆς. ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι ὄν φύσει θρησκευτικόν. Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ἡ θρησκευτικότητα εἶναι καταβολή ἀπηρτισμένη στήν ψυχή. ῾Υπάρχει «δυνάμει» σ᾿ αὐτήν, ὑπόκειται σέ ἐξέλιξη καί ὑφίσταται πάντοτε τό ἐνδεχόμενο νά ἐκφυλισθεῖ καί νά ἐκλείψει, ὅταν βρεθεῖ κάτω ἀπό συνθῆκες ἀντίξοες γιά τήν καλλιέργεια καί τήν ἀνάπτυξή της. ῾Η ἔμφυτη θρησκευτικότητα στήν ψυχή εἶναι ὁ πρῶτος δέκτης τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιέργειας τῆς μετ᾿ αὐτοῦ πνευματικῆς σχέσεως.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου