ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 1484 ΤΟΥ 2011

Απόφαση 1484 / 2011 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 1484/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2' Πολιτικό Τμήμα ----- ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ρένα Ασημακοπούλου, Αντιπρόεδρο, Αθανάσιο Κουτρομάνο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, στις 9 Μαΐου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ιερού Ησυχαστηρίου Εισοδίων Παναγίας Πευκοβουνοϊατρίσσης Κερατέας Αττικής που εδρεύει στην Κερατέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Νέγρη, Γεωργία Γκότζη και Αντώνιο Μαλεβίτη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μοναχής Θ. Κ., κατά κόσμον Μ. Κ., 2) Μοναχής Μ. Χ., κατά κόσμον Μ. Χ., 3) Μοναχής Λ. Α., κατά κόσμον Λ. Α., 4) Μοναχής Α. Π., κατά κόσμον Α. Π., 5) Μοναχής Ι. Γ., κατά κόσμον Δ. Γ., 6) Μοναχής Σ. Τ., κατά κόσμον Φ. Τ., 7) Μοναχής Θ. Τ., κατά κόσμον Χ. Τ., 8) Μοναχής Ε. Τ., κατά κόσμον Ε. Τ., 9) Μοναχής Δ. Σ., κατά κόσμον Δ. Σ., 10) Μοναχής Χ. Τ., κατά κόσμον Χ. Τ., 11) Μοναχής Μ. Π., κατά κόσμον Μ. Π., 12) Μοναχής Γ. Μ., κατά κόσμον Α. Μ., 13) Μοναχής Μ. Χ., κατά κόσμον Δ. Χ. και 14) Μοναχής Τ. Π., κατά κόσμον Λ. Π., κατοίκων Κερατέας Αττικής, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Παναγιώτη Πατακιά και Αικατερίνη Σιγάλα, εκτός από τις έβδομη και ένατη, οι οποίες παραστάθηκαν με τους ίδιους πληρεξούσιους δικηγόρους. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-1-1997 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10554/1997 και 2823/1999 μη οριστικές, 7500/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 678/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 12-6-2009 αίτησή του και τους από 27-12-2010 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευφημία Λαμπροπούλου ανέγνωσε την από 11-2-2011 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων της. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και των πρόσθετων λόγων της, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 εδ.α Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π.7/2006, Α.Π.201/ 2010). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αριθ.19 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.Α.Π.1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι με αυτήν έγιναν ανελέγκτως δεκτά τα εξής: "Το έτος 1927 ο ιερομόναχος Ματθαίος Καρπαθάκης - ο οποίος, μετά την εισαγωγή και στις εκκλησιαστικές σχέσεις του νέου (Γρηγοριανού) ημερολογίου, που ίσχυε για τις πολιτικές σχέσεις από τις 16-2-1923 κατά το ν.δ.18/25 Ιανουαρίου 1923 "Περί του νέου πολιτικού ημερολογίου" (ΦΕΚ 24) - σύμφωνα με την υπ' αριθμ.430/125/1-3-1924 εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου.... συνέχισε να τηρεί το παλαιό-Ιουλιανό ημερολόγιο, όπως και άλλοι "παλαιοημερολογίτες" που αυτοαποκλήθηκαν "Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί" (ΓΟΧ) - ίδρυσε στην Κερατέα Αττικής το ενάγον ανεξάρτητο κοινόβιο με την επωνυμία "Ιερό Ησυχαστήριο Εισοδίων Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης". Ο ως άνω ιερομόναχος Ματθαίος Καρπαθάκης ήταν ένας από τους πρώτους που χειροτονήθηκαν επίσκοπος της εκκλησίας των ΓΟΧ, από τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος που παρέμειναν στο παλαιό ημερολόγιο, στο πρακτικό δε χειροτονίας του αναφέρεται ήδη ως ηγούμενος της "Εν Κερατέα Ιεράς Μονής των Εισοδίων". Από το έτος 1950, μετά το θάνατο του ιδρυτή και κτήτορα της Ιεράς Μονής, Αρχιεπισκόπου τότε της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ματθαίου Καρπαθάκη, τη διοίκηση της Μονής ανέλαβε κατά την επιθυμία του κτήτορα, ως διάδοχός του, ο Επίσκοπος τότε Πατρών Ανδρέας (Ανέστης), μόνιμη διαμονή του οποίου ήταν εξαρχής το Δεσποτικό κοντά στο παρεκκλήσιο του Αγίου Μοδέστου έξω από την Ιερά Μονή Κερατέας. Με την υπ' αριθμ. 14600/26-4-1959 πράξη ενώπιον του συμβολαιογράφου Λαυρίου Σπυρ. Γρηγ. Καβέτσου, οι δέκα κατονομαζόμενες μοναχές του "Ιερού Ησυχαστηρίου Εισοδίων Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης", μεταξύ των οποίων και τρεις από εκείνες που συνυπογράφουν το από 7-4-1927 "Ιδιωτικό Συμφωνητικό" για τη σύσταση Ησυχαστηρίου, συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν τον εσωτερικό κανονισμό του Ιερού Ησυχαστηρίου. Με την πράξη αυτή αναγνωρίζεται η μοναστηριακή φύση του καθιδρύματος και η πνευματική εξάρτησή του, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και τα Θέσμια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, από τον επίσκοπο ΓΟΧ, τότε Πατρών Ανδρέα (Ανέστη), (πρώτο εναγόμενο στην κρινόμενη αγωγή, μη διάδικο όμως στην παρούσα δίκη), ο οποίος και είχε ορισθεί προνομιακά από τον ιδρυτή και κτήτορα Ανδρέα Καρπαθάκη. Με την ίδια πράξη, κανονισμό λειτουργίας του Ιερού Ησυχαστηρίου, προσδιορίζεται ότι αυτό λειτουργεί κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, με σκοπό "να καθιστά στους ανθρώπους, και ει δυνατόν, ηθικήν τελειότητα δι' εγκρατείας, ασκήσεως και ανυψώσεως του πνεύματος προς τον Θεόν", ότι επικρατεί ο κοινοβιακός βίος, ότι οι μονάζουσες οφείλουν να υποτάσσονται και να υπακούουν απολύτως στην προϊσταμένη τους και τις λοιπές μοναχές, πρεσβύτερες στην ηλικία, ότι η χειροθεσία της ηγουμένης και των μοναχών γίνεται εκ μέρους των κληρικών της Συνοδικής Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος και με την ευλογία του προϊσταμένου Επισκόπου που διορίζεται από την Ιερά Σύνοδο, ότι οι μονάζουσες εξαρτώνται αδιακρίτως από την ηγουμένη, η οποία υπόκειται στον οικείο επίσκοπο, ότι κάθε μοναχή μη υποτασσόμενη στην ηγουμένη υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται από τους θείους και ιερούς κανόνες, ότι η εκλογή της ηγουμένης και του ηγουμενοσυμβουλίου διενεργείται σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και το εκκλησιαστικό δίκαιο από τις μεγαλόσχημες μοναχές που έχουν συμπληρώσει έξι (6) έτη από της κουράς αυτών, ότι άπαξ εκλεγείσα η ηγουμένη και το ηγουμενοσυμβούλιο, διοικούν το Ησυχαστήριο διαρκώς, εφόσον δεν ήθελε λάβει χώρα μεταγενέστερη αντικατάστασή τους δι' εκλογής, δι' ετέρων κατά τη διαδικασία του παρόντος (κανονισμού), ότι ο προϊστάμενος επίσκοπος εποπτεύει περί της τηρήσεως ακεραίας της περιουσίας του Ησυχαστηρίου, περί της τηρήσεως και φυλακής των μοναστικών κανόνων, επαγρυπνεί να μην εισαχθούν νεωτερισμοί στο μοναστικό βίο χωρίς είδηση αυτού και να μην επενεχθούν μεταβολές στη διοίκηση του Ησυχαστηρίου άνευ γνώμης και έγκρισης αυτού, ότι δεν επιτρέπεται παρ' οιουδήποτε να μεταρρυθμίσει ή να μεταβάλει το καθιερωμένο τυπικό από τον ιδρυτή και κτήτορα Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα Καρπαθάκη και περαιτέρω ότι: "Αι τυχόν αντιγνωμίαι και διαφωνίαι ή διοικητικαί ή διαχειριστικαί ή πνευματικαί μεταξύ της ηγουμένης του Συμβουλίου και του Επισκόπου, Προϊσταμένου του Ιερού Ησυχαστηρίου (αύται) υποβάλλονται αρμοδίως προς την Ιεράν Σύνοδον, ήτις εξετάζει και αποφαίνεται οριστικώς και τελεσιδίκως, της αποφάσεως αυτής ούσης υποχρεωτικής και εκτελεστής παρά πάντων". Η πνευματική ζωή και η καθόλου διοίκηση και διαχείριση της Ιεράς Μονής συνεχιζόταν κανονικά και απρόσκοπτα με βάση τον παραπάνω εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της και μετά την εκλογή, το 1972, του Προϊσταμένου Επισκόπου της Μονής Ανδρέα (Ανέστη) ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών της Εκκλησίας των ΓΟΧ, ο οποίος και μετά ταύτα συνέχισε να ασκεί την πνευματική και διοικητική εποπτεία επί της Ιεράς Μονής και των μοναζουσών σε αυτή και να διαμένει στο χώρο που ως τότε διέμενε. Αλλά ο Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ματθαίος με το από 30-1-1990 έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο της ίδιας Εκκλησίας των ΓΟΧ, αμφισβήτησε το δικαίωμα του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα να είναι ο Προϊστάμενος Επίσκοπος της Μονής, επικαλούμενος του κανόνες 35 και 36 των Αποστόλων και 12 της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, διεκδίκησε ως επιχώριος επίσκοπος την υπαγωγή της μονής στη δικαιοδοσία του. Η Ιερά Σύνοδος προς την οποία απευθύνθηκε δεν ικανοποίησε το αίτημά του. Στη συνέχεια κατά το μήνα Ιούνιο 1995, κατόπιν μακράς διενέξεως εν σχέσει προς την απεικόνιιση των εικόνων της Αγίας Τριάδος, της Φιλοξενίας του Αβραάμ, της εις τον Άδη Καθόδου του Κυρίου, της Αναστάσεως και της Γεννήσεως του Χριστού, επήλθε σχίσμα στην Εκκλησία των ΓΟΧ Ελλάδος (παράταξη Ματθαιικών). Ειδικότερα πέντε από τα οκτώ μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των ΓΟΧ, ήτοι οι Μητροπολίτες Μεσσηνίας Γρηγόριος, Αττικής και Μεγαρίδος Ματθαίος, Φθιώτιδος Θεοδόσιος, Σερβίων και Κοζάνης Τίτος και Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος, θεωρώντας τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ανδρέα ως εικονομάχο αιρετικό, ο οποίος ακολουθείτο από τους Μητροπολίτες Πειραιώς Νικόλαο και Αργολίδος Παχώμιο, συνήλθαν την 10/23-5-1995, σε καλούμενη από αυτούς Ιερά Σύνοδο στην έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος, στην Μάνδρα Αττικής, κατά την οποία διατύπωσαν κατηγορίες κατά του Αρχιεπισκόπου για παραβάσεις σχετικά με τη σύγκληση της Ιεράς Συνόδου, τη δημιουργία, διάδοση και συγκάλυψη καινοτομιών σε σοβαρά θέματα πίστεως, ομολογίας και παραδόσεως περί τις ιερές εικόνες κ.λ.π. και δυνάμει της υπ' αριθ.95/1995 αποφάσεώς τους "απήλλαξαν αυτόν των αρχιεπισκοπικών καθηκόντων του, έθεσαν αυτόν εις αργίαν επ' αόριστον από πάσης ιεροτελεστίας μέχρι εκδικάσεως των αντικανονικών ενεργειών του, εκάλεσαν αυτόν εις απολογίαν εντός 30 ημερών από της λήψεως της αποφάσεως και ώρισαν ως προσωρινό τοποτηρητή της Αρχιεπισκοπής ΓΟΧ Αθηνών τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας Γρηγόριο". Σχετικά δε με το κύρος της αποφάσεως που προαναφέρθηκε πρέπει να διατυπωθούν και τα εξής: Οι διατάξεις νόμων οι οποίες αναφέρονται εις την Ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος δεν εφαρμόζονται επί της θρησκευτικής κοινότητος των ΓΟΧ.... Αποτέλεσμα της αδυναμίας εφαρμογής των διατάξεων της Εκκλησίας της Ελλάδος επ' αυτής είναι ότι η διοικητική οργάνωση και λειτουργία των θρησκευτικών κοινοτήτων των ΓΟΧ ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τους Ιερούς Κανόνες, τις Ιερές Παραδόσεις και συμπληρωματικώς από τα καταστατικά των σωματείων τα οποία έχουν ιδρυθεί δια την εξασφάλιση της ασκήσεως της λατρείας των. Έτσι από τους κανόνες ΛΔ' των Αγίων Αποστόλων, Θ' της Συνόδου της Αντιοχείας, οι οποίοι επεκυρώθησαν από τους κανόνες Β' της Συνόδου του Τρούλου (Πενθέκτης) συνάγεται ότι στις διοικητικές ενότητες οι οποίες απαρτίζονται από περισσότερες Επαρχίες και διοικούνται υπό Συνόδου, οι επί μέρους επίσκοποι-μέλη της Συνόδου δικαιούνται να επιχειρούν όλες τις πράξεις η ενέργεια των οποίων περιορίζεται εντός των ορίων της επαρχίας των και αφορούν τη διοίκησή της και ότι οποιαδήποτε άλλη πράξη η οποία έχει γενικωτέρα σημασία και αφορά ολόκληρη διοικητική ενότητα, απαιτείται να γίνει με τη σύμπραξη ή έγκριση του "πρώτου" (και προκειμένου περί της εκκλησίας των ΓΟΧ του Αρχιεπισκόπου). Ωσαύτως κατά τους κανόνες ΙΣΤ', Κ' και ΙΘ' της Συνόδου της Αντιοχείας, Δ' της Α' Οικουμενικής Συνόδου, άνευ της παρουσίας του "πρώτου" δεν δύναται να νοηθεί Σύνοδος αλλά είναι ακέφαλος, ατελής και ανίσχυρος. Εις περίπτωσιν όμως κατά την οποία ο "Πρώτος" αρνείται να συγκαλέσει τη Σύνοδο, είτε διότι ο ίδιος είναι υπόλογος ενώπιόν της και έχει κάθε λόγο και συμφέρον να μη θέλει τη συζήτηση είτε διότι ενεργεί αυθαιρέτως, γίνεται δεκτό, παρά τα όσα ορίζονται στους Ιερούς Κανόνες, ότι δύναται να συνέλθει η Σύνοδος αυτοδικαίως κατόπιν προσκλήσεως του Μητροπολίτου του έχοντος τα πρεσβεία της Αρχιεροσύνης και να επιληφθεί των εκκρεμών θεμάτων. Τούτο δε διότι θεμελιο του Εκκλησιαστικού Πολιτεύματος εις την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία αποτελεί το συνοδικό σύστημα και ο συνοδικός θεσμός υπέρκειται της Προεδρίας του "Πρώτου", καθόσον αυτός υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου, συμφώνως προς τους Κανόνες Α' της Γ' Οικουμενικής Συνόδου κατά τους οποίους "Ει τις Μητροπολίτης της Επαρχίας αποστατήσας της Αγίας Οικουμενικής Συνόδου - ούτος κατά των της Επαρχίας Επισκόπων διαπράττεσθαι τι ουδαμώς δύναται πάσης Εκκλησιαστικής Κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένος και ανενέργητος υπάρχων" και Μ' της Συνόδου Λαοδικείας κατά τους οποίους "....ότι ου δει Επισκόπους εις Σύνοδον καταφρονείν αλλά απιέναι και διδάσκειν ή διδάσκεσθαι εις κατόρθωσιν της Εκκλησίας και των λοιπών. Ει δε καταφρονήσειν, ο τοιούτος εαυτόν αιτιάσεται, παρεκτός ει μη δι' ανωμαλίαν απολιμπάνοιτο".... Εις κάθε όμως περίπτωση δια την αυτοδικαία σύγκληση της Ιεράς Συνόδου από τον πρώτο τη τάξει Μητροπολίτη απαιτείται, εκ του όλου πνεύματος των Ιερών Κανόνων αλλά και της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ο Πρώτος (Πατριάρχης εις τα Πατριαρχεία ή Αρχιεπίσκοπος στις λοιπές αυτόνομες, ημιαυτόνομες ή αυτοκέφαλες ορθόδοξες Εκκλησίες καθώς και τις διοικητικώς χωρισμένες από την επίσημη Εκκλησία Ορθόδοξες Κοινότητες, όπως η Εκκλησία των ΓΟΧ) να αρνείται αποδεδειγμένως τη σύγκληση της Ιεράς Συνόδου κατά τρόπο αυθαίρετο ή διότι αυτός είναι υπόλογος έναντι των Συνοδικών Μητροπολιτών, απαιτείται δε πρόσκληση, απευθυνόμενη προς όλα τα μέλη της Συνόδου. Εξάλλου για την απαγγελία κατηγορίας εναντίον Επισκόπου απαιτείται γνωστοποίηση του περιεχομένου της κατηγορίας στον εγκαλούμενο και κλήτευση τούτου δια τριών τουλάχιστον εγγράφων προσκλήσεων, όπως τούτο επιτάσσεται από τους Κανόνες ΟΔ' των Αγίων Αποστόλων και ΙΘ' της Καρθαγένης (δια της τελευταίας των οποίων ετροποποιήθη ο αρχικός κανών της κλητεύσεως δι' επισκόπων), οι οποίοι επικυρώθηκαν από τον Κανόνα Β' της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Ειδικότερα δια του πρώτου των ως άνω κανόνων ορίζεται "Επίσκοπον κατηγορηθέντα επί τινι παρ' αξιοπίστων ανθρώπων, καλείσθαι αυτόν αναγκαίον υπό Επισκόπων και εάν μεν απαντήση ή ομολογήση ή ελεγχθή, οριζέσθω το επιτίμιον. Εάν δε καλούμενος μη υπακούση, καλείσθω και δεύτερον, αποστελλομένων επ' αυτόν δύο Επισκόπων. Εάν δε και ούτω μη υπακούση, καλείσθω και τρίτον, δύο πάλι Επισκόπων αποστελλομένων προς αυτόν. Εάν δε και ούτω καταφρονήσας μη απαντήση, η Σύνοδος αποφαινέσθω κατ' αυτού τα δοκούντα, όπως μη δόξη κερδαίνειν φυγοδικών". Κατά τον κανόνα αυτό απαιτείται να γίνει κλήτευση δι' επισκόπων αλλά εις το σημείο αυτό ετροποποιήθη από τον μεταγενέστερο κανόνα ΙΘ' της Καρθαγένης (ισοδυνάμου του πρώτου από απόψεως τυπικής ισχύος, αφού και οι δύο έχουν επικυρωθεί από τον αυτό κανόνα Β' της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου), ο οποίος ηρκέσθη εις έγγραφον πρόσκληση. Ο ανωτέρω Κανόνας ΙΘ' της Συνόδου της Καρθαγένης αξιώνει όπως μεταξύ εκάστης προσκλήσεως παρεμβάλλεται προθεσμία τριάντα ημερών, η οποία θα πρέπει να εξακολουθήσει να ισχύει ανεξαρτήτως των διαφόρων συνθηκών επικοινωνίας της τότε και σήμερον εποχής, διότι το διάστημα τούτο των τριάντα ημερών υποβοηθεί τόσο εις την προετοιμασία του υποδίκου μητροπολίτου, δια την συλλογήν απ' αυτόν των αποδεικτικών της υπερασπίσεώς του στοιχείων, όσο και κυρίως εις τον κατευνασμό της οξύτητος και την αποφυγή της λήψεως εσπευσμένων αποφάσεων από τους εκπροσώπους της. Απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, η οποία τυχόν ελήφθη άνευ της τηρήσεως των ως άνω τυπικών προϋποθέσεων νομοτύπου συγκλήσεώς της και επέβαλε, άνευ τηρήσεως των ως άνω διαδικαστικών προϋποθέσεων, ποινή αργίας ή καθαιρέσεως εις Επίσκοπο, είναι παντάπασι άκυρος και ουδέν παράγει αποτέλεσμα, ενώ ο καθαιρεθείς διατηρεί τον τιτλο και το θρόνο του και δικαιούται να συμμετέχει στην Ιερά Σύνοδο.... Mε τα δεδομένα αυτά η απόφαση που έλαβαν οι πέντε Μητροπολίτες (υπ' αριθ.95/1995) με την οποία απήλλαξαν τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα από τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και τον έθεσαν σε αργία επ' αόριστον κ.λ.π. είναι παντελώς άκυρη και δεν επάγεται κανένα έννομο αποτέλεσμα,... εφόσον: α) ενόψει του ότι από το περιεχόμενο αυτής προκύπτει ότι η καλουμένη Ιερά Σύνοδος από τους πέντε ως άνω μητροπολίτες, δεν συνεκλήθη κατόπιν προσκλήσεως του Πρώτου, ήτοι του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ανδρέα ή με τη συναίνεση ή έγκριση αυτού, δεν αποδεικνύεται με τίνος πρωτοβουλία αυτή συνεκλήθη, β) δεν εκλήθησαν όπως συμμετάσχουν εις αυτή τόσο ο ανωτέρω Αρχιεπίσκοπος όσο και οι άλλοι δύο Μητροπολίτες Πειραιώς Νικόλαος και Αργολίδος Παχώμιος, γ) για την απαγγελία κατηγορίας κατά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ανδρέα δεν έλαβε χώρα κλήτευση αυτού.... Κατόπιν τούτων, μετά την κοινοποίηση εις τον τελευταίο της ανωτέρω αποφάσεως των πέντε Μητροπολιτών, νομίμως, δι' εγγράφου προσκλήσεως αυτού, συνήλθε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος, με αυτόν και τους εναπομείναντες Μητροπολίτες Πειραιώς και Αργολίδος που προαναφέρθηκαν, την 2-6-1995, η οποία, ενόψει του ότι οι ανωτέρω πέντε Μητροπολίτες απέκοψαν εαυτούς από το σώμα της Ιεράς Συνόδου, χαρακτηρίζοντας την προηγηθείσα ενέργειά των "πραξικοπηματική και φατριαστική", εκήρυξε αυτούς εκπτώτους από τους επισκοπικούς θρόνους και επέβαλε εις αυτούς την ποινή της αργίας "από πάσης ιεροπραξίας, μέχρι εκδικάσεως των πράξεών των υπό της Ιεράς Συνόδου ή της αναγνωρίσεως από αυτήν της μετανοίας των και της επιστροφής των". Ως εκ τούτου οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται από τους τελευταίους δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα για την εκκλησία των ΓΟΧ, ενώ ουδεμία σημασία έχει, από οποιαδήποτε άποψη, ο αριθμητικός σχηματισμός αυτών προς τα μέλη της Ιεράς Συνόδου των ΓΟΧ που επικαλούνται οι εναγόμενοι (εννοείται το ενάγον) ως προσκείμενοι εις την παράταξη των ως άνω πέντε Μητροπολιτών.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εν τω μεταξύ στο ενάγον "Ιερό Ησυχαστήριο Εισοδίων Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης", μετά το θάνατο της ηγουμένης της Ιεράς Μονής Ε. Α., τον Αύγουστο του 1993 την διαδέχθηκε η μοναχή Ν. Κ., η οποία κατά τον εσωτερικό κανονισμό και το τυπικό της Μονής, χειροθετήθηκε και ενθρονίσθηκε ως η νέα ηγουμένη από τον οικείο επίσκοπο της Μονής, Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ανδρέα (Ανέστη). Αλλά και αυτή, προσχωρώντας στη στάση των άλλων πέντε μητροπολιτών και με αφορμή την ίδια περί τη λατρεία των εικόνων διαφωνία, με την από 20-7/2-8-1995 προσωπική επιστολή της προς τον προϊστάμενο επίσκοπο, Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα (Ανέστη), θεώρησε αυτόν ως έκπτωτο και καθηρημένο, τον κάλεσε να απομακρυνθεί από το χώρο της κατοικίας του στο Δεσποτικό και αρνήθηκε να προσέλθει όταν αυτός την κάλεσε να δώσει εξηγήσεις. Τελικά, εξαιτίας της συμπεριφοράς της αυτής, η ηγουμένη Ν. παραπέμφθηκε στο αρμόδιο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, το οποίο με την υπ' αριθ.2864/7-8-1995 απόφασή του της επέβαλε, ερήμην, την ποινή προσωρινής επί τρίμηνο παύσης από τα καθήκοντά της. Ύστερα από την άρνησή της να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή, το ηγουμενοσυμβούλιο της Μονής που συνήλθε κατ' εντολή του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα, επέλεξε ως αναπληρώτρια της ηγουμένης, κατά τη διάρκεια εκτίσεως της ποινής της, τη μοναχή Μ. (Ζ.) (δεύτερη εναγομένη κατά την κρινόμενη αγωγή, μη διάδικο όμως στην παρούσα δίκη). Η Ν. συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντα της ηγουμένης παρά την τιμωρία της, διέγραψε δύο μέλη του ηγουμενοσυμβουλίου και γι' αυτό παραπέμφθηκε εκ νέου, με νέες κατηγορίες, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, το οποίο, με την υπ' αριθ.2883/22-9-1995 απόφασή του, της επέβαλε και πάλι ερήμην την ποινή της οριστικής έκπτωσης από το αξίωμα της ηγουμένης, ενώ το ηγουμενοσυμβούλιο της Ιεράς Μονής εξέλεξε πλέον ως νέα ηγουμένη την προσωρινή αντικαταστάτριά της μοναχή Μ. (Ζ.). Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προκληθούν έντονα επεισόδια μεταξύ των μοναζουσών, οι οποίες διακρίθηκαν σε δύο ομάδες και δη αυτή των εναγομένων, οι οποίες θεωρούσαν και αναγνώριζαν ως Αρχιεπίσκοπο τον Ανδρέα (Ανέστη) και ως ηγουμένη του την Μ. (Ζ.) και μία άλλη ομάδα, οι οποίες και επρόσκειντο στους πέντε Μητροπολίτες, θεωρούσαν ως καθαιρεθέντα τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα και ανεγνώριζαν ως ηγουμένη τους τη Ν. (Κ.). Κατά τη διετία 1995-1997 εκδηλώθηκαν πράγματι βίαια επεισόδια μεταξύ των δύο ομάδων των μοναχών, με συνέπεια να σύρονται στα δικαστήρια με κατηγορίες για εξύβριση, σωματικές βλάβες, συκοφαντική δυσφήμηση κ.λ.π. και να εκδηλώνονται συμπεριφορές που απάδουν εντελώς με την ιδιότητα και τον χαρακτήρα των μοναχών, να παρεμβάινει συνεχώς η Αστυνομία και οι συμπεριφορές τους να τυγχάνουν ευρύτατης αρνητικής δημοσιότητας, ασυμβίβαστης προς τους Ιερούς Κανόνες και τις παραδόσεις που όφειλαν να διέπουν το βίο τους. Ήδη δε από το έτος 1995, κάθε μία ομάδα περιορίσθηκε σε διαφορετικά μέρη του Μοναστηριού και δη η προσκείμενη στους πέντε Μητροπολίτες ομάδα σε κελλιά που έχουν πρόσβαση στην κεντρική είσοδο της Μονής, οι δε εναγόμενες σε άλλα κελλιά που έχουν πρόσβαση σε βοηθητική είσοδο, η εκκλησία δεν λειτουργείται αλλά απλώς ιερέας εισήλθε όσες φορές απαιτήθηκε προκειμένου να τελέσει την εξόδιο ακολουθία όσων μοναχών εκατέρων των πλευρών απεβίωσαν. Μετά δε την κορύφωση των γεγονότων το 1997, όλες οι μοναχές διαβιούν σχετικά αρμονικά, στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και στα κελλιά τους που βρίσκονται ούτως ή άλλως στον ίδιο χώρο, μετά την πάροδο δε ήδη δώδεκα ετών από την παραπάνω χρονολογία, οπότε και είχαν κορυφωθεί οι διενέξεις, οι μοναχές ήδη μεγάλες σε ηλικία, μερικές δε κατάκοιτες, δέχονται τις φροντίδες των νεωτέρων (νοσοκόμες, μαγείρισσες, τραπεζοκόμοι) αμφοτέρων των ομάδων. Το έτος 2005 απεβίωσε σε ηλικία 81 ετών ο Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας (Ανέστης) καθώς και η μοναχή Ν. (Κ.), πρώην ηγουμένη. Με τα δεδομένα αυτά αλλά κυρίως επειδή ηγουμένη της Μονής ήταν η Μ. (Ζ.), εκλεγείσα από το ηγουμενοσυμβούλιο κατά τα λεπτομερώς προαναφερθέντα, η οποία και ανέθεσε νομίμως αρμοδιότητες (π.χ. ταμία) στις λοιπές εναγόμενες, οι οποίες και υπακούουν την ηγουμένη που ήδη έχει χειροθετηθεί Σ. Τ., δεν συντρέχει κανένας λόγος ώστε οι εναγόμενες να αποβληθούν από τη Μονή και να παραδώσουν, κατά τα αιτήματα της αγωγής, τα βιβλία, τα κλειδιά, το Μοναχολόγιο κ.λ.π., αφού το ενάγον νομίμως εκπροσωπείται από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα Σ. Τ., ηγουμένη. Ας σημειωθεί ότι ολόκληρη η ιστορική βάση της αγωγής ερείδεται επί της εσφαλμένης προϋποθέσεως κατά την οποία θεωρείται ότι νομίμως καθαιρέθηκε ο Αρχιεπίσκοπος ΓΟΧ Ανδρέας και περαιτέρω ότι νομίμως ασκούσε τα καθήκοντα της ηγουμένης η Ν. Κ., γεγονότα όμως που δεν είναι βάσιμα κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα. Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί του εφεσιβλήτου, με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, ότι έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες κρίθηκε το νόμιμο της καθαιρέσεως του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα και συνακόλουθα το νόμιμο της εκπροσωπήσεως του ενάγοντος αρχικώς από την ηγουμένη Ν. Κ. και ήδη από την Β., κατά κόσμον Β. Τ.". Με αυτές τις παραδοχές το εφετείο, αφού δέχθηκε τις εφέσεις των ήδη αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος ως κατ' ουσίαν βάσιμη, και απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Έτσι κρίνοντας το εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 57, 61, 741, 742 επ. και 784 Α.Κ., διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της προσβολής ή μη της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος από τις αναιρεσίβλητες αλλά και ως προς τα παρεμπιπτόντως κριθέντα ζητήματα της νομιμότητας ή μη της καθαιρέσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών των ΓΟΧ Ανδρέα Ανέστη και της διατηρήσεως ή μη της ιδιότητας της ηγουμένης του αναιρεσείοντος από τη Ν. Κ.. Δεν καθιστούν δε τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως αντιφατικές οι κρίσεις της ότι ενώ κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα (1995-1997) είχαν δημιουργηθεί βίαια επεισόδια μεταξύ των μοναχών, μετά την κορύφωση των γεγονότων κατά το έτος 1997 όλες οι μοναχές διαβιούν σχετικά αρμονικά, διότι οι κρίσεις αυτές αφορούν διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Σε κάθε δε περίπτωση τα αναφερόμενα για το χρονικό διάστημα μετά το έτος 1997, ήτοι μετά την άσκηση της αγωγής, παρατίθενται μόνο προς ενίσχυση της κρίσεως του δικαστηρίου ότι οι αναιρεσίβλητες δεν προσέβαλαν την προσωπικότητα του αναιρεσείοντος, ο δε κύριος λόγος της απορρίψεως της αγωγής, όπως σαφώς αναφέρεται στην προσβαλλομένη, είναι ότι οι αναιρεσίβλητες μοναχές υπακούουν στην εκάστοτε νομίμως εκλεγείσα και νομίμως εκπροσωπούσα το αναιρεσείον ηγουμένη, ήτοι αρχικά στη Μ. Ζ. και στη συνέχεια στην εκ των αναιρεσιβλήτων Σ. Τ., και ότι συνεπώς δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να αποβληθούν από τη Μονή και να παραδώσουν, κατά τα αιτήματα της αγωγής, τα βιβλία, τα κλειδιά, το Μοναχολόγιο κ.λ.π. Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και οι πρώτος (κατά το πρώτο σκέλος του), δεύτερος και τρίτος (κατά το πρώτο σκέλος του) πρόσθετοι λόγοι, με τον οποίους το αναιρεσείον, επικαλούμενο το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ., υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, κατά το μέρος τους κατά το οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ.1 και 19 Κ.Πολ.Δ., το αναιρεσείον πλήττει την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου, οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Κατά το άρθρο 559 αριθ.14 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η ακυρότητα πρέπει να έχει λάβει χώρα ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου και να χαρακτηρίζεται ως δικονομική (Α.Π.248/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως το αναιρεσείον, επικαλούμενο το άρθρο 559 αριθ.14 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι "το ενάγον νομίμως εκπροσωπείται από την εναγομένη και εκκαλούσα Σ. Τ.", αν και αυτό (το αναιρεσείον) είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει τα αναφερόμενα έγγραφα από τα οποία προέκυπτε η νομιμοποίησή του από τη Β. Τ., ενώ η ανωτέρω εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη δεν είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει οποιοδήποτε νομιμοποιητικό έγγραφο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι με αυτόν το αναιρεσείον δεν επικαλείται κάποιο δικονομικό απαράδεκτο που, κατ' αυτό, έπρεπε να κηρυχθεί αλλά, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ.14 Κ.Πολ.Δ., πλήττει την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων (ήτοι περί του ποια ήταν η νομίμως εκλεγείσα ηγουμένη του αναιρεσείοντος) κρίση του εφετείου (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ. Δ.). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ.8 περ.β Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως (Ολ.Α.Π.25/2003, Α.Π.694/2009). Στην προκείμενη περίπτωση με τους πρώτο πρόσθετο (κατά το δεύτερο σκέλος του) και τρίτο πρόσθετο (κατά το δεύτερο σκέλος του) λόγους αναιρέσεως το αναιρεσείον, επικαλούμενο το άρθρο 559 αριθ.8 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του περί της νομιμότητος της καθαιρέσεως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών των ΓΟΧ Ανδρέα Ανέστη και περί δεδικασμένου ως προς τη διατήρηση της θέσεως της ηγουμένης από τη Ν. Κ. που απορρέει από την 4535/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ο πρώτος από τους ανωτερω λόγους είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού από τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες της προσβαλλομένης προκύπτει ότι ο σχετικός αγωγικός ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ελήφθη υπόψη και απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Εξάλλου ο δεύτερος από τους ανωτέρω λόγους είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά το άρθρο 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., αφού από την παραδεκτή επισκόπηση των από 6-11-2007, 6-11-2007, 3-11-2008 και 3-11-2008 εγγράφων προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του εφετείου προκύπτει ότι αυτό (το αναιρεσείον) δεν προέβαλε ισχυρισμό περί δεδικασμένου που απέρρεε από την προαναφερθείσα απόφαση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.11 περ.γ Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως παρέχεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο πρόσθετο (κατά το τρίτο σκέλος του) και τρίτο πρόσθετο (κατά το τρίτο σκέλος του) λόγους αναιρέσεως το αναιρεσείον, επικαλούμενο το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκε και προσκόμισε και συγκεκριμένα τα κατωτέρω έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε νόμιμα ενώπιον του εφετείου για την απόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών του περί της νομιμότητος της καθαιρέσεως του αρχικά εναγομένου Αρχιεπισκόπου Αθηνών των ΓΟΧ Ανδρέα, ήτοι: 1) το 2732/18-2-1994 έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα που περιέχεται στη σελίδα 105 του βιβλίου του "Ομιλίαι-Κείμενα-Επιστολαί", 2) την από 23-2-1994 επιστολή των Μητροπολιτών Χρυσοστόμου, Ματθαίου και Τίτου, 3) το 2735/25-2-1994 έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς όλους τους Μητροπολίτες, 4) το 2737/8-3-1994 έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα, 5) το 2738/19-3-1994 έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς τον Κλήρο, 6) την από 15-3-1994 επιστολή των Μητροπολιτών Γρηγορίου, Ματθαίου, Παχωμίου, Θεοδοσίου, Χρυσοστόμου και Τίτου προς τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα, 7) το από 10-5-1995 χειρόγραφο σχέδιο αποφάσεως των πέντε Αρχιερέων, 8) το 2750/24-5-1994 έγγραφο του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς τους πέντε Αρχιερείς, 9) την από 25-5-1994 επιστολή των πέντε Επισκόπων προς τον Αρχιεπίσκοπο και την 2749/10-5-1994 επιστολή του, 10) την 2775/20-8-1994 επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς τους πέντε Επισκόπους, 11) τη σελίδα 58 του βιβλίου του "Γνώσεσθε την Αλήθειαν..", 12) την 2782/31-8-1994 ανακοίνωση του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα, 13) την 2789/5-11-1994 επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς τον Αττικής Ματθαίο, 14) την 2811/23-2/8-3-1995 επιστολή του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς επτά Μητροπολίτες, 15) τα 2817/30-3-1995 και 2818/2-4-1995 έγγραφα του Αρχιεπισκόπου Ανδρέα προς τους πέντε Μητροπολίτες, 16) την από 18-4-1995 επιστολή των πέντε Επισκόπων προς τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα, 17) την από 1-5-1995 απάντηση των πέντε Επισκόπων προς τον Αρχιεπίσκοπο Ανδρέα (πρώτος πρόσθετος λόγος κατά το τρίτο σκέλος του) και 18) την 4535/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (τρίτος πρόσθετος λόγος κατά το τρίτο σκέλος του). Από την παραδεκτή όμως επισκόπηση των από 6-11-2007, 6-11-2007, 3-11-2008 και 3-11-2008 εγγράφων προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του εφετείου προκύπτει ότι αυτό δεν επικαλέσθηκε τα ανωτέρω έγγραφα, πλην του τελευταίου (με τον αριθμό 18). Εξάλλου από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην οποία αναγράφεται ότι ελήφθησαν υπόψη "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, έστω και μη ειδικώς κατωτέρω μνημονευόμενα, τα οποία οι διάδικοι προσάγουν και επικαλούνται για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς εισαγωγή (εννοείται συναγωγή) δικαστικών τεκμηρίων" αλλά και από το σύνολο των αιτιολογιών της προκύπτει, χωρίς να καταλείπεται οποιαδήποτε αμφιβολία, ότι ελήφθη υπόψη το ανωτέρω έγγραφο (4535/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών), το οποίο επικαλέσθηκε νόμιμα και προσκόμισε ενώπιον του εφετείου το αναιρεσείον. Συνεπώς οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 559 αριθ.16 περ.β Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση το νόμου δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αναιρέσεως (κατά το τέταρτο σκέλος του) το αναιρεσείον, επικαλούμενο το άρθρο 559 αριθ.16 Κ.Πολ.Δ., αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι δεν γεννάται δεδικασμένο στην ένδικη υπόθεση από την 4535/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η 11/1997 διαιτητική απόφαση του Συνοδικού Διαιτητικού Δικαστηρίου που είχε αναγνωρίσει τη νομιμότητα της εκπτώσεως της ηγουμένης Ν.ς από το αξίωμά της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά το άρθρο 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., αφού από την παραδεκτή επισκόπηση των από 6-11-2007, 6-11-2007, 3-11-2008 και 3-11-2008 εγγράφων προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του εφετείου προκύπτει ότι αυτό επικαλέσθηκε μεν την ανωτέρω εφετειακή απόφαση, πλην όμως δεν προέβαλε ισχυρισμό δεδικασμένου απορρέοντος από αυτήν. Σε κάθε περίπτωση όμως ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος αφού από την παραδεκτή επισκόπηση της ανωτέρω εφετειακής αποφάσεως προκύπτει ότι: α) δεν υπάρχει ταυτότητα διαδίκων, αφού στην υπόθεση εκείνη ήταν μεν διάδικος το αναιρεσείον αλλά όχι και οι αναιρεσίβλητες και β) δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς, αφού η υπόθεση εκείνη είχε ως αντικείμενο την ακύρωση διαιτητικής αποφάσεως και η παρούσα την προσβολή της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος. Άλλωστε με την προαναφερθείσα εφετειακή απόφαση ούτε παρεμπιπτόντως δεν κρίθηκε η νομιμότητα της εκπτώσεως της ανωτέρω ηγουμένης αλλά ακυρώθηκε η εκδοθείσα διαιτητική απόφαση λόγω ελλείψεως έγκυρης συμφωνίας περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία. Ενόψει όλων αυτών πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-6-2009 αίτηση για αναίρεση της 678/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών και τους από 27-12-2010 πρόσθετους λόγους αυτής. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 2011. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2011. Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ