«Γιατί είστε ταραγμένοι και φοβισμένοι, δεν ξέρετε ότι εγώ προστατεύω την πόλη;»
Θαύμα: Τον χρόνο εκείνο το νησί και ειδικά η πόλη της Μυτιλήνης μαστιζόταν από θανατηφόρο πανώλη. Φόβος και τρόμος είχε καταλάβει τους κατοίκους.
Η επιδημία ανελέητη θέριζε ζωές. Τον καιρό εκείνο κατά δεκάδες ενταφιάζαν καθημερινά τους Χριστιανούς και τους Τούρκους.Πολλοί όμως, πανικόβλητοι, εγκατέλειπαν την πόλη κι έφευγαν σε χωριά κι ερημιές. Υγειονομικά συνεργεία και γιατροί έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη στη Μυτιλήνη και προσπάθησαν, χωρίς αποτέλεσμα, να περιορίσουν το κακό. Η μαύρη σκιά του θανάτου απλωνόταν παντού ανεξέλεγκτα. Όταν όμως οι Χριστιανοί απελπίζονται και με αγωνία και πίστη ζητούν την βοήθεια του Θεού, ο Κύριος θαυματουργεί δια των Αγίων Του. Αυτό έγινε και στην πανικόβλητη Μυτιλήνη που την θέριζε η πανώλης.
Ήταν νύχτα της Παρασκευής της πρώτης εβδομάδας Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μια νύχτα αλησμόνητη, ιστορική, κατά την οποία η βουλή του Κυρίου φανερωνόταν θαυματουργικά.
Ο πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Μυτιλήνης Καλλίνικος και μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καθώς είχε αποκοιμηθεί, στο πρωτούπνι του, ακούει βήματα στην αυλή του σπιτιού του. Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου του ανοίγει και προβάλλει ένα όμορφο λαμπερό παλικάρι μπροστά του και του λέει:
-Γιατί είσαστε όλοι εδώ στο νησί ταραγμένοι και φοβισμένοι; Γιατί χάσατε την ελπίδα; Δεν ξέρετε ότι εγώ προστατεύω την πόλη;
Βγάλετε έπειτα το Λείψανο μου από την κρύπτη του και λιτανεύσατε αυτό σε όλη την πόλη. Έτσι, η θανατηφόρος επιδημία θα σταματήσει αμέσως!
Ο Καλλίνικος βρίσκεται σε ταραχή και έκσταση. Δεν καταλαβαίνει αν αυτό που του συμβαίνει είναι όνειρο η οπτασία. Παίρνει όμως το θάρρος να ρωτήσει τον νυκτερινό επισκέπτη: -Και ποιος είσαι εσύ, παλικάρι μου, και για ποιο λείψανο μιλάς;
Ο νέος μ’ ένα γλυκό αγγελικό χαμόγελο του απαντάει: -Είμαι ο Θεόδωρος! Ξυπνάει τότε ο Καλλίνικος, ντύνεται βιαστικά και τρέχει να ανακοινώσει στον Μητροπολίτη την εντολή που έλαβε στο όνειρο του από τον Θαυματουργό Νεομάρτυρα Θεόδωρο.
Ο Μητροπολίτης χωρίς δισταγμούς και αναβολή επισκέπτεται αμέσως τον Τούρκο διοικητή της Μυτιλήνης και ζητάει την άδειά του να τελέσει αγρυπνία, θερμή παράκληση στον Θεό για τη σωτηρία του λαού από τη φοβερή μάστιγα της πανούκλας. Μέσα στη γενική απόγνωση και ο Τούρκος ελπίζει στο θαύμα και πρόθυμα δίνει την άδειά του.
Αμέσως έπειτα αποστέλλονται παντού «κράχτες», ντελάληδες, αγγελιοφόροι, για να καλέσουν τους Χριστιανούς να συμπροσευχηθούν με ολονύχτια δέηση στον Μητροπολιτικό Ναό.
Έτσι λοιπόν την επόμενη νύχτα πλήθη Χριστιανών απ” όλα τα μέρη της Μυτιλήνης συρρέουν προς τον Μητροπολιτικό ναό, όπου προσεύχονται γονατιστοί με δάκρυα και παρακαλούν τον Κύριο να τους λυτρώσει από τη φοβερή πανώλη.
Η Λιτανεία του Ιερού Λειψάνου
Κατά τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης Πορφύριος και ο Πρωτοσύγκελλος Καλλίνικος κατεβαίνουν στην κρύπτη του ιερού του Ναού και βγάζουν το Λείψανο του Αγίου Θεοδώρου. Μέγα πλήθος πιστών, ανερχόμενο σε χιλιάδες, περιμένει σιωπηλά, υπομονετικά και με κατανυκτική ευλάβεια τη λιτανεία του ιερού Λειψάνου.
Κάποια στιγμή στην κεντρική πύλη του Μητροπολιτικού Ναού εμφανίζονται τέσσερις ιερείς να κρατούν ως φέρετρο μια λάρνακα, όπου βρίσκεται το Λείψανο του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου. Ρίγη συγκινήσεως διαπερνούν τα σώματα των πιστών. Δάκρυα ελπίδας και ευγνωμοσύνης κυλούν από τα μάτια τους. Ψάλτες καλλίφωνοι ψάλλουν ύμνους και ευχαριστίες στον Θεό.
Το Άγιο Λείψανο του Θεοδώρου το συνοδεύουν τρεις ιεράρχες, πολλοί ιερείς και Μοναχοί. Το συνοδεύουν κατά τη λιτάνευση του χιλιάδες πιστών, και οι γέροντες και οι γριές που δεν μπορούν να περπατήσουν βγαίνουν στις πόρτες, στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, με λιβανιστήρια να το υποδεχτούν.
Το σεπτό Λείψανο του Νεομάρτυρα δεν το βάλανε πλέον στην κρύπτη, αλλά το τοποθέτησαν στο μεσαίο κλίτος του Μητροπολιτικού Ναού σε προσκύνημα των χιλιάδων πιστών. Εκεί παραμένει έκτοτε και αποτελεί τον ανεκτίμητο θησαυρό της Λέσβου.
Αναμνηστική Γιορτή
Για να θυμούνται οι Χριστιανοί το θαύμα του Λειψάνου του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου με το οποίο σταμάτησε το θανατικό από την πανώλη στη Μυτιλήνη, καθιερώθηκε από το 1936 και ειδική γιορτή στο νησί.
Η γιορτή αυτή, που επικυρώθηκε και με βασιλικό διάταγμα της 8/5/1937, ορίστηκε να πανηγυρίζεται την 4η Κυριακή του Πάσχα κάθε χρόνο, δηλαδή την Κυριακή του Παραλύτου, οπότε γίνεται και Λιτάνευση του Ιερού Λειψάνου του Αγίου. Η καθιέρωσή της έγινε με πρωτοβουλία του μακαριστού μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου.
Από το 1936 με φροντίδα του προαναφερομένου μητροπολίτου το σεπτό Λείψανο του Νεομάρτυρα τοποθετήθηκε μέσα σε αργυρή πολυτελή λάρνακα σκεπασμένη με κρύσταλλο και φυλάσσεται μέσα σε μια παλιά ξύλινη (λάρνακα).
Το κρυστάλλινο κάλυμμα της λάρνακας επιτρέπει στους πιστούς να βλέπουν το ιερό Λείψανο που έχει σταυρωμένα τα χέρια του Αγίου και φαίνεται η επαφή του δέρματος με τα οστά…
Πλήθη Χριστιανών συμμετέχουν στις γιορτές και τη λιτάνευση του Λειψάνου του Αγίου, οπότε και διαβάζονται παρακλητικές ευχές να φυλάττει ο Θεός, δια πρεσβειών και του θαυματουργού Αγίου, τη νήσο από σεισμό, φωτιά και αιματοχυσία. Να προστατεύει τον λαό της Λέσβου από κάθε κακό. Ο Νεομάρτυρας Θεόδωρος ο Βυζάντιος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Λέσβου, πολιούχος της Μυτιλήνης, και με τη χάρη του Κυρίου το ιερό λείψανο του κάνει θαύματα.
Βίος Αγίου Θεοδώρου του Νεομάρτυρα του Βυζαντινού
Μέσα στη σεπτή χορεία των ενδόξων νεομαρτύρων της ορθοδόξου πίστεως, που έλαμψαν ως φωταυγείς αστέρες την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Άγιος νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζάντιος, ο πολιούχος Άγιος της Μυτιλήνης, ο οποίος απαγχονίστηκε για την αγάπη του Χριστού στις 17 Φεβρουαρίου 1795 και διέσωσε την πρωτεύουσα του ακριτικού και ευλογημένου αυτού νησιού του Αιγαίου από τη θανατηφόρο επιδημία της πανώλης το 1832.
Ο Άγιος νεομάρτυς Θεόδωρος γεννήθηκε το 1774 στο Νεοχώρι του Βυζαντίου και έζησε επί των ημερών της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Α΄. Οι γονείς του ονομάζονταν Χατζή Αναστάσιος και Σμαραγδή και ανέθρεψαν χριστιανικά τόσο τον Θεόδωρο, όσο και τα δύο αδέλφια του, τον Αντώνιο και τον Γεώργιο.
Μάλιστα ο Γεώργιος είχε τέτοια χριστιανική ευσέβεια, που μετά τον μαρτυρικό θάνατο του αδελφού του, του Θεοδώρου, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Αδριανουπόλεως με το όνομα Γρηγόριος. Από μικρός ο Θεόδωρος ήθελε να γίνει ζωγράφος και γι’ αυτό πήγε με έναν ζωγράφο στα ανάκτορα του σουλτάνου, όπου άρχισε να εργάζεται.
Όμως μέσα στο μουσουλμανικό περιβάλλον των ανακτόρων παρασύρθηκε από τις ηδονές και τη χλιδή σε τέτοιο βαθμό, ώστε αρνήθηκε τη χριστιανική του πίστη και ασπάσθηκε τον μωαμεθανισμό.
Πέρασαν τρία χρόνια και η θανατηφόρος επιδημία της πανώλης άρχισε να μαστίζει την περιοχή του Βυζαντίου. Πολλοί άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων οδηγήθηκαν στον θάνατο, γεγονός που έκανε τον Θεόδωρο να φοβηθεί και να σκεφθεί τον Θεό.
Συναισθανόμενος το αμάρτημά του άρχισε να αναζητά τρόπο για να δραπετεύσει από τα ανάκτορα και να μετανοήσει για την εξώμοσή του.
Προσπάθησε να φύγει, αλλά δεν τα κατάφερε, αφού ο δυνατός θόρυβος της πτώσης του από ψηλό τοίχο κινητοποίησε τους μωαμεθανούς των ανακτόρων, οι οποίοι και τον συνέλαβαν. Η δεύτερη προσπάθειά του στέφθηκε όμως με επιτυχία.
Με τη βοήθεια ενός χριστιανού γούναρη των ανακτόρων προμηθεύτηκε ναυτικά ρούχα και αφού μουτζούρωσε το πρόσωπό του, έδεσε ένα μαντήλι στο μέτωπό του και σηκώνοντας στους ώμους του μία στάμνα, έφυγε από το παλάτι χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν.
Μετά τη δραπέτευσή του κατόρθωσε να φτάσει σε συγγενικό του σπίτι, όπου μετά από λίγες ημέρες εξομολογήθηκε, χρίσθηκε με Άγιο Μύρο και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων.
Για να μην ανακαλυφθεί όμως από τους Τούρκους, αποφάσισε να φύγει και έφτασε στη Χίο, η οποία στάθηκε ο τόπος της ψυχικής του ανατάσεως, του πνευματικού του ανεφοδιασμού, της βαθιάς του μετανοίας και της προετοιμασίας του για να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Την εποχή αυτή ο Άγιος Μακάριος εφησυχάζει και ασκητεύει στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου και σ’ αυτόν τον χώρο ο Άγιος Θεόδωρος βρίσκει την ευκαιρία να διαβάσει πολλά ψυχωφελή βιβλία και κυρίως τα μαρτυρολόγια των νέων μαρτύρων, που τον ενισχύουν στην πίστη του και τον παροτρύνουν να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει για την αγάπη Του.
Τρεις φορές εξομολογήθηκε με δάκρυα στον Άγιο Μακάριο για το φοβερό αμάρτημα της αρνησιθρησκείας ζητώντας το έλεος του Θεού, ενώ καθημερινά υποβαλλόταν σε νέες δοκιμασίες για να στερεωθεί στην πίστη του και στην απόφασή του να μαρτυρήσει για τον Χριστό.
Οπλισμένος με ακλόνητη πίστη και σθεναρό φρόνημα ο νεαρός Θεόδωρος ανεχώρησε για τη Μυτιλήνη για να ομολογήσει εκεί τον Χριστό και να μαρτυρήσει γι’ Αυτόν. Στο ταξίδι του τον συνόδευσε και ο ευλαβής μοναχός Νεόφυτος, ο οποίος έμεινε κοντά του μέχρι το μαρτύριό του, συμπροσευχόμενος και ενισχύοντάς τον ψυχικά.
Ο Θεόδωρος του ζήτησε μάλιστα μετά τον θάνατό του να πάει να βρει τους γονείς του για να τους παρηγορήσει, αλλά και να ευχαριστήσει για μια ακόμη φορά τον Άγιο Μακάριο, ο οποίος τον καθοδήγησε πνευματικά και τον στερέωσε στην πίστη του.
Μέχρι σήμερα σώζονται επτά επιστολές του Αγίου Μακαρίου προς την οικογένεια του Αγίου Θεοδώρου.
Στη Μυτιλήνη ο νεαρός Θεόδωρος, αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων, φόρεσε τουρκικά ενδύματα και παρουσιάστηκε με θάρρος στις τουρκικές αρχές ομολογώντας με παρρησία τη χριστιανική του πίστη, την οποία, όπως είπε, πριν δέκα χρόνια πρόδωσε, ασπαζόμενος τον μωαμεθανισμό.
Η ομολογία του Θεοδώρου εξόργισε τόσο πολύ τον κριτή και τους παρευρισκόμενους, ώστε αφού τον μαστίγωσαν, τον έστειλαν στο παλάτι του Ναζήρη.
Εκεί τον έβαλαν στη φυλακή και τον υπέβαλαν σε πλήθος βασανιστηρίων. Τα πόδια του ήταν δεμένα και στον λαιμό του είχαν περάσει βαριά αλυσίδα. Κάθε μωαμεθανός, που περνούσε από μπροστά του, τον κορόιδευε ότι είναι τρελός, ενώ εκείνος ομολογούσε τον Χριστό και δήλωνε, ότι είναι υγιής και σώφρων.
Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του Ναζήρη, ο οποίος προσπάθησε με δώρα και υποσχέσεις να τον μεταπείσει να ασπασθεί και πάλι τον μωαμεθανισμό. Ο Θεόδωρος όμως ομολόγησε και πάλι με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα, αλλά και τη σταθερή του πρόθεση να μαρτυρήσει για τον ένα και αληθινό Θεό.
Τότε ο Ναζήρης διέταξε να τον κλείσουν στη φυλακή και αφού τον έδεσαν, τον μαστίγωσαν ανελέητα με 300 μαστιγώσεις. Άφησαν μάλιστα και τις πόρτες της φυλακής ανοικτές και κάθε φορά, που έμπαινε κάποιος Τούρκος, τον κτυπούσε βάναυσα.
Ο Θεόδωρος προσευχόταν διαρκώς στον Θεό και δεχόταν με καρτερία τα βασανιστήρια, ενώ συνέχισε να δηλώνει, ότι είναι χριστιανός. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να του βγάλουν τα μάτια και να του γυρίσουν το κεφάλι προς τα πίσω, ενώ για να τον κάνουν να σωπάσει, του έβαλαν στο στόμα μία ράβδο και του έσπασαν τα δόντια.
Το πρωί του Σαββάτου ο χριστιανός φύλακας τον βρήκε μισοπεθαμένο μέσα στη φυλακή να ψάλλει χαμηλόφωνα τον ύμνο «Τη Υπερμάχω». Στη συνέχεια του ζήτησε να πει στον αρχιερέα να του αποστείλει Θεία Κοινωνία, όπως και έγινε.
Την εποχή αυτή κάποιος νέος από τη Θεσσαλονίκη με το όνομα Γεώργιος είχε διαβάσει για τα μαρτύρια των παλαιών μαρτύρων, αλλά είχε εξεφράσει τις αμφιβολίες του γι’ αυτά. Έτσι ακούγοντας τα βασανιστήρια του Θεοδώρου, επιθυμούσε να μπει στη φυλακή και να δει τον νεαρό αθλητή της πίστεως.
Ο τοπάρχης όμως της περιοχής πληροφορούμενος τα γεγονότα, δήλωσε ότι όποιος βλασφημεί τη θρησκεία του, καταδικάζεται σε θάνατο. Γι’ αυτό και επισκέφθηκε τον Θεόδωρο στη φυλακή, ζητώντας του να του δώσει το «σαλαβάτι» του, δηλαδή τη μαρτυρία της μουσουλμανικής θρησκείας. Τότε ο Θεόδωρος με παρρησία και σθένος μίλησε τόσο περιφρονητικά για τον Μωάμεθ και την πίστη του, ώστε αποφασίστηκε η θανατική του καταδίκη.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1795, την ημέρα δηλαδή της μνήμης του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, και σε ηλικία 21 ετών ο νεαρός Θεόδωρος έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου με τον δι’ αγχόνης μαρτυρικό θάνατο.
Το σώμα του μάρτυρος έμεινε τρεις ημέρες κρεμασμένο στην αγχόνη και πολλοί χριστιανοί προσέρχονταν με ευλάβεια και έκοβαν τεμάχιο από τον χιτώνα του, το οποίο βουτούσαν στο αίμα και το κρατούσαν ως φυλακτό.
Μετά από τρεις ημέρες οι χριστιανοί ενταφίασαν το μαρτυρικό λείψανο με την πρέπουσα εκκλησιαστική τάξη στον Ιερό Ναό της Παναγίας Χρυσομαλλούσας στην πόλη της Μυτιλήνης, όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο τάφος του, ενώ μετά από τρία χρόνια πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή του ιερού λειψάνου, το οποίο βρέθηκε ακέραιο.
Το γεγονός αυτό πιστοποίησε την αγιότητα του νεομάρτυρος, ο οποίος κατέλαβε ξεχωριστή θέση στη χορεία των πολυάριθμων αγίων της Λέσβου και στη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων του νησιού.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις τριανταπέντε και πλέον εικόνες του Αγίου, που φυλάσσονται σε ιερούς ναούς του νησιού, αλλά και από την ιστόρηση εικόνος του Αγίου το 1798, τρία χρόνια δηλαδή μετά το μαρτύριό του, τεθησαυρισμένη σήμερα στον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας Παμφίλων Λέσβου.
Μετά την ανακομιδή το άφθαρτο λείψανο του Αγίου τοποθετήθηκε στην κρύπτη του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Αθανασίου μέχρι το 1832. Κατά το έτος αυτό έγινε το θαύμα της διασώσεως της πόλεως της Μυτιλήνης από τη θανατηφόρο πανώλη.
Μόλις ξέσπασε η φοβερή επιδημία και ο θάνατος άρχισε να κτυπά ολοένα και περισσότερες οικογένειες, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να διαφύγουν στους γύρω λόφους.
Όμως τίποτα δεν μπόρεσε να σταματήσει τον θάνατο, ούτε και η αποστολή γιατρών και φαρμάκων έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Τότε ο Άγιος παρουσιάστηκε κατ’ όναρ το βράδυ της πρώτης Παρασκευής της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στον τότε Πρωτοσύγκελλο Καλλίνικο και του παρήγγειλε να πει στον Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς, που είχαν φύγει από την πόλη και να κάνουν αγρυπνία στον Μητροπολιτικό Ναό, βγάζοντας το λείψανο από την κρύπτη του ναού.
Ο Πρωτοσύγκελλος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, αλλά ο Άγιος εμφανίστηκε και πάλι στον ύπνο του μετά από μία εβδομάδα. Τότε ενημέρωσε τον Μητροπολίτη, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε από τον Τούρκο διοικητή να ειδοποιηθούν οι χριστιανοί για να τελεσθεί η αγρυπνία.
Κατά τις πρωινές ώρες και ενώ ο ναός ήταν κατάμεστος από χριστιανούς, που παρακολουθούσαν την αγρυπνία, ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελλος έβγαλαν από την κρύπτη το ιερό λείψανο του Αγίου και έκαναν λιτανεία γύρω από τον ναό.
Από εκείνη τη στιγμή σταμάτησε η επιδημία της πανώλης, γεγονός που οδήγησε στην καθιέρωση και ανακήρυξη του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου ως πολιούχου και προστάτου της πόλεως και του νησιού της Μυτιλήνης.
Από το 1832 το ιερό λείψανο του πολιούχου του νησιού φυλάσσεται ως «τιμαλφής θησαυρός» στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Αθανασίου, εις ανάμνηση δε της θαυματουργικής διασώσεως της πόλεως της Μυτιλήνης από τη θανατηφόρο πανώλη καθιερώθηκε από το 1936 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου παλλεσβιακή πανήγυρις με πάνδημη λιτάνευση του ιερού λειψάνου του στην πόλη της Μυτιλήνης την Κυριακή του Παραλύτου.
Το 1995 πραγματοποιήθηκαν επίσης στη Μυτιλήνη λαμπρές εορταστικές εκδηλώσεις επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως 200 ετών από το μαρτύριο του Αγίου (1795-1995), μεταξύ δε των οποίων ήταν και η θεμελίωση του περικαλλούς Ιερού Ναού του Αγίου στο προαύλιο του Στρατηγείου της 98 ΑΔΤΕ, ενώ το 1998 συνεκλήθη και το πρώτο Ειδικό Επιστημονικό Συνέδριο προς τιμήν του.
Ευχή όλων μας είναι ο πολιούχος της Μυτιλήνης Άγιος νεομάρτυς Θεόδωρος ο Βυζάντιος να πρεσβεύει αδιάλειπτα στον Πανάγαθο Θεό για την ενίσχυση της χριστιανικής πίστεως στην Ελλάδα του 21ου αιώνα και για τη σωτηρία της ψυχής μας στην υλιστική και τεχνοκρατική εποχή μας.
Απολυτίκια
Τω Θεώ ώσπερ δώρον φερωνύμως, Θεόδωρε, δι’ αθλήσεως πόνων προσηνέχθης πολύτιμον, και άμωμον θύμα και δεκτή, παμμάκαρ, εγένου προσφορά• όθεν πόθω συνελθόντες, τους σους αγώνας εν ύμνοις γεραίρομεν και δόξαν προσάγομεν Θεώ τω θαυμαστώς σε ενισχύσαντι κατ’ έχθρων δρωμένων και αοράτων, πολύαθλε.
Το πάντιμον λείψανον του Θεοδώρου, πιστοί, ενδόξως τιμήσωμεν ως θησαυρών τιμαλφή, και πάντες βοήσωμεν: Σώσον εκ των κινδύνων τους πιστώς σε υμνούντας, ως πότε σύ ερρύσω εκ πανώλους την πόλιν και πάντας περιφρούρησον ταις ικεσίαις σου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου