ΑΙΡΕΣΗ, ΣΥΓΧΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Αίρεση, Σύγχυση και Εκκλησία
Αίρεση
αποκαλείται το θεολογικό σύστημα το οποίο έχει απορριφθεί από την
Εκκλησία διότι σφάλει ως προς την Αλήθεια η οποία είτε αποτελεί
εμπειρική βίωση και όραση του Θείου ή διατυπώνεται με σαφήνεια από
Οικουμενική Σύνοδο. Ως αίρεση νοείται η ανατροπή της πίστεως, η εκτροπή
από την αποκαλυφθείσα αλήθεια, η αστοχία περί την αλήθεια,
ψευδοδιδασκαλία, ψευδοπροφητεία, εκφυλισμός του Εκκλησιαστικού
Γεγονότος. Όλες, μα όλες οι αιρέσεις που παρουσιάστηκαν στην ιστορία της
Εκκλησίας στο κοινό Χριστιανικό πλαίσιο κινούνταν πάντοτε μέσα στον
θρησκειοποιημένο ατομοκεντρικό χώρο της Θρησκείας και όχι της Εκκλησίας.
Κατόπιν
ομολογίας Αγίων Πατέρων δι’ Αγίου Πνεύματος, η αίρεση αποτελεί σε
τελική ανάλυση βλασφημία είτε κατά της Αγίας Τριάδος είτε μεμονωμένα
κατά των υποστάσεών της και για τον λόγο αυτό η κριτική που της γίνεται
είναι αυστηρότατη σε σημείο να παρεξηγείται από κατά καιρούς αδαείς περί
των εκκλησιαστικών ζητημάτων. Είναι βλασφημία κατά του Θείου και φυσικά
ουδεμία «πνευματική» επικοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει με αυτόν έως
ότου συνέλθει και μετανοήσει. Με μια σημαντική επισήμανση όμως η οποία
παραπέμπει στο παράδειγμα του ιερού Αυγουστίνου. Ο αιρετικός που δεν
έχει επίγνωση του τι πράττει ή δεν του έχει υποδειχθεί το λάθος, δεν
είναι δυνατό να αντιμετωπίζεται με την ίδια αυστηρότητα. Για παράδειγμα,
τα εκατομμύρια «πιστών» όλων των αποχρώσεων ακόμη και μέσα στους
κόλπους της Εκκλησίας. Η πλειοψηφία αυτών αδιάφορη και «χλιαρή». Για τον
συνειδητοποιημένο αιρετικό και πνευματικά επικίνδυνο, ο ίδιος ο
Απόστολος Παύλος προειδοποιεί: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέρα νουθεσίαν παραιτοῦ», διότι
τον έχει ως υποχείριό του ο διάβολος και τον οδηγεί προς τον πνευματικό
θάνατο φορώντας του πνευματικά παραμορφωτικά γυαλιά για να κοιτάζει
άλλον Χριστό. Το τραγικό είναι ότι δεν βλέπει. Απλά κοιτάζει.
Εκκλησιαστικά
δεν υπάρχει μεγάλη και μικρή αίρεση. Κάθε απόκλιση από την αλήθεια,
κάθε προσπάθεια νόθευσης του διάφανου κρυστάλλου της Εκκλησίας, κάθε
εκτροπή και εκφυλισμός που διαστρέφει και Πατριάρχης ακόμη, αποτελεί
πληγή για τα μέλη της η οποία «αιμορραγεί και μολύνει» τον νου και την
ψυχή και είναι καταδικαστέα. Οδηγεί δηλαδή απευθείας και ύπουλα προς τον
πνευματικό θάνατο. Και το δραματικό είναι πως αυτό πολύ δύσκολα γίνεται
αντιληπτό.
Για
να μιλήσουμε με άλλους όρους, με κομπογιαννίτες αιρετικούς «ιατρούς»
και λανθασμένη φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία δεν σώζεται ο πάσχων
πτωτικός άνθρωπος, τόσο κατά σάρκα όσο και κατά πνεύμα. Αυτό είναι
ανάγκη να γίνει κατανοητό και επιπρόσθετα η μη εκκλησιαστική σύμπραξη με
αιρετικούς πρέπει να γίνεται μόνο από αγάπη. Οι ιεροί κανόνες
απαγορεύουν τη συμπροσευχή και τη συλλειτουργία σε αιρετικό περιβάλλον.
Σε καμία όμως περίπτωση αυτό δεν έχει να κάνει με την ιερότητα του
ανθρώπου όποιος κι αν είναι αλλά με την αίρεση που μεταφέρει. Ο άνθρωπος
ως μοναδική εικόνα Θεού, τιμάται από την Εκκλησία.
Με
τη βεβαιότητα ότι όταν γίνεται λόγος για Εκκλησία και Θρησκεία ομιλούμε
για δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες σε χώρο οντολογικό και
σωτηριολογικό που δεν συναντώνται ποτέ, σε πλαίσιο ανθρώπινης
επικοινωνίας είναι εύκολο να διολισθαίνει το υποκείμενο του λόγου σε
σύγχυση στην προσπάθεια ανεύρεσης κοινού τόπου σε έναν τύπο ουσίας τον
οποίον ο συνομιλητής του είτε τις περισσότερες φορές αγνοεί είτε για
λόγους σκοπιμότητας αρνείται να μπει σε λειτουργία κατανόησης. Με άλλα
λόγια, το μήνυμα αν και εκπέμπεται γλωσσολογικά με τους κανόνες και τη
σύνταξη για τους οποίους ο κώδικας είναι κοινός, ο δέκτης αδυνατεί να
αποκωδικοποιήσει τη φόρμα όχι επειδή κατ’ ανάγκη είναι κακοπροαίρετος
αλλά διότι το υπαρξιακό πλαίσιο στο οποίο έχει βρεθεί ή έχει μάθει να
κινείται είναι διαφορετικό. Τα ελληνικά ως κατεξοχήν νοηματική γλώσσα με
τεράστιες δυνατότητες, σε τέτοιου είδους ζητήματα καθόλου δεν βοηθούν,
όπως και οποιαδήποτε άλλη διάλεκτος.
Η
σύγχυση που παρατηρείται γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν βρισκόμαστε σε
ανώτερο επίπεδο από το συνηθισμένο, με άτομα κατά γενικήν ομολογία
εγκαταστημένα σε χώρους σημαντικούς είτε κοινωνικά είτε σε πλαίσιο
επιστημονικής καθοδήγησης. Τότε, αν δεν υπάρχει η πρόνοια σε επίπεδο
συντονισμού να γίνει μια μεταφορά δομής σε διαφορετικό πλαίσιο, το
λιγότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν η μία πλευρά να θεωρεί την
άλλη ως «αιρετική» και η άλλη την πρώτη ως «δογματική». Το «περίεργο»
είναι ότι το δογματικό στοιχείο είναι ίδιον γνώρισμα του θρησκευτικού
ενώ το δόγμα σε εκκλησιαστικό περιβάλλον εμφανίζεται ως αδυναμία
νοητικής επεξήγησης η οποία δεν μπορεί να πάει παραπάνω και διατυπώνεται
συλλογικά σε οικουμενικό συνοδικό επίπεδο.
Για
την Εκκλησία θέματα παρόμοια και δη δογματικής, είναι τελειωμένα και
επιλυμένα συνοδικά εδώ και πολλούς αιώνες και επικυρωμένα από τη βιωτή
Αγίων μορφών. «Οἱ
Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν,
οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς
ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται…». Με
την απαραίτητη διασαφήνιση του «τι εστί δογματικός και δόγμα» αφού το
πλαίσιο και πάλι θα πρέπει να είναι κοινό, ο αποκαλών κάποιον δογματικό
τον αρθρώνοντα εκκλησιαστικό λόγο, το λιγότερο αγνοεί το παρελθόν. Το
περίεργο πάλι, θα είναι αν ο υποτιθέμενος δογματικός αναπαράγει όχι
δικές του θέσεις αλλά Αγίων Προσώπων ή Οικουμενικών Συνόδων.
«Δογματικοί» καί αυτοί; Υπό ποίαν έννοια; Την εκκλησιαστική ή τη
θρησκευτική; Το κλειδί καί σε αυτή την περίπτωση είναι αν ο κινούμενος
σε λανθασμένο πλαίσιο το γνωρίζει και αν ο κατέχων τις απαραίτητες
γνώσεις προς τη σωστή κατεύθυνση είναι σε θέση να τις παρουσιάσει όχι ως
ατομική του πεποίθηση και πίστη προσωπική, εκκοσμικευμένο θρησκευτικό
γεγονός δηλαδή, άρα ακόμη μία άλλη θρησκεία μέσα στις τόσες, αλλά ως
το αληθές που δεν αληθεύει επειδή το πιστεύει και εμπιστεύεται μια
συγκεκριμένη ομάδα, μα αληθεύει άσχετα με την ύπαρξη ομάδων και ατόμων
ως το γνήσιο και ανόθευτο «πρόταγμα» που οδηγεί προς τη σωτηρία.
Συνήθως αν υπάρχει αδυναμία ή άλλοι λόγοι που τον εμποδίζουν, διακριτικά
σιωπά και πρέπει να σιωπά. Αν μπορεί να το κάνει κι αυτό. Με την
προϋπόθεση ότι θα είναι γνωστό μέχρι πού θα μπορεί να φθάσει το όριο
ανεκτικότητας με βάση την άγνοια, σε αιρετικές ψευδοφανείς τοποθετήσεις.
Από
την άλλη πλευρά, η ισοπέδωση, με τη νοσηρή πρόταση ότι πρέπει να
διακοπούν όλες οι κοινωνικές γέφυρες επικοινωνίας με «πληθυσμιακές
μάζες» που βρίσκονται εκτός ορθόδοξου εκκλησιαστικού χώρου και που
ουσιαστικά είναι μάλλον εντελώς ανυποψίαστοι, είναι όχι μόνο επικίνδυνη
αλλά και γελοία. Κατ’ αρχάς, ουδείς δικαιούται να αναγορεύει εαυτόν
κριτή και σωτήρα του συνανθρώπου του. Πέρα από το βλάσφημο μπροστά στον
απόλυτο και υπέρτατο κριτή, δεν διαθέτει καν τους μηχανισμούς για να
εισχωρήσει στην ψυχή του άλλου και να την αφουγκραστεί. Με το παράδειγμά
του μόνο, θα μπορέσει να τον προσελκύσει και με την αγάπη του που θα
εκπέμψει. Διαφορετικά, πώς θα φαινόταν αν κάποιος δεν αγοράζει για
παράδειγμα ιαπωνικό αυτοκίνητο επειδή οι Ιάπωνες θρησκευτικά είναι
αλλόθρησκοι ή δεν περνά έξω από το Μπάκιγχαμ επειδή η Βασίλισσα της
Αγγλίας είναι θρησκευτικός ηγέτης που φορά μάλιστα και τα μασονικά
σύμβολα; Ή ακόμη χειρότερα, σε πλαίσιο συμμαχικών επιχειρήσεων κατά
κοινού εχθρού π.χ. της ναζιστικής Γερμανίας, ο Έλληνας να μη
συμπολεμούσε με τον Βρετανό, ο Γάλλος με τον Νεοζηλανδό κ.ο.κ. επειδή
δεν συμφωνούνε οι θρησκείες! Με την ίδια λογική π.χ. ο Σουηδός
Πρωθυπουργός να μη λέει «Καλημέρα» στον Ρώσο Πρόεδρο κι ο Ιταλός
Πρωθυπουργός να μη μιλάει ποτέ στον ΟΗΕ! Ή πέρα από κάθε λογική, να
απορρίπτεται το έργο π.χ. του Da Vinci, του Αρχιμήδη ή του Αριστοτέλη
λόγω Θρησκείας! Ο Γαλιλαίος «από σπόντα», «τη γλίτωσε»! Πόσο η
γελοιότητα τότε, θα ήταν εμφανής;
Το
ορθό, το σωστό και το επιστημονικά τεκμηριωμένο αν δεν γίνεται αποδεκτό
και μάλιστα για λόγους θρησκειοποιημένης νοητικής απομόνωσης υπάρχει
τεράστιο θέμα και πρόβλημα ανθρώπινης ενσωμάτωσης, συνέχειας και
ολοκλήρωσης. Εκκλησιαστικά, ακόμη και ο Διάβολος να πει κάτι σωστό, δεν
έχει λόγο η Εκκλησία να μην το αποδεχθεί. Τούτο αρχικά σε έναν πιστό
φαντάζει εντελώς παράλογο. Στη Βίβλο διαβάζουμε ότι τα ίδια τα δαιμόνια
σε κάποιο σημείο φωνάζουν δυνατά στον Χριστό: «Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;».
Το ίδιο το δαιμόνιο αποκαλεί τον Χριστό «υιό του Θεού». Το «αφελές»
ερώτημα που προκύπτει «ορθολογικά» είναι: Επειδή αποκάλεσε ο διάβολος
τον Χριστό «υιό του Θεού» Αυτός δεν είναι; Χρειάζεται συνεπώς μεγάλη
προσοχή όταν οι πιστοί καταπιάνονται με παρόμοια ζητήματα διότι η
σύγχυση καραδοκεί με αποτέλεσμα να δημιουργείται συχνά πολύ μεγάλη
παρανόηση.
Ο Μέγας Βασίλειος στον λόγο του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων» λέγει με σαφήνεια: «Ὡς
γὰρ τῶν ἀνθέων τοῖς μὲν λοιποῖς ἄχρι τῆς εὐωδίας ἢ τῆς χρόας ἐστὶν ἡ
ἀπόλαυσις, ταῖς μελίτταις δ᾿ ἄρα καὶ μέλι λαμβάνειν ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπάρχει». Με
άλλα λόγια, όπως η μέλισσα το πολύτιμο νέκταρ, από τους πάντες κρατάμε
ό,τι μας ωφελεί υλικά και πνευματικά και προωθεί την Ανθρωπότητα προς τη
συνέχεια και τη σωτηρία. Τα περιττά, τα βλαβερά και τα λανθασμένα, τα
απορρίπτουμε ή μας αφήνουν παντελώς αδιάφορους και δεν ασχολούμεθα καν.
Και φυσικά ουδεμία εκκλησιαστική και μόνο επικοινωνία με αιρετικούς. Στο
ίδιο μήκος και οι εκ των κορυφαίων Πατέρων της Εκκλησίας Άγιοι: Μέγας
Βασίλειος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Ισαάκ ο Σύρος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος,
Μάξιμος ο Ομολογητής, Γρηγόριος ο Παλαμάς, Γρηγόριος ο Νύσσης, Γρηγόριος
ο Θεολόγος, Μάρκος ο Ευγενικός, Ιουστίνος Πόποβιτς, Ιννοκέντιος
Βενιαμίνωφ και χορεία μακαρίων ανδρών της πίστεως, όχι απαραίτητα
Έλληνες αλλά της οικουμένης. Όλοι και όλα συντονισμένα για τη σωτηρία
της Ανθρωπότητας.
Η
Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία όπως την ίδρυσε την ημέρα της
Πεντηκοστής ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός περνά τις δυσκολίες της εδώ και
δύο χιλιετίες, γεννάται και αναγεννάται «Σήμερον», ποτέ δεν
εξαντλείται, πορεύεται μέσα από το αίμα μυριάδων μαρτύρων σηκώνοντας το
βαρύ φορτίο του Σταυρού το οποίο κατανέμει στα μέλη του με όση ο καθένας
δύναμη μπορεί να σηκώσει. Γραμμάριο παραπάνω! Και ο Σταυρός οδηγεί στην
προπτωτική κατάσταση αφθαρσίας και κοινωνίας με τον Πλάστη των πάντων,
ορατών τε αοράτων καταλύοντας το κράτος του Διαβόλου. Οι Θρησκείες σε
αυτή τη φάση, καθόλου δεν απασχολούν. Οι αρχηγοί τους όμως και οι πιστοί
τους, κατά πάντα σεβαστοί κατά το «όστις θέλει». Το αυτεξούσιο και η ελευθερία σε πλήρη εφαρμογή με την αγάπη που ανέχεται «κατ’ οικονομίαν» πολλά πλην της παράδοσης της ψυχής στον Εωσφόρο. Εκεί, δεν υπάρχουν περιθώρια συνδιαλλαγής.
Η
Εκκλησία ως μοναδικό θεραπευτήριο ψυχών, καθαγιάζει και οδηγεί τα μέλη
της με την πλήρη επίγνωση ότι έχουμε να κάνουμε με αμαρτωλά υποκείμενα
του φθαρτού κόσμου δηλαδή άστοχους συνανθρώπους που αναζητούν τη διέξοδο
του τάφου. Συνεπώς δεν είχε ποτέ και δεν έχει κανένα νόημα η συζήτηση
περί της ύπαρξης πολλών «εκκλησιών», υποβιβάζοντάς την στο επίπεδο μίας
ακόμη από πολλές Θρησκείας ή Ομολογίας, οι οποίες θα πρέπει να δρουν
δήθεν συμπληρωματικά μεταξύ τους με αγάπη, μιας και τάχα η καθεμιά
κατέχει ψήγματα ή μέρη αληθείας που θα πρέπει κάποτε να συνενωθούν
συμπληρώνοντας το οικουμενιστικό παζλ μιας «Νέας Εποχής». Ο
«Οικουμενισμός» είναι η αίρεση των αιρέσεων. Το νέο «φρούτο» της
νεωτερικότητας. Η Εκκλησία του Χριστού όμως βρίσκεται και θα βρίσκεται
στον χώρο του Οικουμενικού, όπως προσδιόρισε τις βάσεις της ο Απόστολος
των Εθνών Παύλος θέτοντας το επιστέγασμα στο εκκλησιαστικό οικοδόμημα.
Γι’ αυτό και είναι λάθος να λέμε π.χ. η Εκκλησία της Ελλάδος, της
Κύπρου, της Ρωσίας, της Ουκρανίας, της Αμερικής, της Αυστραλίας κ.ο.κ.
αλλά είναι η Εκκλησία στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στη Ρωσία, στην
Ουκρανία, στην Αμερική, στην Αυστραλία κ.ο.κ. Αν υπήρχαν πολλές
εκκλησίες, τότε θα υπήρχαν και πολλοί Χριστοί, πράγμα όχι απλά αιρετικό
αλλά και ανόητο.
Εξυπακούεται
ότι σε αιρετικό πλαίσιο δεν νοείται καν υποψία Εκκλησίας. Ούτε η
Εκκλησία χωρίζεται, διαχωρίζεται, διασπάται, σχίζεται, αποχωρεί κλπ.
Πληγώνεται όπως ο ιδρυτής της επάνω στον Σταυρό και κατόπιν θριαμβεύει.
Δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά άλλωστε. Οι πιστοί μεταξύ τους
κατά καιρούς χωρίζονται, διαχωρίζονται, διασπώνται, σχίζονται,
αποχωρούν. Αλλά αυτό αποτελεί πρόβλημα των ιδίων. Πρόβλημα πρώτιστα στη
σχέση τους με τον Θεό, κατόπιν στη σχέση τους με τον πνευματικό τους και
τελικά στη σχέση τους με τον εαυτό τους. Σε καμία περίπτωση δεν
αποτελεί εκκλησιαστικό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί κοινωνικά. Ούτε
είναι θέμα αριθμητικό και δεν μετράται το επίπεδο της Αλήθειας με τον
πλήθος των πιστών. Όσοι κι αν εγκαταλείψουν την Εκκλησία, «τρεις κι ο
κούκος» να παραμείνουν, παραμένει Μία και Οικουμενική διότι ο ιδρυτής
της είχε και έχει τον χαρακτήρα αυτόν. Τούτο φαίνεται πολύ καθαρά μέσα
στα μάτια των ανθρώπων. Λευκοί, μαύροι, κίτρινοι και κόκκινοι, όλοι
ψηφίδες με κοινή καταγωγή. Ανοίγει η καρδιά σου όταν συναντάς
συνανθρώπους όπου κι αν είναι. Εικόνες Χριστού, σε μιαν Ανθρωπότητα που
επιθυμεί με πάθος την αστείρευτη Ζωή. Κι αυτό μόνο εις το όνομα Ιησού
Χριστού του Εσταυρωμένου συντελείται, εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου