ΤΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1920 ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Ίδρυση του Οικουμενικού Πατριαρχείου

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής πατροπαράδοτης εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως «επισκοπή Βυζαντίου» από τον Απόστολο Ανδρέα (αν και από πολλούς αυτό θεωρείται μεταγενέστερος και ανιστόρητος ισχυρισμός). Πρώτος επίσκοπος τοποθετήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα ο Στάχυς, ακολουθούμενος από εικοσιτέσσερεις άλλους επισκόπους, με τελευταίο τον Άγιο Μητροφάνη.
Η αρχαία πόλη του Βυζαντίου καταστάθηκε αργότερα (331 μ.Χ.) πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (306-337 μ.Χ.) με το επίσημο όνομα της Νέας Ρώμης, αλλά έμεινε γνωστή ως Κωνσταντινούπολη. Από το μεγαλείο της θέσης της ως «βασιλίδος των πόλεων» και πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατέστη μια ιδιαίτερα σημαντική αξία του χριστιανικού κόσμου.

Περίοδος των Πατέρων

Ο Πατριάρχης του τέταρτου αιώνα Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρείχε ανεκτίμητη υπηρεσία στη Χριστιανική Εκκλησία ενάντια στην πρώτη μεγάλη αίρεση, τον Αρειανισμό. Διαδραμάτισε επίσης βασικό ρόλο στην υιοθέτηση από την Εκκλησία του δόγματος της πλήρους θεότητας του Αγίου Πνεύματος και της ομοουσιότητάς του με τον Πατέρα και το Υιό.
Σημαντική υπήρξε και η πατριαρχεία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Με το ασκητικό ήθος που απέκτησε ως μοναχός στην Αντιόχεια άσκησε δριμύ έλεγχο ενάντια στους αιρετικούς και στηλίτευσε τον προκλητικό βίο των ευγενών στην πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Δε δίστασε ακόμα να συγκρουστεί και με τη βασιλική εξουσία όταν αυτό χρειάστηκε.
Σε απάντηση στην ανάγκη για συμφωνία στις δογματικές πεποιθήσεις και λόγω των αυξανόμενων διαφορών σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης και λειτουργικής πρακτικής, συνεκλήθησαν επτά Οικουμενικές Σύνοδοι από τους Αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως. Η προσκόλληση και η απαρέγκλητη αφοσίωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων Πατριαρχών της Ανατολής στις αποφάσεις των Συνόδων έχουν δώσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία το προσωνύμιο «Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων».
Η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος το 381 μ.Χ. (Κανών Γ') αναγνώρισε την έδρα της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριαρχείο και της έδωσε τη δεύτερη θέση στα πρεσβεία, ενώ η τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας στα 451 μ.Χ. (Κανών ΚΗ') την κατέστησε ως πρωτόθρονη εκκλησία της ανατολής και της έδωσε τα πρωτεία μετά την Ρώμης.
Το έτος 595 ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωάννης ο Νηστευτής χρησιμοποίησε τον όρο «Οικουμενικός Πατριάρχης» και ονομάτισε την έδρα του ως «Οικουμενικό Θρόνο», γεγονός που προκάλεσε αντεγκλήσεις και ανταλλαγή επιστολών με τον Πατριάρχη Ρώμης. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του Πατριαρχείου η δικαιοδοσία του αυξήθηκε βαθμιαία, αν και έμοιαζε μερικές φορές να κηδεμονεύεται από την αυτοκρατορική Αυλή.

Εικονομαχία

Οι Αυτοκράτορες για πολιτικούς λόγους επεδίωξαν περιστασιακά ακόμα και να αλλάξουν τα δόγματα που θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικες Συνόδους προκειμένου να εξευμενιστούν πολιτικά επικίνδυνες αιρετικές ομάδες στην ανατολή όπως οι Μονοφυσίτες, οι Νεστοριανοί και οι Μονοθελήτες. Αυτή η τάση των αυτοκρατόρων να επιδιώκουν παρεμβάσεις στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας έφθασε στο αποκορύφωμά της με τη δυναστεία των Ισαύρων, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας (726 - 843).
Μετά από έναν αιώνα συνεχών αντεγκλήσεων μεταξύ εικονολατρών και εικονοκλαστών, οι εικονολάτρες επεκράτησαν τελικά και οι εικόνες αποκαταστάθηκαν. Η βασική θεολογική στήριξη της εικονολατρικής μερίδας προέρχονταν από δύο κορυφαίους θεολόγους, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και το Θεόδωρο το Στουδίτη, οι οποίοι διατύπωσαν το επίσημο ορθόδοξο δόγμα για την προσκύνηση των εικόνων. Η αποκατάσταση των εικόνων από την Αυγούστα Θεοδώρα στα 843 τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».
Αποτέλεσμα του θριάμβου των απόψεων των Εικονολατρών ήταν να ενισχυθεί σημαντικά η εξουσία των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που καθοδηγούσαν συνήθως την προσπάθεια ενάντια στους εικονολάτρες.

Πατριάρχης Φώτιος

Ο Φώτιος Α΄ ο Μέγας, που θεωρείται ο μέγιστος όλων των βυζαντινών πατριαρχών, κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 858. Ήταν εξαίρετος γνώστης και διδάσκαλος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας καθώς επίσης και της χριστιανικής θεολογίας.
Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τον ρόλο του στον εκχριστιανισμό των σλαβικών λαών. Το 862 απέστειλε ως ιεραποστόλους στους Μοραβούς, μετά από αίτημά τους, τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο γνώστες της σλαβικής γλώσσας. Αυτοί χρησιμοποίησαν ως λειτουργική γλώσσα τη σλαβική και μετέφρασαν την ορθόδοξη λειτουργία. Κατ' αυτό τον τρόπο τους προσκόλησε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αντί της Ρώμης, που επιδίωκε επίσης να τους μεταστρέψει στο Χριστιανισμό αλλά δεν θα επέτρεπε η λειτουργία να μεταφραστεί στη σλαβική, βάσει της αρχής των «Τριών Ιερών Γλωσσών».
Ο Φώτιος ήταν επίσης πρώτιστα αρμόδιος για τη μεταστροφή των Βουλγάρων, οι οποίοι ταλαντεύονταν μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Αυτό προκάλεσε ρήξη ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Εκκλησία λόγω της ανάμιξης της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στην οργάνωση της νέας Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 867 και κατηγόρησε την Ρωμαϊκή Εκκλησία για δογματικές παρεκκλίσεις σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.

Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054

Περισσότερα στο Σχίσμα του 1054
Θεολογικές και λειτουργικές διαφορές όξυναν ακόμα περισσότερο τη διχογνωμία μεταξή των δύο Εκκλησιών ιδιαίτερα μετά τη νορμανδική κατάκτηση της νότιας Ιταλίας, στην οποία κυριαρχούσαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί προσκολημένοι στην Ανατολική Εκκλησία. Αυτήν την περίοδο οι Πάπες προσπαθούν να εκλατινίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μεγάλης Ελλάδας, γεγονός που οδήγησε στα γεγονότα του 1054, όταν έλαβε χώρα το Σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Μετά από το μεγάλο Σχίσμα του 1054 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέκυψε ως παγκόσμιο κέντρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο προκαθήμενός του αναγνωρίστηκε από τους ορθόδοξους ηγέτες ως «πρώτος μεταξύ ίσων».

Λατινική Άλωση

Ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Η' Παλαιολόγος καθ'οδόν για τη Σύνοδο της Φεράρας
Οι σχέσεις μεταξύ της λατινικής δύσης και του Βυζαντίου χειροτέρευαν, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και πολιτικά. Η εχθρότητα αυτή οδήγησε στην πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από το στρατό των Σταυροφόρων. Η έδρα του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε προσωρινά στη Νίκαια της Βιθυνίας, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε Λατινικό Πατριαρχείο.
Το 1261, μετά από πενήντα επτά έτη λατινικής κατοχής, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, υπό τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και η έδρα του Πατριαρχείου επανήλθε στο παραδοσιακό κέντρο του.

Οθωμανική Κυριαρχία

Με την τραγική πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς Τούρκους το 1453 η διαδικασία της προσαύξησης της δύναμης του Οικουμενικού Πατριάρχη επιταχύνεται. Ο Σουλτάνος ανέλαβε το ρόλο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και επένδυσε την εξουσία του με το κύρος του. Από το Σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος Σχολάριος κατόρθωσε να εξασφαλίσει σημαντικές παραχωρήσεις για την Εκκλησία. Στον Πατριάρχη δόθηκε εξουσία όχι μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική ως ανώτατη αρχή όλων των ορθόδοξων λαών των υποκείμενων στους Τούρκους, συμπεριλαμβανομένων Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Ελλήνων[2]. Έτσι η ανασύσταση του Πατριαρχείου ήταν προϊόν της επιθυμίας για ενσωμάτωση των υπόδουλων χριστιανικών πληθυσμών εκ μέρους των Τούρκων. Πολύ νωρίς πάντως ετέθησαν σε αμφισβήτηση τα προνόμια του Πατριαρχείου-γύρω στα 1470- όταν κλήθηκε ο Γεννάδιος να εξηγήσει αν ο Χριστιανισμός ήταν μονοθεϊστική θρησκεία ή όχι και επομένως αν σε τελική ανάλυση δικαιούνταν οι χριστιανοί να έχουν αυτά τα προνόμια βάσει του μουσουλμανικού δικαίου προς τους λαούς της Βίβλου. Το 1474 το Πατριαρχείο εκδήλωσε την πρωτοβουλία να πληρώνει φόρο στο οθωμανικό δημόσιο, φόρο τον οποίο θα ήταν υποχρεωμένο να εισπράττει. Η τελευτάια αυτή πρωτοβουλία ήταν προϊόν επιθυμίας αγκίστρωσης του Πατριαρχείου από το οθωμανικό δημόσιο και καλύτερης κατοχύρωσης της θέσης του έναντι των Οθωμανών. Πάντως προς την κατεύθυνση αυτή είχε αρχίσει να κινείται και ο Γεννάδιος όταν κατέβαλε χρηματικό ποσό στον Τούρκο δυνάστη ως ανταπόδοση για την παραχώρηση σε σε εκείνον ενός αξιώματος.[3] Το Πατριαρχείο συνέβαλε στη συντήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς μαζί με την ορθόδοξη λειτουργική και εκκλησιαστική παράδοση. Όταν ξέσπασε τελικά η ελληνική Επανάσταση το 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε', υπό την απειλή γενικής σφαγής των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, αναγκάστηκε να αφορίσει τους επαναστάτες.[4] Παρά την ενέργειά του αυτή, την ημέρα του Πάσχα του 1821 απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχικού Οίκου, η οποία από τότε παραμένει σφραγισμένη.

Η Μητέρα Εκκλησία και τα αυτοκέφαλα

Η δημιουργία ανεξαρτήτων εθνικών κρατών στο χώρο της Βαλκανικής είχε ως συνέπεια τη δημιουργία αυτοκεφάλων τοπικών Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε δια της κανονικής οδού το αυτοκέφαλο στις Εκκλησίες των νέων κρατών της Βαλκανικής.
Η ευρυτάτη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως άρχισε σταδιακά να μειώνεται με την παραχωρήση της αυτοκεφάλου αξίας στις τοπικές Εκκλησίες: στην Εκκλησία της Ελλάδος (1850), στην Εκκλησία της Σερβίας (1879), στην Εκκλησία της Ρουμανίας (1885), στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας (1937) και στην Εκκλησία της Βουλγαρίας (1945).

Πορεία στον 20ο αιώνα

Οι Ελληνοορθόδοξες Μητροπόλεις της Μικράς Ασίας, περίπου κατά το έτος 1880, υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (γαλάζιο χρώμα).
Ο Πατριαρχικός Δικέφαλος αετός στην είσοδο του Ναού του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι
Σοβαρότερη ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που προέκυψε μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα από τα πιό ενεργά κέντρα της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης. Από το 1902, πήρε την πρωτοβουλία πρόσκλησης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών προκειμένου να υιοθετήσουν ενιαία στάση στην πιθανότητα επανέναρξης του διαλόγου με τους άλλους χριστιανικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, της Αγγλικανικής Εκκλησίας και άλλων προτεσταντικών ομολογιών.
Αυτή η τοποθέτηση κατέληξε στην ιστορική Εγκύκλιο του 1920 που εστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και καλούσε τους ηγέτες τους να καθιερώσουν στενότερη συνεργασία. Σκοπός αυτής της εγκυκλίου ήταν να προωθηθεί ο στόχος της ενότητας των Εκκλησιών με τη δημιουργία ενός οργανισμού αποκαλούμενου Κοινωνία των Εκκλησιών του Χριστού, στα πρότυπα της Κοινωνίας των Εθνών. Γενικά αναγνωρίζεται ότι η Εγκύκλιος του 1920 αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948.


Σχόλια

  1. Δέν εχει προσδιορισθῆ ακόμη ἐπισήμως ποῦ ειναι ἡ σημερινή εδρα καί ἡ ἱστορική συνέχεια τοῦ ἐν Κατακόμβαις καί ἐν διωγμῶ τελοῦντος πάλαι Ὀρθοδόξου Οἰκουμενισκοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Παλαιότερον ὡς ὁ πλέον κατάλληλος τόπος διά τήν προσωρινήν (μέχρι νά ἔλθη τό "ποθούμενον" ἤτοι μέχρι τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν βαρβαρικόν ζυγόν) ἐγκατάστασιν τοῦ ἐν Κατακόμβαις πάλαι (ἤτοι μέχρι τοῦ 1920) Ὁρθοδόξου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, καί ἡ ἀνασύστασις τῆς Γνησίας Ορθοδόξου Πατριαρχικῆς Συνόδου, ἐθεωρεῖτο ἡ περί τάς μεγάλας καί ἱστορικάς Ἱεράς Μονάς τῆς Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης καί Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μητροπολιτική Περιφέρεια, ὁ δέ μακ. 'Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας ειχε σκοπόν, (ὅπως εσχεδίαζε μετά των συνεργατῶν του) νά φιλοξενήση τό πάλαι Ὀρθόδοξον Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, εἰς τήν παρά τω Ἱερῶ Ναῶ ἀνεγερθεῖσαν Στέγην Φιλοξενίας Κληρικῶν τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου 'Εκκλησίας, ἡ ὁποία ἱδρύθη ἐν ἔτει 1991 ὑπό τοῦ "ΙΕΡΟΥ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΟΧ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Ο Α΄", παρά τόν Ιερόν Ναόν Ἁγίας Τριάδος, ὡς Παράρτημα τοῦ ἐν Περιστερίω Πνευματικοῦ Κέντρου τοῦ Αγίου Γεωργίου, διά τοῦτο καί ἀφιερώθη αὕτη εἰς τόν Αγιον Πατριάρχην της Κωνστνατινουπόλεως Γρηγόριον τόν Ε' καί τούς Αγίους Νεομάρτυρας. ... Πλήν ἀπό 2-3 δεκαετιῶν καί αἱ Ἱεραί Μοναί καί τά 'Εκκλησιαστικά Πνευματικά Κέντρα της Γνησίας 'Ορθοδόξου 'Εκκλησίας, ἁλώθηκαν βιαίως, ὡς γνωστόν, ἀπό δεκατριμερίτας καί παλαιοημερολογίτας Οἰκουμενιστάς, καί ἀφηρέθησαν ἀπό τούς Ὀρδοδόξους, διά νά παραδοθοῦν ὀλίγον κατ' ολίγον εἰς τούς οἰκουμενιστάς, διότι ἔτσι ἔδωσαν ἐντολήν τά ξένα Κέντρα, προπάντων τό Βατικανόν ... Διέρχονται τήν Βαβυλώνειον αἰχμαλωσίαν των ... Αυτός ειναι ὁ λόγος πού ἡ Ἱερά Μητρόπολις Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, εἰς τήν ὁποίαν προσαρτήθη εὐθύς ἐξ' ἀρχῆς καί ἡ Μητροπολιτική Περιφέρεια 'Αχαρνών καί ἡ Τοποτηρησία 'Αθηνῶν καί 'Αττικοβοιωτίας, ἀνέλαβε τόν δύσκολο ἀγῶνα νά ὑλοποιήση τά σχέδια τοῦ 'Αρχιεπισκόπου 'Ανδρέου περί τῆς ἀνασυγκροτήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ πάλαι Ὀρθοδόξου Πατριαρχικοῦ Θρόνου, μέ εδραν τήν Στέγην Φιλοξενείας Κληρικῶν Κάτω Ἠλιουπόλεως, φιλοξενοῦσα προσωρινῶς τό ε'ν Κατακόμβαις πάλαι Ὀρθοδόξον Πατριαρχεῖον εἰς τούς Ἱερούς Ναούς της, τούς ὁποίους μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ κατώρθωσε νά διαφυλάξη καί καί διασφαλίση ... Μέχρις ὅτου ὑλοποιηθῆ αὐτό τό σχέδιο ἡ Ἱερά Μητρόπολις τῆς Κρήτης μέ τούς δύο Ναούς Της τό Γενέθλιον τῆς Παναγίας εἰς τό Ρέθυμνον καί τόν Αγιο Νικόλαο στόν Ταυρωνίτη τῶν Χανίων, θά ἐκπροσωπῆ διά τοῦ Τοποτηρητοῦ του Μητροπολίτου Μεσογαίας, Λαυρεωτικῆς καί 'Αχαρνῶν Κηρύκου, Πανορθοδόξως, τό μέχρι τό 1920 'Ορθόδοξον Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως .... Ἡ Πανορθόδοξοις Ιερά Σύνοδος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου 'Εκκλησίας κατά τήν ἑπομάνην συνεδρίασιν της κατά τόν Νοέμβριον, ἐαν εὑρεθῆ σέ ἀπαρτία θά ἀποφασίση σχετικῶς ... Καί ὁ ἀγών συνεχίζεται ...Νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΗΡΥΚΟΥ ΠΡΟΣ ΟΣΙΩΤΑΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟΝ

ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑ ΤΟ " ΒΑΠΤΙΣΜΑ" ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ