ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΙΓΟΙ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΙ ΑΛΛΑ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΣ (ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ)
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ
ΤΗΣ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δ/ΝΣΙΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ
ΚΟΡΩΠΙ Τ.Κ.19400 Τ.Θ. 54 ΤΗΛ. 210.6020176, 210.2466057
Α.Π. Ε/63 Ἐν Κορωπίω Ἀπρίλιος 2008 (Ε.Η.)
ΔΙΠΛΗ ΕΟΡΤΗ
Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά, χαίρετε ἐν Κυρίω.
Γράφω αὐτήν τήν ἐπιστολή ἐπ’ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τήν ὁποίαν ἑωρτάσαμεν, διότι, ὅπως καί ἄλλην φοράν σᾶς ἔγραψα, πρέπει πρῶτοι ἡμεῖς οἱ διακονοῦντες εἰς τό ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, νά ἐμπνεώμεθα ἀπό τά μηνύματα τῶν ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν ἑορτῶν, ὥστε ἡ διακονία μας νά εἶναι κατάΘεόν καί πρός ὠφέλειαν τῶν ψυχῶν μας. Εἶναι μία ἑορτή, τό νόημα καί τά μηνύματα πρέπει νά τό ἔχουμε πάντοτε κατά νοῦν, διότι ὁ σημερινός ἀγών, ὁ ἀγών τόν ὁποῖον καλούμεθα ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ νά διεξαγάγωμεν, εἶναι ἀγών ἀπαλλαγῆς μας ἀφ’ ἑνός ἀπό τῶν παθῶν, καί ἀφ’ ἑτέρου ἀγών νά διαφυλάξουμε τήν ἐλευθερίαν μας ἀπό τούς παντοειδεῖς πολεμίους καί ἐπιβούλους.
Ποῖον λοιπόν εἶναι τό νόημα τῆς διπλῆς αὐτῆς ἑορτῆς. Εἶναι ἡ καλή ἀγγελία (ἐξ’ οὗ καί Εὐαγγελισμός) διά τήν ἀπαλλαγήν μας ἀπό τήν δουλείαν τῆς ἁμαρτίας, ὡς Ὀρθοδόξων καί ἀπό τήν σκληράν δουλείαν τῶν 400 χρόνων εἰς τόν βαρύν τουρκικόν ζυγόν, ὡς Ἑλλήνων.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίω πνευματικά. Τό σκοτάδι, τό ὁποῖον ἔφερε ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῆς παρακοῆς τῶν πρώτων ἀνθρώπων, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, εἰς τό κῆπο τῆς Ἐδέμ, ἦτο ἀπελπιστικόν καί θά ἦτο αἰώνιον, ἐάν ὁ Θεός δέν ὑπέσχετι τήν λύτρωσιν. Ἔδωσε μία φωτεινή ἀχτίδα φωτός καί ἐλπίδος, ἠ ὁποία διατηρήθηκε μέσα στούς αἰῶνες, συντηρήθηκε στίς καρδιές τῶν πρώτων ἐκείνων ἀνθρώπων, μεταδόθηκε στούς προφήτας καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὥσπου ἦλθε ἡ εὐλογημένη ὥρα, αὐτή ἡ σπίθα νά ἀνάψη, νά γίνη φωτιά, νά πλημμυρίση τά σύμπαντα, νά φωτίση τά σκοτάδια, νά κατακαύση τήν ἁμαρτίαν, νά διαλύση τήν λύπη καί νά φέρη πάλιν τήν χαρά καί τήν ζωή, δηλαδή τήν ἐπάνοδο εἰς τόν Παράδεισο.
Ἦταν ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ, ὅτι τά βάνασα τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ θλίψεις του, πού ἦταν συνέπειες τῆς παρακοῆς, καί τῆς ὑποδουλώσεως στήν ἁμαρτία, δέν θά εἶναι παντοτεινά, κάποια στιγμή θά ἔπαιρναν τέλος. Δηλαδή ὁ ἀπόγονος τῆς Εὔας, ὁ ὁποῖος θά εἶναι Υἱός ἐκλεκτῆς καί ξεχωριστῆς γυναικός, θά κτυποῦσε κατακέφαλα τόν ὄφι, δηλαδή τόν διάβολο (πού μετεσχηματίσθη σέ ὄφι), τόν εἰσηγητή τοῦ κακοῦ καί τῆς δυστυχίας τοῦ ἀνθρώπου, καί θά συνέτριβε τό κράτος του, ὁπότε θά ἀπελευθερωνόταν ὁ ἄνθρωπος καί θά γινόταν πάλιν κάτοικος τοῦ Παραδείσου, θά ἐπανήρχετο δηλαδή εἰς τήν προτέραν μακαριότητα. Αὐτή ἦτο ἡ μόνη ἐλπίδα πού συντρόφευε τόν ἄνθρωπο στήν πολύμοχθη ζωή του. Ἦταν τό Πρῶτο Εὐαγγέλιο, ἠ πρώτη χαρμόσυνη ἀγγελία, ἡ πρώτη ὑπόσχεσις τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ πρός τόν ἀποστάτη ἄνθρωπο.
Ὁ κατάλληλος καιρός ἦλθε. Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔφθασε. Ἡ ἀνθρωπότητα περίμενε καί δέν ἄντεχε ἄλλο. Πρόσμενε τήν ἀπολύτρωσι, τήν «ἀνάπλασι τοῦ συντριβέντος πλάσματος». Καί ἰδού ὁ Θεός θέτει εἰς ἐφαρμογήν τό προασιώνιον σχέδιόν Του, τήν προαιώνιον βουλήν Του. Ἰδού πῶς περιγράφει τήν ἀπερίγραπτον καί προαιώνιον βουλήν τοῦ Θεοῦ ὁ Μέγας Φώτιος: "...Τί δ᾿ οὖν ὁ πλάστης καί κηδεμών; ἄρα παρεῖδεν εἰς τέλος τό πλάσμα ταλαιπωρούμενον...; Οὐ μέ οὖν. Πῶς γάρ ὅπερ φιλοτιμούμενος ἔπλασεν, ἠνέσχετ᾿ ἄν ἠδέως ὁρᾶν συλαγωγούμενον καί πλανώμενον; Διό πρός ἑαυτήν μέν ἡ τῆς Τριάδος ἑνότης, εἰ θέμις εἰπεῖν, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΑΣΑ, θέμις δέ τοῦτο λέγειν ἐπί τῆς ἀναπλάσεως, ὅτι τό "ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν" ἐπί τῆς πλάσεως εἴρηται· τῷ ἐνιαίῳ τῆς γνώμης βουλήματι, τήν ἀνάπλασιν τοῦ συντριβέντος διετίθετο πλάσματος".
Δηλαδή δέν ἄφησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον ταλαιπούμενον αἰωνίως, δέν τόν ἄφησε νά συλαγωγῆται καί νά πλανᾶται ὑπό τοῦ ἀντίδίκου, ἀλλά «ἦλθε καί ἔσωσεν ἡμᾶς». Πότε; Ὅτε «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου». Τότε ἀπέστειλεν ἐξ’ οὐρανοῦ τόν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ νά δώση εἰς τήν Θεοτόκον τήν καλήν ἀγγελίαν, ὅτι αὐτήν ἐξέλεξε ὁ Θεός διά νά γεννήση τόν Λυτρωτήν τοῦ Κόσμου. «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῆ Θεοτόκῳ τό χαῖρε καί σύν τῆ ἀσωμάτω φωνῆ σωματούμενόν σε θεωρῶν Κύριε ἐξίστατο καί ἴστατο κραυγάζων πρός αὐτήν τοιαῦτα.Χαῖρε δι’ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει, χαῖρε δι’ ἧς ἡ ἀρά ἐκλείψει. Χαῖρε τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις, χαῖρε τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις».... «Χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ..».
Αὐτός εἶναι ὁ ἀσπασμός τοῦ οὐρανίου ἐπισκέπτου. Ἡ Παρθένος Μαρία ἀκούει, θαυμάζει καί συγκλονίζεται, δέχεται ταπεινά τήν θείαν Βουλήν. «’Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Αὐτή εἶναι ἡ μοναδική εἰς τήν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους συνάντησις οὐρανοῦ καί γῆς. Στιγμή μοναδική καί ἀνεπανάληπτη. Χαίρουν τά οὐράνια καί τά ἐπίγεια. Τό Ἀπολυτίκιον συνοψίζει ὅλο τό νόημα τῆς Θεομητορικῆς, ἀλλά καί Δεσποτικῆς ἑορτῆς: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον, καί τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Υἱός τῆς Παρθένου γίνεται, καί Γαβριήλ τήν χάριν εὐαγγελίζεται. Διό σύν αὐτῶ τῆ Θεοτόκῳ βοήσωμεν, χαῖρε Κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετά σοῦ». Τό Πρωτοευαγγέλιο ἔγινε ἤδη Εὐαγγέλιο. Τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ διά τήν ἀνάπλασι καί σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου μπαίνει σέ πλήρη ἐφαρμογή. Πλησιάζει ἡ Ἀνατολή τοῦ ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης, διά τοῦτο «σήμερον χαρᾶς Εὐαγγέλια» καί καλοῦνται ὅλα νά χαροῦν «εὐφραινέσθω ἡ κτίσις χορευέτω ἡ φύσις».
Ἀς ἔλθωμεν τώρα καί εἰς τήν ἐθνικήν ἑορτήν. Τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια σκλαβιά. Οἱ Ἕλληνες ζοῦν μέσα στό σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἀλλά μέσα στήν καρδιά των ἀναδεύει τό φῶς τῆς ἐλπίδας, τό ὁποῖον τροφοδοτεῖται καί συντηρεῖται μέ τό λάδι τῆς Πίστεως. Οἱ Ἕλληνες ἔχασαν τότε τήν ἐλευθερίαν των, δέν ἔχασαν ὅμως τήν πίστιν των. Τήν συντήρησαν βαθειά μέσα στήν καρδιά τους, τήν καλλιέργησαν οἱ γονεῖς στά παιδιά, τήν ἐτροφοδότησαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Γένους μέ τό κρυφό σχολειό, τήν ἐκαρποφόρησεν ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ἐνοριακή της ζωή. «Ἀπ’ ἔξω μαυροφόρα ἀπελπισιά, πυκνῆς σκλαβιᾶς χειροπιαστό σκοτάδι. Καί μέσα στήν θολόκτιστη ἐκκλησιά ....». Ἐκεῖ «στήν θολόκτιστη ἐκκλησιά» τοῦ Γένους καί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀναδεύετο ἡ ἐλπίδα, ἐκείνη ἡ ἐλπίδα, πού σιγόκαιε σάν μικρή σπίθα καί ὅταν ἦλθε ὁ καιρός, ἔγινε φωτιά καί ἐπυρπόλησε τίς καρδιές τῶν Ἐλλήνων καί ἦταν τόση δυνατή ἠ πυρκαϊά πού ἄναψε, ὥστε οἱ ὀλίγοι ἄοπλοι καί ἀδύναμοι Ἕλληνες, νά κατατροπώσουν μιάν πάνοπλη αὐτοκρατορία.
Ὀ ἀγώνας γιά τήν ἐλευθερία τοῦ Γένους ἀπό τόν τουρικό ζυγό, δέν ξεκίνησε μέ μιᾶς τό 1821. Ὁ ἀγώνας τῶν σκλαβωμένων Ἑλλήνων ἄρχισε ἀμέσως μετά τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453. Γιά τήν ἀκρίβεια ἦταν ἕνας ἱερός ἀγώνας, «ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος», ἕνας ἀγώνας πού ξεκίνησε ἀπό πολύ παλαιά, στόν ὀποῖον ὁ τελευταῖος Βυζαντινός αὐτοκράτωρ ὁ Κων/νος Παλαιολόγος, ἔδωσε μιά νέα πνοή. Ἕνας ἀγώνας πού ἀνανεώθηκε μέ τούς θρύλους γιά τόν «μαρμαρωμένο Βασιλιά», συντηρήθηκε μέ τά δημοτικά τραγούδια, καί δυνάμωνε πάντα μέ τό ὅραμα τῆς ἁγιᾶς Σοφιᾶς «μέ τά τετρακόσια σήμαντρα καί τίς ἑξήντα δυό καμπάνες», καί μέ τήν ἐλπίδα ὅτι «πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς πάλιν δικά μας θἆναι».
Σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐλευθερία καί τήν Ὀρθοδοξία, ἐθυσιάσθησαν 11 Πατριάρχες. Ἄλλους ἐκρέμασαν, ἄλλους ἔπνιξαν εἰς τήν θάλασσα, ἄλλους ἀπεκεφάλισαν οἱ βάρβαροι ἀσιᾶται Τοῦρκοι. ‘Αναφέρομεν μερικά χαρακτηριστικά ὀνόματα: Ραφαήλ ὁ Β΄, Κύριλλος ὁ Α΄ (Λούκαρις), Κύριλλος ὁ Β΄ Κονταρῆς, Παρθένιος ὁ Γ΄, Γαβριήλ ὁ Β, Μελέτιος ὁ Β, Γρηγόριος ὁ Ε΄, Κύριλλος ὁ Στ΄, Εὐγένιος, ... Ἀγχιάλου Εὐγένιος, Ἐφέσου Διονύσιος, Νικοδημείας Ἀθανάσιος, Σωζοπόλεως Παίσιος, Γάνου καί Χώρας Γεράσιμος, Μυριοφύτου Νεόφυτος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ἰωσήφ, Λαρίσης Πολύκαρπος, Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός... ‘Αμέτρητα τά πλήθη τῶν Πατριαρχῶν, ‘Αρχιερέων, Ἱερών καί λαΪκῶν ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος,. Ὅλοι αὐτοί εἶχον μέσα τους βαθειά ριζωμένη τήν ἀγάπη πρός τήν Ὀρθοδοξία καί τήν πατρίδα: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη Ὀρθοδοξία, οὐκ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας, ἐν σοί ἐγεννήθημεν, ἐν σοί ἀνετράφημεν, μυριάκις ὑπέρ σοῦ τεθνηξόμεθα». ῾Ὅπως γράφει ὁ Βυζαντινολόγος Ντήλ: "῞Οταν τό Βυζάντιον ἔπεσε, ἡ ᾿Εκκλησία παρέσχεν εἰς τόν ῾Ελληνισμόν ἀκόμη ἐξοχωτέραν ὑπηρεσίαν. Μαζῆ μέ τήν ᾿Ορθοδοξίαν διεφύλαξε καί τήν ἑλληνικήν ἐθνότητα καί τήν ἑλληνικήν παιδείαν".
Τέκνα γνήσια τῆς Ἐκκλησίας, διακρινόμενα διά τόν ζῆλόν των καί τήν πνευματικήν ζωήν ἦσαν καί οἱ ἤρωες τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821. Τό ψυχικόν μεγαλεῖον των ἦτο ἀξιοθαύμαστον. Θά μπορούσαμε νά κάνουμε ἐκτενέστατη ἀναφορά στόν χριστιανικό χαρακτῆρα, στήν πίστι καί τήν θεοσέβεια τῶν ἡρώων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821, ἀλλά θά περιορισθοῦμε μόνον εἰς τόν ἥρωα, εἰς τόν ᾿Εθνεγέρτην, θά λέγαμε, τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ὁ ὁποῖος:
1) ῏Ηταν χριστιανός καί ἐτήρει εἰς τό ἀκέραιον τά χριστιανικά του καθήκοντα καί αὐτός καί οἱ στρατιῶτές του. ᾿Αναφέρεται τό ἑξῆς χαρακτηριστικόν: Μετά τήν νίκη τοῦ Βαλτετσίου διέταξε τούς στρατιώτας του νά κάμουν νηστείαν, διότι κατ᾿ ἐκείνην τήν ἡμέραν ἦταν Τετάρτη.
2) ῏Ηταν ἄνθρωπος ἀνεξίκακος. Εἶναι γνωστόν, ὅτι τά μίση καί τά πάθη μετά τήν ᾿Επανάστασιν τοῦ 1821, ὡδήγησαν τόν ἥρωα τῆς ᾿Επαναστάσεως εἰς τήν φυλακήν. ᾿Εκεῖνος σάν ὑποδειγματικός χριστιανός δέν ἐκράτησε κακίαν ἤ μῖσος σέ κανέναν. ῾Η θαυμαστή του ἀνεξικακία ἐφάνη, καί ὅταν, ἀφοῦ μπροστά στό κίνδυνο τοῦ ᾿Ιμπραήμ τόν ἀποφυλάκισαν, εἶπεν ἐπιγραμματικά: "῞Ελληνες, πρίν βγῶ στ᾿ ᾿Ανάπλι, ἔρριξα στήν θάλασσα τά πικρά τά περασμένα. Κάντε καί σεῖς τό ἴδιο". (᾿Αποστ. Διακον., Πίστις καί Ζωή. ᾿Αθῆναι 1964, σ. 246).
3) Εἶχε διαγωγήν ἀπόλυτα χριστιανικήν. ῏Ηταν ἀνεξίκακος καί πρός τούς ἐχθρούς του ἀκόμη, κατά τό Εὐαγγελικόν: "᾿Αγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν". Αὐτό τό ἐφήρμοσε εἰς τήν ζωήν του μέ ὅλην τήν εὐλάβειαν. Πῶς νά μή ὑποκλιθοῦμε μπροστά στήν ἀνεξικακία του, ὅταν ὁ ἴδιος περιποιεῖται τόν δολοφόνον τοῦ ἀδελφοῦ του, πρός τόν ὁποῖον παρέθεσε γεῦμα, πείθων καί τήν μητέρα του, ὅτι αὐτό εἶναι τό καλύτερο μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ του"(᾿Ιω. ᾿Αλεξίου, Πνοές Πίστεως, ᾿Αθῆναι 1971, σ. 164. ῞Ηρωες τοῦ εἰκοσιένα, ᾿Αθῆναι 1957, σ. 70).
4) ῾Η χριστιανική του ἀνωτερότης ἐφαίνετο καί εἰς τόν τακτικόν του ἐκκλησιασμόν. ῾Ο Σπῦρος Μελᾶς γράφει πώς ὁ Κολοκοτρώνης μέ ὅλην του τήν οἰκογένεια, σύζυγον καί πέντε παιδιά μετέβαινε κάθε Κυριακή στόν Ναό.
5) ᾿Αλλά ἐκεῖ ὅπου φαίνεται εἰς τόν ὕψιστον βαθμόν τό μεγαλεῖον τοῦ ἥρωος τῆς ᾿Επαναστάσεως εἶναι εἰς τόν λόγον του εἰς τήν Πνύκα. ῎Εχει μείνῃ ἱστορική καί ἡ ὁμιλία του αὐτή πρός τούς μαθητάς τοῦ Γυμνασίου ᾿Αθηνῶν στήν Πνύκα τό 1838. ᾿Αναφέρεται στά καλά ἀποτελέσματα τῆς ὁμονοίας καί ὁμοψυχίας πού εἶχαν οἱ ἀγωνιστές στά πρῶτα χρόνια τοῦ ᾿Αγῶνος καί στά ὀδυνηρά διά τό ῎Εθνος ἀποτελέσματα τὴς διχόνοιας, τήν ὁποίαν ἦλθαν μερικοί νά προκαλέσουν. Λόγῳ τῆς μεγάλης σημασίας αὐτῆς τῆς ὁμιλίας παραθέτομεν ἕν ἀπόσπασμά της:
"Εἰς τόν πρῶτο χρόνο τῆς ᾿Επαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια καί ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. ῾Ο ἕνας ἐπῆγεν εἰς τόν πόλεμο, ὁ ἀδελφός ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναίκα του ἐζύμωνε, τό παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμί καί μπαρουτόβολα εἰς τό στρατόπεδον· καί ἐάν αὐτή ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καί τή Θεσσαλία καί τήν Μακεδονία καί ἴσως ἐφθάναμε καί μέχρι τήν Κωνστνατινούπολι. Τόσον ἐτρομάξαμε τούς Τούρκους, ὁποῦ ἄκουγαν ῞Ελληνα καί ἔφευγαν χίλια μίλια μακριά. ῾Εκατόν ῞Ελληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός καί ἑνα καράβι μιάν ἅρμάδα. ᾿Αλλά δέν ἐβάσταξεν. ῏Ηλθαν μερικοί καί ἠθέλησαν νά γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη τό κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τό μπαρμπέρισμά τους. Μά τί νά κάμωμε; Εἴχαμε καί αὐτουνῶν τήν ἀνάγκη. ᾿Από τότε ἤρχισεν ἡ διχόνοια, καί ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καί ὁμόνοια. Καί ὅταν ἔλεγες τόν Κωστα νά δώσῃ χρήματα διά τάς ἀνάγκας τοῦ ῎Εθνους ἤ νά ὑπάγῃ εἰς τόν πόλεμον, τοῦτος ἐπρόβαλε τόν Γιάννη. Καί μ᾿ αὐτόν τό τρόπο κανείς δέν ἤθελε, οὔτε νά συνδράμῃ, οὔτε νά πολεμήσῃ. Καί τοῦτο ἐγἰνετο, ἐπειδή δέν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγό καί μίαν κεφαλή. ᾿Αλλά ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καί τόν ἔρριχνε καί ἐκάθετο αὐτός ἄλλους τόσους, καί ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο καί ὁ ἄλλος τό ἄλλο. ῎Ισως ὅλοι ἠθέλαμε τό καλό, πλήν καθένας κατά τήν γνώμη του. ῞Οταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ τό σπίτι δέ χτίζεται, οὔτε τελειώνει. ῞Ο ἕνας λέγει, ὅτι ἡ πόρτα πρέπει νά βλέπῃ εἰς τό ἀνατολικό μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τό ἀντικρυνό, καί ὁ ἄλλος εἰς τόν Βορρέα, σάν νά ἦτο τό σπίτι εἰς τόν ἀραμπᾶ, καί νά γυρίζῃ καθώς λέγει ὁ καθένας. Μέ τοῦτο τόν τρόπο δέν κτίζεται ποτέ τό σπίτι, ἀλλά πρέπει νά εἶναι ἕνας ἀρχιτέκτων, ὅπου θά προστάζῃ πῶς θά γενῇ. Παρομοίως καί ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἕνα ἀρχηγό καί ἔναν ἀρχιτέκτονα, ὅστις νά προστάζῃ καί οἱ ἄλλοι νά ὑπακούουν καί νά ἀκολουθοῦν. ᾿Αλλ᾿ ἐπειδή εἴμεθα εἰς τέτοια κατάσταση, ἐξ᾿ αἰτίας τῆς διχόνοιας, μᾶς ἔπεσε ἡ Τουρκιά ἐπάνω μας καί κοντέψαμε νά χαθοῦμε καί εἰς τούς στερνούς ἑπτά χρόνους δέν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.
᾿Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, ἐξ᾿ αἰτίας τῶν περιστάσεων ἔμεινα ἀγράμματος καί διά τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρησι, διότι δέν ὁμιλῶ καθώς οἱ δάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἤκουσα καί ἐγνώρισα, διά νά ὠφεληθῆτε ἀπό τά ἀπερασμένα καί ἀπό τά κακά ἀποτελέσματα τῆς διχόνοιας, τήν ὁποίαν νά ἀποστρέφεσθε, καί νά ἔχετε ὁμόνοια. ᾿Εμᾶς μή μᾶς τηρᾶτε πλέον. Τό ἔργο μας καί ὁ καιρός μας ἐπέρασε. Καί αἱ ἡμέραι τῆς γενεᾶς, ἡ ὁπιοία σᾶς ἄνοιξε τό δρόμο, θέλουν μετ᾿ ὀλίγο περάσει. Τήν ἡμέρα τῆς ζωῆς μας θέλει διαδεχθῇ ἡ νύχτα τοῦ θανάτου μας, καθώς τήν ἡμέρα τῶν ἁγίων ᾿Ασωμάτων θέλει διαδεχθῇ ἡ νύχτα καί ἡ αὐριανή ἡμέρα. Εἰς ἐσᾶς μένει νά ἰσάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο, ὁπού ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε"
Καί καταλήγει ὁ Γέρος τοῦ Μορηᾶ:
"Καί γιά νά γίνῃ τοῦτο, πρέπει νά ἔχετε γιά θεμέλια τῆς πολιτείας τήν ὁμόνοια, τήν θρησκεία...καί τήν ἐλευθερία".
Παρόμοια παραδείγματα πνευματικότητος δύνανται νά ἀναφερθοῦν πάμπολλα καί διά τούς λοιπούς ἥρωες τῆς ῾Ελληνικῆς ᾿Επαναστάσεως. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τούς τιμῶμεν, τούς εὐλαβούμεθα, τούς μνημονεύωμε καί παραδειγματιζώμεθα ἀπό τήν πίστιν τους, αὐτός εἶναι καί ἕνας ἀκόμη λόγος πού ἔχομεν χρέος νά παραδειγματισθοῦμε ἀπ’ αὐτούς, νά ποῦμε τό ΟΧΙ στό σύγχρονο κατρακύλισμα, στήν σύγχρονη πνευματική δουλεία καί ὑποταγή στόν παγκόμσιο ἀντίχριστο τρόπο ζωῆς καί νά πράξουμε ὅ,τι ἀπαιτεῖ βτό καθῆκόν μας «ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος». Ἡμεῖς οἱ γνήσιοι Ὀρθόδοξοι σήμερον παραπονούμεθα, ὅτι δέν ἔχουμε τά μέσα γιά νά ἀγωνισθοῦμε. Ὅτι ἔχουμε νά ἀντιμετωπίσουμε ἕναν ἐχθρό παγκοσμίου διαστάσεως (οἰκουμενισμός, παγκοσμιότητα, Βατικανόν κλπ.) πού ἔχουν ὅλα ττά μέσα., καί ἡμεῖς εἴμεθα ὀλίγοι, ἄποπλοι καί ἀδύναμοι. Καί ἀπελπιζόμεθα.
Θά ἀναφέρω ἕναν ἀκόμη ἥρωα τῆς Ἐπαναστάσεως διά νά μᾶς πῆ πώς ἔγινε ἐκεῖνος ὁ ἀγώνας, πῶς νίκησαν μιά χοῦφτα ἄποπλοι Ἕλληνες τά πλήθη τῶν πάνολπων καί γυμνασμένων Τούρκων, ὥστε νά τά ἔχουμε παράδειγμα καί ἐμεῖς στόν δικό μας σημαρινό περισσότερο ἄνισο καί σκληρό ἀγῶνα.
Γράφει στά Ἀπομνημονεύματά του ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης: «Μιά χοῦφτα ἀπόγονοι ἐκείνων τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, χωρίς ντουφέκια καί πολεμοφόδια καί τ’ ἄλλα τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, ξεσκεπάσαμε τήν μάσκαρα τοῦ σουλτάνου... Πᾶμε νά ἰδοῦμε τούς παλιούς τούς Ἕλληνες εἰς τό μέρος ὁπού κατοικοῦν νά τούς εἰποῦμε τίς χαροποιές εἰδήσεις, ὅτι ἀντιστάθηκαν οἱ ἀπόγονοί τους, ὁπού ἦταν χαμένοι καί σβησμένοι ἀπό τόν κατάλογο τῆς ἀνθρωπότης... Ὁ Θεός ὁ ἀληθινός τούς ἀνάστησε ξυπόλυτους, γυμνούς, νηστικούς, δεμένα τά ντουφέκια τους μέ σχοινιά. Οἱ περισσότεροι πολεμοῦσαν μέ τά ξύλα καί χωρίς τ’ ἀναγκαῖα. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν πλῆθος καί γυμνασμένοι. Οἱ δυστυχεῖς Ἕλληνες, ὀλίγοι καί ἀγύμναστοι».
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάμνει τούς ὀλίγους νά νικοῦν τούς πολλούς. Ἡ ἀλήθεια. «’Εμεῖς εἴμαστε ὀλίγοι καί ἀδύνατοι, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι δυνατός», ἔλεγεν ὁ Μακρυγιάννης. Ὄταν εἴμαστε μέ τήν ἀλήθεια, εἴμαστε μέ τόν Θεός καί ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν. ΑΜΗΝ.
Μετ’ εὐχῶν καί τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης
Ο Ἐλάχιστος ἐν Ἐπισκόποις
+ Ὁ Μεσογαία ς καί Λαυρεωτικῆς
Κήρυκος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου