ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΝ ΒΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Γράφει, ο ἐξόριστος ἱερός Χρυσόστομος πρός ἑτερον ἐξόριστον, τόν Ἐπίσκοπον Κυριακόν:
«Μή, λοιπόν, λυπᾶσαι, ἀδελφέ Κυριακέ. Γιατί κι’ ἐγώ ὅταν διωχνόμουν ἀπό τήν πόλη γιά τίποτα ἀπ’ αὐτά δέν φρόντιζα, ἀλλά ἔλεγα στόν ἑαυτό μου. Ἄν θέλει ἡ Βασίλισσα νά μέ ἐξορίσει, ἀς μέ ἐξορίσει. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς». Ἄν θέλει νά μέ πριονίσει, ἄς μέ πριονίσει. Τόν Ἡσαία ἔχω ὑπογραμμό. Ἄν θέλει στό πέλαγος νά μέ ἐξακοντίσει, τόν Ἰωνᾶ θυμᾶμαι. Ἄν θέλει σέ λάκκο νά μέ βάλει, ἔχω τόν Δανιήλ ριγμένο στά λιοντάρια. Ἄν θέλει νά μέ πετροβολήσει, τόν Στέφανο ἔχω τόν πρωτομάρτυρα, νά τὄχει πάθει αὐτό. Ἄν θέλει τό κεφάλι μου νά πάρη, ἔχω τόν Βαπτιστή. Ἄν θέλει τά ὑπάρχοντά μου νά πάρει, ἄν ἔχω, ἄς τά πάρει. «Γυμνός ἐξῆλθον ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου, γυμνός κι’ ἀς φύγω» .... Γιά ὅλα τ’ ἄλλα, ὅσα μοῦ συνέβησαν δέν φρόντισα. Πολύ δέ μᾶς περιποιήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος αὐτῆς τῆς πόλεως καί πολλήν ἀγάπην ἔδειξε, ὥστε, ἄν ἦταν δυνατόν κι’ ἄν δέν φυλάγαμε τόν ὅρον, καί τόν θρόνο του θά μᾶς παραχωροῦσε. Παρακαλῶ, λοιπόν, καί ἀντιλέγω, πέταξε τό πένθος τῆς λύπης σου καί μνημόνευέ μας πρός τόν Θεό».
‘Ιδού καί τό δεύτερο κείμενο. Ὡς γνωστόν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε καί ἐτάφη στήν ἐξορία. Ὁ βασιλιάς Θεοδόσιος, ἕνας ἀπό τούς διαδόχους τῶν διωκτῶν τοῦ Ἁγίου, ἔστειλε καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ Πατριάρχου Πρόκλου, νά φέρουν τό ἱερόν λείψανον τοῦ ἁγίου στήν Κωνσταντινούπολη. ‘Αλλά οἱ ἀπεσταλμένοι δέν μπόρεσαν νά τό μετακινήσου. Τό λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμενε ἀκίνητο. Τότε ὁ βασιλιάς ἔστιελε γράμμα, μέ τό ὁποῖο ζητοῦσε συγγνώμη, γράφοντας τά ἑξῆς:
«Τίμιε πάτερ, νομίζοντας ὅτι τό σῶμά σου εἶναι νεκρό, ὅπως τά ἄλλα, θελήσαμε νά τό μετακομίσουμε ἁπλᾶ ἐδῶ σ’ ἐμᾶς. Γι’ αὐτό καί δίκαια δέν πετύχαμε αὐτό πού θέλαμε. ‘Αλλά, ἐσύ, τιμιώτατε Πάτερ, συγχώρεσέ μας, πού σέ ξανακαλοῦμε, ἐσύ πού δίδαξες σέ ὅλους τήν μετάνοια. Καί σάν σέ παιδιά πού ἀγαποῦν τόν πατέρα τους, δός μας τόν ἑαυτό σου καί δῶσε χαρά σέ αὐτούς πού σέ ἀγαποῦν μέ τήν δική σου παρουσία».
Ὅταν αὐτή ἡ ἐπιστολή φέρθηκε στόν Ἅγιο καί τποποθετήθηκε πάνω στό σκήνωμμά του, ἀμέσως ἔδωσε τόν ἐαυτό του καί οἱ μεταφορεῖς εὔκολα τό σήκωσαν. Ὅταν δέ ἔφθασε ἀντικρύ τῆς Πόλεως, πέρασαν μέν ἀπέναντι ὁ βασιλιάς καί ὅλη ἡ Σύγκλητος καί ὁ Πατριάρχης μαζί μέ τόν κλῆρο, ἔβαλαν δέ σέ βασιλικό πλοῖο τή σορό πού περιεῖχε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἔγινε ὅμως καταιγίδα καί τ’ ἄλλα μέν πλοῖα σκορπισθήκανε ἀλλοῦ, ἐκεῖνο ὅμως στό ὁποῖο ἦτο τό σῶμα τοῦ Ἁγίου, ἐξώκειλε στόν ἀγρό τῆς χήρας ἐκείνης, τήν ὁποία ἀδίκησε ἡ Εὐδοξία, πάίρνοντάς της τό ἀμπέλι. Ἡ ὁποία ἐπειδή ἐλέγχθηκε ἀπό τόν Ἅγιο τόν ἐξώρισε.
Ὅταν ἀποδόθηκε ὁ ἀγρός στή χήρα, ἀμέσως ἔγινε γαλήνη στή θάλασσα καί πρῶτα μέν μεταφέρθηκε στό Ναό τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ, μετά δέ στόν ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, ὅπου τόν ἔβαλαν στό σύνθρονο καί φώναξαν ὅλοι: «Ἀπόλαβέ σου τόν θρόνον Ἅγιε». Μετά, ἀφοῦ ἡ σορός τοποποθετήθηκε στήν ϊερά καθέδρα, ἐπεφώνησε στό ποίμνιο τό «Εἰρήνη πᾶσι».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου