ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΥΣΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ
Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΚΑΘΗΜΕΝΩΝ ΤΟΥ 2001 ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΑΣ, Η ΒΑΣΕΙ ΑΥΤΗΣ ΠΡΟΚΥΨΑΣΑ ΝΕΑ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΝΑ ΛΥΣΗ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ, ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΟΝΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ «ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ» (ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ) ΝΙΚΟΛΑΟΝ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ….
Εἰς τήν Σύναξιν τῶν Προκαθημένων τῆς Βιθυνίαν της Μικράς Ασίας εν ετει 2001, ὅπου ἦτο παρών καί ο νεοημερολογίτης τότε Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, (ο οποίος κατ’ εκείνον τόν καιρόν προσεπάθει απεγνωσμένως διά τῶν γνωστῶν πρακτόρων του νά πείση τούς ΓΟΧ νά υπαχθούν εις τήν «Ἑκκλησίαν» τοῦ νέου ἡμερολογίου), ἐξεδόθη Μήνυμα εἰς τό ὁποῖον μεταξύ τῶν ἄλλων περιελήφθη καί ἡ ἐν συνεχεία παράγραφος, ἡ ὁποία ἀφεώρα τό θέμα τῆς ὑπαγωγῆς τῶν παλαιοημερολογιτῶν εἰς τόν Νεοημερολογιτισμόνη ὡς δεκατριμεριτῶν:
‘Απεφασίσθη μεταξύ τῶν ἄλλων: «Εξ ίσου απαράδεκτος καί καταδικαστέα δέον νά θεωρηθή πάσα διάσπασις τής ενότητος τής Εκκλησίας επί προφάσει τηρήσεως εθίμων καί παραδόσεων ή δήθεν προασπίσεως τής γνησίας Ορθοδοξίας. Ως μαρτυρεί η όλη ζωή τής Ορθοδόξου Εκκλησίας η διαφορά περι τά έθιμα ουδόλως εμποδίζει τήν ευχαριστιακήν κοινωνίαν τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ενώ η τήρησις τής γνησίας Ορθοδόξου Πίστεως διασφαλίζεται διά τού Συνοδικού συστήματος, τό οποίον ανέκαθεν εν τή Εκκλησία απετέλει τόν έσχατον κριτήν περί θεμάτων πίστεως».
Ἦταν ἡ ἐποχή πού ενημερώνοντας εἰς μίαν Σύναξιν τούς κληρικούς του επί τού θέματος τῆς ἑνώσεως τῶν ΓΟΧ καί της ἐντάξεώς των εἰς τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν, ὁ Χριστόδουλος ἐδήλωνε χαρακτηριστικά: «Μέ τούς Φλωρινικούς ἔχομεν συμφωνήσει, μέ τούς Ματθαικούς υπάρχει ακόμη πρόβλημα, διότι φέρουν εμπόδια ο Κήρυκος καί ο Γκουτζίδης». Σημειωτέον οτι προηγήθη καί η δικαστική απόφασις τού 1999 διά τήν Ιεράν Μονήν Πευκοβουνογιατρίσσης, η οποία (ἀπόφασις επικαλουμένη τήν πρότασιν τού Χριστοδούλου) παρέπεμπε τήν διαιτησίαν περί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Ἀττικῆς, εις τήν αρμοδιότητα της Συνόδου των Νεοημερολογιτων.
Πρόκειται περί της αποφάσεως εκείνης διά τήν οποίαν διεμαρτυρήθην καί προφορικως καί εγγράφως (ειναι δημοσιευμένα τά κείμενα εις τό διαδίκτυον) εις τόν τότε Αρχιεπίσκοπον Ανδρέαν, καί προέτεινα τήν ἄμεσον καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἀντιμετώπισιν το[υ θέματος, διότι «η ‘απόφασις προσβάλλει πρωτίστως τήν Γνησίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καί ὁ ὁποῖος μέ παρέπεμψε οὐσιαστικῶς (ἄλλοι βεβαίως εγραψαν τήν απάντησιν, αλλά εκείνος τήν ὑπέγραψε) εἰς τήν «ἀπόφανσιν τῶν δικηγόρων» (δηλαδή τήν γνωμάτευσιν τού Χριστοδούλου τήν ὁποίαν ἐπικαλεῖται καί ἡ ἀπόφασις) «νά μή ἀπαντήσωμεν» καί «ἀργότερα .... θά ἀντιμετωπίσωμεν τό θέμα».
Ἦτο δηλαδή ἐμφανής ἡ προσπάθεια νά παραδοθῆ καί διά τελεσιδίκου δικαστικῆς ἀποφάσεως ἡ διοίκησις τῆς Μονῆς (μᾶλλον τῶν Μονῶν) εἰς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἠγγυῶντο τήν «ἀσφαλῆ» παράδοσιν (λέγε προδοσίαν) τῶν Μονῶν εἰς τόν Νεοημερολογιτισμόν.
Ὁπότε ἀνέλαβε καί διά δικαστικῆς αποφάσεως πλέον ἡ Σύνοδος τοῦ Χριστοδούλου διά τήν περαιτέρω διαδικασίαν τῆς ὑπαγωγῆς, ἡ ὁποία μέ τήν κακήν αὐτήν σκοπιμότητα, παραβαίνοντας ακόμη καί τόν Καταστατικόν Χάρτη της, ὁ ὁποῖος δέν προέβλεπεν ὑποψηφιότητα αγιορείτου, ἐξέλεξε καί ἐτοποθέτησε ὡς «Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς» τόν ἁγιορείτην Ἱερομόναχον Νικόλαον, τόν λόγιον καί επιστήμονα, ἀλλά καί παραδοσιακόν, ὡς ἐνεφανίζετο, εἰς τόν ὁποῖον ἀνέθεσε τήν ὑπόθεσιν. Ἄλλωστε «ἔπρεπε νά φύγη ἀπό τήν μέση τό ἐμπόδιον της ενώσεως ὁ Μεσογαίας Κήρυκος», διότι «ἐάν τά Μοναστήρια ὑπαχθοῦν εἰς αὐτόν ὡς ἐπιχώριον Ἐπίσκοπον, δέν θά δυνηθοῦν νά ὁλοκληρώσουν τήν προδοσίαν».
(Σημειώνω ὅτι μόλις ἐνεθρονίσθην εἰς Ἱερόν Ναόν Ἁγίας Αἰκατερίνης ὁ Χριστόδουλος ἔστειλεν ἐκπρόσωπόν του, ὁ ὁποῖος μάλιστα μοῦ συνεστήθη ὡς συνεργάτης τοῦ Χριστοδούλου καί ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καί ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπεν ὅτι ὁ Χριστόδουλος θέλει νά ἔλθη νά μέ συναντήση διά νά συζητήσωμεν τό θέμα τῆς «ἑνώσεως», ἀλλά ἐπειδή ἐζήτησα ἀπό τόν φερόμενον ὡς ἐκπρόσωπόν του νά μελετήση προηγουμένως ὁ ἴδιος τόν «ἙΛΕΓΧΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΝ ΤΗΣ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ» (συγγραφεῖσαν ὑπό τοῦ Καθηγητοῦ θεολόγου Ἐλευθερίου Γκουτζίδου) καί νά βοηθήση δι’ ἕνα σοβαρόν διάλογον «ἐν ἀγάπη καί ἀληθεία», ὅπως ἀπ’ ἀρχῆς προτείνη ἡ Γνησία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καί ὅτι αὐτό τό θέμα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντιμετωπισθῆ εἰς προσωπικόν ἐπίπεδον, ὁ «ἀπεσταλμένος» δέν ξαναεμφανίσθη, ἀλλά ἐπηκολούθησε, ὡς ἐγράφη καί εἰς τόν τύπον, ἡ ἐπίσημος ὑπό τῆς Συνόδου τοῦ Χριστοδούλου ἀνάθεσις τῆς «λύσεως τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ» εἰς τόν νεοημερολογίτην «Μεσογαίας» Νικόλαον).
Ἐπηκολούθησε ἐν ἔτει 2004 ἡ δημόσια δήλωσις παραγόντων τῆς Μονῆς ὅτι «τελειώσαμε μέ τόν Κήρυκο» ὅτι «πλέον τήν ὑπόθεσίν μας ἀνέλαβε ὁ Μεσογαίας Νικόλαος», «ὁ ὁποῖος εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος», «εἰς τοῦ ὁποίου τήν ἐνθρόνισιν ἡ Μονή ἀπέστειλε ἐκρόσωπόν της», καί «εἰς τόν ὁποῖον παρεδώκαμεν τό Καταστατικόν τῆς Μονῆς ...», ἐνῶ ἐσχάτως καί μόλις τελεσιδίκησεν ἡ ἀπόφασις, ἡ ὁποία παρέδιδε τήν διοίκησιν τῆς Μονῆς εἰς τήν ὁμάδα τῶν Τσακίρογλου, ὁ νεοημερολογίτης Μεσογαίας Νικόλαος δημοσίως εἰς σχετικήν ἐρώτησιν ἀπήντησε ὡς ἑξῆς: «δέν πειράζει πού ακολουθουν τό παλαιό ημερολόγιο, δέν ειναι κακόν νά δοξάζεται δύο φορές ο Θεός, αρκεῖ νά ἀνήκουν εις τήν Εκκλησίαν (καί εννούσε ἀσφαλώς τήν δική του Εκκλησία, τήν ΅Εκκλησία τού νέου Ἡμερολογίου, ἤτοι τήν Εκκλησίαν τοῦ Κράτους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου