ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΕ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΕ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Δημοσιεύτηκε στο υπ’ αρίθμ. 17 -18/1953 τεύχος του περιοδικού «Κιβωτός» για την 500ή επέτειο από την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
  • «Μνήσθητι, Κύριε, ,τι γενήθη μν· πίβλεψον κα δ τν νειδισμν μν. Κληρονομία μν μετεστράφη λλοτρίοις, ο οκοι μν ξένοις. ρφανο γενήθημεν… διώχθημεν, κοπιάσαμεν, οκ νεπαύθημεν… Ο πατέρες μν μαρτον, οχ πάρχουσιν· μες τ νομήματα ατν πέσχομεν… πεσεν στέφανος μν τς κεφαλς· οα δ μν, τι μάρτομεν».
  • (Θρήνοι Ιερεμία 5, 1 -3, 5, 7, 16)
    (Θυμήσου, Κύριε, ότι μας συνέβη· ρίξε το βλέμμα σου και δες τον εξευτελισμό μας. Η κληρονομιά μας περιήλθε στα χέρια των εχθρών, τα σπίτια μας στους ξένους. Γίναμε ορφανοί… Διωχθήκαμε, κοπιάσαμε, δεν αναπαυτήκαμε… Οι πατέρες μας έσφαλαν, δεν υπάρχουν· εμείς επωμι-στήκαμε τα λάθη τους… Έπεσε το στεφάνι από το κεφάλι μας· αλίμονό μας, για τις αμαρτίες μας»).
 
    Τίποτε, αγαπητοί μου, δεν είναι τυχαίο στον κόσμο. Ούτε μια σταγόνα νερού, ούτε ένα φύλλο από τα δένδρα δεν πέφτει χωρίς αιτία. Κάθε πράγμα ή συμβάν έχει την αιτία του. Ο νόμος της αιτιότητας είναι παγκόσμιος. Η αιτία φέρνει ένα αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα προϋποθέτει αιτία και το αποτέλεσμα γίνεται αιτία ενός νέου αποτελέσματος και έτσι δημιουργείται μια μακριά αλυσίδα αιτιών και αποτελεσμάτων, της οποίας ελάχιστοι μόνο κρίκοι είναι ορατοί, οι δε υπόλοιποι κρύβονται, όπως οι κρίκοι της άγκυρας που ρίχνονται στα βάθη της θάλασσας. Και οι άνθρωποι ερευνούν για την ανεύρεση των βαθύτερων αιτιών. Επαινετή η έρευνα της επιστήμης. Αλλά όχι σπάνια η έρευνα για την εξεύρεση της αιτίας αποτυγχάνει· ο νους των επιστημόνων πλανάται, λοξοδρομεί, πέφτει σε λαβύρινθο αμφιβολιών και εξάγει σφαλερά συμπεράσματα, τα οποία δε δίνουν την εικόνα της πραγματικής αιτίας των γεγονότων. Πόσοι π.χ. ασθενείς δεν πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω κακής διάγνωσης! Γιατί η βαθύτερη αιτία της ασθένειάς τους παρόλη την έρευνα της ιατρικής επιστήμης δεν ανακαλύφθηκε, αλλά ως αιτία θεωρήθηκε κάποια άλλη, άσχετη στην ασθένειά τους. Κακή ερμηνεία γεγονότων πηγή συμφορών.
    Γεγονός αναμφιβόλως από τα σπουδαιότερα της παγκόσμιας ιστορίας είναι η προ 500 ετών άλωση από τους Τούρκους της Βασιλίδας των πόλεων. Αυτή επήλθε ως αποτέλεσμα αιτίας.
 
    Αλλά ποια η αιτία της αλώσεως, η οποία επέφερε την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας;
    Η οικονομική κρίση, η οποία τις παραμονές της αλώσεως μάστιζε το Βυζαντινό κράτος, το οποίο δε διέθετε πια πόρους για τον εξοπλισμό ικανού στρατού και στόλου;
    Η έλλειψη επαρκούς βοήθειας εκ μέρους του Πάπα και των βασιλέων της Δύσης, οι οποίοι στην αρχή, όπως συνήθως, υπόσχονταν τα πάντα, και κατόπιν αρκέστηκαν στην αποστολή ενός μικρού στόλου πλοιαρίων και λίγων εκατοντάδων στρατιωτών, που διατελούσαν υπό τις διαταγές του γενναίου Ιουστινιανού;
    Η προηγηθείσα εξασθένηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τις αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές και ιδίως από την επιδρομή των περιβόητων Σταυροφόρων; Η ακμή, η σφριγηλότητα του νεαρού κράτους των Μωαμεθανών;
    Η δυσαναλογία των δικών μας στρατιωτικών δυνάμεων προς τις δυνάμεις του εχθρού, δεδομένου ότι 7.000 στρατιώτες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αντιπαρατάχθηκαν σε τριακονταπλάσιες δυνάμεις του Μωάμεθ Β΄;
    Η διάπραξη από τους δικούς μας στρατηγικών λαθών κατά τη διάρκεια των μαχών, κατά τις οποίες αυτός που διαπράττει τα λιγότερα λάθη κερδίζει τελικά τον πόλεμο;
    Ο εφοδιασμός του τουρκικού στρατού με νέο όπλο, το τεράστιο τηλεβόλο, το οποίο έβαλλε κατά των τειχών και με το δαιμονιώδη κρότο επιδρούσε ψυχολογικά στους πολιορκούμενους;
    Ή, τέλος, η απρονοησία των δικών μας να αφήσουν ανοιχτή μια από τις πύλες του απέραντου τείχους, μέσω της οποίας και έγινε η πρώτη είσοδο των βαρβάρων στην πόλη;

Με την αναζήτηση τέτοιων αιτιών καταγίνονται οι ιστορικοί, οι οποίοι ασχολούνται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Αλλά οι αιτίες αυτές δεν συνιστούν τη βασική, την πρώτη αιτία, την αρχική αιτία, από την οποία προήλθε η απερίγραπτη εκείνη συμφορά. Είναι δευτερεύουσες αιτίες. Η αρχική αιτία ποια είναι;
    Σκοτεινή, σκοτεινότατη εποχή, αυτή την οποία ερευνούμε. Αλλά κατά τη συμβουλή του αποστόλου Πέτρου, καθώς βρισκόμαστε «ν αχμηρ τόπ» («σε ξηρό/σκοτεινό τόπο»), ας λάβουμε σα λυχνάρι που φωτίζει το λόγο του Θεού και με το φως αυτό, το οποίο είναι βεβαιότερο από κάθε άλλο φως, ας εξερευνήσουμε την περίοδο αυτή για να δούμε ποια η αιτία η πρωταρχική, η κύρια αιτία της μεγάλης, της απερίγραπτης εκείνης συμφοράς.
    Εάν κάποιος κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα επισκεπτόταν την Κωνσταντινούπολη, από την πρώτη ματιά θα θαύμαζε την πόλη. «Αυτή» – θα αναφωνούσε – «είναι η πόλη, η γέφυρα Ανατολής και Δύσης, το σημείο ένωσης δύο θαλασσών, το κέντρο του εθνικού και θρησκευτικού βίου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο οφθαλμός ολόκληρης της οικουμένης!». Και τι δε θα έβλεπε στην περιβόητη πόλη ο επισκέπτης! Ανάκτορα και μέγαρα αρχόντων μεγαλοπρεπή, δρόμοι, πλατείες, θέατρα και ιπποδρόμια, αλλά και ναοί ωραιότατοι στόλιζαν την πρωτεύουσα. Μοναδικός μάλιστα σε λαμπρότητα υψωνόταν ο ναός της του Θεού Σοφίας, ο οποίος πλήθος λαών, και βαρβάρους ακόμη, είλκυε να έρχονται από μακρινές χώρες για να δουν και να θαυμάσουν το εξαίρετο αυτό μνημείο της χριστιανικής τέχνης. Και μόνο ναοί; Εκατοντάδες ψαλτών, συγκροτημένων σε χορούς, πλήθος μοναχών, διακόνων και πρεσβυτέρων, χρυσοστόλιστοι επίσκοποι και μητροπολίτες προσέδιδαν ιδιαίτερη αίγλη κατά τις ημέρες των μεγάλων εορτών και πανηγύρεων, κατά τις οποίες ο λαός συνέρρεε στους ναούς.
    Αλλά δυστυχώς στην εξωτερική αυτή λαμπρότητα της πόλεως δεν ανταποκρινόταν η εσωτερική λαμπρότητα. Το έξωθεν ήταν καθαρό και λαμπρό, αλλά το έσωθεν; Αλίμονο! Το έσωθεν της πόλεως ήταν γεμάτο «ξ κρασίας κα ρπαγς» («από έλλειψη εγκράτειας και αρπακτική διάθεση»). Στο βάθος της καρδιάς η αληθινή ευσέβεια που ως ζύμη εισχωρεί και μεταμορφώνει ολόκληρο τον άνθρωπο, η ηρωική πίστη που εκφράζεται με την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον και δημιούργησε τα θαύματα του παρελθόντος στο Βυζάντιο, άρχισε να ελαττώνεται αισθητά, η στάθμη κατέβαινε προς το μηδέν, οι λαμπάδες των πιστών, όπως οι λαμπάδες των πέντε εκείνων μω-ρών παρθένων της παραβολής του Κυρίου, άρχισαν να σβήνουν. Ηθικό σκοτάδι κάλυπτε την πόλη, από την οποία πριν από λίγους αιώνες το φως του Χριστού μεταδιδόταν από πυρφόρους ανθρώπους και ακτινοβολούσε από τα Ουράλια όρη, την αραβική έρημο, τις ηράκλειες στήλες και το Γάγγη ποταμό, ως τα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου.

    Γενικά και αόριστα φαίνονται τα παραπάνω; Θέλετε λοιπόν συγκεκριμένες αποδείξεις; Ορίστε· Σύγχρονος σοφός,
ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο δάσκαλος του προμάχου της Ορθοδοξίας του Μάρκου του Ευγενικού, σε επιστολές και ομιλίες, κάποιες από τις οποίες εκφωνήθηκαν στην αίθουσα των ανακτόρων, διεκτραγωδεί την διαφθορά που είχε ενσκήψει πριν από την άλωση. Το ιερατείο πρώτον είχε διαφθαρεί. Οι περισσότεροι από τους κληρικούς χειροτονούνταν με σκοπό τα χρήματα. Κλήρος σιμωνιακός (=που αγαπάει το χρήμα) εθνική συμφορά, «λας μωρόν» (=άνοστο αλάτι)! Τα μυστήρια ξεπουλιόνταν από τους ανάξιους αυτούς κληρικούς. Με πληρωμή, με δωροδοκίες δινόταν η άφεση των αμαρτιών και μεταδιδόταν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Επίσκοποι, άγαμοι κληρικοί, μοναχοί, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί την παρθενία, αναιδέστατα συζούσαν με μοναχές. Οι κοσμικοί πάλι μιμούμενοι τους κληρικούς πριν την τέλεση του μυστηρίου του γάμου συζούσαν με τις γυναίκες. Το άγιο όνομα του Θεού βλασφημείτο δημόσια και κανένας – λέει ο Βρυέννιος – δεν ύψωνε φωνή διαμαρτυρίας γι’ αυτό, ενώ θα έπρεπε, εμείς ως υπερασπιστές του ονόματος του να προτιμήσουμε μαρτυρικό θάνατο από τους ασεβείς από το να γίνουμε συνένοχοι των βλάσφημων με τη σιωπή μας. Όρκοι σε δημόσια διάταξη. Η αδιαφορία των πολιτών για τις ανάγκες του γείτονα, της κοινωνίας, του κράτους που κινδύνευε ήταν μέγιστη. Η φιλαυτία βασίλευε, εξυπηρετούνταν τα προσωπικά συμφέροντα του καθενός. Τα τείχη της πόλεως παρουσίαζαν φθορές και χρειάζονταν σύντομα επισκευή, αλλά όσοι είχαν υλικούς θησαυρούς προτιμούσαν να κτίζουν τριώροφες κατοικίες παρά να διαθέτουν τα χρήματά τους για την κοινή ασφάλεια
(βλ. τους τρεις τόμους των διδαχών του Ιωσήφ Βρυέννιου που εκδόθηκαν από τον Ευγένιο Βούλγαρη, Λειψία 1768 – 1794).

    Η φιλαργυρία των πλουσίων ασυναγώνιστη.
Όταν ο τελευταίος μαρτυρικός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος ανέλαβε την εξουσία, το δημόσιο ταμείο βρέθηκε κενό· γι’ αυτό απηύθυνε έκκληση στους πλουσιότερους της πόλεως, ζητώντας τη συνδρομή τους. Αλλά οι μεγιστάνες αρνήθηκαν ισχυριζόμενοι ότι είναι… φτωχοί. Φτωχοί; Ποιοι; Αυτοί, των οποίων τα υπόγεια των μεγάρων αμέσως μετά την άλωση ανέσκαψαν οι Τούρκοι και ανακάλυψαν μέγιστους θησαυρούς, αρκετούς να εξοπλίσουν στρατούς και στόλους!
    Ο ίδιος ο αυτοκράτορας συνομιλώντας με το Φραντζή εκφραζόταν πικρά λέγοντας ότι γύρω από τον θρόνο που κλονιζόταν δεν βρισκόταν ούτε ένας ειλικρινής σύμβουλος, καθώς όλοι ζητούσαν το ατομικό τους συμφέρον. Χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιοτέλειας είναι και αυτό, ότι δηλαδή, όταν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλεως τα εξωτερικά τείχη πάθαιναν σοβαρές βλάβες από τις βολές του τηλεβόλου και ανοίγονταν ρήγματα, τα οποία χρειάζονταν άμεση επισκευή, ούτε σ’ αυτή την ύστατη ώρα, δεν πείθονταν, λησμονώντας το δικό τους συμφέρον, να παράσχουν τα αναγκαία υλικά και την εργασία, προτού πληρωθούν γι’ αυτά! (βλ. Κ. Παπαρρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού έθνους», τόμος Ε΄, σελ. 336, 346).

    Εκτός των ανωτέρω και νέα απόδειξη προστέθηκε. Το1882 στην Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μετεώρων ο μακαρίτης επίσκοπος Πατρών Νικηφόρος Καλογεράς μεταξύ των άλλων βρήκε και πολύτιμο χειρόγραφο, το οποίο περιείχε την
εξομολόγηση του Γεννάδιου, του πρώτου μετά την άλωση πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γεννάδιος, ζώντας τα δραματικά γεγονότα πριν και μετά την άλωση, γνώριζε όσο λίγοι την ηθική και θρησκευτική κατάσταση των χρόνων εκείνων και σε εξομολόγησή του, ως άλλος Ιερεμίας, θρηνώντας στα ερείπια της πόλεως, ο πατριώτης ιεράρχης λέει τα εξής:
  • «Κύριε!… Πανταχο διεσπάρημεν. νειδος προκείμεθα ο γείτοσι μόνον, λλ κα πσιν νθρώποις. Μυκτηρισμς κα χλευασμς τος κύκλ μν γενόμεθα. Παράδειγμα συμφορς ες τν νθρώπινον κατέστημεν βίον. Κα να τί, Κύριε, τατα συνεχώρησας φ’ μν; να τί θυμός σου φ’ μς ξεκαύθη;… Διεφθάρημεν κα βδελύχθημεν ν τος μν πιτηδεύμασι. Πάντες ξεκλίναμεν, μα χρειώθημεν. Τας ορτας σου τιμάσαμεν. Τς δόξης σου κατεφρονήσαμεν. Τ σώματα μν τος πάθεσιν ξεδώκαμεν. Τς ψυχς μν τος σώμασι προσηλώσαμεν. Α δεξια μν δεξια δικίας γένοντο. Α γλσσαι μν βλασφήμησαν κατ τν γίων σου. Χείλη μν δόλια ν τ καρδί κα ν καρδί λάλησαν κακά. Μάταια λάλησεν καστος πρς τν πλησίον ατο. μνύομεν τος πλησίον μν κα θετομεν. Τ ργύριον μν π τόκ παρείχομεν κα π’ θώων λαμβάνομεν δρα. Δικαιοσύνην κα κρίσιν βδελυξάμεθα. Ο ζυγο μν νισοι. Τ ργύριον μν δόκιμον. καστος τν κακίαν το πλησίον ατο λογιζόμεθα ν τας καρδίαις μν. Ο ποιμένες πατμεν τν λαν το Θεο κα τς τρίβους ατο ταράττομεν, κα ν ρετς σχήματι πονηρίαν διδάσκομεν. Ο ρχοντες πειθομεν τος νόμοις σου, κοινωνο κλεπτν, γαπντες δρα, διώκοντες νταπόδομα, ρφανος ο κρί-νοντες κα κρίσιν χηρν ο προσέχοντες. πλς επεν παρασυνεβλήθημεν τος κτήνεσι τος νοήτοις κα μοιώθημεν ατος. Σ δε, Κύριε, μακροθύμεις, νείχου, μενες, να ποιήσωμεν σταφυλήν, κα μες ε ποιομεν κάνθας… σειες τν γν, κα τρυφμεν. πείλεις, κα οκ φροντίζομεν. δίδασκες, κα οκ βουλόμεθα συνιέναι το γαθναι. κέλευες μετανοεν, κα ο προσείχομεν, οδ’ πολιτευόμεθα, καθς νετείλω μν, να ε μν γένηται, λλ’ ν τ βάθει τν πειρασμν κα τς πειλς τς γκαταλείψεώς σου τος λειψάνοις τς ναιδείας μν πεξήλθομεν, καθς ποιήσαμεν βουλν κα ο δι Κυρίου. Κα δι τοτο τος κρημνος τς βουλίας περιεπέσαμεν. μολογομεν τατα, Θεέ, Βασιλε οράνιε. Οκ ρνούμεθα. μολογομεν, τι γενόμεθά σοι ες πλησμονήν, κα δι τοτο οκέτι φκας τς μαρτίας μν. Κα τε τς χερας μν ξετείνομεν πρς σε, πέστρεφες τος φθαλμούς σου φ’ μν… Πς ν δέξω χερας αματος πλήρεις; Πς ν κουσας χειλέων βλασφημούντων μο κα ανούντων σε; Πς μελλες φείδεσθαι τς τοσαύτης νελπίστου κα μετανοήτου πωρώσεως; Οκον ελογητς ε, Κύριε Θες μν, κα δεδοξασμένον τ νομά σου ες τος αἰῶνας. Δίκαιος ε π πσιν, ος ποίησας μν. Κα πάντα, σα ποίησας μν, ν ληθιν κρίσει ποίησας» (βλ. Ευθυμίου Ζυγαβηνού, «Υπόμνημα στις Επιστολές του Παύλου»,  εκδοθέν υπό Νικηφόρου Καλογερά, Αθήνα 1887, πρόλογος, σελ. 99 – 100).
 
  • ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
    «Κύριε!   Διασκορπιστήκαμε παντού. Γελοιοποιηθήκαμε όχι μόνο στα μάτια των γειτόνων μας αλλά και όλων των ανθρώπων. Μας κοροϊδεύουν και μας χλευάζουν όλοι γύρω μας. Γίναμε παράδειγμα συμφοράς στην ανθρώπινη ζωή. Κύριε, γιατί τα επέτρεψες αυτά σε μας; Γιατί ο θυμός σου μας κατέκαυσε;…  Είμαστε διεφθαρμένοι και σιχαμεροί σε ό,τι κάνουμε. Όλοι ξεφύγαμε και ταυτόχρονα εξαχρειωθήκαμε. Δεν τιμήσαμε τις γιορτές σου. Περιφρονήσαμε τη δόξα σου. Παραδώσαμε τα σώματα μας στα πάθη. Προσκολλήσαμε τις ψυχές μας στα σώματα. Τα χέρια μας χέρια αδικίας έγιναν. Οι γλώσσες μας βλασφήμησαν κατά των αγίων σου. Τα χείλη της καρδιάς μας είναι δόλια και μίλησαν με κακία. Μάταια πράγματα είπε ο καθένας στον πλησίον του. Δίναμε όρκους στους συνανθρώπους μας και τους αθετούσαμε. Δανείζαμε χρήματα με τόκο και παίρναμε δωροδοκίες από αθώους ανθρώπους. Αποστραφήκαμε τη δικαιοσύνη και τον έλεγχο. Οι ζυγαριές μας ήταν άνισες. Τα χρήματά μας ήταν παράνομα. Ο καθένας μας μηχανευόμασταν στην καρδιά του το κακό του πλησίον μας. Οι ποιμένες (της Εκκλησίας) εξαπατούσαμε το λαό του Θεού και τον εκτρέπαμε από το σωστό δρόμο και διδάσκαμε την κακία με πρόσχημα την αρετή. Οι άρχοντες δείχναμε απείθεια στους νόμους σου, ως συνεργάτες των ληστών, αγαπώντας τις δωροδοκίες, επιδιώκοντας ανταποδόσεις, χωρίς να υπερασπιζόμαστε τα ορφανά και τις χήρες. Γενικά, γίναμε σαν τα κτήνη που δεν έχουν λογική και ομοιωθήκαμε με αυτά. Εσύ όμως, Κύριε, έδειχνες μακροθυμία, ανεχόσουν, περίμενες, για να κάνουμε έστω και όψιμα σταφύλια, και εμείς συνεχώς κάναμε αγκάθια… Συντάραζες τη γη με σεισμούς και εμείς καλοπερνούσαμε. Μας έστελνες σημάδια απειλητικά και εμείς δεν δείχναμε ενδιαφέρον. Μας δίδασκες, και δεν θέλαμε να καταλάβουμε και να φρονηματιστούμε. Μας παρότρυνες να μετανοήσουμε, και δεν σε προσέχαμε, ούτε ζούσαμε κατά τις εντολές σου, για να αποβεί σε καλό μας, αλλά ζήσαμε με περίσσια αναίδεια σε βαθείς πειρασμούς με το φόβο να μας εγκαταλείψεις, αφού έτσι παίρ-ναμε αποφάσεις και όχι με τη βοήθεια του Κυρίου. Και γι’ αυτό περιπέσαμε σε γκρεμούς απελπισίας. Τα παραδεχόμαστε αυτά, Θεέ, Ουράνιε Βασιλιά. Δεν τα αρνούμαστε. Παραδεχόμαστε ότι κάναμε πολλά εναντίον σου και γι’  αυτό δεν συγχώρησες ακόμη τις αμαρτίες μας. Και όταν απλώναμε τα χέρια μας προς Εσένα, απέστρεφες τα μάτια σου από εμάς… Πώς θα μπορούσες να δεχτείς χέρια γεμάτα με αίμα. Πώς θα μπορούσες να ακούσεις χείλη που σε βλασφημούν και ταυτόχρονα σε υμνούν; Πώς επρόκειτο να λυπηθείς τόση ανέλπιστη και αμετανόητη πώρωση; Είσαι λοιπόν, Κύριε Θεέ μας, άξιος κάθε υμνολογίας και το όνομα σου είναι αιώνια δοξασμένο. Έχεις δίκιο για όλα όσα μας έχεις κάνει. Και όλα όσα μας έχεις κάνει, τα έχεις κάνει σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση σου».
Απ’ όσα μαρτυρούν άνθρωποι που  είδαν και άκουσαν οι ίδιοι, εξάγεται το συμπέρασμα ότι «η απερίγραπτη εκείνη συμφορά δεν συνέβη από μόνη της, αλλά ήταν αποτέλεσμα της γενικής εξαχρείωσης του έθνους, ότι κύρια αιτία δεν ήταν τόσο η δύναμη του κατακτητή, όσο οι αμαρτίες που είχαν κατακλύσει το πολιτικό, κοινωνικό, και ιδιωτικό βίο»
    Αληθινά έπεσε η Πόλη, και μαζί μ’ αυτή η Βυζαντινή αυτοκρατορία, εξαιτίας των αμαρτιών των κατοίκων της. Είναι δυνατό ο υποστηρικτής της σχολής του ιστορικού υλισμού, σύμφωνα με την οποία μόνο ο οικονομικός παράγοντας είναι που αυτός που ρυθμίζει την εξέλιξη των κοινωνιών, είναι δυνατό, λέμε, ο υλιστής ιστορικός να μας ειρωνευτεί για την αφελή, κατά τον ίδιο, ερμηνεία, την οποία δίνουμε στο ιστορικό γεγονός της αλώσεως της Βασιλίδας των πόλεων. Αλλά ο άνθρωπος, ο οποίος αποκλείει από την Ιστορία την ύπαρξη του ηθικού και πνευματικού παράγονται και αποδίδει τα πάντα στη συστολή ή διαστολή του στομαχιού και έχει ως θεό την ύλη, ένας τέτοιος επιστήμονας είναι μυωπικός και δεν μπορεί να δει τα απώτερα εκείνα αίτια, τους παράγοντες εκείνους, η επίδραση των οποίων είναι τεράστια για την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών. Πίσω από την ύλη κρύβεται το πνεύμα. Πίσω από τους φυσικούς νόμους του σύμπαντος υπάρχουν οι ηθικοί νόμοι, των οποίων η αυστηρή τήρηση επιφέρει την κοινωνική ακμή και πρόοδο, ενώ η ασύστολη παράβασή τους από τους άρχοντες και το λαό επιφέρει την εξασθένηση, τον εκφυλισμό και τον παντελή όλεθρο των εθνών.
    Ένα μικρό έθνος, του οποίου οι πολίτες ζουν με φόβο Θεού, πρόθυμοι ακροατές και ταχείς και δραστήριοι εφαρμοστές των ηθικών νόμων του, είναι αδύνατο αυτό να κατακτηθεί, έστω και αν ο επιτιθέμενος εχθρός διαθέτει δεκαπλάσιες και εικοσαπλάσιες δυνάμεις, διότι ένας πιστός του Θεού δούλος θα καταδιώξει χίλιους άπιστους και ασεβείς. Σύμμαχός τους είναι ο Κύριος! Ποιος άλλος υπάρχει μεγαλύτερος σύμμαχος;
    Αντίθετα, ένα μεγάλο έθνος, του οποίου οι πολίτες είναι καθημερινοί παραβάτες των ηθικών νόμων και δεινοί υβριστές της θείας μεγαλοσύνης του Δημιουργού, και ζουν ζωή αρπαγής και ακολασίας, το έθνος αυτό θα καταρρεύσει. Καθόλου δε θα το βοηθήσει ο ισχυρότερος εξοπλισμός, οι πλωτοί κολοσσοί της θάλασσας, τα υπερφρούρια του αέρα, τα τεχνητά τείχη της ξηράς. Ενώ γι’ αυτόν που φοβάται το Θεό ο ιστός της αράχνης γίνεται φρούριο απόρθητο, ενώ για τον ασεβή, τον αναιδή περιφρονητή των εντολών του Κυρίου, θα έλθει στιγμή, κατά την οποία και τα χαλύβδινα τείχη, που τον προστατεύουν, θα γίνουν πιο ευτελή από τον ιστό της αράχνης, ξερό καλάμι που καίγεται με ένα σπίρτο. Ούτε πρόκειται να σώσει τον υπερήφανο, τον ασεβή, τον αμετανόητο λαό. Να, τι λέει ο Κύριος με το στόμα του προφήτη Οβδιού· «Ἐὰν μετεωρισθς ς ετς κα ἐὰν ν μέσον τν στρων θς νοσσιάν σου, κεθεν κατάξω σε» («Αν βρίσκεσαι ψηλά σαν αετός και εάν έχεις τη φωλιά σου μέσα στα άστρα, από εκεί θα σε ρίξω κάτω») (Οβδ. στίχ. 4).
    Ο Θεός δεν στέκεται απαθής θεατής της ιστορίας των ανθρώπινων πραγμάτων. Είναι ο δίκαιος Κριτής. Μέσα από τις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας φαίνονται τα ίχνη του. Περνάει αμείβοντας την αρετή, τιμωρώντας την κακία. Και από το πικρό ξέρει η άπειρη σοφία του να εξάγει το γλυκό, από την κοπριά τα ευωδιαστά λουλούδια της ειλικρινής μετάνοιας και της ιερής κατάνυξης, και από τη δουλεία του 1453 να εξάγει το ηρωικό 1821.

    Αγαπητοί αναγνώστες! Με την ευκαιρία της 500ης επετείου του θλιβερού γεγονότος της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, ας μελετήσουμε εμβριθώς (= προσεκτικά, με επιμέλεια) την Ιστορία και, βλέποντας ότι κύρια αιτία της συμφοράς εκείνης υπήρξε η υπερβολική αμαρτωλότητα, ας αντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα για το Έθνος μας.
Τα παθήματα των προγόνων ας γίνουν μαθήματα για μας. Το ένα, που πρέπει να τραβήξει την αμέριστη προσοχή κλήρου και λαού είναι, εάν εμείς όλοι οι κάτοικοι της μαρτυρικής αυτής γωνίας του κόσμου, στους οποίους «τ τέλη τν αώνων κατήντησαν» (= έφτασαν τα έσχατα χρόνια), εάν αγαπούμε τον Κύριο, εάν δηλαδή τηρούμε τις θείες του εντολές, εάν μισούμε το κακό οπουδήποτε και αν το συναντήσουμε, εάν μισούμε υπερβολικά τη θεομπαιξία, τη σιμωνία (=την αγάπη για τα χρήματα), τη βλασφημία, τους όρκους, τη φιλοδοξία, την αρπακτικότητα, την ακο-λασία, την κακή επιθυμία, τη φιλαργυρία, την πλεονεξία, η οποία είναι ειδωλολατρία. Τα πάθη αυτά έγιναν οι νεκροθάφτες του μεγαλείου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτά υπήρξαν οι ισχυρότεροι σύμμαχοι του κατακτητή. Χωρίς τη συνδρομή τους ποτέ ο Μωάμεθ ο Β΄ δε θα εισερχόταν στην Πόλη, ενώ η σημαία του Σταυρού θα κυμάτιζε στο τρούλλο της Αγίας Σοφίας, και η εξέλιξη των γεγονότων θα ήταν διαφορετική.
Έλληνες αδελφοί!
 
    Ας βάλουμε το χέρι στο στήθος και ας ρωτήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους· Ζει μέσα μας η ορθή πίστη, η ανυπόκριτη αγάπη προς τον Κύριο και τον πλησίον; Είναι μαζί μας ο Κύριος; Απόρθητο φρούριο θα είναι η πατρίδα μας. Αυξήθηκε η ανομία; Πάγωσε η αγνή αγάπη; Νεκρώθηκε η Ορθόδοξη πίστη; Υψώθηκαν ανάμεσα μας ξένοι βωμοί, νέα είδωλα του ψευδοπολιτισμού;
    Νέα συμφορά, σε βάθος και έκταση μεγαλύτερη από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, θα ενσκήψει στο ταλαίπωρο έθνος μας. Ο Θεός δεν εμπαίζεται. Είναι «πρ καταναλίσκον» («φωτιά που κατακαίει»). Κανένας ευφυής οικονομικός συνδυασμός, καμιά συμμαχία με ξένα έθνη δε θα σώσει εμάς που απιστούμε και λατρεύουμε νέα είδωλα και βλασφημούμε καπηλικώς τα θεία. Ιστό αράχνης υφαίνουμε, λεπτό καλάμι θα μας διαλύσει.
    Από εμάς, εφόσον υπάρχει ακόμη καιρός, εξαρτάται η αποτροπή νέας συμφοράς. Μπροστά μας σήμερα στέκονται η ζωή και ο θάνατος. Η ζωή με το Χριστό· ο θάνατος μακριά από το Χριστό. Ας επιλέξουμε τη ζωή την αθάνατη. Ας γευθούμε την αθάνατη ζωή με λόγια, με έργα και με τα Μυστήρια. Ο Χριστός ας βασιλεύει στην καρδιά μας. Αυτός ας ρυθμίζει την ατομική, την οικογενειακή και εθνική μας ζωή. Αυτός και μόνο ας είναι ο Θεός μας· το όνομά του επικαλούμαστε· εκτός από Αυτόν δεν αναγνωρίζουμε κανέναν άλλο. Εάν προσπέσουμε ενώπιόν του με μετάνοια νινευιτική, εκζητώντας το άπειρο έλεός του, τότε υπάρχει ελπίδα που δεν καταισχύνει ότι η αγαπητή μας Πατρίδα θα εξέλθει από το σκοτάδι σε νέο φως, θα δει καλύτερες ημέρες, και σαν πρωινό αστέρι θα λάμπει και πάλι ανάμεσα στου λαούς Ανατολής και Δύσης!
 
“ΕΘΝΙΚΑΙ ΕΠΕΤΕΙΟΙ” ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ