ΙΕΖΑΒΕΛ
Η ΙΕΖΑΒΕΛ
Η Ιεζάβελ (Ιζέβελ)
ήταν κόρη του
Ιεθεβαάλ Α' (Εθβαάλ),
βασιλιά των Σιδωνίων,
και σύζυγος του Αχαάβ,
βασιλιά του Ισραήλ
(Γ' Βασιλέων 16,31). Ήταν ειδωλολάτρισσα
και
είχε ανατραφεί από μικρή στη λατρεία του Βάαλ και της Αστάρτης
(Γ' Βασιλέων 16,31).
Γιος της Ιεζάβελ και
διάδοχος του Αχαάβ ήταν ο Οχοζίας
(Γ' Βασιλέων 22,40. 22,52-53).
Μετά το θάνατο
του Οχοζία τον διαδέχτηκε
στο θρόνο ο αδερφός του και γιος του Αχαάβ
και της Ιεζάβελ Ιωράμ
(Δ' Βασιλειών 1,18α).
Η ΙΕΖΑΒΕΛ ΩΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΣΤΟΝ
ΙΣΡΑΗΛ
Ο
Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο,
ξεπερνώντας
στην ασέβεια όλους τους προκατόχους του.
Και
δεν του έφτανε αυτό, αλλά πήρε ακόμα για γυναίκα του την
Ιεζάβελ,
κόρη του
Ιεθεβαάλ (Εθβαάλ),
βασιλιά των Σιδωνίων,
και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε.
Έχτισε, μάλιστα, θυσιαστήριο στο Βάαλ,
στον
ομώνυμο ναό,
που είχε χτίσει στη Σαμάρεια.
Ο Αχαάβ κατασκεύασε επίσης σε κάποιο άλσος
ειδωλολατρική λατρευτική στήλη και έκανε περισσότερες αμαρτίες απ'
όλους τους προκατόχους του,
εξοργίζοντας έτσι τον Κύριο,
το
Θεό του Ισραήλ
(Γ' Βασιλέων 16,30-33). Μάλιστα με τους
400 ιερείς της Αστάρτης,
η Ιεζάβελ έτρωγε στο ίδιο τραπέζι και ήταν προστατευόμενοί της
(Γ' Βασιλέων 18,19).
Υπήρξε δεινή διώκτρια ανθρώπων του Θεού και
του Προφήτη Ηλία. Ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο αρκετών προφητών και του Ναβουθαί.
Όταν η
Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου,
ο Αβδιού, ο αρχιοικονόμος του παλατιού, με κίνδυνο της ζωής του είχε πάρει εκατό
προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο
σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό
(Γ' Βασιλέων 18,4. 18,13).
Ο Αχαάβ, όταν, έφτασε στην κατοικία του στην Ιεζράελ, διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα
όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ και της
Αστάρτης. Τότε εκείνη οργισμένη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και τον
απείλησε με θάνατο για όσα έκανε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε
ο Ηλίας
σηκώθηκε
κι έφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του. Πήγε και κρύφτηκε στο όρος Χωρήβ
(Γ' Βασιλέων 19,1-7).
Η ΙΕΖΑΒΕΛ ΚΑΙ
Ο ΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΝΑΒΟΥΘΑΙ
Μετά απ' αυτά τα γεγονότα ο
Ναβουθαί, που καταγόταν από την Ιεζράελ, είχε ένα αμπελώνα κοντά στο
ανάκτορο του Αχαάβ. Μια μέρα ο Αχαάβ είπε στο Ναβουθαί να του δώσει τον
αμπελώνα για να τον κάνει λαχανόκηπο, επειδή ήταν κοντά στο ανάκτορό του. Ως
αντάλλαγμα θα του έδινε έναν άλλο αμπελώνα, καλύτερο απ' αυτόν, ή το
αντίτιμό του εάν
προτιμούσε.
Ο Ναβουθαί αρνήθηκε να
παραχωρήσει την προγονική του κληρονομιά. Ο Αχαάβ στενοχωρήθηκε από την
απάντησή του και επέστρεψε στο ανάκτορό του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και
σκέπασε το πρόσωπό του χωρίς να φάει τίποτα. Η γυναίκα του η Ιεζάβελ τον
ρώτησε γιατί είναι κακόκεφος και δεν τρώει. Εκείνος της είπε για τη
συνάντησή του με το Ναβουθαί. Εκείνη τον επέπληξε για τον τρόπο που ασκεί τη
βασιλεία του και του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει τον αμπελώνα του Ναβουθαί.
Έτσι συνέταξε ένα έγγραφο εξ ονόματος του Αχαάβ, το σφράγισε με τη σφραγίδα
του και το έστειλε στους πρεσβυτέρους και στους άρχοντες της πόλης, όπου
κατοικούσε ο Ναβουθαί.
Στο έγγραφο αυτό έγραφε να
κηρύξουν νηστεία στην πόλη και να θέσουν το Ναβουθαί ως κατηγορούμενο
ενώπιον του λαού. Να βάλουν και δύο διεφθαρμένους ανθρώπους να
ψευδομαρτυρήσουν εναντίον του και να τον κατηγορήσουν ότι βλασφήμησε το Θεό
και το βασιλιά, έτσι ώστε να καταδικαστεί σε θάνατο
(Γ' Βασιλέων 20,1-10).
Οι πρεσβύτεροι και οι
άρχοντες της Ιεζράελ έκαναν όπως τους παρήγγειλε η Ιεζάβελ. Κάλεσαν το λαό
σε νηστεία κι έθεσαν το Ναβουθαί ως κατηγορούμενο ενώπιον του λαού. Ήρθαν τότε δύο διεφθαρμένοι άνθρωποι και κατέθεσαν
εναντίον του Ναβουθαί ψευδή μαρτυρία ενώπιον του λαού. Τον κατηγόρησαν ότι βλασφήμησε το
Θεό και το
βασιλιά κι έτσι ο Ναβουθαί καταδικάστηκε σε θάνατο. Τότε τον έβγαλαν έξω από την πόλη και τον
θανάτωσαν με
λιθοβολισμό. Μετά οι πρεσβύτεροι και οι άρχοντες της πόλης έστειλαν μήνυμα στην Ιεζάβελ
ότι ο Ναβουθαί λιθοβολήθηκε και πέθανε.
Μόλις άκουσε η Ιεζάβελ ότι
πέθανε ο Ναβουθαί μετέφερε την είδηση στον Αχαάβ. Όταν άκουσε ο Αχαάβ ότι ο Ναβουθαί πέθανε,
έσχισε τα ρούχα του και φόρεσε ένα σάκκο ως ένδειξη διαμαρτυρίας.
Έπειτα όμως πήγε στον αμπελώνα του
Ναβουθαί για να τον πάρει στην κατοχή του
(Γ' Βασιλέων 20,11-16).
Αμέσως μετά ο προφήτης Ηλίας,
ύστερα από εντολή του Κυρίου, βρήκε τον Αχαάβ στον
αμπελώνα του Ναβουθαί και τον έλεγξε για την εγκληματική του πράξη.
Του είπε ότι επειδή
με τις
πράξεις του δυσαρέστησε τον Κύριο και παρέσυρε τον λαό στην
αμαρτία, γι' αυτό ο Κύριος θα του προξενήσει συμφορές και θα εξολοθρεύσει
την οικογένειά του. Για
τον ίδιο τον Αχαάβ ο Κύριος είπε, επειδή
φόνευσε τον Ναβουθαί και πήρε τον αμπελώνα του, στον
τόπο που οι χοίροι και τα σκυλιά έγλυψαν το αίμα του Ναβουθαί, στον ίδιο
τόπο θα γλύψουν και το δικό του αίμα. Όσο
για την Ιεζάβελ, ο Κύριος είπε:
«τα σκυλιά θα φάνε την Ιεζάβελ μπροστά στο
τείχος της Ιζράελ»
(Γ' Βασιλέων 20,17-19. 17,23).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ
ΙΕΖΑΒΕΛ
Μετά τον θάνατο του συζύγου της Αχαάβ εκδιώχθηκε από τον σφετεριστή του
θρόνου και καταληψία Ιεχού ή Ιηού ο οποίος διέταξε να την πετάξουν απ΄το παράθυρο.
Κατόπιν ο Ιηού πέρασε πάνω απ το πτώμα της με την άμαξά του (Β' Βασιλέων
9:30-37) και έδωσε το πτώμα της για βορά σκύλων.
Στην αποκάλυψη του Ιωάννη το όνομα της Ιεζάβελ, συνδέεται με εκείνο της
γυναίκας αποστάτισσας της εκκλησίας (2:20).
Επίσης ήταν αυτή που έπεισε τον Αχαάβ να αρπάξει το χωράφι ενός χωρικού, με
παράνομο τρόπο και σκοτώνοντας τον κάτοχο του. Γι'αυτό το λόγο κατεκρίθηκε
από τον Προφήτη
Ηλία
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου