ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΔΙΑ ΓΟΧ
el
Δικηγορικό Γραφείο Ευγενίας Α. Φωτοπούλου
Βασιλίσσης Σοφίας 6 Αθήνα 106 74
Τηλέφωνο: 210 36 24 769, 211 7 80 80 80
Email: info@efotopoulou.gr
Εφαρμοστέο δίκαιο στις θρησκευτικές κοινότητες των Γ.Ο.Χ. (παλαιοημερολογιτών)
στις 7 Απριλίου 2014
Οι «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (Γ.Ο.Χ.), όπως οι ίδιοι αποκαλούνται, ή «παλαιοημερολογίτες», όπως αποκαλούνται από τους λοιπούς ορθοδόξους, προέκυψαν ως θρησκευτική κοινότητα το 1924, μετά την απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος να αποδεχθεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο αναφορικά με τον υπολογισμό των ακίνητων εορτών.
Όπως είναι γνωστό, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία επί αιώνες δεν δεχόταν να χρησιμοποιήσει το Γρηγοριανό ημερολόγιο (ονομασία προερχόμενη από το όνομα του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄ που το εισήγαγε το 1582 στην Καθολική Εκκλησία) με τον φόβο μήπως αυτό γίνει αιτία παραπλάνησης των πιστών της. Όταν λοιπόν το ελληνικό κράτος, με βασιλικό διάταγμα εισήγαγε και στην Ελλάδα το Γρηγοριανό ημερολόγιο την 16η Φεβρουαρίου 1923, και καθιέρωσε την εφαρμογή του στην ελληνική επικράτεια, διατηρήθηκε σε σχέση με την Εκκλησία και τις θρησκευτικές εορτές το παλαιό ημερολόγιο, το αποκαλούμενο ιουλιανό (λόγω της εισαγωγής του από τον Ιούλιο Καίσαρα το 46 π.Χ.). Λόγω όμως της σύγχυσης που δημιουργήθηκε από την παράλληλη ισχύ των δύο ημερολογίων σε επίπεδο κρατικό και σε επίπεδο θρησκευτικής κοινότητας, η Εκκλησία της Ελλάδος, προσχώρησε από 10 Μαρτίου του 1924 στο νέο ημερολόγιο με την εξής διόρθωσή του: το Πάσχα θα εορτάζεται σύμφωνα με τον «Πασχάλιο Κανόνα», όπως είχε οριστεί από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325 μ.Χ. και συγκεκριμένα την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας και πάντως μετά το ιουδαϊκό Πάσχα (βλ. Κονιδάρης Ι., «Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου», 2000, σελ. 113).
Την εισαγωγή του διορθωμένου αυτού ιουλιανού ημερολογίου, μία μερίδα κληρικών και πιστών της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θεώρησε αντίθετη στους ιερούς κανόνες και διαφώνησε, θέλοντας να εξακολουθήσει να εφαρμόζει το εκκλησιαστικό «πατρώο» ημερολόγιο (Ιουλιανό ημερολόγιο), το οποίο σαν πρακτική συνέπεια έχει ότι υπολείπεται από το διεθνές πολιτικό ημερολόγιο (Γρηγοριανό ημερολόγιο) κατά 13 ημέρες. Στην κίνηση αυτή προσχώρησαν και τέθηκαν ως επικεφαλής της τρείς Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης, ο Δημητριάδος Γερμανός Μαυρομμάτης και ο Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, οι οποίοι με δήλωσή τους προς την Ιερά Σύνοδο, διέκοψαν την κοινωνία τους με αυτήν και τους λοιπούς Μητροπολίτες, και στη συνέχεια χειροτόνησαν τέσσερις νέους επισκόπους συγκροτώντας ιδιαίτερη «Σύνοδο», δημιουργώντας δηλαδή χωριστή διοικητική οργάνωση και ιεραρχία μέσα στους κόλπους της μιας και μόνης Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (περισσότερα για τις πολλές πτυχές του ζητήματος βλ. Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη Μητροπολίτου Δημητριάδος, «Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», Αθήνα 1982).
Το νομικό ζήτημα που ανακύπτει από τον εσωτερικό αυτό χωρισμό των ορθοδόξων έγκειται όχι τόσο στον αν αποτελούν γνωστή και αναγνωρισμένη θρησκεία στο ελληνικό κράτος (ζήτημα που έχει πλέον λυθεί, βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 494/1997), αλλά αφενός στο υποστατό της νομικής τους προσωπικότητας και της φύσεως αυτής και αφετέρου στο εφαρμοστέο δίκαιο στη θρησκευτική αυτή κοινότητα.
Χαρακτηριστική σχετικά με το ζήτημα της νομικής προσωπικότητας της κοινότητας (ή των κοινοτήτων μετά τις εσωτερικές τους διαιρέσεις) των Γ.Ο.Χ. είναι η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Λαρίσης (υπ’ αρ. 327/2011 ΕφΛαρισ), όπου κρίθηκε ότι δεν ανήκουν στο νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος και συνακόλουθα αναγνωρίστηκε σε αυτές αυτοδίκαιη νομική προσωπικότητα, άρα ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έστω και αν δεν υπάρχει πολιτειακή πράξη (λ.χ. τήρηση των διατυπώσεων του ΑΚ για σωματειακή υπόσταση), χαρακτηρίζοντάς την ως ιδιόρρυθμη νομική προσωπικότητα που πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα (αρθ. 13) (κατά παρέκκλιση από την ΠολΠρωτΑθ 2823/99 που είχε κρίνει ότι στερούνται νομικής προσωπικότητας και είχε δεχθεί την ικανότητα τους ως διαδίκου κατά άρθρο 62ΚΠολΔ).
Συγκεκριμένα, στην ως άνω απόφαση κρίθηκε: «Για τις ανάγκες νομικής εκφράσεως του θρησκευτικού τους βίου οι Γ.Ο.Χ. συνέπηξαν ομάδες προσώπων συνήθως με τον τύπο του σωματείου. Παρότι δογματικά ταυτίζονται με την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία σημειωτέον μέχρι σήμερα δεν έχει λάβει απόφαση περί κηρύξεως των ως αιρετικών ή σχισματικών, εν τούτοις βρίσκονται αναγκαστικά έξω από την «Εκκλησία της Ελλάδος», όπως την έννοια της προσδιορίζει με απόλυτη σαφήνεια το Σύνταγμα στα αρθ. 3§1 και 72§1. Το δικαίωμα των ΓΟΧ να αποκτήσει η θρησκευτική κοινότητα τους ή οι υποδιαιρέσεις της νομική προσωπικότητα και έκφραση αμφισβητήθηκε στην αρχή της κινήσεως τους σοβαρά, αλλά αδικαιολόγητα, κατάλοιπα δε αυτής της αμφισβητήσεως διακρίνονται και στην πρόσφατη νομολογία. Σειρά δικαστικών αποφάσεων αρνούνταν την αναγνώριση σωματείων που συνιστούσαν οι ΓΟΧ, με το αιτιολογικό είτε διότι ο σκοπός τους ήταν παράνομος είτε διότι δεν υπάρχει γνωστή θρησκεία με το όνομα «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί». Σήμερα πλέον δεν αμφισβητείται το δικαίωμά τους αυτό και το ασκούν ακώλυτα, θεμελιούμενο μάλιστα, εκτός από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, κυρίως στα αρθ. 13 του Συντ. και 9 της ΕΣΔΑ.
Η ακίνητη περιουσία των ΓΟΧ ανήκει συνήθως σε ένα τέτοιο σωματείο και σπανιότερα σε φυσικά πρόσωπα, κληρικών ή πιστών, της κινήσεως. Δεν υπάρχουν ειδικές πολιτειακές διατάξεις και γι” αυτό η διοίκηση και διαχείρισή τους γίνεται από το φορέα του εμπράγματου δικαιώματος κατά τις κοινές διατάξεις, σε συνδυασμό (στην πρώτη περίπτωση) με το καταστατικό του σωματείου και τους ιερούς κανόνες, στους οποίους συνήθως τα καταστατικά αυτά αναφέρονται.
Διατυπώθηκε η άποψη (ΠολΠρωτΑΘ 2823/99 Δ 30. 871 με αντίθετες παρατηρήσεις Ιωάν. Κονιδάρη και Δημ. Μπέη) ότι οι μονές των παλαιοημερολογιτών στερούνται νομικής προσωπικότητας, αν και σύμφωνα με την κατοχυρωμένη από το αρθ. 13 Συντ. θρησκευτική ελευθερία έχουν το δικαίωμα ν” αποτελέσουν χωριστή θρησκευτική κοινότητα και ν” απολαμβάνουν της προστασίας των νόμων ως «γνωστή θρησκεία» κατά την άσκηση της λατρείας, διεπόμενοι κατά τα λοιπά από τους κανόνες δικαίου της θρησκευτικής τους κοινότητας. Η ίδια άποψη δέχθηκε ωστόσο ότι έχουν ικανότητα διαδίκου, ως ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό (ΚΠολΔ 62) και εκπροσωπούνται δικαστικώς από τα φυσικά πρόσωπα, στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεων τους. Οι θέσεις αυτές κατακρίθηκαν και δίκαια (βλ. σχόλια Ιωάν. Κονιδάρη και Δημ. Μπέη (ιδίως του δευτέρου) Δ 30. 882-886, καθώς και γνωμοδότηση Δημ. Μπέη Δ 27. 924-946 ιδίως 945-946).
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η θρησκευτική κοινότητα των ΓΟΧ και οι οργανωτικές υποδιαιρέσεις της έχουν αυτοδίκαια νομική προσωπικότητα, άρα ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έστω και αν δεν υπάρχει πολιτειακή πράξη (λ.χ. τήρηση των διατυπώσεων του ΑΚ για σωματειακή υπόσταση). Η (ιδιόρρυθμη) νομική αυτή προσωπικότητα τους πηγάζει απευθείας από το Σύνταγμα (αρθ. 13), διότι αποτελεί προϋπόθεση sine qua non για την εξασφάλιση της δυνατότητας να ασκηθεί από μία θρησκευτική κοινότητα (που βέβαια πρεσβεύει γνωστή θρησκεία) η ελευθερία της λατρείας, θρησκευτικής παιδείας, διάδοσης των ιδεών της κλπ (βλ. και γνωμοδότηση Κων. Πολυζωΐδου, Αρμ 1999. 1307 επ., ιδίως 1309). Διότι υποκείμενο του δικαιώματος αυτού δεν είναι μόνο ο κάθε εξατομικευμένος άνθρωπος, αλλά και η ομάδα ανθρώπων που συγκροτεί την αντίστοιχη θρησκευτική κοινότητα. Οι ανωτέρω θέσεις ενισχύονται μετά την έκδοση της απόφασης του ΕΔΔΑ για την Καθολική Ενορία Χανίων (ΕΔΔΑ, απόφαση της 16.12.1997, Καθολική Εκκλησία Χανίων κατά Ελλάδος, Δ 29. 567. Βλ. και παρατηρήσεις Γ. Κτιστάκι, σελ. 547 επ. και Δ. Μπέη σελ. 572 επ.), με την οποία έγινε δεκτό ότι η θρησκευτική αυτή κοινότητα, έστω και αν κατά το ελληνικό δίκαιο δεν έχει αυτοτελή νομική προσωπικότητα, έχει σε κάθε περίπτωση ικανότητα διαδίκου (ΕφΑΘ 678/09 αδημ.)».
Ως προς το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου στις κοινότητες των Γ.Ο.Χ. χαρακτηριστική είναι η υπ’ αρ. 1444/1991 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία έκρινε ότι οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος «δεν εφαρμόζονται επί των παλαιοημερολογητών, οι οποίοι έχουν συμπήξει ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα, σχετικά με την οποία έχει καταχωρισθεί στα πρακτικά συζητήσεων του Συντάγματος 1975 ειδική δήλωση του αρμόδιου Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων αναφερόμενη στην ελευθερία των μελών της κοινότητας αυτής για την άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας (Πρακτ.συνεδριάσεως ΟΕ`/21.4.75, σ.421)». Έγινε δηλαδή δεκτό ότι η κοινότητα των Γ.Ο.Χ. «περί της οποίας έγινε και η μνημονευμένη δήλωση στα πρακτικά συζητήσεων του Συντάγματος διαφέρει της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ζήτημα του ημερολογίου κα του χρόνου τελέσεως των θρησκευτικών τελετών και δεν είναι ετερόθρησκη ούτε ετερόδοξη». Συνακόλουθα έκρινε ότι οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος «δεν είναι επιδεκτικές ανάλογης εφαρμογής […] διότι περιορισμοί ατομικών δικαιωμάτων, όπως η κατοχυρωμένη στο άρθρο 13 παρ.2 του Συντάγματος ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, δεν επιβάλλονται αναλογικώς, αλλά προκύπτουν από σαφή διάταξη του νόμου και υπό την περαιτέρω αυτονόητη προϋπόθεση, ότι οι περιορισμοί οι δια νόμου εισαγόμενοι, επιτρέπονται από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις και είναι σύμφωνες προς αυτές».
Με την ως άνω απόφαση δηλαδή επικυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 2157/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Αρμ 1985, 464) η οποία είχε αποφανθεί σχετικά: οι Γ.Ο.Χ. «έχουν ιδρύσει ιδιαίτερες κοινότητες με δική τους διοικητική οργάνωση, η οποία και τους διαφοροποιεί από την Εκκλησία της Ελλάδος, η νομοθεσία της οποίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις θρησκευτικές τους κοινότητες. Αποτέλεσμα της αδυναμίας εφαρμογής των διατάξεων της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ότι η διοικητική οργάνωση και λειτουργία των Θρησκευτικών Κοινοτήτων των Γ.Ο.Χ. ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο, όπως συνομολογείται, από τους ιερούς κανόνες, τις ιερές παραδόσεις και από τα καταστατικά των Σωματείων που έχουν για τον σκοπό της εξασφαλίσεως της λατρείας ιδρυθεί. Με βάση τους κανόνες αυτούς θα κριθεί η εγκυρότητα και το νομότυπο της διαδικασίας της συγκλήσεως της Ιεράς Συνόδου και το κύρος των αποφάσεων που πάρθηκαν σ’ αυτές».
Ομοίως έκρινε και η υπ’ αρ. 517/2005 απόφαση του Εφετείου Λαρίσσης: «Περαιτέρω, μετά την κατά το έτος 1924 επέκταση του νέου Γρηγοριανού Ημερολογίου και στις εκκλησιαστικές σχέσεις δια τον υπολογισμό των ακινήτων εορτών, απεσπάσθησαν από την Ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος οι αυτοαποκαλούμενοι «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί», γνωστοί ως «Παλαιοημερολογίτες», οι οποίοι συνέπηξαν ιδιαιτέρα θρησκευτική Κοινότητα, η οποία διαφέρει της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το ζήτημα του ημερολογίου και του χρόνου τελέσεως των θρησκευτικών εορτών, δεν είναι όμως ετερόθρησκος ούτε ετερόδοξος (βλ. Αν. Χριστοφιλοπούλου «Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον» εκδ. β`, 125,126).
Οι διατάξεις νόμων, οι οποίες αναφέρονται εις την ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος, δεν εφαρμόζονται επί της θρησκευτικής Κοινότητος των Γ.Ο.Χ. (ολ.ΣτΕ 1444/1991 ΝοΒ 40, 626).
Αποτέλεσμα της αδυναμίας εφαρμογής των διατάξεων της Εκκλησίας της Ελλάδος επ” αυτής είναι ότι η διοικητική οργάνωση και λειτουργία των θρησκευτικών Κοινοτήτων των Γ.Ο.Χ ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τους Ιερούς Κανόνες, τις Ιερές Παραδόσεις και συμπληρωματικώς από τα καταστατικά των σωματείων, τα οποία έχουν ιδρυθεί δια την εξασφάλιση της ασκήσεως της λατρείας των».
Την ίδια θέση υιοθετεί το 2005 και ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Φώτιος Μακρής, στην υπ’ αριθμ. 2/2005 Γνωμοδότησή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΠΟΙΝΔ/ΝΗ 2005/302) σχετικά με την υποχρέωση των εισαγγελέων να αποστέλουν με εισαγγελική εντολή στον επίσκοπο των ΓΟΧ την δικαστική απόφαση με την οποία ακυρώνεται ή λύεται ο γάμος χριστιανών που ανήκουν στα μέλη τους, κρίνοντας ότι ο καταστατικός χάρτης της εκκλησίας της Ελλάδος δεν εφαρμόζεται στους θρησκευτικούς λειτουργούς των ΓΟΧ.
Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί απόσπασμα από την άνω γνωμοδότηση σχετικά με το νομικό καθεστώς των παλαιοημερολογιτών:
«…. Οι αυτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ευρύτερα γνωστοί ως παλαιοημερολογίτες, είναι μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος που αποσπάσθηκαν απ’ αυτήν διοικητικά μετά την επέκταση του νέου Γρηγοριανού ημερολογίου το 1924 και στις εκκλησιαστικές σχέσεις για τον υπολογισμό των εορτών (βλ. Mητρ. Δημητριάδος Χριστόδουλο, Ιστορική και κανονική θεώρηση του παλαιοημερολογιακού ζητήματος, 1982). Τούτοι έχουν ιδρύσει ιδιαίτερες κοινότητες με δική τους διοικητική οργάνωση, η οποία τους διαφοροποιεί από την Εκκλησία της Ελλάδος. Η σωματειακώς οργανωμένη ιδιαίτερη αυτή κοινότητα είναι κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα και έχει σκοπό την άσκηση της λατρείας, σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν αυτή συνιστά ή όχι δογματική παρέκκλιση από τις αντίστοιχες δοξασίες της Εκκλησίας της Ελλάδος. Είναι γνωστή θρησκεία, γιατί συνάδει προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη, εφόσον έχει φανερά δόγματα και δημόσια λατρεία και δεν προϋποθέτει μύηση, αφού μάλιστα ως προς αυτά ταυτίζεται με τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η άποψη ότι δεν αποτελούν ξεχωριστή κοινότητα, αλλ” απλώς παρασυναγωγή, διότι το θέμα του εορτολογίου δεν συνάπτεται με το δόγμα, ούτε προς τις παραδόσεις και τους κανόνες της Εκκλησίας είναι προδήλως αβάσιμη, καθόσον δεν ενδιαφέρει η αιτία για την οποία διαφωνούν, αλλά η πεποίθηση τούτων. Η πεποίθηση δηλαδή των παλαιοημερολογιτών, επιμόνως και μετά πείσματος εκδηλούμενη, ότι έχουν υποχρέωση να λατρεύουν τον θεό καθ` ορισμένο μόνο Χρόνο, διότι πιστεύουν συνειδητά ότι μόνον ο χρόνος αυτός είναι πρόσφορος για να εκδηλώσουν τη λατρεία τους, (Αν. Mαρίνος, Η θρησκευτική ελευθερία, 1972, σελ. 302).
Το νέο ημερολόγιο ακολουθούν σήμερα οι Εκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Κύπρου, Ελλάδος, Αλβανίας, Πολωνίας, Τσεχίας και Σλοβενίας. Ενώ το παλαιό ημερολόγιο το ακολουθούν οι Εκκλησίες Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Γεωργίας και το Άγιο Όρος, παρόλον ότι αυτό ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, που ακολουθεί το νέο Ημερολόγιο.
Επομένως, το γεγονός ότι διαφέρει από τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης μόνον ως προς το επιστημονικό (αστρονομικό) ζήτημα του ημερολογίου και του χρόνου τελέσεως των θρησκευτικών εορτών δεν της αφαιρεί το δικαίωμα να θεωρείται αυτοτελής και διακεκριμένη θρησκευτική κοινότητα, πράγμα που καθ’ εαυτό την καθιστά ίδια και ανεξάρτητα γνωστή θρησκεία (ΣτΕ 433/1997 Αρμ 52,495, ΣτΕ Ολ 1444/1991, Γνωμ. Σπ. Τρωϊανου 22.2.1984, Αρμ 85,453, cοntra ότι δεν αποτελεί ίδια κοινότητα και ότι τα μέλη της εξακολουθούν ακόμη να υπάγονται στην ΕΤΕ, ΑΠ Ολ 378/1980 ΠοινΧρ Λ`,568). Άλλωστε, όπως αναγνώρισε και το ΕΔΔΑ στις 14.12.1999 Στρασβούργο, υπόθεση Σερίφ κατά Ελλάδος), «είναι μεν πιθανόν οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες να δημιουργούν ένταση στις περιπτώσεις που διαιρούνται, πλην όμως αυτό είναι αναπόφευκτη συνέπεια του πλουραλισμού. Ο ρόλος των Αρχών σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι να εξαλείφουν την αιτία της εντάσεως με την εξαφάνιση του πλουραλισμού, αλλά να εγγυώνται ότι οι ανταγωνιστικές ομάδες ανέχονται η μια την άλλη”.
Ειδικά, για την ελευθερία της λατρείας των παλαιοημερολογιτών έγινε ειδική δήλωση του Υφυπουργού Παιδείας και θρησκευμάτων, Χρ. Καραπιπέρη, κατά τη συζήτηση της Ε` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων για την αναθεώρηση του συντάγματος, στην ΟΣΤ` Συνεδρίαση της 23.4.1975, η οποία περιελήφθηκε στα πρακτικά και έγινε ομόφωνα αποδεκτή από όλους τους βουλευτές. Η δήλωση έχει ως εξής: “Παρέχω τη δήλωση και παρακαλώ να αναγραφεί εις τα πρακτικά ότι οι αυτοαποκαλούμενοι Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Παλαιοημερολογίτες) δύνανται να τελούν ακωλύτως τα λατρευτικά τους καθήκοντα” (πρακτικά της 23.4.1975, σελ. 421).
Επομένως, η Εκκλησία των παλαιοημερολογιτών είναι αυτοκέφαλη και διοικητικά αυτοδύναμη, χωρίς καμία εξάρτηση από άλλον υπερκείμενο ιεραρχικά σχηματισμό (π.χ. από κάποιο Πατριαρχείο). Η εδαφική της περιφέρεια και η αντίστοιχη κανονική της δικαιοδοσία εκτείνεται σ’ ολόκληρη την υφήλιο, όπου υπάρχουν μέλη της, όπως ακριβώς συμβαίνει και με πολλές αυτοκέφαλες εκκλησίες που διατηρούν οργανωτικές υποδιαιρέσεις και έξω από τα όρια της Πολιτείας, στην οποία βρίσκεται η έδρα τους, (βλ. σχετικά τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας και τις Εκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Pουμανίας και Αλβανίας (βλ. Τρωϊάνος, Οργάνωση των Εκκλησιών 1983, σελ. 45 και Γνωμ. του ίδιου Αρμ 1985,453).
Η νομική βάση της διαφοροποιήσεως των παλαιοημερολογιτών από την Εκκλησία της Ελλάδος έγκειται στον συνδυασμό των διατάξεων 3 παρ. 1 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα οποία Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι η αυτοκέφαλη και αυτοδιοικούμενη, η οργανωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη, που αποτελεί νόμο του κράτους και ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής.
Οποιαδήποτε θρησκευτική κοινότητα, όπως των παλαιοημερολογιτών -άσχετα από τη δογματική της τοποθέτηση- δεν συγκεντρώνει αυτές τις προϋποθέσεις βρίσκεται έξω από την έννοια «Εκκλησία της Ελλάδος». Άμεση συνέπεια της διαφοροποιήσεως των ΓΟΧ είναι ότι δεν μπορεί να εφαρμοσθεί σ’ αυτούς η νομοθεσία που διέπει την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως ο Ν 590/1977 περί καταστατικού χάρτη της ΕΤΕ, ούτε οι επίσκοποί της απολαύουν την εξαιρετική δωσιδικία για τα πλημμελήματα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου, όπως ακριβώς την απολαύουν οι επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΕφΑθ 611/1998)».
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
e-mail:info@efotopoulou.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου