ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ ΙΕΡΕΩΣ
ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΝ
ΙΕΡΕΩΣ π. ΙΑΚΩΒΟΥ ΒΙΔΑΛΗ
Εφθασε π. Ιάκωβε, η ευλογημενη ωρα της εισόδου σου εις τόν δεύτερο βαθμό της Ιερωσύνης. Δυο Κληρικοί, κατα την ταξιν, θα σέ περιάγουν πέριξ του θυσιαστηριου ψάλλοντες τό «Δόξα Σοι Χριστε ο Θεός Αποστόλων καύχημα, μαρτυρων αγγαλλίαμα, ων το κήρυγμα Τριάς η ομοούσιος». Για δευτερη φορα θα γονατίσης μπροστά στο θυσιαστήριο, στηρίζοντας τα χέρια σου επάνω σ' αυτό. Αυτό σημαίνει, οτι κέντρο της ζωής σου, κεντρο της ζωης του κάθε Ιερέως, γινεται πλέον το ιερό και άγιο αυτό θυσιαστήριο. Γι' αυτό και ο ιερεύς, την ωρα της χειροτονίας του, αλλά καί πάντοτε, αγκαλιάζει το ιερό θυσιαστηριο, με όλη την θέρμη της καρδιάς του σαν το πολυτιμώτερο απόκτημα της ζωής του, αλλά και το θυσιαστήριο τον τυλίγει ολόκληρο μέσα στην δόξα του Θεου και τον θείο γνόφο.
Αυτό ειναι τό μεγαλείο του Ιερου Θυσιαστηρίου. Καἰ οντως αυτή η στιγμη ειναι η ιερωτερα στιγμη της ζωης του Ιερέως. Ιερεύς καί θυσιαστηριο είναι και θα είναι εις τους αιώνας, ό,τι πιο υψηλό ό,τι πιο μεγαλειώδες έχει να παρουσιάση αυτός ο κόσμος. Ενωθηκαν άπαξ δια παντός από αυτόν τον Κύριο, τον πρώτο και Μέγα Αρχιερεα του κόσμου. Ο ιερεύς γεννάται την ώρα της χειροτονίας του. Μήτρα αυτής της υπερφυούς γεννήσεως είναι ακριβώς το πανάγιο θυσιαστήριο. Από την στιγμη της χειροτονίας του γίνεται η ίδια η ζωή του. Υπάρχει εξ αιτίας αυτού και ζη μόνον γι' αυτό. Είναι το ιερό φορτίο του, η χαρά του και η δόξα του.
Στην Ορθοδοξία το κέντρο της ζωής των πιστών, είναι το Μυστήριο. Δεν είναι ο άμβων, αλλά το θυσιαστήριο. Γι' αυτό ακόμη και η θέσις του θυσιαστηριου μέσα στον ναό είναι κεντρική, όπως η καρδιά μέσα στο σώμα. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι πρωτίστως λειτουργούσα και προσευχομένη Εκκλησία και δευτερευόντως κηρύττουσα και ποιμαίνουσα. Ποιμαίνει από την Αγία Τράπεζα. Η πρώτη Εκκλησία όλα τα μυστήριά της τα είχε συνδεδεμένα με το υπέρτατο γεγονός της Θ. Ευχαριστίας. Η Αγία Τράπεζα εκφράζει και συγκεφαλαιώνει όλα τα σημαντικώτερα έργα του Χριστού επί της γης. Θεωρείται και ως τράπεζα του Μυστικού Δείπνου και ως άλλος Γολγοθάς, αλλά και ως ο θεοδόχος τάφος του Σωτήρος μας, εξ ου αναβλύζει η ανάστασις και η ζωή. «Ως ζωηφόρος, ως παραδείσου ωραιότερος όντως και παστάδος πάσης βασιλικής αναδέδεικται λαμπρότερος Χριστέ ο τάφος Σου, η πηγή της ημών αναστάσεως». Κατά δε τον Άγ. Συμεών τον Θεσσαλονίκης, το θυσιαστήριο θεωρείται τόπος και θρόνος του βασιλέως της δόξης.
«Είχε μεν - κατά τον Απ. Παύλον (Εβρ. 9,1) και η πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας» καθώς και το θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων, αλλά αυτά ήσαν σκιά και προτύπωσις των μελλόντων. «Ημίν διηκόνουν αυτά» κατά τον Απ. Πέτρον (Α' Πετρ. 1,12). Το θυσιαστήριο της Παλαιάς Διαθήκης, ήτο το προεικόνισμα του θυσιαστηρίου της Καινής Διαθήκης όπου «υπέρ ημών ετύθη Χριστός», το καινόν Πάσχα. Από το άλλο μέρος το επίγειο αυτό θυσιαστήριο της Εκκλησίας θεωρείται προβαθμίδα του υπερουράνιου και νοερού, όπου ο Χριστός «παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών, ου δι' αίματος τράγων και μόσχων, αλλά δια του ιδίου αίματος, εισήλθεν εφ' άπαξ εις τα Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος» (Εβρ. 9,11-12).
Πιστεύουμε ότι όσα τελούνται, κατά την θεία μας λατρεία είναι ο απόηχος και η πιστή αντιγραφή των όσων συμβαίνουν στον ουρανό. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψι μας δίδει μία έκπαγλη εικόνα της ουράνιας λειτουργίας, σε μια παναρμόνια συγχορδία των αγγέλων και των αγίων. Λέγει στο 8ο κεφ. στιχ 3: «Και άλλος άγγελος ήλθε και εστάθη επί του θυσιαστηρίου, έχων λιβανωτόν χρυσούν και εδόθη αυτώ θυμιάματα πολλά, ίνα δώση ταις προσευχαίς των αγίων πάντων επί το θυσιαστήριον το χρυσούν το ενώπιον του θρόνου». Σε άλλο δε κεφάλαιο μας παρουσιάζει την δοξολογική λειτουργία και τους ύμνους της θριαμβευούσης εν ουρανοίς Εκκλησίας και λέγει: «Και ήκουσα ως φωνήν όχλου πολλού και ως φωνήν υδάτων πολλών και ως φωνήν βροντών ισχυρών, λεγόντων αλληλούια. ότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός, ο Παντοκράτωρ. Χαίρωμεν και αγαλλιώμεθα και δώμεν την δόξαν αυτώ, ότι ήλθεν ο γάμος του αρνίου και η γυνή αυτού ητοίμασεν εαυτήν» (Αποκ. 19,6-7). Αυτού του υπέρθεου μεγαλείου με το οποίο είναι ντυμένο το θυσιαστήριό μας, τελετουργός και μύστης, αλλά και πρώτος μέτοχος των ανεκφράστων δωρεών του, γινεται ο ιερεύς, εξ αιτίας της αγίας ιερωσύνης, την οποίαν φέρει στο οστράκινο σκεύος του. Ο ιερεύς είναι βέβαια και αυτός άνθρωπος «σάρκα φορών και τον κόσμον οίκων», αλλά έχει την υψίστη τιμή να υπηρετή τον Θεό.
Ο ιερός Χρυσόστομος, ο υμνητής αυτός, όσον ουδείς άλλος, της ιερατικής αξίας, στέκει απορημένος μπροστά της και ερωτά: «Όταν ο ιερεύς το Πνεύμα το Άγιον καλή και την φρικωδεστάτην επιτελή θυσίαν και του κοινού πάντων εφάπτεται δεσπότου, που τάξομεν αυτόν, ειπέ μοι;». Καί ενας συγχρονος προσθετει: «Εάν έβλεπαν -λέγει- οι άνθρωποι με ποια δόξα λειτουργεί ο ιερεύς, θα έπεφταν κατά γης μπροστά στο όραμα αυτό. Κι' αν ο ίδιος ο ιερεύς έβλεπε τον εαυτό του, σε ποια ουράνια δόξα βρίσκεται, κατά την τέλεση του λειτουργήματός του, τότε θα γινόταν μεγάλος ασκητής και θα αγωνιζόταν να μη θλίψη με τίποτε την χάρι του Αγίου Πνεύματος που ζη μέσα του». Και καταλήγει πολύ σοφά: «Όμως ο Κύριος αποκρύπτει από τα μάτια των λειτουργών του το μεγαλείον τους αυτό, για να μη υπερηφανεύωνται, αλλά να σώζωνται με την ταπείνωσι».
Ο ιερουργών ιερεύς, ιστάμενος προ του φρικτού θυσιαστηρίου, γίνεται δέκτης της θείας χάριτος αλλά και πομπός της προς τον κόσμο. Είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπου, εικονίζοντας τον ένα και μοναδικό μεσίτη Ιησούν Χριστόν. «Ο ιερεύς -λέγει ο ιερός Χρυσόστομος- μέσος του Θεού και της των ανθρώπων φύσεως έστηκεν, τας εκείθεν τιμάς κατάγων προς ημάς και τας παρ' ημών ικετηρίας ανάγων εκεί».
Τα δύο υψωμένα χέρια του λειτουργού, άλλοτε μας φέρνουν τις θείες ευλογίες και άλλοτε εμποδίζουν, σαν άλλα αλεξικέραυνα, την οργή του θεού, διασώζοντας το ανθρώπινο γένος. Γι' αυτό αν σταματήση να τελήται επί της γης η θεία λειτουργία, ο κόσμος θα αποθάνη. Έτσι, μπορούμε να πούμε, λαμβάνοντας υπ' όψιν και την προσωπική μας πραγματικότητα, ότι ο ιερεύς κινείται μεταξύ ενός θείου μεγαλείου που κρύβει η ιερωσύνη του και της χοϊκότητος, που την αποτελούν τα πάθη και οι αδυναμίες μας.
Ο ιερεύς όντως παλεύει μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων. Άλλοτε βλέπει ότι προσεγγίζει ή προσεγγίζεται από τους πρώτους και άλλοτε από τους δευτέρους. Μπροστά στο θυσιαστήριο βλέπει ότι είναι «Θεός κατά χάριν», έξω όμως στην καθημερινότητα, διαπιστώνει ότι αποτελείται από αίμα και σάρκα. Και έρχονται στιγμές, που η θέσις του ιερέως είναι όντως δραματική. Τότε ίσως βγαίνει από τα χείλη του ο αναστεναγμός: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος». Και αν δεν δίνει τακτική διέξοδο στο Μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, στο καθαρτήριο αυτό λουτρό, τα πράγματα γι' αυτόν είναι πολύ δύσκολα.
Ιδού τί θα εσυμβούλευε αυτην την στιγμην μεταξυ αλλων ο Όσιος Θεόγνωστος: «Να θεωρής τον εαυτόν σου μυρμήγκι και σκουλήκι για να γίνης θεόπλαστος. Κοίταξε ποια ισάγγελη τιμή αξιώνεσαι και φρόντισε να μείνης ανέπαφος στο βαθμό της ιερωσύνης που έχεις κληθή, με κάθε αρετή και καθαρότητα. Γνώριζε από πόσο ύψος σε πόσο βάθος έπεσε ο εωσφόρος από υπερηφάνεια. Αυτό μη το πάθης και συ, φανταζόμενος μεγάλα για τον εαυτό σου, αλλά να τον θεωρής χώμα και στάχτη και σκουπίδι και να θρηνής αδιάκοπα, γιατί αξιώνεσαι να καλήσαι σε θεία κοινωνία και συγγένεια, με το να διεξάγης με τα χέρια σου την φρικτή ιεροτελεστία των αγίων μυστηρίων από απόρρητη φιλανθρωπία Του Θεού».
Ο άξιος λειτουργός συναισθάνεται ότι ο Θεός μας είναι «πυρ καταναλίσκον» και «τους αναξίους φλέγον». Ότι το θυσιαστήριο είναι η φλεγόμενη, αλλά μη κατακαιομένη βάτος, προ της οποίας ο θεόπτης Μωυσής άκουσε την βροντερή φωνή του Θεού να του λέγει: «μη εγγίσης ώδε. λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου. ο γαρ τόπος εν ώ έστηκας γη αγία εστί» (Εξ. 3,4). Ο φλεγόμενος από τον θείο έρωτα προς το Πανάγιο θυσιαστήριο λειτουργός του Κυρίου, ο οποίος με την λειτουργία του, έχει την δύναμι να κατεβάζει τον ουρανό στην γη και να ανεβάζη την γη στον ουρανό.
Αναβηθι, π. Ιάκωβε, μέ πνευμα συντετριμμένον καί τεταπεινωμένον εις τήν δευτεραν βαθμίδα της Ιερωσύνης, καί ο Θεός εστω μετά σου καί συν πάσιν ημιν. ΑΜΗΝ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου