ΠΩΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΕΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ
Οι Παλαιοημερολογίτες.Πώς ξεκίνησε το σχίσμα.
(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ισορία τόμος Γ, σελ. 203-216).
Ο Ιερός χρόνος και το Ημερολογιακό ζήτημα
Οι ιεροί καιροί της θείας λατρείας και ο ενιαύσιος εορταστικός κύκλος καθορίσθηκαν στην εκκλησιαστική παράδοση με βάση το καθιερωμένο στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία Ιουλιανό ημερολόγιο, γι’ αυτό η εθιμική αυτή παράδοση των τριών πρώτων αιώνων συνδέθηκε αρρήκτως με τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Το Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο αποδέχθηκε η Α' Οικουμενική σύνοδος (325) για τον καθορισμό της κοινής ήμερας εορτασμού του Πάσχα, αποτελούσε αναθεώρηση του παλαιού σεληνιακού ημερολογίου του Νουμά από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Ιούλιο Καίσαρα (44 π.Χ.), συμφώνως προς τις εισηγήσεις του αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιπάτρου, για να θεραπευθή οριστικώς η προκύψασα καθυστέρηση των 80 ημερών, γι’ αυτο η διάρκεια του έτους 45 π.X. επεκτάθηκε σε 445 αντί των 365 ημερών.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν ηλιακό και προέβλεπε μία περίοδο τεσσάρων ετών, από τα οποία τα μεν τρία πρώτα ήσαν κοινα (365 ημερών), ενώ το τέταρτο έτος ήταν δίσεκτο (366 ημερών), οπως και τα επαιώνια έτη των εκατονταετιών (100, 200, 300 κ.λπ.). Ωστόσο, οι χριστιανικές κοινότητες των «τεσσαρεσκαιδεκατιτών» της Ανατολής (Παλαιστίνης, Μ. Ασίας) ακολουθούσαν την ιουδαΐζουσα ιωάννεια παράδοση και όριζαν τον εορτασμό του Πάσχα με βάση το σεληνιακό Εβραϊκό ημερολόγιο, το οποίο, σε μία περίοδο 19 έτων, είχε δύο είδη ετών, ήτοι τα δώδεκα κοινά έτη των δώδεκα μηνών, με κυμαινόμενο αριθμό ημερών (353, 354, 355), και τα επτά εμβόλιμα των δεκατριών μηνών (3, 6, 8, 11, 14, 17 και 19), με επίσης κυμαινόμενο αριθμό ημερών (383, 384, 385). Το εβραϊκό έτος άρχιζε με τον μήνα Νισάν, η δε 14η ημέρα του μήνα, η οποία είναι και 14η ημέρα της σελήνης (κατά την οποία ετελείτο το εβραϊκό Πάσχα), έπρεπε να συμπίπτη τόσο με την πρώτη πανσέληνο του έαρος, όσο και με την εαρινή ισημερία ή αμέσως μετά από αυτή.
Συνεπώς, η Α' Οικουμενική σύνοδος με την απόφασή της αφ’ενός μεν απέκλεισε τη σύμπτωση του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα με το εβραϊκό στις 14 του μήνα Νισάν, ήτοι κατά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, η οποία συνέπιπτε με την 21η Μαρτίου του Ιουλιανού ημερολογίου, αφ’ετέρου δε καθόρισε οριστικώς και γενικώς ως ημέρα εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, αν όμως κατ’ αυτή δεν συνέπιπτε το εβραϊκό Πάσχα. Βεβαίως, το Ιουλιανό ημερολόγιο έγινε δεκτό από την Α' Οικουμενική σύνοδο (325) κυρίως για τον καθορισμό της κοινής ημέρας εορτασμού του Πάσχα από όλες τις ανά την οικουμένη χριστιανικές Εκκλησίες, γι’ αυτό επηρεάσθηκε ο ενιαύσιος κύκλος όχι μόνο των κινητών, αλλά και των ακινήτων εορτών του εκκλησιαατικού έτους, το οποίο είχε ήδη διαμορφωθή κατά την περίοδο των Οικουμενικών συνόδων (Β.I. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, I, 899-935), με βάση μάλιστα το καθιερωμένο από την Α' Οικουμενική σύνοδο (325) Ιουλιανό ημερολόγιο και διατηρήθηκε σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο παρά τις διαπιστωμένες υστερήσεις του.
Συνεπώς, η Α' Οικουμενική σύνοδος με την απόφασή της αφ’ενός μεν απέκλεισε τη σύμπτωση του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα με το εβραϊκό στις 14 του μήνα Νισάν, ήτοι κατά την πρώτη πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, η οποία συνέπιπτε με την 21η Μαρτίου του Ιουλιανού ημερολογίου, αφ’ετέρου δε καθόρισε οριστικώς και γενικώς ως ημέρα εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, αν όμως κατ’ αυτή δεν συνέπιπτε το εβραϊκό Πάσχα. Βεβαίως, το Ιουλιανό ημερολόγιο έγινε δεκτό από την Α' Οικουμενική σύνοδο (325) κυρίως για τον καθορισμό της κοινής ημέρας εορτασμού του Πάσχα από όλες τις ανά την οικουμένη χριστιανικές Εκκλησίες, γι’ αυτό επηρεάσθηκε ο ενιαύσιος κύκλος όχι μόνο των κινητών, αλλά και των ακινήτων εορτών του εκκλησιαατικού έτους, το οποίο είχε ήδη διαμορφωθή κατά την περίοδο των Οικουμενικών συνόδων (Β.I. Φειδά, Εκκλ. Ιστορία, I, 899-935), με βάση μάλιστα το καθιερωμένο από την Α' Οικουμενική σύνοδο (325) Ιουλιανό ημερολόγιο και διατηρήθηκε σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο παρά τις διαπιστωμένες υστερήσεις του.
Η μεγάλη όμως καθυστέρηση των οκτώ περίπου ημερών κατά τον ΙΔ' αιώνα είχε ήδη επισημανθή, γι’ αυτό ο Νικηφόρος Γρηγοράς υπέβαλε μία πρόταση στον βυζαντινο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β' Παλαιολόγο για τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου (1324), κατά την οποία, όπως έγραφε, «προς τους τριακοσίους εξήκοντα πέντε νυχθημέρους τίθεμεν και ολόκληρον τέταρτον νυχθημέρου ενός, ουκ οφείλοντες ούτω» (Ιστορία, VII, 13). Ωστόσο, ο αυτοκράτορας δίστασε να αποδεχθή τη συγκροτημένη αυτή προταση, «δια τον φόβον συγχύσεως των αμαθών και μερισμού της Εκκλησίας».
Άλλωστε, η πρόταση αυτή αντιμετωπίσθηκε με εντονότερες, επιφυλάξεις, όπως συνάγεται από την μεταγενέστερη αντίθεση του Ματθαίου Βλάσταρι, ο οποίος, μετά την εκτενή ανάλυση του ημερολογιακού ζητήματος (Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, VI. 404- 428), απέρριψε οποιαδήποτε πρόταση για τη μεταρρύθμιση του Ιουλιανού ημερολογίου, καίτοι είχε πλήρη γνώση της υστερήσεως. Έτσι, τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση, ότι
«ου μην παρά τούτο μεταποιείν τον των Πατέρων προσήκει κανόνα, ούτε γαρ οιόν τε συνθήναι έτερον, ούτω σαφώς δεικνύντα τοις πάσι τους ειρημένους περί του Πάσχα διορισμούς. Αλλά και ην εθελήσαιμεν ως τίνες (=Νικηφόρος Γρηγοράς), μεταθείναι δυσίν αυτόν ημέραις υποβιβάσαντες... προς τω μηδέ πάντας δυνατόν είναι τους ανά πάσαν την οικουμένην τα χριστιανών πρεσβεύοντα πείσαι μεταμαθείν αυτόν, έτι και μετά τη (=308) πάλιν έτη, και αύθις μετά τοσαύτα, και αεί ούτως, η αυτή παρακολουθήσει αμαρτία, και δεήσει πολλάκις τούτον μεταποιείν, ώστε βέλτιον μη καινοτομείν. Η γαρ τοιαύτη καινοτομία, ου μόνον ου δυνήσεται μη τη αυτή πάλιν περιπεσείν αμαρτία, αλλά και στάσεως ου μετρίας τη Εκκλησία γενήσεται πρόξενος...» (Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, VI, 424).
Άλλωστε, η πρόταση αυτή αντιμετωπίσθηκε με εντονότερες, επιφυλάξεις, όπως συνάγεται από την μεταγενέστερη αντίθεση του Ματθαίου Βλάσταρι, ο οποίος, μετά την εκτενή ανάλυση του ημερολογιακού ζητήματος (Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, VI. 404- 428), απέρριψε οποιαδήποτε πρόταση για τη μεταρρύθμιση του Ιουλιανού ημερολογίου, καίτοι είχε πλήρη γνώση της υστερήσεως. Έτσι, τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση, ότι
«ου μην παρά τούτο μεταποιείν τον των Πατέρων προσήκει κανόνα, ούτε γαρ οιόν τε συνθήναι έτερον, ούτω σαφώς δεικνύντα τοις πάσι τους ειρημένους περί του Πάσχα διορισμούς. Αλλά και ην εθελήσαιμεν ως τίνες (=Νικηφόρος Γρηγοράς), μεταθείναι δυσίν αυτόν ημέραις υποβιβάσαντες... προς τω μηδέ πάντας δυνατόν είναι τους ανά πάσαν την οικουμένην τα χριστιανών πρεσβεύοντα πείσαι μεταμαθείν αυτόν, έτι και μετά τη (=308) πάλιν έτη, και αύθις μετά τοσαύτα, και αεί ούτως, η αυτή παρακολουθήσει αμαρτία, και δεήσει πολλάκις τούτον μεταποιείν, ώστε βέλτιον μη καινοτομείν. Η γαρ τοιαύτη καινοτομία, ου μόνον ου δυνήσεται μη τη αυτή πάλιν περιπεσείν αμαρτία, αλλά και στάσεως ου μετρίας τη Εκκλησία γενήσεται πρόξενος...» (Γ. Ράλλη- Μ. Ποτλή, Σύνταγμα, VI, 424).
Ανάλογη ήταν η αντιμετώπιση και της σχετικής προτάσεως του νεοπλατωνικού φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνα († 1450), αφού η κρισιμότητα των καιρών δεν επέτρεπε τέτοιες καινοτομίες.
Η άκριτη όμως υιοθέτηση από τον πάπα Γρηγοριο ΙΓ' (1572-85) της διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου (1582), όπως την εισηγήθηκε ο καλαβρός αστρονόμος Λουδοβίκος Λίλιος, προέτεινε αφ’ενός μεν να ονομασθή 15η Οκτωβρίου η επόμενη της 4ης Οκτωβρίου 1582 για να καλυφθή η υστέρηση των 10 ημερών, αφ’ετέρου δε να καθορισθή σε 365 και 97/400 ημέρες τη μέση διάρκεια του έτους σε κύκλο 400 ετών για να θεραπευθή η αιτία του σφάλματος του Ιουλιανού ημερολογίου. Έτσι, στον κύκλο των 400 ετών τα δίσεκτα έτη του Γρηγοριανού ημερολογίου ήσαν 97 αντί των 100 του Ιουλιανού ημερολογίου, ενώ ήσαν δίσεκτα και όλα τα πολλαπλάσια του 4 έτη στον κύκλο αυτό (1601-2000) εκτός από τα επαιώνια έτη (1600, 1700, 1800, 1900, 2000).
Ωστόσο, το «Γρηγοριανό ημερολόγιο» δεν έγινε δεκτό από τους Προτεστάντες για ευνοήτους λόγους και δεν ήταν δυνατόν να γίνη δεκτό από τους Ορθοδόξους, αφ’ενός μεν γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορούσε να αποσυνδεθή αζημίως από τη σχετική απόφαση της Α' Οικουμενικής συνοδου (325), αφ’ετέρου δε γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθή απόφαση του αποσχισθέντος από την κοινωνία με τους ορθοδόξους πατριάρχες της Ανατολής πάπα Ρώμης. Βεβαίως, ο πάπας απέστειλε πρεσβεία και στον Οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β' τον Τρανο με την παράκληση να συναινέση στην προτεινόμενη διόρθωση, ενώ ο δόγης της Βενετίας Νικόλαος Δαπόντε ζήτησε από τον πατριάρχη την αποδοχή του νέου ημερολογίου τουλάχιστον για τους ορθοδόξους στις βενετοκρατούμενες περιοχές της δικαιοδοσίας του, την οποία υποστήριζε μάλιστα και ο εγκατεστημένος στη Βενετία μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος. Ο Οικουμενικός πατριάρχης απέρριψε τόσο την παπική παράκληση, όσο και την πρόταση του δόγη, αφ'ενός μεν γιατί η χρονική ανωμαλία “τη ευσεβεία γε μην ουδ' οπωστιούν τούτο λυμαίνεται”, αφ'ετέρου δε γιατί οποιαδήποτε μεταβολή ή καινοτομία της κανονικής παραδόσεως εισάγει «αιτίαν στάσεως ταις Χριστού Εκκλησίαις».
Η άκριτη όμως υιοθέτηση από τον πάπα Γρηγοριο ΙΓ' (1572-85) της διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου (1582), όπως την εισηγήθηκε ο καλαβρός αστρονόμος Λουδοβίκος Λίλιος, προέτεινε αφ’ενός μεν να ονομασθή 15η Οκτωβρίου η επόμενη της 4ης Οκτωβρίου 1582 για να καλυφθή η υστέρηση των 10 ημερών, αφ’ετέρου δε να καθορισθή σε 365 και 97/400 ημέρες τη μέση διάρκεια του έτους σε κύκλο 400 ετών για να θεραπευθή η αιτία του σφάλματος του Ιουλιανού ημερολογίου. Έτσι, στον κύκλο των 400 ετών τα δίσεκτα έτη του Γρηγοριανού ημερολογίου ήσαν 97 αντί των 100 του Ιουλιανού ημερολογίου, ενώ ήσαν δίσεκτα και όλα τα πολλαπλάσια του 4 έτη στον κύκλο αυτό (1601-2000) εκτός από τα επαιώνια έτη (1600, 1700, 1800, 1900, 2000).
Ωστόσο, το «Γρηγοριανό ημερολόγιο» δεν έγινε δεκτό από τους Προτεστάντες για ευνοήτους λόγους και δεν ήταν δυνατόν να γίνη δεκτό από τους Ορθοδόξους, αφ’ενός μεν γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορούσε να αποσυνδεθή αζημίως από τη σχετική απόφαση της Α' Οικουμενικής συνοδου (325), αφ’ετέρου δε γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθή απόφαση του αποσχισθέντος από την κοινωνία με τους ορθοδόξους πατριάρχες της Ανατολής πάπα Ρώμης. Βεβαίως, ο πάπας απέστειλε πρεσβεία και στον Οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β' τον Τρανο με την παράκληση να συναινέση στην προτεινόμενη διόρθωση, ενώ ο δόγης της Βενετίας Νικόλαος Δαπόντε ζήτησε από τον πατριάρχη την αποδοχή του νέου ημερολογίου τουλάχιστον για τους ορθοδόξους στις βενετοκρατούμενες περιοχές της δικαιοδοσίας του, την οποία υποστήριζε μάλιστα και ο εγκατεστημένος στη Βενετία μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος. Ο Οικουμενικός πατριάρχης απέρριψε τόσο την παπική παράκληση, όσο και την πρόταση του δόγη, αφ'ενός μεν γιατί η χρονική ανωμαλία “τη ευσεβεία γε μην ουδ' οπωστιούν τούτο λυμαίνεται”, αφ'ετέρου δε γιατί οποιαδήποτε μεταβολή ή καινοτομία της κανονικής παραδόσεως εισάγει «αιτίαν στάσεως ταις Χριστού Εκκλησίαις».
Υπό την έννοια αυτή, η Μεγάλη σύνοδος της Κπολεως (1583), στην οποία έλαβε μέρος και ο πατριάρχης Αλεξανδρειάς Σίλβεστρος, καταδίκασε το Γρηγοριανό ημερολόγιο ως αντίθετο προς το γράμμα και το πνεύμα της σχετικής αποφάσεως της Α' Οικουμενικής συνόδου, ήτοι αφ'ενός μεν γιατί δεν απέκλειε τον συνεορτασμό με το ιουδαϊκό πάσχα, αφ'ετέρου δε γιατί είχε σοβαρές ελλείψεις, όπως τονίζεται σε κοινή επιστολή των δύο πατριαρχών (Α. Υψηλάντη, Τα μετά την άλωσιν, 111-112. Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος αγάπης, 538. Μ. Γεδεών, Καν. Διατάξεις, I. 34). Η κατάκριση ανανεώθηκε και σε νέα Μεγάλη σύνοδο της Κπολεως (1587), υπό την προεδρία του Οικουμενικού πατριάρχη Ιερεμία Β' με τη συμμετοχή των πατριαρχών Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, σφοδρού πολεμίου της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, και Ιεροσολύμων Σωφρονίου, η οποία χαρακτήρισε τη διόρθωση όχι μόνο επισφαλή, αλλά και πολύ επικίνδυνη. Επομένως, “άπέβαλον συνοδικώς την υπό του πάπα Γρηγορίου του ΙΓ' γενομένην διόρθωσιν του αγίου Πάσχα ως επισφαλή, ως μη αναγκαίαν, ως πρόξενον πολλών σκανδάλων εις πάντα τα χριστιανικά έθνη. Οι Εγγλέζοι, Σβέτζοι, Φιαμέγκοι, άλλα έθνη, τα τον πάπαν μη δεχόμενα, ουκ εδέχθησαν ταύτην την διόρθωσιν του Καλενδαρίου...” (Α. Υψηλάντη, Τα μετά την άλωσιν, 113. Δοσιθέου, Δωδεκάβιβλος, 1169), αφού μάλιστα το νέο ημερολόγιο είχε ήδη συμπεριληφθή με προκλητικό τρόπο και στην ουνιτική προπαγάνδα του παπικού θρόνου.
Συνεπώς, η Μεγάλη σύνοδος της Κπολεως (1593), υπό την προεδρία του Ιερεμία Β' και με τη συμμετοχή των πατριαρχών Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά, ως εκπροσώπου και του Αντιοχείας Ιωακείμ Γ', και Ιεροσολύμων Σωφρονίου Δ' απόφάσισε με τον κανονα 8 «ασάλευτον διαμένειν ...το τοις πατράσι διορισθέν περί του αγίου και σωτηρίου Πάσχα (=Α' Οικουμενικής συνοδου)... Ει δε τις των προεστώτων της Εκκλησίας, επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, μετά τον Όρον τούτον τολμήσειεν, επί διαστροφή των λαών και ταραχή των Εκκλησιών, ιδιάζειν και μετά των Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα, τούτου η αγία Σύνοδος εντεύθεν ήδη αλλότριον έκρινε της Εκκλησίας (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Έγγραφα. III. 19-20).
Οι εύλογες αυτές συνοδικές αποφάσεις εναντίον του Γρηγοριανού ημερολογίου δεν απέκλειαν βεβαίως μία ορθή διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, η οποία όμως θα τηρούσε τα κριτήρια της Α' Οικουμενικής συνόδου (εαρινή ισημερία) και θα απέκλειε απολύτως τη σύμπτωση με το ιουδαϊκό Πάσχα, όπως έγινε με την ορθόδοξη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου (1923), παρά τις παράλογες, όπως θα δούμε, αντιδράσεις των λεγομένων «παλαιοημερολογιτών». Η απόρριψις όμως του Γρηγοριανού ημερολογίου δεν ήταν άσχετη προς την προσηλυτιστική σκοπιμότητα της παπικής προτάσεως, αφού θα διευκόλυνε την προσέλευση των αφελών ορθοδόξων στην παπική Ούνία. Η προκλητική λοιπόν δράση της παπικής Ουνίας και του προτεσταντικού Μισσιοναρισμού στους εμπεριστάτους ορθοδόξους λαούς αποσκοπούσε σαφώς στην αποσύνδεση των πιστών από την παραδοσιακή λειτουργική ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας τόσο με την αθέμιτη χρησιμοποίηση των σχολείων για τον προσηλυτισμό των ορθοδόξων νέων, όσο και με τα εκβιαστικά μέσα για τον προσεταιρισμό αφελών αρχιερέων και κληρικών στις αθέμιτες επιδιώξεις τους.
Η προτεσταντική όμως απόρριψη όλων σχεδόν των παραδοσιακών στοιχείων της θ.λατρείας και της ασκητικής πνευματικότητας (ιερατείο, μυστήρια, εορτές, αγίους, εικόνες, μοναχισμό, νηστείες κ.λπ.) προβαλλόταν από τους λουθηρανούς και τους καλβινιστές μισσιοναρίους όχι μόνο ως μία συνεπής επιλογή προς την Αγία Γραφή και την αποστολική παράδοση, αλλά και ως μία αμφισβήτηση της ορθότητας των σχετικών στοιχείων της ορθοδόξου παραδόσεως. Οι τάσεις αυτές ενισχύθηκαν και από τις ανθρωποκεντρικές αρχές των νεωτέρων φιλοσοφικών συστημάτων, τα οποία αμφισβητούσαν ή απέρριπταν ό,τι δεν μπορούσε να βεβαιωθή από τον ορθό λόγο, ιδιαίτερα δε την ερμηνεία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και με τον κόσμο, γι' αυτό εμφανίσθηκαν και στην Ορθόδοξη Εκκλησία τάσεις κατά τον ΙΖ' ήδη αιώνα για τον περιορισμό τόσο του αριθμού των εορτών ή της διάρκειας των ακολουθιών, όσο και των μεγάλων περιόδων των νηστειών, ενώ αντιμετωπίσθηκαν με μεγαλύτερη κατανόηση τα αναπόφευκτα πλέον ζητήματα των κωλυμάτων γάμου και των μεικτών γάμων με ετεροδόξους.
Η προφανής λοιπόν σύνδεση του Γρηγοριανού ημερολογίου με τις αθέμιτες επιδιώξεις του παπικού θρονου όχι μονο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση εξηγεί την ομόφωνη, απερίφραστη και κατηγορηματική απόρριψή του από την Ορθόδοξη Εκκλησία μέχρι τα τέλη του ΙΘ' αιώνα, οπότε το ίδιο ζήτημα αντιμετωπίσθηκε υπό διαφορετική προσέγγιση, αφ' ενός μεν γιατί είχε ήδη εξουδετερωθή η προσηλυτιστική δράση της παπικής Ουνίας στους απελευθερωμένους πλέον από τον τουρκικό ζυγό ορθοδόξους λαούς, αφ’ ετέρου δε γιατί η πολιτική ηγεσία στα νεοσύστατα κράτη των ορθοδόξων λαών εμπνεόταν από την εκκοσμικευμένη ιδεολογία της Γαλλικής επαναστάσεως (1789), με ευνόητες προεκτάσεις και στο ζήτημα του ημερολογίου. Υπό την έννοια αυτή, ο Οικουμενικός πατριάρχης Άνθιμος Ζ' (1895-96) θεωρούσε εύλογο πλέον το αίτημα “υπέρ ενός ενιαίου ημερολογίου δι' άπαντας τους χριστιανικούς λαούς”, ενώ ο Οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ Γ (1878-84, 1901-12) στην περίφημη Εγκύκλιό του προς τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (1902) συμπεριέλαβε το ημερολογιακό ζήτημα μεταξύ των επειγόντων ζητημάτων και ζήτησε τις απόψεις τους.
Βεβαίως, η καθυστέρηση του Ιουλιανού ημερολογίου είχε ήδη φθάσει τις 13 ημέρες τόσο έναντι της φυσικής θέσεως της εαρινής ισημερίας, όσο και έναντι του καθιερωμένου στον λοιπό χριστιανικό κόσμο Γρηγοριανού ημερολογίου, γι’ αυτό μπορούσε να προκαλέση επικίνδυνες συγχύσεις στη λειτουργία όχι μόνο των διεθνών πολιτικών σχέσεων, αλλά και των διεθνών έμπορικών ή άλλων οικονομικών συναλλαγών των ορθοδόξων λαών.
Εν τούτοις, η αποδοχή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πάντοτε ιδιαίτερα δυσχερής όχι μόνο γιατί είχε ήδη απορριφθή με αλλεπάλληλες ομόφωνες συνοδικές αποφάσεις του Οικουμενικού πατριαρχείου, αλλά και γιατί προσέκρουε στο γράμμα και στο πνεύμα της σχετικής αποφάσεως της Α' Οικουμενικής συνόδου, αφού δεν απέκλειε τη σύμπτωση του χριστιανικού με το ιουδαϊκό Πάσχα. Η παράδοση λοιπόν για τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη ή τη δεύτερη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας ήταν απαραβίαστη, ενώ η πρόταση για την άκριτη κατάργηση των 13 ημερών ήταν αβάσιμη, αφού η τυχόν προσαρμογή του Ιουλιανού προς το Γρηγοριανό ημερολόγιο θα διαρκούσε μόνο μέχρι το 2100, οπότε θα προέκυπτε πάλι μία νέα διαφορά μιας ημέρας.
Εν τούτοις, η αποδοχή του Γρηγοριανού ημερολογίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πάντοτε ιδιαίτερα δυσχερής όχι μόνο γιατί είχε ήδη απορριφθή με αλλεπάλληλες ομόφωνες συνοδικές αποφάσεις του Οικουμενικού πατριαρχείου, αλλά και γιατί προσέκρουε στο γράμμα και στο πνεύμα της σχετικής αποφάσεως της Α' Οικουμενικής συνόδου, αφού δεν απέκλειε τη σύμπτωση του χριστιανικού με το ιουδαϊκό Πάσχα. Η παράδοση λοιπόν για τον εορτασμό του Πάσχα την πρώτη ή τη δεύτερη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας ήταν απαραβίαστη, ενώ η πρόταση για την άκριτη κατάργηση των 13 ημερών ήταν αβάσιμη, αφού η τυχόν προσαρμογή του Ιουλιανού προς το Γρηγοριανό ημερολόγιο θα διαρκούσε μόνο μέχρι το 2100, οπότε θα προέκυπτε πάλι μία νέα διαφορά μιας ημέρας.
Προφανώς, οι απαντήσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πατριαρχική Εγκύκλιο απέρριπταν οποιαδήποτε πρόταση για την αλλαγή του παραδοσιακού Ιουλιανού ημερολογίου, γιατί θα προκαλούσε ανεξέλεγκτες εντάσεις όχι μόνο στις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών με την Πολιτεία, αλλά και στην εσωτερική λειτουργία του εκκλησιαστικού τους σώματος (Η περί των σχέσεων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών... Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902, αι εις αυτήν Απαντήσεις των αγίων αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και η Ανταπάντησις του Οικουμενικού πατριαρχείου, Κπολις 1904, 13 κέξ.).
Το Παλαιομερολογιτικό ζήτημα
Υπό το πνεύμα των δύο πατριαρχικών Εγκυκλίων (1902, 1904), αλλά και υπό την εντεινόμενη πίεση των πολιτικών ηγεσιών των ορθοδόξων λαών, μετά τις γνωστές τραγικές συνέπειες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-18), η περίφημη πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920 συμπεριέλαβε στις αναγκαίες προτάσεις της για την ενίσχυση της διαχριστιανικής συνεργασίας και το ζήτημα του «κοινού ημερολογίου», το οποίο θα επέτρεπε και τον κοινό εορτασμό των μεγάλων εορτών από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες. Η πίεση όμως των κυβερνήσεων των ορθοδόξων λαών αξίωνε την άμεση εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των διεθνών σχέσεων των ορθοδόξων κρατών, γι’ αυτό η κυβέρνηση της Ελλάδος λ.χ. συγκρότησε το 1919 μία πενταμελή επιτροπή προσωπικοτήτων (Γ. Κοφινά, Δ. Αιγινίτη, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, Π. Τσιτσεκλή, Αμ. Αλιβιζάτο) για τη μελέτη του θέματος και την υποβολή σχετικής προτάσεως. Η πρόταση της Επιτροπής υποβλήθηκε στις 16 Ιαν. 1923 και τόνιζε ορθώς, αφ’ ενός μεν “οτι δεν δύναται μία επί μέρους Εκκλησία να χωρισθή και να αποδεχθή μονομερώς το νέον ημερολογιον, χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων”, αφ’ ετέρου δε ότι «η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού πατριαρχείου».
Υπό το πνεύμα των δύο πατριαρχικών Εγκυκλίων (1902, 1904), αλλά και υπό την εντεινόμενη πίεση των πολιτικών ηγεσιών των ορθοδόξων λαών, μετά τις γνωστές τραγικές συνέπειες του Α' παγκοσμίου πολέμου (1914-18), η περίφημη πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920 συμπεριέλαβε στις αναγκαίες προτάσεις της για την ενίσχυση της διαχριστιανικής συνεργασίας και το ζήτημα του «κοινού ημερολογίου», το οποίο θα επέτρεπε και τον κοινό εορτασμό των μεγάλων εορτών από όλες τις χριστιανικές Εκκλησίες. Η πίεση όμως των κυβερνήσεων των ορθοδόξων λαών αξίωνε την άμεση εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου για τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των διεθνών σχέσεων των ορθοδόξων κρατών, γι’ αυτό η κυβέρνηση της Ελλάδος λ.χ. συγκρότησε το 1919 μία πενταμελή επιτροπή προσωπικοτήτων (Γ. Κοφινά, Δ. Αιγινίτη, Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, Π. Τσιτσεκλή, Αμ. Αλιβιζάτο) για τη μελέτη του θέματος και την υποβολή σχετικής προτάσεως. Η πρόταση της Επιτροπής υποβλήθηκε στις 16 Ιαν. 1923 και τόνιζε ορθώς, αφ’ ενός μεν “οτι δεν δύναται μία επί μέρους Εκκλησία να χωρισθή και να αποδεχθή μονομερώς το νέον ημερολογιον, χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων”, αφ’ ετέρου δε ότι «η μεταβολή, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, ηδύνατο να γίνη μετά συνεννόησιν πασών των αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδία δε του Οικουμενικού πατριαρχείου».
Εν τούτοις, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε μονομερώς και επέβαλε επισήμως με Ν. Δ. (18 Ιαν. 1923) μία συμβιβαστική ρύθμιση, ήτοι η μεν Πολιτεία να αποδεχθή το Γρηγοριανό ημερολόγιο, η δε Εκκλησία να συνεχίση να ακολουθή το Ιουλιανό ημερολόγιο κατά τον εορτασμό των θρησκευτικών εορτών, η παράλληλη όμως συνύπαρξη δύο ημερολογίων (πολιτικού και θρησκευτικού) αποδείχθηκε συντόμως αδύνατη, όταν επιχειρήθηκε ο διαχωρισμός της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου από τη θρησκευτική εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η ανάγκη λοιπόν μιας άμεσης και συνετής εκκλησιαστικής αντιμετωπίσεως του ημερολογιακού ζητήματος σε πανορθόδοξη προοπτική ήταν πλέον επιτακτική, γι’ αυτό ο Οικουμενικός πατριάρχης Μελέτιος Δ’ Μεταξάκης (1922-23) αποφάσισε, όπως έγραφε στην επιστολή προσκλήσεως των Εκκλησιών, τη σύγκληση Διορθοδόξου Επιτροπής στην Κπολη (10 Μαίου - 8 Ιουνίου 1923), η οποία χαρακτηρίσθηκε Πανορθόδοξον Συνέδριον (18 Μαίου 1923), είχε δε ως αποστολή να «μελετήση μεν εμπεριστατωμένως το τε ημερολογιακόν και ει τι άλλο επειγούσης μορφής πανορθόδοξον ζήτημα, υποδείξη δε και τον τρόπον της τούτων κανονικής επιλύσεως...».
Η ανάγκη λοιπόν μιας άμεσης και συνετής εκκλησιαστικής αντιμετωπίσεως του ημερολογιακού ζητήματος σε πανορθόδοξη προοπτική ήταν πλέον επιτακτική, γι’ αυτό ο Οικουμενικός πατριάρχης Μελέτιος Δ’ Μεταξάκης (1922-23) αποφάσισε, όπως έγραφε στην επιστολή προσκλήσεως των Εκκλησιών, τη σύγκληση Διορθοδόξου Επιτροπής στην Κπολη (10 Μαίου - 8 Ιουνίου 1923), η οποία χαρακτηρίσθηκε Πανορθόδοξον Συνέδριον (18 Μαίου 1923), είχε δε ως αποστολή να «μελετήση μεν εμπεριστατωμένως το τε ημερολογιακόν και ει τι άλλο επειγούσης μορφής πανορθόδοξον ζήτημα, υποδείξη δε και τον τρόπον της τούτων κανονικής επιλύσεως...».
Βεβαίως, στο Πανορθόδοξο Συνέδριο δεν εκπροσωπήθηκαν για διαφορετικούς λόγους τα πρεσβυγενή πατριαρχεία της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιόχειας, Ιεροσολύμων), ενώ η εκπροσώπηση ορισμένων άλλων Εκκλησιών (Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας) καλύφθηκε από τους προσκληθέντες για το συγκεκριμένο θέμα ειδικούς. Άλλωστε, στην πρόσκληση τονιζόταν ότι η Ορθόδοξη Επιτροπή θα εργαζόταν «ως Επιτροπή της όλης Εκκλησίας, ής αι αποφάσεις θα λάβωσι κύρος προς εφαρμογήν είτε από Συνόδου πανορθοδόξου, είτε από της απόδοχής αυτών υπό των Συνόδων μιας εκάστης των επί μέρους αγίων Εκκλησιών» (Πρακτικά και αποφάσεις του εν Κπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, Κπολις 1923, 6 κέξ.). Το Συνέδριο λοιπόν αποδέχθηκε ως νέο ημερολόγιο μία άριστα θεμελιωμένη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, την οποία παρουσίασε ο έγκριτος καθηγητής Μαθηματικών του πανεπιστημίου του Βελιγραδίου M. Milankovic, αφ' ένός μεν γιατί ο υπολογισμός ήταν κατά δεκατρείς φορές ακριβέστερος σε σύγκριση προς το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αφ' έτέρου δε γιατί γεφύρωνε το χάσμα με αυτόν χωρίς να απορρίψη το Ιουλιανό ημερολόγιο.
Υπό την έννοια αυτή, το Συνέδριο προέτεινε στην Κοινωνία των Εθνών ή, σε περίπτωση αναρμοδιότητάς της, στο Οικουμενικό πατριαρχείο την προώθηση της ιδέας τόσο ενός κοινού ημερολογίου για όλους τους χριστιανικούς λαούς, όσο και του καθορισμού του κοινού εορτασμού του Πάσχα σε μία συγκεκριμενη Κυριακή. Η εφαρμογή λοιπόν της αποφάσεως του Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Κπόλεως για την αποδοχή του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου ήταν πλέον υπόθεση των Συνόδων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες όφειλαν να αξιολογήσουν, κάθε μία με τα δικά της ιδιαίτερα κριτήρια τον κατάλληλο χρονο ή τρόπο αποδοχής του για την αποτροπή απρόβλεπττων ή ανεξέλεγκτων αντιδράσεων.
Υπό την έννοια αυτή, το Συνέδριο προέτεινε στην Κοινωνία των Εθνών ή, σε περίπτωση αναρμοδιότητάς της, στο Οικουμενικό πατριαρχείο την προώθηση της ιδέας τόσο ενός κοινού ημερολογίου για όλους τους χριστιανικούς λαούς, όσο και του καθορισμού του κοινού εορτασμού του Πάσχα σε μία συγκεκριμενη Κυριακή. Η εφαρμογή λοιπόν της αποφάσεως του Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Κπόλεως για την αποδοχή του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου ήταν πλέον υπόθεση των Συνόδων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες όφειλαν να αξιολογήσουν, κάθε μία με τα δικά της ιδιαίτερα κριτήρια τον κατάλληλο χρονο ή τρόπο αποδοχής του για την αποτροπή απρόβλεπττων ή ανεξέλεγκτων αντιδράσεων.
Βεβαίως, η Σύνοδος του Οικουμενικού πατριαρχείου αποδέχθηκε και επικύρωσε αμέσως όλες τις αποφάσεις του Συνεδρίου, ιδιαίτερα δε την απόφαση για τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, την οποία αποδέχθηκαν τελικώς και τα μη εκπροσωπηθέντα ή αντιδράσαντα στη σύγκληση του Συνεδρίου πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Ωστόσο, το μεν πατριαρχείο των Ιεροσολύμων επέμεινε στην αρνητική στάση του, γιατί θεωρούσε την αποδοχή του ως επικίνδυνη για το προνομιακό καθεστώς (status quo) των ι. προσκυνημάτων, ενώ τόσο η Εκκλησία της Ρωσίας, παρά τη θετική Εγκύκλιο του εμπεριστάτου πατριάρχη Τύχωνα (1 Οκτ. 1923), δεν μπόρεσε τελικώς να την εφαρμόση, λόγω των γνωστών για την Εκκλησία τραγικών συνθηκών, ιδιαίτερα δε μετά την αποδοχή του νέου ημερολογίου από τη σχισματική «Ζώσα Εκκλησία» (Zivaja Tserkov), όσο και η Εκκλησία της Σερβίας, παρά την αρχική αποδοχή της από τον πατριάρχη Δημήτριο, έστω και με ορισμένες επιφυλάξεις.
Είναι ομως προφανές ότι η σύγκληση του Πανορθόδοξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ιουνίου 1923) δεν ήταν άσχετη προς τη μονομερή εισαγωγή από την ελληνική κυβέρνηση με Ν. Δ του νέου ημερολογίου για το κράτος (18 Ιαν. 1923), έστω και αν η Εκκλησία επέμενε στη διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου. Υπό την έννοια αυτή, ο εκλεγείς Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (10 Μαρτίου 1923), μέλος της πενταμελούς Επιτροπής για τη μελέτη του ημερολογιακού ζητήματος, επισήμανε με εισήγησή του στην Ι.Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (18 Απρ. 1923) «την ανάγκην ταυτίσεως του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν».
Είναι ομως προφανές ότι η σύγκληση του Πανορθόδοξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ιουνίου 1923) δεν ήταν άσχετη προς τη μονομερή εισαγωγή από την ελληνική κυβέρνηση με Ν. Δ του νέου ημερολογίου για το κράτος (18 Ιαν. 1923), έστω και αν η Εκκλησία επέμενε στη διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου. Υπό την έννοια αυτή, ο εκλεγείς Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (10 Μαρτίου 1923), μέλος της πενταμελούς Επιτροπής για τη μελέτη του ημερολογιακού ζητήματος, επισήμανε με εισήγησή του στην Ι.Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (18 Απρ. 1923) «την ανάγκην ταυτίσεως του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν».
Ωστόσο, η Σύνοδος θεώρησε αναγκαία την προηγούμενη συνεννόηση τόσο με το Οικουμενικό πατριαρχείο, όσο και με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, γι’ αυτό στη νέα συνέλευση της Συνόδου της Ιεραρχίας για την επικύρωση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας (27 Δεκ. 1923) υποβλήθηκαν προς έγκριση και οι σχετικές αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Κπόλεως, οι οποίες έγιναν προθύμως δεκτές από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της. Εν τούτοις, αποδείχθηκε επαχθής η για διαφορετικούς λόγους διαφωνία τεσσάρων σημαντικών αρχιερέων (Δημητριάδος Γερμανού, Πατρών Αντωνίου, Θήρας Αγαθαγγέλου και Χαλκίδος Γρηγορίου), οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη του ημερολογιακού ζητήματος.
Η ανακοίνωση της αποφάσεως στο Οικουμενικό πατριαρχείο ήταν αναγκαία για την επιβεβαίωση της πανορθοδόξου συναινέσεως, γι’ αυτό ο Οικουμενικός πατριάρχης Γρηγοριος Ζ' (1923-24) με επείγον τηλεγράφημά του (23 Φεβρ. 1924) δηλώνε, ότι «Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου». Συνεπώς, η Συνοδική Εγκύκλιος (430/1 Μαρτ. 1924) της Εκκλησίας της Ελλάδος γνωστοποιούσε στις έκκλησιαστικές και στις πολιτικές αρχές της Ελλάδος και του εξωτερικού, αφ' ενός μεν ότι η 10η Μαρτίου θα γινόταν πλέον 23η Μαρτίου του ίδιου μήνα, γι' αύτο αναγνώσθηκαν τα συναξάρια των αγίων των 13 ημερών για την κάλυψη του προκύπτοντος ελλείμματος στον ετήσιο εορταστικό κύκλο, άφ’ έτέρου δε ότι η αποφασισθείσα διόρθωση της καθυστερήσεως του παραδοσιακού Ιουλιανού ημερολογίου δηλώνει συγχρόνως τόσο την εμμονή στις σχετικές αποφάσεις της Α' Οικουμενικής συνόδου, όσο και την απόρριψη του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Εν τούτοις, εκδηλώθηκαν κλιμακούμενες αντιδράσεις, οι οποίες είχαν ως πρόσχημα τόσο τις αρχικές ενστάσεις των πρεσβυγενών πατριαρχείων της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) για τις σχετικές αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου (1923), καίτοι αυτές διατυπώθηκαν για άσχετους προς το ημερολογιακό ζήτημα λόγους, όσο και τη διαφωνία προς την απόφαση της Ι.Συνόδου της Ιεραρχίας των τεσσάρων αρχιερέων, καίτοι αυτή εξέφραζε προφανώς την ευνόητη αντίθεση του Δημητριάδος Γερμανού, συνυποψηφίου για τον θρόνο των Αθηνών, προς τον εκλεγέντα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο.
Εν τούτοις, εκδηλώθηκαν κλιμακούμενες αντιδράσεις, οι οποίες είχαν ως πρόσχημα τόσο τις αρχικές ενστάσεις των πρεσβυγενών πατριαρχείων της Ανατολής (Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων) για τις σχετικές αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου (1923), καίτοι αυτές διατυπώθηκαν για άσχετους προς το ημερολογιακό ζήτημα λόγους, όσο και τη διαφωνία προς την απόφαση της Ι.Συνόδου της Ιεραρχίας των τεσσάρων αρχιερέων, καίτοι αυτή εξέφραζε προφανώς την ευνόητη αντίθεση του Δημητριάδος Γερμανού, συνυποψηφίου για τον θρόνο των Αθηνών, προς τον εκλεγέντα Χρυσόστομο Παπαδόπουλο.
Την ηγεσία των αντιδράσεων ανέλαβαν ορισμένοι συντηρητικοί κυρίως κληρικοί της αρχιεπισκοπής Αθηνών, οι οποίοι απέρριπταν τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, ενώ συγκρότησαν ένα σύλλογο για την υπεράσπιση του («Σύλλογο Ορθοδόξων») και τελούσαν τη θ. λατρεία σε ιδιόκτητα παρεκκλήσια ή σε οικίες για να αποφύγουν τις πιθανές διώξεις της κυβερνήσεως. Ωστόσο, η αδυναμία ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών να αποδεχθούν το διορθωμένο Ιουλιανό ημερολόγιο για σοβαρούς εσωτερικούς λόγους, όπως λ.χ. του πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπως επίσης και η διστακτικότητα άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών να αποφασίσουν την άμεση αποδοχή του διορθωμένου Ιουλιανού ημερολογίου για καθαρώς ποιμαντικούς λογους (Αντιοχείας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Πολωνίας), ευνόησαν την ευρύτερη απήχηση των οργανωμένων αντιδράσεων των πολεμίων του και στην Ελλάδα. Οι αντιδρώντες οργανώθηκαν στην «Ελληνική Θρησκευτική Κοινότητα των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών» (Γ.ΟΛ.,1926) και ενισχύθηκαν με την υποστήριξη τόσο του πολυπράγμονα ρουμάνου αγιορείτη μοναχού Αρσενίου Cottea, όσο και άλλων αγιορείτων μοναχών οχι μόνο στην αντιπαράθεσή τους προς την εκκλησιαστική ιεραρχία, αλλά και στην ίδρυση πολλών «παραρτημάτων» (250 μεχρι το 1931) σε μεγάλες πόλεις της χώρας και δύο μονών (1927) στην Αττική (Κερατέας από τον Ματθαίο Καρπαθάκη και Πάρνηθας από τον κληρικό Ιερώνυμο).
Οι οργανωμένες λοιπόν αποδοκιμασίες και η απόπειρα βιαιοπραγίας εναντίον του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου (αποκοπή γενειάδας) στον ναό του αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς (21 Μαίου 1927) κατέστησαν αισθητότερες τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος, αφού οι υπέρμαχοι του λεγόμενου «παλαιού» ημερολογίου ενισχύοντο συνεχώς με την αθρόα προσέλευση στις τάξεις τους αγιορείτων μοναχών, ενώ οι παλινωδίες της κυβερνητικής πολιτικής έναντι των «παλαιοημερολογιτών» προκαλούσαν όχι μονο τη δυσφορία της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και ευνόητες συγχύσεις στον ευλαβή λαό. Η πρόταση όμως της συγκλήσεως Διορθοδόξου Επιτροπής, η οποία πραγματοποιήθηκε σκοπίμως στο Άγιον Όρος (8-23 Ιουνίου 1930), με την εκπροσώπηση των Εκκλησιών Κπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Ελλάδος και Πολωνίας, για να ενταχθή το ημερολογιακό ζήτημα στο θεματολόγιο της μελλοντικής Προσυνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εγκρίθηκε από το Οικουμενικό πατριαρχείο και κοινοποιήθηκε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες (Πρακτικά της προκαταρκτικής Επιτροπής των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, της συνελθούσης εν τη εν Αγίω Όρει ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου, Κπολις 1930).
Οι οργανωμένες λοιπόν αποδοκιμασίες και η απόπειρα βιαιοπραγίας εναντίον του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου (αποκοπή γενειάδας) στον ναό του αγίου Κωνσταντίνου Πειραιώς (21 Μαίου 1927) κατέστησαν αισθητότερες τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος, αφού οι υπέρμαχοι του λεγόμενου «παλαιού» ημερολογίου ενισχύοντο συνεχώς με την αθρόα προσέλευση στις τάξεις τους αγιορείτων μοναχών, ενώ οι παλινωδίες της κυβερνητικής πολιτικής έναντι των «παλαιοημερολογιτών» προκαλούσαν όχι μονο τη δυσφορία της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και ευνόητες συγχύσεις στον ευλαβή λαό. Η πρόταση όμως της συγκλήσεως Διορθοδόξου Επιτροπής, η οποία πραγματοποιήθηκε σκοπίμως στο Άγιον Όρος (8-23 Ιουνίου 1930), με την εκπροσώπηση των Εκκλησιών Κπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου, Ελλάδος και Πολωνίας, για να ενταχθή το ημερολογιακό ζήτημα στο θεματολόγιο της μελλοντικής Προσυνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εγκρίθηκε από το Οικουμενικό πατριαρχείο και κοινοποιήθηκε στις Ορθόδοξες Εκκλησίες (Πρακτικά της προκαταρκτικής Επιτροπής των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, της συνελθούσης εν τη εν Αγίω Όρει ιερά Μεγίστη Μονή του Βατοπεδίου, Κπολις 1930).
Υπό την έννοια αυτή, το όλο ζήτημα προσέλαβε πλέον διαφορετικές διαστάσεις, αφ’ενός μεν γιατί η Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (Οκτ. 1931) συγκρότησε πενταμελή επιτροπή αρχιερέων (Κασσανδρείας, Μαρωνείας, Παροναξίας, Σάμου, Σισανίου) για τη μελέτη του ζητήματος, αφ’ετέρου δε γιατί η Εκτελεστική Επιτροπή των παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων (Γ.Ο.Χ.), υπό την πίεση των αγιορειτών ομοφρόνων τους, υπέβαλε στη Σύνοδο της Ιεραρχίας (27 Οκτ. 1931) αίτηση και εμπιστευτικό πρωτόκολλο με τη δήλωση οτι ήσαν έτοιμοι να δεχθούν το «μνημόσυνον» του αρχιεπισκόπου Αθηνών και όλες τις αποφάσεις της, εκτος από τη θέση της στο ημερολογιακό ζήτημα, γι’ αυτό απεστάλη προς τη Σύνοδο και σχετικό Υπόμνημα (30 Οκτ. 1931).
Βεβαίως, η θετική αυτή πρόταση δεν ευοδώθηκε όχι μόνο γιατί δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά και γιατί δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους ακραίους κύκλους των παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων, οι οποίοι ενισχύθηκαν μετά τους εναντίον τους βίαιους διωγμούς (1932) της κυβερνήσεως (κατεδαφίσεις ναών και μονών, εξορία των αγιορειτών μοναχών, διώξεις των ηγετών των κοινοτήτων κλπ.), η άκριτη λοιπόν γνώμη της συσταθείσας για το ζήτημα Επιτροπής (X. Ανδρούτσου, X. Γιδοπούλου, Α. Βαμβέτσου), ότι δηλαδή οι παλαιοημερολογίτες «δύνανται να απότελέσουν ιδίαν θρησκευτικήν κοινοτητα... με ιεραρχίαν, ναούς, κλπ.», περιόρισε μεν τους διωγμούς, αλλά πολλαπλασίασε τις αντιδράσεις τους εναντίον των βιαίων μέτρων της κυβερνήσεως, οι οποίες υποστηρίχθηκαν όχι μόνο από τους μειοψηφήσαντες στη σχετική απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας (27 Δεκ. 1923) αρχιερείς (Δημιτριάδος, Χαλκίδος), αλλά και από άλλους αρχιερείς (Κασσανδρείας, Δρυϊνουπόλεως, Δράμας, Κυθήρων), με δημοσιεύματα μάλιστα και διαμαρτυρίες προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι αντιδράσεις οξύνθηκαν μετά τη γνωστοποίηση των διαλλακτικών προτάσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής των Γ.Ο.Χ., οι οποίες αποδοκιμάσθηκαν από το εκλεγέν νέο Διοικητικο Συμβούλιο των «παραρτημάτων» των Γ.ΟΧ, ενώ το συνταχθέν νέο σχετικό Υπόμνημα (1 Αύγ. 1934) περιείχε την παράλληλη αποκήρυξη όχι μόνο της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος για την απαράδεκτη προσχώρησή της στην Οικουμενική κίνηση, αλλά και της Βουλής των Ελλήνων ως ενός απαραδέκτου για τη νομοθετική ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων ως «σώματος βαβυλωνιακού», γι' αυτό τονίσθηκε αφ' ένός μεν η ανάγκη χωρισμού της Εκκλησίας από την Πολιτεία, αφ' έτέρου δε η αξίωσή τους για την εκλογή ομοφρόνων αρχιερέων για τις κοινότητες των Γ.Ο.Χ..
Η άρνηση όμως του προέδρου της υπερόριας Συνόδου του Κάρλοβιτς Αντωνίου να ικανοποιήση το υποβληθέν με σχετική επιστολή (10 Οκτ. 1934) αίτημά τους για χειροτονία επισκόπου καλύφθηκε από την πρωτοβουλία του Δημητριάδος Γερμανού να ανατρέψη τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών τόσο με την προσφυγή του στο ΣτΕ για την αντικανονική δήθεν εκλογή ως βοηθού επισκόπου του Ιακώβου Βαβανάτσου, όσο και με την ανάληψη της ηγεσίας των παλαιοημερολογίτων, αφού προηγουμένως εξασφάλισε και τη συναίνεση των φίλων του αρχιερέων πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου. Η τελική προσχώρησή τους στους Γ.Ο.Χ. (27 Μαίου 1935) επισφραγίσθηκε με την κοινοποίηση της διακοπής της κοινωνίας τους με τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και επιστέφθηκε με την αυθαίρετη χειροτονία τεσσάρων παλαιοημερολογιτών επισκόπων (Γερμανού Βαρυκοπούλου Κυκλάδων, Χριστοφόρου Χατζή Μεγαρίδος, Ματθαίου Καρπαθάκη Βρεσθένης και Πολυκάρπου Λιώση Διαυλείας) για τη συγκρότηση μιας επταμελούς Συνόδου διοικήσεως των 800 περίπου κοινοτήτων των Γ.Ο.Χ. (Ιούν. 1935).
Βεβαίως, η θετική αυτή πρόταση δεν ευοδώθηκε όχι μόνο γιατί δεν δημοσιοποιήθηκε, αλλά και γιατί δεν θα γινόταν αποδεκτή από τους ακραίους κύκλους των παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων, οι οποίοι ενισχύθηκαν μετά τους εναντίον τους βίαιους διωγμούς (1932) της κυβερνήσεως (κατεδαφίσεις ναών και μονών, εξορία των αγιορειτών μοναχών, διώξεις των ηγετών των κοινοτήτων κλπ.), η άκριτη λοιπόν γνώμη της συσταθείσας για το ζήτημα Επιτροπής (X. Ανδρούτσου, X. Γιδοπούλου, Α. Βαμβέτσου), ότι δηλαδή οι παλαιοημερολογίτες «δύνανται να απότελέσουν ιδίαν θρησκευτικήν κοινοτητα... με ιεραρχίαν, ναούς, κλπ.», περιόρισε μεν τους διωγμούς, αλλά πολλαπλασίασε τις αντιδράσεις τους εναντίον των βιαίων μέτρων της κυβερνήσεως, οι οποίες υποστηρίχθηκαν όχι μόνο από τους μειοψηφήσαντες στη σχετική απόφαση της Συνόδου της Ιεραρχίας (27 Δεκ. 1923) αρχιερείς (Δημιτριάδος, Χαλκίδος), αλλά και από άλλους αρχιερείς (Κασσανδρείας, Δρυϊνουπόλεως, Δράμας, Κυθήρων), με δημοσιεύματα μάλιστα και διαμαρτυρίες προς την Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι αντιδράσεις οξύνθηκαν μετά τη γνωστοποίηση των διαλλακτικών προτάσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής των Γ.Ο.Χ., οι οποίες αποδοκιμάσθηκαν από το εκλεγέν νέο Διοικητικο Συμβούλιο των «παραρτημάτων» των Γ.ΟΧ, ενώ το συνταχθέν νέο σχετικό Υπόμνημα (1 Αύγ. 1934) περιείχε την παράλληλη αποκήρυξη όχι μόνο της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος για την απαράδεκτη προσχώρησή της στην Οικουμενική κίνηση, αλλά και της Βουλής των Ελλήνων ως ενός απαραδέκτου για τη νομοθετική ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων ως «σώματος βαβυλωνιακού», γι' αυτό τονίσθηκε αφ' ένός μεν η ανάγκη χωρισμού της Εκκλησίας από την Πολιτεία, αφ' έτέρου δε η αξίωσή τους για την εκλογή ομοφρόνων αρχιερέων για τις κοινότητες των Γ.Ο.Χ..
Η άρνηση όμως του προέδρου της υπερόριας Συνόδου του Κάρλοβιτς Αντωνίου να ικανοποιήση το υποβληθέν με σχετική επιστολή (10 Οκτ. 1934) αίτημά τους για χειροτονία επισκόπου καλύφθηκε από την πρωτοβουλία του Δημητριάδος Γερμανού να ανατρέψη τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών τόσο με την προσφυγή του στο ΣτΕ για την αντικανονική δήθεν εκλογή ως βοηθού επισκόπου του Ιακώβου Βαβανάτσου, όσο και με την ανάληψη της ηγεσίας των παλαιοημερολογίτων, αφού προηγουμένως εξασφάλισε και τη συναίνεση των φίλων του αρχιερέων πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου. Η τελική προσχώρησή τους στους Γ.Ο.Χ. (27 Μαίου 1935) επισφραγίσθηκε με την κοινοποίηση της διακοπής της κοινωνίας τους με τη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και επιστέφθηκε με την αυθαίρετη χειροτονία τεσσάρων παλαιοημερολογιτών επισκόπων (Γερμανού Βαρυκοπούλου Κυκλάδων, Χριστοφόρου Χατζή Μεγαρίδος, Ματθαίου Καρπαθάκη Βρεσθένης και Πολυκάρπου Λιώση Διαυλείας) για τη συγκρότηση μιας επταμελούς Συνόδου διοικήσεως των 800 περίπου κοινοτήτων των Γ.Ο.Χ. (Ιούν. 1935).
Η οφειλετική λοιπόν ενημέρωση της Ιεραρχίας και της Πολιτείας από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών για την απόσχισή τους καθιστούσε αναγκαία την άμεση κίνηση της κανονικής διαδικασίας για την καθαίρεση των τριών αποσχισθέντων, γι’ αυτό το μεν Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο αποφάσισε τόσο την καθαίρεσή τους, όσο και τον πενταετή αυστηρό περιορισμό τους σε διαφορετικές μονές (14 Ιουν. 1935), ενώ οι χειροτονηθέντες από αυτούς τέσσαρες παλαιοημερολογίτες επίσκοποι καθαιρέθηκαν από το Συνοδικό Δικαστήριο ως δεχθέντες «απολελυμένην χειροτονίαν» (3 Ιουλ. 1935).
Η άμεση όμως εκτέλεση των αποφάσεων από την Πολιτεία δεν είχε προβλεφθή από τους καταδικασθέντες μητροπολίτες, γι’ αυτό ο μεν πρώην Ζακύνθου Χρυσόστομος ζήτησε την επιείκεια της Συνόδου και αποκαταστάθηκε, ενώ ο εμπνευστής της αντικανονικής πράξεως πρώην Δημητριάδος Γερμανός υπέβαλε γραπτώς αίτημα προς τον Υπουργό Παιδείας για την αποκατάσταση στην μητρόπολή του (2 Δεκ. 1935), το οποίο ερμήνευσε, ήτοι αργότερα μετά την άρση του περιορισμού, με επιστολή του (12 Ιαν. 1936), υπό την πίεση προφανώς των αδιαλλάκτων παλαιοημερολογιτών, ως μία αξίωση απονομής δικαιοσύνης και όχι ως μία δήλωση μεταμελείας, όπως έπραξε και ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (13 Ιαν. 1936).
Η άμεση όμως εκτέλεση των αποφάσεων από την Πολιτεία δεν είχε προβλεφθή από τους καταδικασθέντες μητροπολίτες, γι’ αυτό ο μεν πρώην Ζακύνθου Χρυσόστομος ζήτησε την επιείκεια της Συνόδου και αποκαταστάθηκε, ενώ ο εμπνευστής της αντικανονικής πράξεως πρώην Δημητριάδος Γερμανός υπέβαλε γραπτώς αίτημα προς τον Υπουργό Παιδείας για την αποκατάσταση στην μητρόπολή του (2 Δεκ. 1935), το οποίο ερμήνευσε, ήτοι αργότερα μετά την άρση του περιορισμού, με επιστολή του (12 Ιαν. 1936), υπό την πίεση προφανώς των αδιαλλάκτων παλαιοημερολογιτών, ως μία αξίωση απονομής δικαιοσύνης και όχι ως μία δήλωση μεταμελείας, όπως έπραξε και ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (13 Ιαν. 1936).
Από τους χειροτονηθέντες παλαιοημερολογίτες επισκόπους τέθηκαν σε περιορισμό οι ακραίοι Κυκλάδων Γερμανός και Βρεσθένης Ματθαίος, ενώ οι μετριοπαθέστεροι Μεγαρίδος Χριστόφορος και Διαυλείας Πολύκαρπος δεν εκτοπίσθηκαν, γι’ αυτό οι δύο τελευταίοι δεν έγιναν δεκτοί μετά την άρση του περιορισμού τους στην ανασυγκροτηθείσα Σύνοδο των Γ.Ο.Χ. (11 Ιαν. 1936). Εν τούτοις, η διαφωνία τους στο ζήτημα του χαρακτηρισμού της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής και των μυστηρίων της ως άκυρων προκάλεσε την αποχώρηση από τη Σύνοδο των Γ.Ο.Χ. (19.17) των ακραίων επισκόπων Κυκλάδων και Βρεσθένης, οι οποίοι αποφάσισαν την επίσημη διακοπή των σχέσεων τους με τους μετριοπαθείς επισκόπους Μεγαρίδος και Διαυλείας (1918), ενώ δεν δίστασαν να αποκηρύξουν και τον μετριοπαθή πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο και να αναγκάσουν τον πρώην Δημητριάδος Γερμανό σε αποχώρηση από τη Σύνοδο (1940).
Οι ανεπιτυχείς όμως προσπάθειες του πρώην Φλωρίνης να αποκαταστήση την ενότητα των παλαιοημερολογιτών επισκόπων επέτρεψαν στους επισκόπους Μεγαρίδος και Διαυλείας να του ανακοινώσουν την αποφασή τους τόσο για τη διακοπή των επαφών τους με τή Σύνοδο (1945), όσο και για την αναδιοργάνωση της «Εκκλησίας των Γ.ΟΧ.» (1947).
Η αποτυχία λοιπόν των συμβιβαστικών πρωτοβουλιών τροφοδοτούσε συνεχώς τις οξύτατες εσωτερικές αντιπαραθέσεις των δύο αντιπάλων παρατάξεων κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1945- 50) με εκατέρωθεν κατηγορίες όχι μόνο για σοβαρά οικονομικά ή ηθικά σκάνδαλα (όπως λ.χ. της Μονής Κερατέας κ.α.), αλλά και για τη διαφορετική προσέγγιση του κρίσιμου ζητήματος του κύρους των μυστηρίων (1950) και των σχέσεων τους με την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία όμως αντέδρασε και ζήτησε από την κυβέρνηση με συνοδική απόφαση (20 Δεκ. 1950) την άμεση διάλυση των αντικανονικών και παρανόμως συναγομένων παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων σε 350 περίπου ιδιωτικούς ναούς.
Η αποτυχία λοιπόν των συμβιβαστικών πρωτοβουλιών τροφοδοτούσε συνεχώς τις οξύτατες εσωτερικές αντιπαραθέσεις των δύο αντιπάλων παρατάξεων κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1945- 50) με εκατέρωθεν κατηγορίες όχι μόνο για σοβαρά οικονομικά ή ηθικά σκάνδαλα (όπως λ.χ. της Μονής Κερατέας κ.α.), αλλά και για τη διαφορετική προσέγγιση του κρίσιμου ζητήματος του κύρους των μυστηρίων (1950) και των σχέσεων τους με την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία όμως αντέδρασε και ζήτησε από την κυβέρνηση με συνοδική απόφαση (20 Δεκ. 1950) την άμεση διάλυση των αντικανονικών και παρανόμως συναγομένων παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων σε 350 περίπου ιδιωτικούς ναούς.
Οι βίαιες διώξεις των ηγετών των Γ.Ο.Χ. (συλλήψεις αρχιερέων, απαγόρευση λατρευτικών συνάξεων κ.λπ.) αποσκοπούσαν βεβαίως στον πειθαναγκασμό τους να επιστρέψουν στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού οι αντίπαλες παρατάξεις συνενώθηκαν σε κοινό αγώνα εναντίον τόσο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, όσο και των σκληρών κυβερνητικών μέτρων. Τα μέτρα ίσχυσαν μέχρι την αναστολή τους από την κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα, λόγω των προγραμματισμένων εθνικών εκλογών για το φθινοπωρο του 1952, ενώ η επιστροφή του εκτοπισμένου στην Μονή Υψηλού της Μυτιλήνης πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (18 Ιουλ. 1952) συνοδεύθηκε όχι μόνο με την ανασυγκρότηση της Συνόδου των Γ.ΟΧ. για την υπεράσπιση της ελευθερίας της λατρείας των κοινοτήτων τους, αλλά και με τις πολιτικές πιέσεις για συμβιβαστική αντιμετώπιση της σχέσεώς τους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Υπό την έννοια αυτή, ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος και οι άλλοι μετριοπαθείς αρχιερείς των Γ.ΟΧ. αναγκάσθηκαν να υπογράψουν παραίτηση από την ηγεσία του αγώνα τους, “διά την καλυτέραν συνεννόησιν με την επίσημον Εκκλησίαν” (6 Νοεμ. 1952), αλλ’ οι προοπτικές αυτές αποδυναμώθηκαν τόσο με την ανάκληση της παραιτήσεώς του (27 Νοεμ. 1952), υπό την πίεση της ομάδας των «ζηλωτών» του επισκόπου Βρεσθένης Ματθαίου, όσο και με την αποκατάσταση ως βοηθών επισκόπων του Αρχιεπισκόπου Αθηνών (Μαρτ. 1953) των παραιτηθέντων από την ηγεσία της παρατάξεώς τους επισκόπων Μεγαρίδος Χριστόφορου (Καρυουπόλεως) και Διαυλείας Πολυκάρπου (Σταυροπόλεως). Άλλωστε, ο θάνατος τόσο των επισκόπων Βρεσθένης Ματθαίου (14 Μαίου 1950) και Κυκλάδων Γερμανού (24 Μαρτ. 1951), όσο και του αποδυναμωμένου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (20 Σεπι. 1955), κατέστησαν οξύτερο το πρόβλημα της ηγεσίας της μετριοπαθούς παρατάξεως των Γ.Ο.Χ., ενώ οι ακραίοι οπαδοί του Βρεσθένης Ματθαίου, με επικεφαλής τον πανίσχυρο και πολυπράγμονα σύμβουλο του κληρικο Ευγ. Τόμπρο, προέτρεψαν όλους τους προερχόμενους από το Άγιον Όρος ηγουμένους των παλαιοημερολογιτικών μονών της Αττικής να αναγνωρίσουν τους αντικανονικούς «ματθαιϊκούς» αρχιερείς και να δεχθούν από αυτούς την επισκοπική χειροτονία. Η απουσία όμως επισκόπων κατέστησε αναγκαία την ανάθεση της διοικήσεως της παρατάξεως των μετριοπαθών σε μία κληρικολαϊκή Εκκλησιαστική Επιτροπή (1956), υπό την προεδρία του ηγουμένου της μονής του Αγίου Νικολάου Παιανίας Ακακίου Παπά, η οποία απέρριψε οποιαδήποτε σχέση τόσο με τους «ματθαιϊκούς», όσο και με τους καθοδηγητές τους από το περιβάλλον της μονής Κερατέας, γι' αυτό αντάλλαξαν με αυτούς και βιαιοτάτους λιβέλλους με αμοιβαίες καταγγελίες για οικονομικά και ηθικά σκάνδαλα, ενώ συγχρόνως αναζήτησαν λύση για την άμεση κάλυψη της μετριοπαθούς παρατάξεως με τη χειροτονία ενός τουλάχιστον επισκόπου για την χειροτονία των αναγκαίων για τη θ. λατρεία κληρικών.
Υπό την πίεση αυτή, ο ηγούμενος της μονής του αγίου Νικολάου και πρόεδρος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής Ακάκιος πέτυχε να χειροτονηθή αντικανονικώς και με αθέμιτα μέσα στο Ντιτροιτ (9 Δεκ. 1960) από έναν επίσκοπο (Σεραφείμ) μιας αντικανονικής ανεξάρτητης Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αμερικής και συγκρότησε ένα δωδεκαμελές Αρχιερατικό Συμβούλιο, το οποίο λειτουργούσε υπό την προεδρία του και είχε ως μέλη ομόφρονες ηγουμένους αρχιμανδρίτες και λαϊκούς θεολόγους. Συνεπώς, άνοιξε η οδός των αντικανονικών και ανεξελέγκτων χειροτονιών όχι μόνο για τις παλαιές, αλλά και για τις συνεχώς αποσχιζόμενες από αυτές νέες ομάδες παλαιοημερολογιτών, οι οποίες διασπάσθηκαν σε περισσότερες από 7 ανεξάρτητες και αντίπαλες αντικανονικές συνόδους με αθρόες χειροτονίες καθηρημένων ορθοδόξων κληρικών (Δ. Κόκορη, Ημερολόγιο- Εορτολόγιο, Διόρθωσις λάθος ή επιβεβλημένη; Αθήναι 1998).
Οι ομάδες αυτές των Γ.Ο.Χ. οργανώθηκαν με κέντρα τις ακμαιότερες κυρίως παλαωημερολογιτικές μονές της Αττικής, της Βοιωτίας, της Μεγαρίδος κλπ.. ήτοι τόσο ανδρώες (Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην περιοχή του Κουβαρά, παλαιά και νέα, Άξιον Εστί στην περιοχή του Βαρυμπόμπη, ΑγίαςΣκέπης στον Κουβαρά), όσο και γυναικείες (Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Πάρνηθα, Αγίου Νικολάου στην Παιανία, Αγίας Παρασκευής στην Πάρνηθα, Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στη Λυκόβρυση και στην Παιανία, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στον Ωρωπό, Είσοδίων της Θεοτόκου στον Κουβαρά, Ιωάννην του θεολόγου στην Πετρούπολη, Αγίου Αρτεμίου στον Πειραιά, Αγίου Δημητρίου στην Αμφιάλη, Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου στα μέγαρα, Γενεθλίου της Θεοτόκου στη Σαλαμίνα, Αγίας Τριάδος στο Λουτράκι κ.ά.).
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και οι παλαιοημερολογιτικές ομάδες των Γ.Ο.Χ., έχουν το ίδιο παραδοσιακό Ιουλιανό ημερολόγιο, αλλ’ η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχθηκε ομοφώνως την ορθότητα της ημερολογιακής διορθώσεως, έστω και αν ορισμενες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν προσαρμόσθηκαν σε αυτή για περιστασιακούς λόγους (Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας), ενώ οι παλαιοημερολογιτικές ομάδες αποσχίσθηκαν για ποικίλους προσωπικούς ή άλλους ιδιοτελείς λόγους με πρόσχημα τη διόρθωση, γι' αυτό δεν έγιναν δεκτοί σε κοινωνία ούτε από όσες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν εφάρμοσαν τη διόρθωση. Υπό την έννοια αυτή, η Εκκλησία της Ελλάδος, πέρα από τις καταδίκες των ηγετών των αποσχιστικών τάσεων, απέφυγε ορθώς τη γενική κανονική καταδίκη των παλαιοημερολογιτών για την οριστική αποκοπή τους από το εκκλησιαστικό σώμα, γι’ αυτό αφ’ ενός μεν χαρακτηρίσθηκαν απλώς ως παρασυνάγοντα πλανώμενα μέλη της, αφού η διαφωνία στην ημερολογιακή διόρθωση δεν ήταν επαρκής λόγος για τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας των διαφωνούντων, αφ’ ετέρου δε αποκλείσθηκε για τον λόγο αυτό οποιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός της εκκλησιαστικής τους ταυτότητας από θεσμικά όργανα της Πολιτείας, αφού μια τέτοια πράξη θα εισήγε αυθαιρέτως και αντισυνταγματικώς δύο παράλληλες και αντίπαλες “ιεραρχίες” της αυτής Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τις οποίες μόνο η μία θα ήταν δεκτή σε κοινωνία από το Οικουμενικό πατριαρχείο και από τις άλλες Ορθοδοξες Εκκλησίες (άρθρο 3, παρ. 1 του Συντάγματος).
Συνεπώς, το ημερολογιακό ζήτημα συζητήθηκε στη Β' Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ- Γενεύης, 1982), υπό την προοπτική του κοινού εορτασμού του Πάσχα με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, γι’ αυτό και διακηρύχθηκαν αφ’ ενός μεν η κοινή διαπίστωση για την ορθότητα της ημερολογιακής διορθώσεως, αφ’ έτέρου δε οι αντικειμενικές δυσκολίες των υπό κομμουνιστικά καθεστώτα Ορθοδόξων Εκκλησιών να προετοιμάσουν τους λαούς τους για οποιαδήποτε νέα μεταβολή, γι’ αυτό και το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε σε ευθετώτερο χρόνο.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως και οι παλαιοημερολογιτικές ομάδες των Γ.Ο.Χ., έχουν το ίδιο παραδοσιακό Ιουλιανό ημερολόγιο, αλλ’ η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχθηκε ομοφώνως την ορθότητα της ημερολογιακής διορθώσεως, έστω και αν ορισμενες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν προσαρμόσθηκαν σε αυτή για περιστασιακούς λόγους (Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας), ενώ οι παλαιοημερολογιτικές ομάδες αποσχίσθηκαν για ποικίλους προσωπικούς ή άλλους ιδιοτελείς λόγους με πρόσχημα τη διόρθωση, γι' αυτό δεν έγιναν δεκτοί σε κοινωνία ούτε από όσες Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν εφάρμοσαν τη διόρθωση. Υπό την έννοια αυτή, η Εκκλησία της Ελλάδος, πέρα από τις καταδίκες των ηγετών των αποσχιστικών τάσεων, απέφυγε ορθώς τη γενική κανονική καταδίκη των παλαιοημερολογιτών για την οριστική αποκοπή τους από το εκκλησιαστικό σώμα, γι’ αυτό αφ’ ενός μεν χαρακτηρίσθηκαν απλώς ως παρασυνάγοντα πλανώμενα μέλη της, αφού η διαφωνία στην ημερολογιακή διόρθωση δεν ήταν επαρκής λόγος για τη διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας των διαφωνούντων, αφ’ ετέρου δε αποκλείσθηκε για τον λόγο αυτό οποιοσδήποτε άλλος χαρακτηρισμός της εκκλησιαστικής τους ταυτότητας από θεσμικά όργανα της Πολιτείας, αφού μια τέτοια πράξη θα εισήγε αυθαιρέτως και αντισυνταγματικώς δύο παράλληλες και αντίπαλες “ιεραρχίες” της αυτής Ορθοδόξου Εκκλησίας, από τις οποίες μόνο η μία θα ήταν δεκτή σε κοινωνία από το Οικουμενικό πατριαρχείο και από τις άλλες Ορθοδοξες Εκκλησίες (άρθρο 3, παρ. 1 του Συντάγματος).
Συνεπώς, το ημερολογιακό ζήτημα συζητήθηκε στη Β' Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (Σαμπεζύ- Γενεύης, 1982), υπό την προοπτική του κοινού εορτασμού του Πάσχα με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, γι’ αυτό και διακηρύχθηκαν αφ’ ενός μεν η κοινή διαπίστωση για την ορθότητα της ημερολογιακής διορθώσεως, αφ’ έτέρου δε οι αντικειμενικές δυσκολίες των υπό κομμουνιστικά καθεστώτα Ορθοδόξων Εκκλησιών να προετοιμάσουν τους λαούς τους για οποιαδήποτε νέα μεταβολή, γι’ αυτό και το όλο ζήτημα παραπέμφθηκε σε ευθετώτερο χρόνο.
Η ειδικότερη λοιπόν πτυχή του Ημερολογιακού ζητήματος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είναι δυνατόν να αποσυνδεθή αφ' ένός μεν από την πανορθόδοξη αξιολόγηση του λόγου και των εκκλησιαστικών συνεπειών της διορθώσεως του Ιουλιανού ημερολογίου, αφ’ ετέρου δε από την επίσημη θέση της Ί. Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για την εκκλησιαστική ταυτότητα των παλαιοημερολογιτών, η οποία έχει την αποκλειστική κανονική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του τύπου της σχέσεως των μελών της προς το εκκλησιαστικό της σώμα. Υπό την έννοια αυτή, οποιαδήποτε άλλη εκκλησιαστική ή πολιτική προσέγγιση είναι αντίθετη όχι μόνο προς την κανονική παράδοση, αλλά και προς το ελληνικό Σύνταγμα (1975), γι’ αυτό όχι μόνο δεν θα αποτελή εποικοδομητική πρόταση για μία συναινετική αντιμετώπιση του ζητήματος, αλλ' αντιθέτως θα πολλαπλασιάση τη σύγχυση, με επαχθείς πάντοτε συνέπειες για την Εκκλησία και για το κοινωνικο σύνολο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου