ΑΚΥΡΟΣ, ΑΝΤΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ-ΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΑΝΑΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΔΙΑ ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Τό Ουκρανικό ζήτημα: Η αληθής Κανονική θεώρησις. Η Διαπίστωσις. Η Λύσις
Του Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ
Παρακολουθῶ καί διαβάζω μετά πολλῆς συνοχῆς ἄρθρα καί τοποθετήσεις Σεβασμιωτάτων Ἁγίων Ἀρχιερέων, Ἐλλογιμωτάτων καί Ἐντιμολογιωτάτων Καθηγητῶν καί Νομικῶν παραστατῶν, δημοσιολογούντων καί ἐνδιαφερομένων διά τό ἰδιαιτέρως πολύπλοκο καί ἐξόχως σοβαρό ζήτημα πού ἔχει ἀνακύψει μέ τήν χορήγησι Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Τό πρόσφατον ἀνακοινωθέν τῆς ἀπελθούσης Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς 162ας Συνοδικῆς περιόδου, διά τοῦ ὁποίου ἐγνωστοποιήθησαν οἱ θετικές εἰσηγήσεις γιά τό ζήτημα, τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων καί Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων ὑποχρεώνουν στήν κατάθεση κάποιων ταπεινῶν σκέψεων, πού θεωρῶ ὅτι «διαλανθάνουν» τῆς προσοχῆς ἐπαϊόντων καί μή.
• Ἕνα μεῖζον πνευματικό θέμα πού διαχρονικά καθορίζει τά πρόσωπα καί τά πράγματα καί τήν ὁριοθέτηση τῶν ἀξιῶν τοῦ βίου εἶναι ἡ ἀδυναμία κατανοήσεως τῆς ἐννοίας καί τῆς πραγματικότητος τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τήν ἀΐδιον ζωήν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπέρκειται χρόνων καί καιρῶν.
Ὡς ἐνδοκοσμικά μεταπτωτικά ὄντα ἀδυνατοῦμε χωρίς κάθαρσι καί φωτισμό νά ἐννοήσωμε τό μέγεθος καί τήν ἀλήθεια τῆς αἰωνιότητος, διά τήν ὁποίαν καί ἔχομεν πλασθῆ διότι ἡ ψυχή μας εἶναι κτιστή μέν, ἀλλά ὡς πνοή Θεοῦ ἀθάνατος (Γεν. 2,7).
Ἡ κατανόησις τῆς αἰωνιότητος ὡς τοῦ φυσικοῦ χώρου καί χρόνου τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὡς μεγαλειωδῶς διακελεύει ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος, «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. 13,14) ὁριοθετεῖ τίς ἀξίες τοῦ ἀνθρωπίνου βίου καί καταδεικνύει τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ «τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μρκ. 8,36).
Ὡς πεπερασμένα ὄντα πού γνωρίζομε τό ἡμερονύκτιο ὡς μονάδα τοῦ χρόνου καί τήν περιστροφή τοῦ πλανήτη μας γύρω ἀπό τό ἄστρο του, ὡς συμπλήρωσι ἑνός ἔτους, χωρίς τήν κάθαρσι ἀπό τά γεώδη πάθη πού δέν εἶναι ἀπροϋπόθετος ἀλλά ἔμπονος καί ἀπαιτεῖ κατά τό ἁγιοπατερικόν «δός αἷμα καί λάβε πνεῦμα» ἀγῶνες πνευματικούς καί ἀσφαλῶς τόν φωτισμόν τοῦ Ζωοποιοῦ Πνεύματος, ἡ κατανόησις καί ἐμβάθυνσις στό γεγονός τῆς παροδικῆς παρουσίας μας στόν γήϊνο κόσμο, τόν κόσμο τῶν χρωμάτων καί τῶν σχημάτων καί ἡ εὐθύνη ἀναγωγῆς μας ἀπό τήν κτίσι στόν Κτίσαντα, παρ’ ὅλη τήν ἐξιδιασμένη ἐπισήμανσι τῶν Κυριακῶν λόγων γιά τήν αἰφνίδια μετάκλησι στήν αἰωνιότητα πού ἐμπεριέχει καί κρίσιν «ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ» (Μρκ. 13,35) εἶναι πολύ δυσχερής καί ἀπαιτεῖ μεγάλο πνευματικό καί ἠθικό ἔργο.
Διότι ἐάν κατανοήσωμε αὐτό πού κηρύσσσωμε καί πιστεύωμε καί πού καθημερινά ἀποδεικνύεται μέ τήν μετάκλησί μας στήν αἰωνιότητα, ἀλλάζει ἡ ὁριοθέτησις ὅλης τῆς ζωῆς μας καί προσαρμόζεται σέ αὐτήν τήν μοναδική καί ἀνεπανάληπτη ἀλήθεια, τήν ὁποία ἐκτύπως διδάσκει ὁ Κύριος στόν ὁριακή του Ἀποκάλυψη «ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ῥυπαρὸς ῥυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι. Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ, καὶ ὁ μισθός μου μετ᾿ ἐμοῦ, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἔσται αὐτοῦ. ἐγὼ τὸ Α καὶ τὸ Ω, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος. » (Ἀποκ. 22, 11-13).
• Ἡ κρίσις κάθε ἀνθρώπου συναρτᾶται οὐσιωδῶς μέ τά Κυριακά λόγια στήν Ἀρχιερατική Του προσευχή «ἀλλ᾿ ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν» (Ἰω. 12,48) πού ἀναδεικνύει τήν σημασία τῶν πράξεών μας διά τήν δικαίωση τῆς πίστεως τοῦ προσώπου μας καί τήν μεταφυσική αὐτῶν τῶν πράξεων οἱ ὁποῖες ἀσφαλῶς καί δέν μᾶς σώζουν, μόνο τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Κυρίου μᾶς σώζει, ἀλλά καταδεικνύουν τήν γνησιότητα, αὐθεντικότητα καί ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας κατά τήν ἐξαίρετη διακήρυξι τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου «οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρὰ ἐστι» (Ἰακ. 2, 17).
Εἶναι πολυσήμαντο τό γεγονός πού μᾶς διαφεύγει, ὅτι καί πάλι ὁ Κύριος ἀναφερόμενος ἰδιαιτέρως σέ ἐκείνους τούς ἀδελφούς καί μέλη τοῦ σώματός Του, στούς ὁποίους περιεποίησε τήν μεγίστη τιμή νά τούς ἀναθέση τήν διακονία τῶν λοιπῶν μελῶν τοῦ σώματός Του, διεκήρυξε κάτι τό συγκλονιστικό στήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλία ὅπως καταγράφεται ἀπό τόν Εὐαγγελιστή Ματθαῖο «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (7,21-23). Ὡς συμπέρασμα ἑπομένως προκύπτει ὅτι τά ἔργα καί οἱ πράξεις ἑκάστου ὁριοθετοῦν τήν θέσι του ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, αἰωνίως!!!
• Στήν συγκεχυμένη καί δυσδιάκριτη ἐποχή μας ὁμοῦ μετά τοῦ μέτρου καί τῆς διακρίσεως, ἔχομε ἀπωλέσει καί τήν ἀντιληπτική μας ἱκανότητα καί αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο σέ ἐμᾶς τούς ἁπλούς καί ἀπέριττους ἀνθρώπους, ἀλλά καί σέ ἐπαΐοντες ἐγκρατεῖς τῆς θύραθεν νομικῆς καί τῆς θεολογικῆς παιδείας καθώς ἐγκλωβιζόμεθα ὅλοι στόν γήϊνο χωροχρόνο καί συμπνιγόμεθα στήν ἐπιδερμικότητα τοῦ χοϊκοῦ βίου.
Ἐκλαμβάνομε τόν Πανάγιον Θεόν ὡς «χρηστική» ἔννοια, τήν ὁποία μποροῦμε κατά τήν βούλησί μας καί τά ὁρμέμφυτά μας νά προσαρμόζωμε στόν νοσηρό ψυχισμό μας.
Εἶναι ἡ ἀπόλυτη τραγικότης νά βλέπεις πρωτιστεύοντες Ἱεράρχες, βαθυνούστατους, κατά τά ἄλλα, Καθηγητάς νά καταθέτουν ἀνενδοιάστως καί χωρίς ἐπίγνωσι τῆς βαρύτητος τῶν πραγμάτων τή στρέβλωσι τῆς ἀντίληψης τους, ἀλλά δυστυχῶς καί τῆς ψυχῆς τους γιά τήν ἀληθῆ ἐπίγνωσι τοῦ Παναγίου Θεοῦ.
Εἰδικώτερα οἱ λεγόμενοι «μεταπατερικοί» Θεολόγοι, οἱ ἀρεσκόμενοι σέ βερμπαλισμούς ματαιοδοξίας καί προδήλου φενάκης, διά τούς ὁποίους εὐστόχως ὁ ὅσιος καί θεοφόρος Παΐσιος κατέγνωσε ὅτι οὐδέποτε τούς καθόρισε ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου» (Ματθ. 12,30) καί δέν ἠγάπησαν τόν Θεόν, νά πειρῶνται νά ἐπαναλάβουν τήν «θεολογία» τοῦ Βαρλαάμ, τοῦ Γρηγορᾶ καί τοῦ Ἀκινδύνου σέ νέα «βελτιωμένη»ἔκδοσι. Ὅμως ὅπως κάθε Δημιουργός γνωρίζεται ἐκ τοῦ ἔργου του, ἔτσι καί ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ ὁποῖος ἀπεκαλύφθη διά τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ καί Λόγου στόν κόσμο, γνωρίζεται διά τῆς δημιουργίας Του κατά τήν ὡραιοτάτη ἔκφραση τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ, «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ. 18,1).
Αὐτός Τόν Ὁποῖον ἐμεῖς οἱ ἀτελέστατοι καί χοϊκοί διακονοῦμε εἴτε διά τοῦ ἔργου, εἴτε διά τοῦ λόγου μας εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος «εἶπε καί ἐγεννήθησαν, αὐτός ἐνετείλατο, καί ἐκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148' 5), τά πάντα!!!.
Τώρα γιά νά προσεγγίσωμε κατ’ ἐλάχιστον τήν παντοδυναμία τοῦ Παναγίου Θεοῦ, τήν πανσοφία καί τήν ἀπερινόητη ἀγάπη Του, ἀτενίζομε τόν ὑλικό κόσμο μέ τήν ὑπερμαθηματική ἀκρίβεια καί τούς παγκρατεῖς φυσικούς νόμους, ὅπως ἀναφέρω ἐξειδικευμένα, στό ταπεινό μου πόνημα «Κόσμος, ἐξέλιξις ἤ δημιουργία, τυχαιότης ἤ ἀπερινόητος σκοπιμότης, φυσική ἐπιλογή ἤ πάνσοφος θεία πρόνοια;» (Πειραιεύς 2012)
Ὅταν δέ λάβομεν ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ κοσμική μονάδα μετρήσεως εἶναι τό 1 ἔτος φωτός πού ἰσοῦται μέ 9,5 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα πού διανύει τό φῶς τρέχοντας μέ 300.000 χιλιόμετρα τό δευτερόλεπτο καί ὅτι τό πεπερασμένο ὑλικό σύμπαν κατά τάς μετρήσεις τῶν ἐπαϊόντων ἐπιστημόνων τῆς ἀστρονομίας, ἔχει διάμετρο 16-20 δισεκατομμύρια ἔτη φωτός, αὐτό σημαίνει ὅτι θά προσεγγίσωμε τά μεγέθη ἐάν πολλαπλασιάσωμε τήν διάμετρο τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος μέ 9,5 τρισεκατομμύρια χλμ πού διανύει τό φῶς σέ ἕνα ἔτος καί τότε ἐξερχόμεθα τοῦ νοός μας καί ἀσφαλῶς συγκλονιζόμεθα ὀντολογικά, ἄν ἐπιπροσθέτως ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ὅτι κατά τήν θεωρία τῆς ἀστρονομικῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νά ὑπάρχει καί πέραν τοῦ γνωστοῦ σύμπαντος ὕλης καί σύμπαν ἀντιΰλης καί ἐκτός αὐτῶν ὁ πνευματικός κόσμος, τόν ὁποῖον Αὐτός ὁ Ἀκατάληπτος καί Ἀπερινόητος δημιούργησε.
Αὐτή ἡ Ὑπεροχική Πανυπερτέλειος καί Πανάχραντος Τρισυπόστατος Θεότης, ἡ ὁποία ἀπεκαλύφθη στήν ἀνθρωπότητα διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος κατά τήν μεγαλειώδη ἔκφραση τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου εἶναι «ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ (τοῦ Πατρός)» (Ἑβρ.1,3).
Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς Δόξης. Ἡ προσέγγισις τοῦ παναχράντου Τρισυποστάτου Δημιουργοῦ τῆς ζωῆς δέν μπορεῖ νά γίνεται μέσο ἀνέλιξης ἤ τρόπος πορισμοῦ, δέν εἶναι ἀπροϋπόθετος καί δέν εἶναι ἐνδοκοσμική μεθοδεία.
Πλανώμεθα πλάνην οἰκτράν, οἱ δύστηνοι, ἐάν νομίζομεν «εὔχρηστον» τόν Πανάγιον Θεόν καί προσαρμοζόμενον στίς διαθέσεις μας καί στήν ἀντιληπτική μας κατανόησι. Τήν τραγική μας ἀποτυχία θά κατανοήσωμε ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ὅταν θά ἐπισυμβῆ ὁ τελευταῖος κτύπος τῆς καρδίας μας.
Πάντοτε βεβαίως ὀφείλομεν «μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ» (Α´ ᾿Ιω. 3,18) καί συγχρόνως νά «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ» (᾿Εφ. 4,15), ὡστόσο δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀγάπη καί ἡ Δικαιοσύνη δέν εἶναι ἐνδοκοσμικές ἔννοιες, ἀλλά Ἐνυπόστατη Πραγματικότητα, ὁ Πανάγιος Τρισυπόστατος Θεός, πού δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι «ὁ Θεὸς ἡμῶν πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. 12,29).
• Ἡ ἀπόλυτος ἐνώπιον Θεοῦ εὐθύνη τῶν Ἐπισκόπων καί τῶν Πρεσβυτέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ διατήρησις καί ἡ μή διασάλευσις ἐπ’ οὐδενί τῆς κανονικῆς, ἐκκλησιολογικῆς καί λειτουργικῆς ἑνότητός Της, ἀξίας ὑπερτάτης κατά τήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου δεηθέντος «πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. 17,11).
Αὐτή ὅμως ἡ ἑνότης ὁρίζεται ἀπό τό σαφῆ προσδιορισμό τοῦ Κυρίου, «καθώς ἡμεῖς» πού σημαίνει ὅτι πρότυπο αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Ὅπως ἡνωμένα καί ὁμοούσια εἶναι τά τρία πρόσωπα τοῦ Παναγίου Θεοῦ ἐν ἀπολύτῳ, ἀληθείᾳ, δικαιοσύνῃ καί ἀφάτῳ ἀγάπῃ ὀφείλομεν νά διατηροῦμε τήν ἑνότητα τῆς πίστεως «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. 4,3).
Ἑπομένως ἑνότης πού δέν ἔχει ὡς πρότυπον τό «καθώς ἡμεῖς» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί στηρίζεται στό ψεῦδος, στή βία καί στήν παραβίασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως σήμερα ἐπιχειρεῖ ὁ συγκρητιστικός οἰκουμενισμός εἶναι βιασμός τῆς ἀληθείας καί τῆς οἰκείωσις τοῦ κόσμου τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ Πατερική ρήσις τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πώς ἀκόμη καί τό μαρτύριο, ἡ ὑψίστη ἀπόδειξις τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἀγάπης στόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀποπλύνει τό κακούργημα τοῦ σχίσματος καί τῆς αἱρέσεως «τό σχίσμα οὐδέ αἷμα μαρτυρίου ἀποπλύνει».
Ἡ ἑνότης τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος πού ἀποτελεῖ κατά τόν μεγαλειώδη ὁρισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ Κεφαλή Ἐκεῖνον (Ἐφ. 1,22-23) εἶναι ἀδιαπραγμάτευτος ἀξία καί δι’αὐτό ἡ αἵρεσις τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ καί ἡ δι’ αὐτῆς διασάλευσις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, ἀποτελεῖ κανονικό ἔγκλημα.
Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστική κίνησις, παρ’ οἱουδήτινος, πού προσβάλλει τήν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἔκπτωσι, διά τήν ὁποίαν θά ἀποδοθεῖ λόγος ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος καί Κυρίου τῆς Ἐκκλησίας.
Ἰδιαιτέρως στήν προκειμένη περίπτωσι εἶναι ἐντελῶς ἀνεδαφικό νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν «ἀποκατάστασι» καί εἴσοδο σέ Αὐτήν, ἀμεταμελήτων καθηρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων, παρασυναγώγων καί σχισματικῶν προσώπων, μέ φερόμενες «ἐνοριακές συναθροίσεις» καί τήν ἰδία στιγμή αὐτό τό γεγονός, νά ὁδηγεῖ σέ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ 12.500 κανονικές ἐκκλησιαστικές ὀντότητες-Ἐνορίες καί 100 κανονικούς Μητροπολίτες στήν Οὐκρανία, καί μέ ἕνα Πατριαρχεῖο 270 Μητροπολιτῶν καί Ἐπισκόπων καί ἄνω τῶν 250.000.000 πιστῶν, σήμερα μάλιστα πού ὁ μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο) ἀναδιοργάνωσε τό ψευδοπατριαρχεῖο Κιέβου, μέ χαρακτηριστική πρόσφατη ἀπόφαση Οὐκρανικοῦ Δικαστηρίου πού ἀπαγόρευσε τήν διάλυσή του, ἐναχθείς ἀπό τά «ἔκγονά» του!!! (πατήστε εδώ).
• Συνυπογράφω τό ἀπό 1/9/2019 ἀποσταλέν κείμενο τοῦ πάντοτε μετά μεγίστης ὀξυνοίας, ἐπιγνώσεως τῶν γεγονότων, διακρίσεως βαθυνουστάτης, γράφοντος Πανοσιολ. Ἱερομονάχου Δαμασκηνοῦ Ἁγιορείτου (Ἱ. Κελλίον Φιλαδέλφου) ὅσον ἀφορᾶ στήν γεωπολιτική διάστασι τοῦ θέματος, προσθέτων ὅμως, ὅτι οἱ Εὐρωατλαντισταί ἐπιχειροῦντες νά συμπνίξουν τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία, ἔχουν καταρτίσει σχέδιο ἀποκοπῆς της ἀπό τίς θερμές λεγόμενες θάλασσες, μέ προτεκτοράτα μετά τίς χῶρες τῆς Βαλτικῆς, τίς Μολδαυΐα, Οὐκρανία, Γεωργία καί τό Ἀζερμπαϊτζάν, γεγονός πού «ἀνάγκασε» τήν Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά καταλάβει στρατιωτικῶς καί νά «προσαρτίσει» τήν Κριμαία γιά νά ἔχει ἔξοδο διά τῆς Ἀζοφικῆς θαλάσσης, στήν Μεσόγειο καί στά συμφέροντά της στήν Μέση Ἀνατολή.
Εἶναι πρόδηλο τό γεγονός ὅτι τό τεράστιο Κράτος τῆς Ρωσσίας, δέν μπορεῖ νά περιοριστεῖ στό λιμάνι τοῦ Ἀρχαγγέλου στόν Ἀρκτικό κύκλο καί τοῦ Βλαδιβοστόκ ἀπέναντι ἀπό τίς Ἰαπωνικές νήσους στόν Εἰρηνικό ὠκεανό.
Ἑπομένως στό Οὐκρανικό ζήτημα ἐργαλειοποιήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τίς κατά καιρούς δηλώσεις κυβερνητικῶν στελεχῶν τῶν ΗΠΑ μέ πρωτιστεύουσα τήν σχετική συγχαρητήρια δήλωσι τοῦ ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν κ. Μάϊκ Πομπέο γιά τήν χορήγησι Αὐτοκεφαλίας στήν λεγομένη «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία», γεγονός πού δέν ἔχει προηγούμενο, γιά μία αὐστηρῶς ἐκκλησιαστική ἐνέργεια νά συγχαίρει ὁ Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ.
Βεβαίως ὁ Ἑλληνικός λαός τελεῖ σέ παραπικρασμό ἀπό τήν ἄκριτη Ρωσσική ἐξωτερική πολιτική, ἐνισχύσεως τοῦ διαχρονικοῦ ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῶν Ὀρθοδόξων Βαλκανικῶν λαῶν, τοῦ Τουρκικοῦ Ἰσλαμικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, τόν ὁποῖον ὄχι μόνο ἐξοπλίζει μέ ὑπερσύγχρονα ὁπλικά συστήματα, ἀλλά καί τόν ἀναβαθμίζει σέ πυρηνική δύναμι μέ τήν κατασκευή τριῶν πυρηνικῶν ἐργοστασίων.
Δέν λησμονοῦμε τήν διαχρονική συμπεριφορά τῶν ὀρθοδόξων Ρώσων «ἀδελφῶν» μας ἀπό τά Ὀρλωφικά (1770) στήν Μεγάλη Βουλγαρία τῆς Συνθήκης τοῦ Ἁγίου Στεφάνου (1877-1878), ἀπό τήν Ἱερά Συμμαχία (1815) στήν Παλαιστίνιο Ἑταιρεία (1882) διαρπαγῆς τῶν προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων ἀπό τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν ἐξοπλισμό τοῦ Λένιν στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ καί τούς Τσέτες γιά τίς γενοκτονίες τοῦ Ποντιακοῦ καί Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἕως τήν σημερινή ἐχθρική συμπεριφορά τῆς Ρωσσικῆς Ὁμοσπονδίας μέ τόν ἐξοπλισμό τῆς Τουρκίας καί τήν πυρινική της ἀναβάθμισι.
Δέν θά μποροῦσε ὁ Πρόεδρος Πούτιν καί ἡ μεγάλη Ρωσσική Ὁμοσπονδία νά συστήσει ἕνα κραταιό Ὀρθόδοξο τόξο, ἀντίπαλο δέος τῶν Εὐρωατλαντιστῶν καί τῶν ὄπισθεν κεκρυμένων Σιωνιστῶν καί μέ ἕνα τηλεφώνημα νά προστατεύσει τόν πρῶτο Θρόνο κατά τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό τήν Τουρκική θηριωδία, νά ἀνοίξει τήν Χάλκη, νά λειτουργήσει τήν Ἁγία Σοφία, τό παλλάδιον τῶν Ὀρθοδόξων, νά ἀναγνωρίσει ἡ Τουρκία τήν διεθνῆ Νομική Προσωπικότητα τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου;
Νά ἀποδοθοῦν σέ Αὐτό οἱ περίπυστοι Ἱ. Ναοί τῆς μαρτυρικῆς Ρωμηοσύνης, πού ἔχουν μετραπεῖ σέ τεμένη; Ὅλα αὐτά δέν μποροῦμε νά τά λησμονήσωμε, οὔτε τήν ὑφέρπουσα φενάκη τῆς «τρίτης» Ρώμης ἤ τῆς θεωρίας τῶν λευκῶν καλιμαυχίων, ἀλλά καί δέν δυνάμεθα ἐκκλησιολογικά νά συμβάλωμε μέ λόγους ἤ ἔργα στήν διασάλευσι τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν.
• Παρακολουθῶ ὅπως στήν ἀρχή κατέθεσα κείμενα καί δημόσιες τοποθετήσεις Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν, Ἐλλλογιμωτάτων καί Ἐντιμολογιωτάτων Καθηγητῶν καί ἄλλων δημοσιολογούντων οἱ ὁποῖοι ἀναφέ-ρονται σέ περιπτωσιολογίες ἀντικανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐνεργειῶν κατά τό Ρούμ Μιλλιέτ, καθώς καί στούς γνωστούς ἱ. κανόνες Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς ἤ προβάλλουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς Ταμιοῦχος τῆς Χάριτος δέν ὑπόκειται σέ περιορισμούς, ἤ ὅτι ὑφίσταται κανονικῶς ἡ δυνατότητα ρυθμίσεως τοῦ θέματος μέ τήν χρῆσι οἰκονομίας καί ὄχι τῆς ἀκριβείας, ἤ ὅτι μέ τήν ἀνάκλισι τῆς Πράξεως τοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ τοῦ 1686 σήμερα 300 χρόνια μετά ταῦτα, ἄλλαξε πλέον τό κανονικό καθεστώς τῆς Οὐκρανίας ἤ ἀποπειρῶνται νά ἀντλήσουν ἐπιχειρήματα ἀπό τήν Ὀθωμανική αἰχμαλωσία τοῦ Γένους καί τῆς Ἐκκλησίας ἤ ὅτι μόνη προϋπόθεσι τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι ἡ μετάνοια γιά τήν ἀποκατάστασι τῶν σχισματικῶν καί παρασυναγώγων, ἤ προβάλλουν τό πρόδηλο δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου χορηγήσεως τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας ἤ ἰσχυρίζονται, ὅτι δῆθεν δέν ἔχομεν τό κανονικόν δικαίωμα νά κρίνωμε τήν ἀπόφασιν τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά μόνον νά τήν ἐφαρμόσωμεν, παρ’ὅτι διά τῆς ἐφαρμογῆς θά γίνωμε συναυτουργοί εἰς μία ἄκυρο πρᾶξι, ὡς κατωτέρω θά ἀποδείξω, πού διασαλεύει τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, παραθεωροῦντες ὅλοι τίς βασικές προϋπόθεσεις αὐτοῦ τοῦ ζητήματος πού εἶναι ὁ σεβασμός τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, ἑνός ἐκ τῶν τεσσάρων συνεκτικῶν στοιχείων (α. Κοινό ποτήριο, β. Δίπτυχα, γ. Εἰρηνικά γράμματα, δ. Ταυτότης ποινῶν) τῆς ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ἡ κανονική δωσιδικία, ἐπί τῆς συγκεκριμένης ὑποθέσεως.
Ἠθελημένως ἤ ἀθελήτως παραθεωροῦν τίς βασικοτάτες αὐτές προϋποθέσεις τοῦ φαινομενικῶς περιπεπλεγμένου αὐτοῦ προβλήματος γιά τό ὁποῖο ἡ Ἁγιωτάτη μας Ἐκκλησία ἔχει δώσει λύσι διά τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τό 691μΧ, ἐπί Ἰουστινιανοῦ Β΄ τοῦ Ρινοτμήτου, συνελθούσης ἐν Τρούλῳ, ἡ ὁποία διά τοῦ Β΄ Αὐτῆς Κανόνος ἐπεκύρωσε ὁρισμένως τούς ἐν Καρθαγένῃ Ἱ. Κανόνας οἱ ὁποῖοι ἐπιλύουν τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δωσιδικίας ἀπό τοῦ ἔτους 424.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό, πρέπει νά εἰπωθεῖ, ὅτι στήν ἁγία μας Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά ἐθιμικό δίκαιο, διότι τό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀπό τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, πού εἶναι ἡ ἔνσαρκος Ἀλήθεια κατά τήν ἰδική Του κοσμική διακήρυξι «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6) καί ἀπό τήν ἐπίπνοια τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος πού τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἐπεδήμησε στήν Ἐκκλησία καί παραμένει σέ Αὐτήν κατά τήν ἀψευδῆ βεβαίωσι τοῦ Κυρίου «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13).
Ἑπομένως τό Δίκαιο στήν Ἐκκλησία, δέν εἶναι ἀνθρωπίνη νομοκατασκευή καί ἀντίληψι ἀλλά πηγάζει ἀπό τόν ἀποκεκαλυμμένο Εὐαγγελικό Νόμο, τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Τοπικῶν πού Ἐκεῖνες ἐκύρωσαν καί τούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Θεοφόρων Πατέρων.
Εἰρήσθω δέ ἐν προκειμένῳ ὅτι καί ἐάν ἀκόμη δεχθῶμεν ὅτι ὑφίστατο στήν Οὐκρανία συντρέχουσα κανονική ἁρμοδιότης καί δωσιδικία τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας διότι «ἐπιτροπικῶς» εἶχε παραχωρηθεῖ στήν Ρωσσική Ἐκκλησία ἡ Οὐκρανία τό 1686, ἡ συντρέχουσα αὐτή ἁρμοδιότης καί δωσιδικία ἔπαυσε ὅταν ἐκινήθη πρώτη ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία καί ἐπεραιώθη ἡ κανονική διαδικασία, γεγονός πού ἀνεγνώρισε καί ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικό Του Γράμμα πρός τόν μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον, πού παραθέτω κατωτέρω.
• Ἀσφαλῶς τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως κατά τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἔχει κατά τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας Γ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τά πρεσβεῖα τιμῆς μεταξύ τῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων, μετά τόν Θρόνο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης στήν Ἀδιαίρετη Ἐκκλησία.
Μετά δέ τήν σχᾶσι καί ἔκπτωσι ἐξ Αὐτῆς τοῦ Θρόνου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης , πού ἀπέβη δυστυχῶς ὁ παναιρετικός Παπισμός, ὁ ὀλετήρας τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ (Θρησευτικοί πόλεμοι, ἱερά Ἐξέτασις, Μεταρρύθμισις, ἀθεϊσμός, μηδενισμός) τυγχάνει ὁ πρῶτος Θρόνος στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία καί ἔχει τό κανονικό καί ἔννομο δικαίωμα τῆς τιμητικῆς προεδρίας, τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τῆς προεδρίας, ὡς primus inter pares, συγκληθησομένης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ συντονισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς συμβαίνει μέ ὅλες τίς προεδρίες ἀνά τόν κόσμο διϊστορικῶς, χορηγεῖ δέ Αὐτοκεφαλία καί Αὐτονομία σέ Ἐκκλησιαστικές Δομές, ὑπό τόν ὅρο τῆς ἐγκρίσεως τῶν σχετικῶν ἀποφάσεων, ἀπό τήν ὁποθενδήποτε συγκληθησομένη Οἰκουμενική Σύνοδο.
Τά ἀνωτέρω βεβαίως ἰσχύουν ἐπειδή δέν κατορθώθηκε μέ κύρια εὐθύνη τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, ἡ συναπόφασι τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν γιά τήν ἀποδοχή διαδικασίας χορηγήσεως τῆς Αὐτοκεφαλίας καί τοῦ Αὐτονόμου πού συζητεῖται ἐπί πενήντα ἔτη καί προβλέπει αἴτησι τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, συναίνεσι τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας καί ἔγκρισι τῶν λοιπῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Κατά ταῦτα τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἠδύνατο νά χορηγήσει Αὐτοκεφαλία σέ Ἐκκλησιαστική Δομή πού τό ζητεῖ καί πού πληροῖ τούς κανονικούς ὅρους, ἀλλά στήν συγκεκριμένη περίπτωση τῆς Οὐκρανίας παρ’ὅτι αὐτή ἡ ἀνεξάρτητη κρατική πλέον ὀντότης εἶχε τό κανονικό δικαίωμα ἡ κανονική της Ἐκκλησία νά ἐκζητήσει τήν χορήγησι καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας κατά τάς διατάξεις τοῦ ΙΖ΄ ἱ. Κανόνος τῆς Ἁγίας Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διαγορευούσης «Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω», ἐγείρεται τό θέμα ὅτι ἡ μόνη κανονική ἐκκλησιαστική δομή τῆς χώρας, πού μέ ἀπόφασι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ἀπό τό 1686 διοικεῖται ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας καί σήμερα ἔχει καθεστώς αὐτονομίας χορηγηθέν ἀντικανονικῶς ἀπό τήν Ρωσσική Ἐκκλησία, δέν ἐπιθυμεῖ καί δέν ἐπιδιώκει τήν ἀνακήρυξί της σέ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτό καί δέν χωρεῖ οὐδεμία σύγκρισι τοῦ χορηγηθέντος Αὐτοκεφάλου στούς σχισματικούς καί παρασυναγώγους τῆς Οὐκρανίας, μέ τήν κανονική χορήγησι ὑπό τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ καθεστῶτος τῆς Αὐτοκεφαλίας στίς Κανονικές Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, τῆς Σερβίας, τῆς Βουλγαρίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Πολωνίας, τῆς Ἀλβανίας καί τῆς Τσεχίας-Σλοβακίας.
Τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπεδίωκαν ὁ δυτικόφιλος τέως Πρόεδρος τῆς Χώρας Πέτρο Ποροσένκο, τό Κοινοβούλιο καί οἱ δύο σχισματικές Δομές, ἡ «Οὐκρανική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία-Πατριαρχεῖο Κιέβου», πού ἀποσπάστηκε τό 1992 ἀπό τό Ρωσσικό Πατριαρχεῖο, μέ σκληρές ἐπιθέσεις καί ἀναθέματα κατά τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας μέ ἐπικεφαλής τόν καθηρημένο καί ἀναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου, μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) καί ἡ «Οὐκρανική Αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», πού δημιουργήθηκε τό 1921 ἀπό τίς Σοβιετικές Ἀρχές μέ τόν ψευδεπίσκοπο Βασίλειο Λιπκίβσκυ πού χειροτονήθηκε ἀπό «ἱερεῖς καί λαϊκούς»!!! καί ἕνεκεν τῆς συμπράξεώς της μέ τούς Ναζί κατακτητές τῆς Χώρας κατεδιώχθη καί συνέπτυξε δῆθεν «ἐκκλησία τῶν κατακομβῶν» καί μετά ταῦτα ἀνεβίωσε τό 1980 ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Πατριάρχη» Μστισλάβ πού ζοῦσε στή Δύση καί διοικεῖτο ἀπό τόν αὐτοπροσδιοριζόμενο ὡς «Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς, καθηρημένο πρώην Ἱερέα τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας «χειροτονημένο» ψευδεπίσκοπο ἀπό τόν καθηρημένο Διάκονό της Βίκτωρα Τσεκάλιν, τραγικό πρόσωπο μέ πλούσιο «ἱστορικό», ὡς «Ὀρθόδοξος» ψευδεπίσκοπος, Οὐνίτης, Εὐαγγελικός, Πάστορας, κατεγνωσμένος δικαστικῶς παιδεραστής, συνταξιοδοτηθείς ὡς φρενοβλαβής.
Τό Σεπτό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο «ἀπεκατέστησε» στήν κανονική τάξι τίς δύο αὐτές σχισματικές «Ἐκκλησιαστικές» Δομές μέ τούς ἐπικεφαλής των, τῶν ὁποίων τήν κανονική κατάστασι οὐδεμία ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε καί ἀναγνωρίζει ἄχρι τοῦ νῦν.
Εἰδικώτερα ὁ μοναχός Φιλάρετος (Ντενισένκο), κληρικός τυγχάνων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὡς Μητροπολίτης Κιέβου τό 1992 καθηρέθη, ὅπως προελέχθη, ἐκ τοῦ ὑψηλοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης ὑπουργήματος καί μετά ταῦτα ἀνεθεματίσθη γιά τήν πρόκλησι σχίσματος ἀλλά καί γιά ἑτέρας ἀντικανονικάς αὐτοῦ ἐνεργείας (πορνεία), ὁ δέ ἕτερος Μακάριος Μάλετιτς οὐδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται, ὡς καταδείξαμε.
Ἐν συνεχείᾳ συνεκροτήθη μία λεγομένη «Ἑνωτική Σύνοδος», πού ἐξέλεξε ὡς «Προκαθήμενο» τόν «Μητροπολίτη» Ἐπιφάνιο, «χειροτονία» τοῦ ἀναθεματισμένου μοναχοῦ Φιλαρέτου καί ἀκολούθως χορηγήθηκε στήν προελθούσα, ἐξ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐνεργειῶν νέα Δομή τό καθεστώς τῆς Αὐτοκεφαλίας.
Τό κρίσιμο ἑπομένως θέμα πού τίθεται ἀπό κανονικῆς ἐπόψεως στό συγκεκριμένο ζήτημα εἶναι ἐάν οἱ ἀποφάσεις τελείας Συνόδου προεδρευομένης ὑπό Πατριάρχου ὡς εἶναι ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας εἶναι ἀνέκκλητες ἤ δύνανται νά ἐκκληθοῦν ἐνώπιον ἄλλης Πατριαρχικῆς Συνόδου.
Τό θέμα αὐτό ἀπησχόλησε τήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία μετά τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς καί τούς κανόνες Αὐτῆς Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ στήν ὁποία μετεῖχαν οἱ Δυτικοί Ἐπίσκοποι καί προήδρευσε ὁ Ὅσιος Κορδούης, συγκροτηθείσης ἐν ταὐτῷ καί Συνόδου τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπισκόπων στήν σημερινή Φιλιππούπολη.
Πρῶτος ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος ἐπικαλούμενος τούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὡς κανόνες δῆθεν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα ὑπάτου δικαστοῦ ἐπί τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Β. Ἀφρικῆς καί ἀξίωσε τήν ἀποκατάστασι τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Sicca Οὐρβανό, πρεσβυτέρου Ἀπιαρίου.
Οἱ ἀφρικανοί Ἐπίσκοποι ἀπέκρουσαν διαρρήδην τό ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου καί τοῦ διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ ἀξιούμενο δικαίωμα ὑπάτου δικαστοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν τους τό 424.
Προηγουμένως ἡ ἐν Καρθαγένῃ τοπική σύνοδος μέ τόν ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ ἀρίθμησιν «Πηδαλίου»), ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνεται ἀπαρά-λακτος καί μέ τόν ΡΛΔ (129) κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου νομοθέτησε:
«Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι καὶ οἱ λοιποὶ κατώτεροι κληρικοί, ἐν αἷς ἔχουσιν αἰτίαις, ἐὰν τὰ δικαστήρια μέμφωνται τῶν ἰδίων ἐπισκόπων, οἱ γείτονες ἐπίσκοποι ἀκροάσωνται αὐτῶν καί, μετὰ συναινέσεως τοῦ ἰδίου ἐπισκόπου, τὰ μεταξὺ αὐτῶν διαθῶσιν οἱ προσκαλούμενοι παρ’ αὐτῶν ἐπίσκοποι. Διό, εἰ καὶ περὶ αὐτῶν ἔκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μὴ ἐκκαλέσωνται εἰς τὰ πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια, ἀλλὰ πρὸς τοὺς πρωτεύοντας τῶν ἰδίων ἐπαρχιῶν, ὡς καὶ περὶ τῶν ἐπισκόπων πολλάκις ὥρισται.
Οἱ δὲ πρὸς περαματικὰ δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ οὐδενὸς ἐν τῇ Ἀφρικῇ δεχθῶσιν κοινωνίαν» καί τό ἀπολύτως σημαντικόν εἶναι ὅτι οἱ κανόνες τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου ἐπεκυρώθησαν ὁρισμένως καί ὀνομαστικῶς ἀπό τόν Β΄ κανόνα τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἁπλῶς δέ ἀπό τόν Α΄ τῆς Δ΄ καί τόν Α΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἑπομένως ἡ Ἀδιαίρετος Ἐκκλησία ἐδέχθη ὅτι τά ὑπό τοῦ Γ΄, Δ΄ καί Ε΄ κανόνων τῆς Σαρδικῆς, ὁριζόμενα ἀφοροῦσαν εἰδικό προνόμοιο πού ἀπενεμήθη στόν τότε Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τούς ὑπ’ αὐτόν ὑποκειμένους Ἐπισκόπους καί μόνον καί ὄχι ἀνάθεσις ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας σέ αὐτόν.
Σχετικά ὁ Ζωναρᾶς λέγει: «Οὔτε οὖν τῆς ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἐστίν ὁ κανών, οὔτε πάσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ» (Σ.Γ.241), ὁ δέ Βαλσαμών ἀναφέρει: «εἰδικόν γάρ ἐστί τοῦτο εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις τοῦ Πάπα καί κρατεῖν ὀφείλει ἔνθα ἐξεφωνήθη» (Σ.Γ.239).
Συνεπῶς ἡ ἀπαίτησις τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης γιά προνόμιο ὑπερτάτης ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας ἀπερρίφθη ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἔγινε δεκτή ἡ κανονική διάταξι τῆς Συνόδου τῆς Καρθαγένης διά τῆς Ἁγίας Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι θά ἀφορίζονται οἱ κληρικοί ἑτέρου ἐκκλησιαστικοῦ κλίματος πού θά ἐκκαλοῦν ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης τάς ὑποθέσεις των.
Στήν Ὀρθόδοξο Καθολική Ἐκκλησία ἐπί τῇ βάσει τῶν Ἱ. Κανόνων Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού διακελεύουν: «Εἰ δὲ πρὸς τὸν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικὸς ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τὸν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἢ τὸν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καὶ ἐπ’ αὐτῷ δικαζέσθω», σέ προσβολή δι’ ἐκκλήτου δέν ὑπόκειται, δηλ. τυγχάνει ἀνέκκλητος ἐκδοθεῖσα καταδικαστική ἀπόφασις ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου, συνελθούσης κατ’ ὀρθήν ἐφαρμογή τοῦ ΚΗ΄ἀποστολικοῦ Κανόνος καί τοῦ Δ΄ κανόνος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ὅπως εἶναι ἡ ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἐξάρχου τῆς Διοικήσεως τελοῦσα Γενική Σύνοδος τῶν Μητροπολιτῶν ἤ ἡ ὑπό τήν Προεδρία τοῦ Πατριάρχου τελοῦσα Σύνοδος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος.
Τόσον ὁ Θ΄ ὅσο καί ὁ ΙΖ΄ Ἱ. Κανόνες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτουν διαζευκτικό Ἤ στήν ἴδια κανονική πρόβλεψι γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως καί τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καί παρέχουν δυνατότητα ἰσοτίμου προσφυγῆς καί ἑπομένως δέν ἀνιδρύουν οἱ κανόνες γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ὑπερτάτη δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἕτερο βαθμό δικαιοδοσίας.
Ἔξαρχος δέ τῆς Διοικήσεως σήμερον εἶναι ὁ Πρόεδρος τοῦ οἰκείου Πατριαρχικοῦ κλίματος. Ὁ Βαλσαμών ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ὁ μακαριώτατος πατριάρχης ἐκείνης τῆς διοικήσεως μεταξύ αὐτῶν ἀκροάσθω, κακεῖνα ὁριζέτω ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς κανόσι, καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου», στήν δέ «Ἐπαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ὑφ’ ἑτέρου, ὡς ἀρχή καί αὐτῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν κριτηρίων», ὁ δέ Ἱερός καί Μέγας Φώτιος στά «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «οὔτε γάρ ἐκκαλοῦντο αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι».
Κατά ταῦτα ἡ δικαστική κρίσις οἱασδήποτε Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου πού ἀποτελεῖ κατά τό κανονικό μας δίκαιο τελεία Σύνοδο καί ἐκφέρεται μετά ἀπό ἐκδίκασι κανονικῆς ὑποθέσεως τυγχάνει ἀνέκκλητος δυναμένη μόνον νά ἐκκληθῆ ἐνώπιον Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Τό ποινικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας» σελ. 836 ἑπ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Ὑπομνηματίζων ὁ θεοφώτιστος Ἅγ. Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τόν Θ΄ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στίς σελ. 192-193 «Πηδάλιο» ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «ἀπαντῶν» στόν ἐξωμότη καί ἐξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα καί στούς ὅπως ἀναφέρει Παπιστές Βίνιον καί Βελαρμῖνον, ἀναφέρεται στό ζήτημα μέ ἐξαίρετη κανονική ἀνάλυσι λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ δῆλόν ἐστι ά. διατί ἐν τῇ δ΄. πράξει τῆς ἐν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ὁ Κων/νουπόλεως Ἀνατόλιος ἐνεργήσας ὑπερόρια, καί λαβών τήν Τύρον ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν της Φώτιον, καί δούς αὐτήν εἰς τόν Βηρυτοῦ Εὐσέβιον, καί καθελών καί ἀφορίσας τόν Φώτιον, ἐμέμφθη καί ἀπό τούς ἄρχοντας, καί ἀπό ὅλην τήν Σύνοδον διά τοῦτο.
Καί ἀγκαλά ἐπροφασίσθη πολλά, μέ ὅλον τοῦτο ὅσα ἐκεῖ ἐνήργησεν, ἀκυρώθησαν ὑπό τῆς Συνόδου, καί ὁ Φώτιος ἐδικαιώθη, καί τάς ἐπισκοπάς τῆς Τύρου ἔλαβε. Διό καί ὁ Ἐφέσου Ἰσαάκ ἔλεγεν εἰς Μιχαήλ τόν πρῶτον τῶν Παλαιολόγων, ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἐκτείνει τήν ἐξουσίαν αὐτοῦ ἐπί τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (κατά τόν Παχυμέρην βιβλ. στ'. κεφ. ά)· β'. ὅτι οἱ πολιτικοί καί βασιλικοί νόμοι δέν προσδιορίζουσιν ὅτι ἡ τοῦ Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις καί ἀπόφασις δέν δέχεται ἔκκλητον, ἀλλ΄ ἀορίστως ἑκάστου Πατριάρχου καί τῶν Πατριαρχῶν πληθυντικῶς. Λέγει γάρ Ἰουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ὁ Πατριάρχης τῆς Διοικήσεως ἐκεῖνα ὁριζέτω, ἅτινα τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς Κανόσι καί τοῖς νόμοις συνάδει, οὐδενός μέρους κατά τῆς ψήφου αὐτοῦ ἀντιλέγειν δυναμένου. Καί ὁ σοφός Λέων ἐν τῷ ά. τίτλ. τῆς νομικῆς αὐτοῦ ἐπιτομῆς, λέγει, τό τοῦ Πατριάρχου κριτήριον ἐκκλήτῳ οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ ἀναψηλαφᾶται ἀπό ἄλλον, ὡς ἀρχή ὅν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐξ αὐτοῦ γάρ πάντα τά κριτήρια, καί εἰς αὐτό ἀναλύει.
Καί ὁ Ἰουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. τῆς συναγωγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὁ ἁρμόδιος Πατριάρχης ἐξετάσει τήν ψῆφον, μή δεδιώς ἔκκλητον, καί βιβλ. ά. τιτλ. δ΄ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαταγῆς, οὐκ ἐκκαλοῦνται αἱ τῶν Πατριαρχῶν ψῆφοι, καί πάλιν βιβλ. ά. τίτλ. δ'. κεφ. κθ΄ κατά τῶν ἀποφάσεων δέ τῶν Πατριαρχῶν, ἐνομοθετήθη ἀπό τούς πρό ἡμῶν Βασιλεῖς νά μή γίνεται ἔκκλητος.
Λοιπόν ἀνίσως κατά τούς Βασιλεῖς τούτους, οἵτινες συμφωνοῦσι μέ τούς ἱερούς Κανόνας, αἱ ψῆφοι τῶν Πατριαρχῶν πάντων δέν δέχονται ἔκκλητον, ἤτοι δέν ἀναβιβάζονται εἰς ἄλλου Πατριάρχου κριτήριον, πῶς ὁ Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας νά ἀνακρίνη; καί ἄν ὁ παρών Κανών τῆς δ΄ ἀλλά καί ιζ΄ αὐτῆς, σκοπόν εἶχε νά ἔχῃ ὁ Κωνσταντινουπόλεως τήν ἔκκλητον τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, πῶς οἱ Βασιλεῖς ἤθελαν θεσπίσουν ἐκ διαμέτρου ὅλον τό ἐναντίον, εἰς καιρόν ὅπου αὐτοί ἐγίνωσκον ὅτι οἱ μή συμφωνοῦντες τοῖς Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν ἄκυροι; γ΄. ὅτι, ἄν δώσωμεν κατά τούς ἀνωτέρω Παπιστάς ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τούς Πατριάρχας, καί ἀνακρίνει τάς κρίσεις αὐτῶν, ἐπειδή ὁ Κανών δέν κάμνει ἐξαίρεσιν τίνος καί τίνος Πατριάρχου, ἄρα κρίνει ὁ αὐτός καί ἀνακρινεῖ καί τόν Ρώμης, καί οὕτως ἔσται ὁ Κωνσταντινουπόλεως καί πρῶτος καί ἔσχατος καί κοινός κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν καί αὐτοῦ τοῦ Πάπα».
Ἄς σημειωθεῖ ἐνταῦθα ὅτι Καθηγητής καί πρωτιστεύων Ἱεράρχης σέ πολυσέλιδο κείμενό του γιά τό Οὐκρανικό ζήτημα προβάλλει τούς Κανόνες τῆς Σαρδικῆς ἀλλά «λησμονεῖ» τούς νεωτέρους Κανόνες τῆς Καρθαγένης καί τήν ἐπικύρωσί τους ὁρισμένως ἀπό τόν Β΄ Κανόνα τῆς ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀναφερόμενος δέ στό Ἱ. Πηδάλιον καί μή δυνάμενος νά ἀντικρούσει τόν Θεοφώτιστο Ἅγιο Νικόδημο πειρᾶται νά ἀπομειώσει τό κύρος τοῦ Ἱ. Πηδαλίου ἀποσιωπῶν τόν Ἱερώτατον καί Θεοφόρον συγγραφέα του, ἀποδίδων αὐτό σέ ἀνωνύμους δῆθεν συγγραφεῖς του.
Συνεπῶς κανονικό δικαίωμα ἐπανεξετάσεως τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μοναχοῦ Φιλαρέτου (Ντενισένκο) μετά τίς ἀποφάσεις τῆς τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἔχει μόνον ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως ἄλλωστε ὁ Σεπτός Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, πρός τόν Ὁποῖον χρεωστῶ εὐγνωμοσύνην καί σεβασμόν διότι κατ’ ἄνθρωπον τοῦ ὀφείλω τήν εἰς Ἐπίσκοπον προαγωγήν καί χειροτονίαν μου, ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα πρός τόν Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Ἀλέξιον ἀποδέχεται γράφων: «Εἰς ἀπάντησιν πρός σχετικό τηλεγράφημα καί γράμμα τῆς Ὑμετέρας λίαν ἀγαπητῆς καί περισπουδάστου Μακαριότητος, ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος προβλήματος ἐν τῇ καθ’Ὑμᾶς ἀδελφῇ Ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, ὅπερ πρόβλημα ὡδήγησε τήν Ἱεράν Σύνοδον αὐτῆς ὅπως προβῇ, δι’οὕς οἷδεν αὕτη λόγους, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ἄχρι πρότινος ἐκ τῶν τά πρῶτα φερόντων Συνοδικοῦ μέλους αὐτῆς Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, ἐπιθυμοῦμεν ἵνα γνωρίσωμεν τῇ Ὑμετέρᾳ Ἀγάπῃ ἀδελφικῶς ὅτι ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουσα εἰς τό ἀκέραιον τήν ἐπί τοῦ θέματος ἀποκλειστικήν ἀρμοδιότητα τῆς ὑφ’ Ὑμᾶς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἀποδέχεται τά Συνοδικῶς ἀποφασισθέντα περί τοῦ ἐν λόγῳ, μή ἐπιθυμοῦσα τό παράπαν ἵνα παρέξῃ οἱανδήτινα δυσχέρειαν εἰς τήν καθ’ Ὑμᾶς ἀδελφήν Ἐκκλησίαν» ἀναγνωρίζων, ὡς Κανονολόγος, τήν ἀρχήν τῆς ταυτότητος τῶν ποινῶν, γεγονός πού ἐπανέλαβε καί μετά στό γράμμα του γιά τόν ἀναθεματισμό τοῦ ἰδίου, Φιλαρέτου (Ντενισένκο), (1997) πρὸς τὸν Πατριάρχη Μόσχας: «Λαβόντες γνῶσιν τῆς ὡς ἄνω ἀποφάσεως, ἀνακοινώσαμεν ταύτην τῇ Ἱεραρχίᾳ τοῦ καθ’ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ προετρεψάμεθα αὐτὴν ὅπως οὐδεμίαν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν ἔχῃ τουντεῦθεν μετὰ τῶν εἰρημένων».
• Οἱ Ἱ. Κανόνες Θ΄ καί ΙΖ΄ τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθιέρωσαν, ὅπως προείπαμε, τόν ἴδιο βαθμό δωσιδικίας γιά τόν Ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως (σημερινό Πρόεδρο τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου) καί γιά τόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη-Ἀρχιεπίσκοπο Κων/νουπόλεως καί μέ αὐτή τήν κανονική ρύθμισι δέν ἀνίδρυσαν μείζονα δικαιοδοσία δι’ οὐδένα Πατριαρχικό Θρόνο.
Συνεπῶς ὁ καταδικασθείς ὑπό τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου δέν ἔχει τό δικαίωμα προσφυγῆς σέ ἄλλη Πατριαρχική Σύνοδο παρά μόνον στήν Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἀρχή ἐναργέστερα νομοθέτησε ἡ Ἁγία ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τήν διά τοῦ Β΄ Ἱ. Κανόνος Της ὀνομαστικῶς ἐπικύρωσι τῶν κανόνων τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, ἡ ὁποία ὅπως ἀναφέρεται ἀπέρριψε τήν ἀπαίτησι γενικῆς δωσιδικίας τοῦ Ἐπισκόπου τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης καί συνεπῶς κάθε ἑτέρου Πατριάρχου ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄλλωστε ὁ νεώτερος Ἱ. Κανόνας, ὁ Β΄ τῆς Ἁγίας ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁρισμένως ἐκύρωσε τούς Ἱ. Κανόνες τῆς Καρθαγένης καί ὡς νεωτέρα κανονική διάταξις τροποποιεῖ κάθε παλαιοτέρα καί κατισχύει αὐτῆς, ὅπως σέ κάθε δικαιϊκό σύστημα ἰσχύει καί ὡς καταδεικνύεται ἀπό τήν ἐπί τοῦ ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου.
Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως·» (Ματθ. 5,33-34) Τό προκύπτον συμπέρασμα ἐκ τῆς κανονικῆς αὐτῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ρυθμίσεως διά τήν περίπτωσι τῆς Οὐκρανίας, εἶναι ὅτι ἐσφαλμένως καί ἄνευ κανονικῆς ἁρμοδιότητος καί δωσιδικίας ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐξεδίκασε ἐκκλήτους καί ἔκρινε ἐπί τελεσιδίκων κανονικῶν ὑποθέσεων πρώην κληρικῶν ἄλλης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας, τροποποιοῦσα καί ἀκυρώνουσα ἀποφάσεις τελείας Πατριαρχικῆς Συνόδου χωρίς σχετική κανονική ἁρμοδιότητα.
Ἑπομένως οἱ ἀποφάσεις κανονικῆς ἀποκαταστάσεως τῶν καθηρημένων, ἀναθεματισμένων καί ἀχειροτονήτων τῶν δύο σχισματικῶν Δομῶν τῆς Οὐκρανίας, πού προηγήθηκαν τῆς χορηγήσεως τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας εἶναι ἄκυρες καί συνεπῶς ἡ Ἀπόφασις χορηγήσεως καθεστῶτος Αὐτοκεφαλίας σέ ἀνύπαρκτον Κανονικῶς Ἐκκλησία ἀπαρτιζομένη ἀπό Κανονικούς παραβάτες, ἀποβαίνει καί αὐτή ἄκυρος.
Αὐτά ἀσφαλῶς πρέπει νά καταγνωσθοῦν πλέον ὑπό πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία δι’ἐνεργειῶν τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν πρός τόν Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρολομαῖον πρέπει τάχιστα νά συνέλθει γιά νά ἀντιμετωπιστεῖ αὐτό τό φαινομενικῶς δυσεπίλυτο ζήτημα, τό ὁποῖο δυστυχῶς οὐδείς θέτει στήν πραγματική κανονική του βάσι καί κυρίως νά ἀντιμετωπισθεῖ ὁ μέγιστος κίνδυνος διασπάσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας διά τήν εὐστάθεια τῆς Ἁγιωτάτης, Ὀρθοδόξου, Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Διερωτῶμαι, ἡ Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων ἀγνοεῖ τά ἀνωτέρω;
Ἡ δέ Συνοδική Ἐπιτροπή Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων ἔχει μελετήσει τίς συνέπειες ἀναγνωρίσεως τῆς ἀκύρου αὐτῆς Αὐτοκεφαλίας, ὅπως εἰσηγήθηκε στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, προδήλου κανονικοῦ σφάλματος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τήν βεβαία ἀντίδρασι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μετά τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν τυχόν ἀναγνώρισι στήν Ἑλλάδα ἑτέρας θρησκευτικῆς «Δομῆς» πού ἤδη τελεῖ σέ κοινωνία μέ τήν ὑπερόρια στήν Ἀμερική Ρωσσική Ἐκκλησία τῆς πρώην Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς (ROCOR);
Ἀντιλαμβανόμεθα εἰλικρινῶς τόν κυκεῶνα πού ἔρχεται; Εἴμεθα ἔτοιμοι νά ἀναλάβωμε τίς εὐθύνες μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνιότητός μας καί τῆς Ἱστορίας;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου