Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΙΣ ΑΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ
Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ, ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ, ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΜΦΕΣΩΗΤΗΣΕ ΚΑΤ’ ΟΥΣΙΑΝ ΤΟ ΠΑΠΙΚΟ ΠΡΩΤΕΙΟ.
Ἐδῶ, θὰ ἐκθέσουμε κάποιες ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ, ἐπισκόπου Καρχηδόνος (210-258), ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μεγάλος Θεολόγος καὶ μάρτυρας Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ τὴν ὀξεία ἀντιπαράθεση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Πάπα Στέφανο, ὡς πρὸς τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, κατὰ τὴν ὁποία ἀμφισβήτησε στὴ ρίζα του τὸ Παπικὸ Πρωτεῖο, ποὺ τόσο πρώιμα εἶχαν ἀρχίσει κάποιοι Πάπες νὰ ἐπιδιώκουν γιὰ τὸ θρόνο τῆς Ρώμης, ἀλλὰ χωρὶς νὰ κατορθώσουν νὰ τὸ ἐπιβάλουν, ἀφοῦ αὐτὸ ἀντέκειτο στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
Ὁ Ρώμης Στέφανος (253-257) ἐνεργώντας ἀντίθετα μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δέχονταν τοὺς πιστοὺς σὲ κοινωνία, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λάβει τὸ ἅγ. Βάπτισμα ἀπὸ αἱρετικοὺς ἢ σχισματικοὺς κληρικούς. Ὑποστήριζε, ὅτι τὸ Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρο. Προκειμένου, μάλιστα, νὰ ἐπιβάλει ὁ Στέφανος τὴν ἄποψη αὐτή, ὑποστήριξε τὴν αὐθεντία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐπικαλούμενος ἀθεολόγητα, τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν».
Οἱ ἀκολουθοῦντες, ὅμως, τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς δὲν δέχονταν τὶς θέσεις αὐτὲς τοῦ Πάπα Στεφάνου. Συγκάλεσε μάλιστα τρεῖς τοπικὲς Συνόδους μεταξὺ τῶν ἐτῶν 255 καὶ 258 μ.Χ., στὶς ὁποῖες καὶ προήδρευσε. Αὐτὲς ἀποφάνθηκαν (ἀντίθετα μὲ τὴν κακόδοξη θέση τοῦ Πάπα) πὼς τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρο καὶ οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τὶς τάξεις τῶν αἱρετικῶν πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται. Οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς ἀποτελοῦν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, νὰ μὴν ἀναγνωρίσει στὸν Πάπα ἁρμοδιότητα νὰ καθορίζει ὡς ὑπέρτατη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τὰ τῆς Πίστεως, δείχνει ξεκάθαρα ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανένα Πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο τοῦ Πάπα στὴν πρώτη Ἐκκλησία, οὔτε ἦταν ἀποδεκτὸς ὡς παγκόσμιος ἐπίσκοπος ὁ Πάπας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος δὲν διστάζει νὰ ἐλέγξει τὸν Πάπα Στέφανο γιὰ «τὸ σκληρὸ πεῖσμα του».
Τὶς πληροφορίες γιὰ τὸ θέμα ἀντλοῦμε ἀπὸ ἀπὸ τὴν «Δωδεκάβιβλο» τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεου, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ ἔργα καὶ ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ ἁγίου Φιρμιλιανοῦ, γιὰ νὰ κατοχυρώσει τὴ θέση ὅτι —τὴν ἐποχὴ ἐκείνη— ἦταν ἄγνωστο τὸ Παπικὸ Πρωτεῖο, παρὰ τὶς ὅποιες ἐπιθυμίες καὶ ἐπιδιώξεις τοῦ Πάπα. Εἶναι ἐνδιαφέρον, ἀσφαλῶς, τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπικαλεῖται καὶ τὴ γνώμη τοῦ ἱ. Αὐγουστίνου, ἡ μαρτυρία τοῦ ὁποίου εἶναι σημαντικότατη, ἀφοῦ τὸν ἐκτιμοῦν ἰδιαίτερα οἱ Παπικοὶ καὶ γενικὰ οἱ Δυτικοὶ χριστιανοί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου