ΠΕΡΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ, ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ ΩΣ "ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ" ΚΑΙ ΩΣ "ἩΓΟΥΜΕΝΟΝ" ΣΤΕΦΑΝΟΝ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ, ΑΦΙΕΡΟΥΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΩΣ "ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ" ΚΑΙ ΩΣ "ΗΓΟΥΜΕΝΟΝ" ΣΤΕΦΑΝΟΝ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ ΠΡΟΣ ΜΕΛΕΤΗΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΗΨΙΝ ΤΩΝ ΕΥΘΥΝΩΝ ΤΟΥ .... Α) Ἀφορισμός (ἢ Ἀνάθεμα) σημαίνει «τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀποβολὴ τῆς ἰδιότητας τοῦ μέλους της» (Τρωϊάνου Σπ., Παραδόσεις Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, σελ. 417-418). Στὴν Η΄ Πράξη τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, § 12, διαβάζουμε: «ἡ ποινὴ τοῦ ἀναθέματος δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, εἰμὴ χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεόν». Τοῦτο, ὅμως, τὸ προκαλεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν συμπεριφορά του. «Ὅμως ὁ ἀσεβὴς δὲν λαμβάνει τὸ ἀνάθεμα μὲ τὰ λόγια κάποιου ἄλλου, ἀλλὰ τὸ ἐπιφέρει εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ τὰ ἴδια του τὰ ἔργα, ἀφοῦ μὲ τὴν ἀσέβειά του ἀποχωρίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀληθινήν ζωήν». Καὶ συμπεραίνει ὁ Μητροπ. Νικοπόλεως Μελέτιος: «Ἐνταῦθα ἡ Σύνοδος, δογματίζουσα, ὁρίζει, ὅτι τὸ ἀνάθεμα εἶναι τέλειος χωρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ Θεόν, καὶ ἄρα, τελεία καταδίκη καὶ ἀπώλεια» (Μελετίου, Μητροπ. Νικοπόλεως, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμ. Σύνοδος, σελ. 577). «Ὁ τιμωρηθεὶς δι’ ἀφορισμοῦ -ἐφ’ ὅσον δὲν ἀνεκλήθη», στερεῖται ἀκόμη καὶ «τῆς ἐκκλησιαστικῆς κηδεύσεως» (Ροδοπούλου Παντελεήμονος, Ἐπιτομὴ κανονικοῦ Δικαίου, σελ. 169). Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ τὴν ἐπιβολὴ ἀφορισμοῦ ἀπὸ τὴν Σύνοδο, ἐννοοῦμε ὅτι αὐτὴ ἐνεργεῖ βάσει προβλεπόμενης ἀπὸ τὸ νόμο συγκεκριμένης «δικαστικῆς ἁρμοδιότητας» (Τρωϊάνου Σπ., ὅπ. παρ., σελ. 419), καὶ ἄρα ὁ ἀφορισμὸς «δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβάλλεται «αὐτομάτως στὸν παραβάτη, γενικὰ καὶ ἀόριστα, ἀλλὰ κατόπιν σχετικῆς διαδικασίας ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικὸ ὄργανο» γιὰ συγκεκριμένες, «κανονισμένες» καὶ ἀποδεικνυόμενες παραβάσεις (Μπούμη Π., Κανον. Δίκαιον, σελ. 115 καὶ Ροδοπούλου Παντελ., ὅπ. παρ., σ. 168-169). Οἱ ἱ. Κανόνες προβλέπουν, πὼς πρέπει «πρὸ πάσης κρίσεως καὶ κατακρίσεως νὰ προηγοῦνται» συγκεκριμένες διαδικαστικὲς ἐνέργειες. Σύμφωνα μὲ τοὺς 31, 74 Ἀπ. Κανόνες, τὸν 5 Ἀντιοχείας καὶ 27 Καρθαγένης, πρὶν τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἀφορισμοῦ πρέπει νὰ προηγοῦνται: «1) ἡ ἐν ἀγάπῃ παραίνεση πρὸς διόρθωση τοῦ ἐγκαλουμένου. Ἐφ’ ὅσον ὅμως ὁ κατηγορούμενος ἐπιμένει στὶς ἀπόψεις του…, τότε 2) θὰ πρέπει μὲ “κλητήριο” γράμμα νὰ προσκαλεῖται μπροστὰ σὲ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο γιὰ νὰ δώσει ἐξηγήσεις… Ἐὰν περιφρονήσει τὴν πρόσκληση αὐτή, νὰ τοῦ γίνει (μετὰ ἕνα μῆνα “ἀφ’ ἧς ἡμέρας φανείη τὰ γράμματα δεξάμενος” δεύτερο γράμμα…καὶ τρίτο. Συνολικὰ πρέπει ἡ κρίνουσα ἀρχὴ νὰ ἀναμείνει τὸ ὀλιγώτερο τρεῖς μῆνες τὴν ἐνώπιον τοῦ συνοδικοῦ δικαστηρίου ἐξήγηση τοῦ ἐγκαλουμένου, πρὶν προέλθη στὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἐπιτιμίου... Ἐὰν δὲ ἀγνοήσει ἢ περιφρονήσει ἐπὶ ἕνα μῆνα καὶ τὸ τρίτο αὐτὸ γράμμα, …τότε νὰ κατακρίνεται ἐρήμην καὶ μονομερῶς “ὅπως μὴ δόξη κερδαίνειν φυγοδικῶν”» (Γεωργαντζῆ Π., Ὁ “Ἀφορισμὸς” τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη., σ. 192-193). Ὅπως διαπιστώνει ὁ ἀναγνώστης, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας ἔχουν προβλέψει σοφὰ τὶς διαδικασίες ἐπιβολῆς ἀφορισμοῦ καὶ μὲ τρόπο τέτοιο, ποὺ μόνο ἕνας ἠθελημένα ἀποστασιοποιημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ σκληρὸς αἱρετικός, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκρούσει αὐτὴν τὴν γεμάτη ὑπομονὴ καὶ φροντίδα “ἐπίθεση ἀγάπης” τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο σ’ αὐτὴν τὴν ἀκραία περίπτωση ἐπιβάλλεται ὁ ἀφορισμός. Ὅταν ὅμως, ὅλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες, ποὺ διασφαλίζουν τὴ δίκαιη ἐπιβολή του, καταστρατηγοῦνται, μιλᾶμε πιὰ γιὰ παρωδία ἐπιβολῆς ἀφορισμοῦ καὶ γιὰ ἐμπάθεια ἐκείνων ποὺ τὸν ἐπιβάλλουν, δηλαδή γιὰ ἄδικο καὶ παράνομο ἀφορισμό. Β) Ἐρχόμαστε, τώρα, στὸν ἄλογο (ἄδικο, ἐμπαθῆ καὶ παράνομο-μὴ Κανονικό) ἀφορισμό. Αὐτὸς εἶναι βίαια τοῦ χριστιανοῦ ἀποβολὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς ἀποδεδειγμένο ἀδίκημα. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀποβολὴ εἶναι πράξη εἰδεχθὴς ἐνώπιον Κυρίου Παντοκράτορος, ἀνελεήμων καὶ καταλύουσα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλευθερία, δυὸ κατ’ ἐξοχὴν χαρισματικὲς καταστάσεις τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς μεγέθη. Διότι ἡ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐπιβολὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, ἐξευτελίζει τὴν ἐλευθερία καὶ ποδοπατεῖ τὴν ἀγάπη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ὁποιαδήποτε ἀναπόδεικτη ὑποψία ἢ καὶ κάποιο λάθος ἢ καὶ ἕνα παράπτωμα, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπισύρει τὴν ποινὴ τοῦ ἀφορισμοῦ, ὁπότε, στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ ἀφορισμὸς χάνει τὴν θεραπευτικὴ σημασία του, καθίσταται χαρακτῆρα δικανικοῦ, δηλ. τιμωρία τὴν ὁποία συναντᾶμε κατ’ ἐξοχὴν στὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει διαστρέψει τὴν φιλάνθρωπη θέση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἐκδικητικῆς χροιᾶς. Ὁ κάτω ἀπ’ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἐπιβαλλόμενος ἀφορισμός -ἡ ἔσχατη ποινὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἐξαιρετικὰ ὁριακὲς περιπτώσεις- καταντᾶ ἀντιχριστιανικὴ πράξη, διότι τὴν ἐπιβολή της τὴν ὑπαγορεύει ἡ σκοπιμότητα ἢ ἡ ἐμπάθεια, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἀνάλογο ἀδίκημα, ἀντίθετα αὐτὸ ἐφευρίσκεται προκειμένου νὰ καλύψει ποικίλες σκοπιμότητες ἢ ἀταξίες καὶ τὸν ἐγωϊσμὸ ἐκείνων ποὺ τὸν ἐπιβάλλουν. Ἐπικαλοῦμαι καὶ πάλι τὸν ἱ. Χρυσόστομο: «Τὰ γὰρ αἱρετικὰ δόγματα… ἀναθεματίζειν χρὴ καὶ τὰ ἀσεβῆ δόγματα ἐλέγχειν», ὅμως «πᾶσαν φειδῶ ἀνθρώπων ποιεῖσθαι (=νὰ δεικνύομεν ὅμως κάθε εὐσπλαχνίαν διὰ τοὺς ἀνθρώπους) καὶ εὔχεσθαι ὑπὲρ τῆς αὐτῶν σωτηρίας». Καὶ ἀλλοῦ: Οἱ Πατέρες «τὰς μὲν αἱρέσεις διήλεγχον καὶ ἀπέβαλλον, οὐδενὶ δὲ τῶν αἱρετικῶν ταύτην ἐπιτιμίαν προσῆγον». Καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος εἰς δύο μόνον περιπτώσεις τὸ ἀνάθεμα «ἐξ ἀνάγκης φαίνεται εἰπών, οὐχ ὁριστικῷ δὲ προσώπῳ» (=δὲν τὸ ἀπέδωσε σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο). Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔλεγε: «Ηὐχόμουν αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου». Τί λοιπόν, ἐκεῖνο (τὸν ἀναθεματισμό) ποὺ τόσο δύσκολα ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες «σὺ τολμᾶς ταῦτα ποιεῖν ἐναντία τοῦ δεσποτικοῦ θανάτου διαπραττόμενος;» (=ἐνεργῶν ἀντίθετα ἀπὸ τὸν σκοπὸν τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ πιστοῦ;). “Τὸ γὰρ ἀνάθεμα παντελῶς τοῦ Χριστοῦ ἀποκόπτει”. »Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τολμοῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ἀνάθεμα, χωρὶς νὰ …εἶναι τοῦτο ἐπιβεβλημένο ἐξ ἐσχάτης ἀνάγκης, εἶναι ἄνθρωποι φοβεροὶ ὡς πρὸς τὴν κακίαν, ἀφοῦ χρησιμοποίησαν ὡς ἄλλοι κλέπτες τὸ ἀνῆκον εἰς τον …Κριτὴ Ἰησοῦ Χριστὸ δικαίωμα, νὰ κρίνει τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ λοιπόν, «εἰς παντελῆ ὄλεθρον ἀπάγουσιν ἑαυτούς» (Χρυσοστόμου Ἰω., Περὶ τοῦ μὴ δεῖν ἀναθεματίζειν, Πατερικαὶ Ἐκδ. «Γρ. ὁ Παλαμᾶς», ΕΡΓΑ 31, σελ. 462, 451-452). Γ) Καὶ τί γίνεται σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις; Ἱσχύει ὁ ἀφορισμός; Ὁ ἅγιος Διονύσιος διαβεβαιώνει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπικυρώνει παράλογους ἀφορισμούς: «Τὰς ἀφοριστικὰς ἔχουσιν οἱ ἱεράρχαι δυνάμεις, ὡς ἐκφαντορικοὶ τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ ὡς ταῖς αὑτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου θεαρχίας …ὑπηρετικῶς ἑπομένης» (Δ. Ἀρεοπαγίτου, Περὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, Κεφ. Ζ΄, π. 7, PG 3, 564 Β) Καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολολογητὴς σχολιάζει: «Ἐὰν παρὰ τὸν σκοπὸν τοῦ Θεοῦ ἀφορίσῃ ὁ Ἱεράρχης (σ.σ. ἢ ἡ Σύνοδος), οὐχ ἕπεται αὐτῷ τὸ θεῖον κρῖμα• κατὰ γὰρ θείαν κρίσιν καὶ οὐ διὰ θέλημα ἴδιον ταῦτα ὀφείλει ἐπιφέρειν (=ἐπιβάλλειν)» (Ἁγ. Μαξίμου, ΡG 4, 181 Β.). Ἕνας λοιπὸν «ἀδίκως ἐπιβαλλόμενος ἀφορισμὸς κατὰ γραφικὴν βάσιν καὶ λογικὴν ἀπαίτησιν δὲν ἰσχύει παρὰ τῷ Θεῷ, οὔτε δύναται νὰ δεσμεύσῃ Αὐτόν, διότι προφανῶς τὸ θεῖον κρῖμα δὲν ἀκολουθεῖ “ὑπηρετικῶς” τὰς ἀνθρωπίνους ἀδυναμίας “Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι καὶ…ἀφορίσωσιν” (Λουκ. 6,22)» (Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 66). Ἀντίθετα, διὰ τοῦ ἄδικου ἀφορισμοῦ καταφέρεται μεγάλο πλῆγμα κατὰ τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι μὲν ὡς σῶμα Χριστοῦ ἀναμάρτητη, διὰ τέτοιων ἐνεργειῶν ὅμως τῶν λειτουργῶν της, ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀγάπης ὑποβιβάζεται στὶς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐμφανίζεται, ὅτι «διὰ τῆς παραγωγῆς φόβου, ἐπιδιώκει τὴν ἄρση τῆς ἀδικίας ἢ τὴν ὑπακοὴ στὶς ἀποφάσεις της» (Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 211), γεγονὸς ποὺ παραπέμπει σὲ θρησκεία μὲ καταναγκαστικοὺς μηχανισμοὺς καταστολῆς καὶ ἐπιβολῆς ὑποταγῆς καὶ ὄχι στὴν κατ’ ἐξοχὴν θρησκεία τῆς ἐλευθερίας. Δ) Καὶ πῶς ἀντιμετωπίζεται ὁ παράνομος-παράτυπος ἀφορισμός; Ἔτσι ὁ Βαλσαμὼν «ἑρμηνεύων τὸν κθ΄/λζ΄ καν. τῆς καρθαγένης παρατηρεῖ: “Εἰ γὰρ δοθῇ, εὐκαίρως ἢ ἀκαίρως ἔχειν ἐπ’ ἀδείας τὸν ἐπίσκοπον ἀφορίζειν λαϊκούς τε καὶ κληρικούς, καὶ ἔχειν πρὸς ἀνάγκης τοὺς ἀφοριζομένους φυλάττειν τὸν ἀφορισμόν, κατατολμήσουσι τυραννίδος οἱ ἐπίσκοποι, καὶ παντὸς πράγματος κατακυριεύσουσι, καὶ οὐδεὶς ἔσται ὁ ἀντιπίπτων αὐτοῖς διὰ τὸν φόβον τοῦ ἀφορισμοῦ• ἴσως δὲ καὶ τῆς εὐσεβείας αὐτῆς κατορχήσονται, καὶ πολλῶν κακῶν παραίτιοι οἱ θεῖοι κανόνες γενήσονται, ὅπερ ἄτοπον”. Διὰ τοῦτο χαρακτηριστικῶς προσθέτει: “Ἐγὼ δὲ οὐκ ἔχω τίνι ἐκ τούτων ἀκολουθήσω”» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 64-65). Ὁ ἅγ. Νικόδημος ὅμως, ἂν καὶ συμβουλεύει (ὅπως εἴδαμε) πὼς ἀκόμη καὶ τὸν ἄδικο ἀφορισμὸ δὲν πρέπει νὰ τολμήσει νὰ καταφρονήσει ὁ ἀφορισθείς, ὥσπου νὰ γίνει «περὶ τούτου ἐκκλησιαστικὴ ἐξέτασις» (Πηδάλιον, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπ. σελ. 35), ὅμως διακρίνει τὸν ἄδικο ἀπὸ τὸν παράτυπο ἀφορισμό. Ε) Ὁ παράτυπος ἀφορισμὸς «ἐπιστρέφει στὴν κεφαλὴ» τοῦ ἐπιβάλλοντος. Ὁ θεωρούμενος ὡς ἄδικος ἀφορισμός, ἀλλὰ ποὺ ἔχει ἐπιβληθεῖ τηρουμένων τῶν διατάξεων τῶν ἱ. Κανόνων, κινεῖται στὰ πλαίσια τῆς νομιμότητος καὶ τοῦ ἀνθρώπινου λάθους καὶ οἱ Πατέρες ἔχουν πάρει θέση γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ἡ Ἐκκλησία ἔχει λάβει τὰ μέτρα της, ὥστε νὰ θεραπεύσει διὰ τῶν Συνόδων τυχὸν ἄδικες ἀποφάσεις, ὅπως στὸ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέρθηκε. Ἀντιθέτως ὁ δεύτερος (ὁ παράτυπος ἀφορισμός), ἐκ μόνου τοῦ λόγου τῆς παρατυπίας καθίσταται ἄκυρος, ἀφοῦ τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ ἐπεβλήθη ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου (σ.σ. ἢ τῆς Συνόδου) ἀπὸ σκοπιμότητα ἢ ἐν βρασμῷ ψυχῆς, ἐξ αἰτίας τέτοιας ἐμπαθείας ποὺ ἐμπόδιζε τὸν ἐπιβάλλοντα νὰ περιμένει τὴν διαδικασία τῆς ἀσφαλοῦς ἐξετάσεως καὶ νηφάλιας κρίσεως τῶν πραγμάτων καί, πάντως, ἐπεβλήθη ἐπὶ καταφρονήσει τῆς διαδικασίας ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Κανόνες. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὁ ἅγ. Νικόδημος, λέγει, πὼς δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ ἀφορισθεὶς νὰ τηρήσει τὸν ἀφορισμό. Ἂς παρακολουθήσουμε τὴ σκέψη του: Γράφει πὼς «οἱ πνευματικοὶ δὲν πρέπει νὰ λύουν τὰ ἐπιτίμια τῶν ἄλλων ὁμοταγῶν των πνευματικῶν, ἂν αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ Κανόνας καὶ πάντῃ ἄλογα» (Πηδάλιον, ὅπ. παρ., σελ. 35). Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο: δὲν πρέπει νὰ καταφρονοῦν τὸν ἔστω καὶ ἄδικο ἀφορισμό, «ἔξω μόνον ἀνίσως ἤθελαν καταδικασθοῦν πρὸ τοῦ νὰ κριθοῦν, καὶ νὰ προσκαλεσθοῦν εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸν δικαστήριον» (ὅπ. παρ.). Ἄρα, ὅταν τὰ ἐπιτίμια εἶναι «πάντῃ ἄλογα» καὶ «παρὰ τοὺς Κανόνας», ἂν ἔχουν ἐπιβληθεῖ προτοῦ «νὰ κριθοῦν» οἱ ἐπιτιμηθέντες, προτοῦ «νὰ προσκαλεσθοῦν» καὶ νὰ παρουσιασθοῦν «εἰς τὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριον», ἂν καταδικαστοῦν προτοῦ νὰ γίνει ἡ δίκη, τότε, αὐτὰ τὰ ἐπιτίμια πρέπει νὰ λύονται, νὰ μὴ τηροῦνται. (Ἂν ἐπιληφθεῖ ἡ Σύνοδος καλῶς. Ἂν ἡ Σύνοδος φέρεται ἀλληλέγγυα στὸν Ἐπίσκοπο, τότε ἀπὸ ποιόν ἐγκόσμιο κριτὴ θὰ δοθεῖ λύση;). Καὶ φέρνει ὡς παράδειγμα τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ εἰς τὸν ἱ. Χρυσόστομο ἐπιβληθέντος ἀφορισμοῦ: Ὁ ἱ. Χρυσόστομος «ἐπειδὴ καὶ ἐγκαλεῖτο, διὰ τὶ δὲν ἐφύλαξε τὸν ἀφορισμὸν ὁποῦ ἐξεφώνησε κατ’ αὐτοῦ ἡ περὶ τὸν Θεόφιλον σύνοδος, ἀλλὰ ἠθέτησε αὐτόν, πρὸ ἄλλης συνοδικῆς ἐξετάσεως, ἀπελογήθη λέγων, ὅτι, δὲν ἐπαραστάθη εἰς τὴν κρίσιν ὁλότελα, οὔτε τὰς κατηγορίας ἤκουσε τῶν κατηγόρων του, οὔτε παντελῶς καιρὸς τοῦ ἐδόθη διὰ νὰ ἀπολογηθῇ… καθὼς καὶ ὁ οδ΄ Ἀποστολικὸς διορίζει» (Πηδάλιον, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σελ. 35). «Ὁ ἀφορισμὸς θεωρεῖται ἀντικανονικός, ὄχι μόνον ὅταν ἐπιβάλλεται ἐξαιτίας κάποιων προσωπικῶν παθῶν καὶ συμφερόντων», ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ ἐπιβάλλοντες εἶναι παραβάτες τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων πού, μάλιστα, ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ ἀφορισμοῦ. «Ἤδη στὰ 1229 ὁ πατρ. Κων/λεως Γερμανὸς Β΄ γράφει πρὸς τοὺς Κυπρίους “νὰ μὴ φοβῶνται τοὺς ἀφορισμοὺς τῶν κοινωνησάντων τοῖς Λατίνοις ἱερέων• διότι οὗτοι ἐπιστρέφουσιν εἰς τοὺς ἀφορίσαντας καθὸ παραβάτας τῶν ἱ. κανόνων, οἵτινες ἀφορίζουσι τοὺς κατεπεμβαίνοντας τῶν ἀλλοτρίων ἐνοριῶν”» (Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 138). Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Θ. ὁ Στουδίτης σχετικῶς παρατηρεῖ: «Τὸ δεσμεῖν καὶ λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ' ὡς δοκεῖ τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῷ κανόνι» (Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 71. Πρβλ. καὶ ὅσα γράφονται εἰς τῶν ἐν ἔτει 1663 ἐκδοθέντα Τόμον τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἰδίᾳ τὸ «οὐχ ἕπεται τὸ θεῖον ταῖς παραλόγοις ὁρμαῖς…»). Κατὰ τὸν Νομοκάνονα τοῦ ἱ. Φωτίου, ποὺ στηρίζεται στὴ β΄ διάταξη τοῦ α΄ τίτλου τῶν νεαρῶν: «…ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος χωρὶς κανονικῆς αἰτίας ἀφορίζων τινὰ τῆς κοινωνίας, λυομένου τοῦ χωρισμοῦ ὑπὸ μείζονος ἱερέως, αὐτὸς ἀκοινώνητος γίνεται ἀφ’ ὅσον χρόνον ὁ ἱερεὺς ὑφ’ ὃν τελεῖ συνίδοι» (Μπούμη Π., ὅπ. παρ., σελ. 65). Στὸ Νομοκάνονα τοῦ Μαλαξοῦ (περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας) διαβάζουμε: «Ὅποιος ἀφορίσῃ τινὰ τῶν χριστιανῶν, ἀπὸ γνώμην παράλογον, ἢ ἀπὸ θυμὸν πολύν, οὐχὶ μόνον ὁ ἀφορισμὸς δὲν τὸν πιάνει, ἀλλὰ πέφτει εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀφορίσαντος. Ὥστε μόνον ἐκεῖνοι οἱ ἀφορισμοὶ εἶναι στερκτοί, ὅσοι ἐξεφωνήθησαν κατὰ τοὺς θείους νόμους καὶ κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, οὐχὶ ἐκεῖνοι οἱ ἀφορισμοί, ὁποῦ γίνονται ἀπὸ ὀξυχολίαν ἱερέως, ἢ ἀρχιερέως… Εἰ δὲ ἀφώρισεν αὐτὸν ἀδίκως, ἔχει νὰ δόσῃ λόγον ὁ ἀρχιερεὺς τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ… διὰ τὸ χωρίσαι ἀδίκως τὸν χριστιανὸν ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ τοῦ Θεοῦ…». Ἐπίσης «ὁ δ΄ κανόνας τῆς Ζ΄ οἰκουμ. Συνόδου…ἀναφέρει: “εἴ τις οὖν δι’ ἀπαίτησιν χρυσοῦ, ἢ ἑτέρου τινὸς εἴδους, εἴτε διά τινα ἐμπάθειαν εὑρεθείη ἀπείργων τῆς λειτουργίας, καὶ ἀφορίζων τινὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν κληρικῶν…καὶ εἰς ἀναίσθητον τὴν ἑαυτοῦ μανίαν ἐπιπέμπων, ἀναίσθητος ὄντως ἐστί, καὶ τῇ ταυτοπαθείᾳ ὑποκείσεται, καὶ ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ, ὡς παραβάτης ἐντολῆς Θεοῦ…”». Σύμφωνα μὲ τὸν κανόνα αὐτὸν «θεωρεῖται αὐτοαφορισμένος ἐκεῖνος ὁ ἱεράρχης ποὺ ἀφορίζει παράνομα» (Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 131.). Σὲ Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ «δηλώνεται ρητά: “πᾶσι δὲ τοῖς ἐπισκόποις καὶ πρεσβυτέροις ἀπαγορεύομεν ἀφορίζειν τινὰ τῆς ἁγίας κοινωνίας πρὶν ἡ αἰτία δειχθῇ δι’ ἣν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες τοῦτο γίνεσθαι κελεύουσιν, εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα τῆς ἁγίας κοινωνίας τινὰ χωρίσει, ἐκεῖνος μὲν ὃς ἀδίκως ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἐχωρίσθη, λυομένου τοῦ χωρισμοῦ ὑπὸ τοῦ μείζονος ἱερέως τῆς ἁγίας ἀξιούσθω κοινωνίας• ὁ δὲ ἀδίκως τινὰ τῆς ἁγίας κοινωνίας χωρίσαι τολμήσας πᾶσι τρόποις ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ὑφ’ ὃν τέτακται, χωρισθήσεται τῆς κοινωνίας ἐφ’ ὅσον χρόνον ἐκεῖνος συνίδοι ἵνα ὅπερ ἐποίησε, δικαίως ὑπομείνῃ”» (ὅπ. παρ.). Εἶναι ἀκόμα ἀξιοσημείωτα ὅσα περιλαμβάνονται στὸν «Τόμο τῶν τεσσάρων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς» τοῦ 1663, ὡς ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα: «εἰ δύναται ἐπίσκοπος ἢ πατριάρχης…ἀφορίζειν ὅντινα βούλοιντο, δι’ ἰδίας αὐτῶν ὑποθέσεις, καὶ εἶναι τοὺς ἀφορισθέντας τῷ Θεῷ ὑπαιτίους, καὶ ὁ ἀφορίζων ἀλόγως ὑπαίτιός ἐστι τοῖς κανόσιν». Διαβάζουμε στὴν ἀπάντησή τους: «οὐ μόνον τὴν ἀρὰν καὶ τὸν ἀφορισμὸν πρὸς ἐκείνους ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ καὶ ἀξίους εἶναι τιμωρίας, ὡς ὀργίλους καὶ ἀπερισκέπτως χωρίζοντας κατὰ τὴν αὐτῶν θέλησιν τινὰς τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 139). «Ἐπίσης καὶ ἡ ἐπὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ΄ Κυρδινιάτου (1084-1111) Σύνοδος τῆς Κων/πόλεως εὶς σχετικὴν ἐρώτησιν μοναχῶν ἀπήντησεν ὡς ἑξῆς (ζ΄ ἀπόκρ.): “Ἄλογος ὁ δεσμὸς καὶ διὰ τοῦτο ἀνίσχυρος καὶ ὁ δεσμευθὺς ἀπολυθήσεται ἀρχιερεῖ προσελθών, καὶ τὰ καθ’ ἑαυτὸν ἀπαγγείλας”» (Μπούμη Π., Τὰ Ἀναθέματα…, ὅπ. παρ., σελ. 65). Οταν λοιπόν, ὁ ἐπιβάλλων τὸ ἀνάθεμα τὸ κάνει ἀπὸ κάποια σκοπιμότητα παράτυπα, ἢ εἶναι αἱρετικός, ἢ ἐμφορεῖται ἀπὸ ἀντορθόδοξα φρονήματα καὶ διδάσκει διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, τότε δικαιοῦται ὁ ὀρθόδοξος πιστός (πιὸ σωστὰ θὰ λέγαμε, πώς -ἂν εἶναι συνεπὴς μὲ τὴ πρακτικὴ τῶν Πατέρων- ὑποχρεώνεται) νὰ μὴ λογαριάσει τὸν ἀφορισμό, ἀφοῦ αὐτὸς συγκρούεται μὲ τὴν πίστη, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ συνεπάγεται. Στὴν μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶμε ἀρκετὲς περιπτώσεις ἀδίκων ἀφορισμῶν. Στὸ σημεῖο αὐτὸ παραθέτω μερικὲς ἐνδεικτικὲς περιπτώσεις, ἴσως ὄχι καὶ τὶς ἰσχυρότερες, στὶς ὁποῖες Ἐπίσκοποι καὶ Πατριάρχες μᾶς συμβουλεύουν νὰ θεωροῦμε ὡς ἄκυρους τοὺς ἄδικους ἀφορισμούς, ἄξιους καταφρονήσεως, καὶ ἐπισημαίνουν ὅτι αὐτοὶ ἐπιστρέφουν στοὺς ἐπιβάλλοντας «ἀλλοτριοεπισκόπους». * Παραπάνω ἀναφέρθηκε, πὼς ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀφορίστηκε, ἀλλὰ δὲν ἀπεδέχθη ὡς νόμιμο τὸν ἀφορισμό, ἐπειδὴ τοῦ ἐπεβλήθη ἀπὸ Σύνοδο Ἐπισκόπων παρατύπως καὶ παρανόμως. Συγκεκριμένα: Ὁ ἱ. Χρυσόστομος καθηρέθη ἀντικανονικῶς ἀπὸ τὴν παρὰ τὴν Δρῦν Σύνοδον (τὸ 403 μ. Χ.), ἀφοῦ αὐτὴ συνεκλήθη ἀπὸ τὸν ἐχθρικῶς πρὸς τὸν ἅγιο διακείμενο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο καὶ τοὺς 30 περίπου Ἐπισκόπους ποὺ τὸν ἀκολούθησαν. Γι’ αὐτὸ δὲν παρέστη στὴ Σύνοδο ποὺ παρανόμως συνεκλήθη καὶ τὸν ἐκάλεσε ἐκτὸς τῆς ἕδρας τῆς ἐπισκοπῆς του γιὰ νὰ τὸν δικάσει, καὶ ποὺ ἀπόντα καθαίρεσε, οὔτε καὶ ἀπεδέχθη τὶς ἀποφάσεις της. Στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Ἀρκάδιο. Κατόπιν, οἱ καθαιρέσαντες τὸν Χρυσόστομο ὑψηλόβαθμοι κληρικοί, προσπάθησαν νὰ καταλάβουν τοὺς ναοὺς τῆς Πόλης, ἀλλὰ οἱ πιστοὶ ἀντιστάθηκαν. Τότε οἱ ὑποστηρίζοντες τοὺς διῶκτες τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου «ἔσυραν τὰ ὅπλα των καὶ ἐπῆλθε σύγκρουσις…Τὸ Βαπτιστήριον ἐγέμισεν ἀπὸ πτώματα… καὶ ἀνθρώπινον αἷμα» (Τὰ ὑπὲρ Χριστοῦ παθήματα…ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐκδ. “Ὀρθ. Κυψέλη”, 2005, σελ. 75-76). Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀναταραχὴ καὶ σημαδιακὰ γεγονότα, ὁ αὐτοκράτορας ἀναγκάστηκε νὰ ἀνακαλέσει ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸν Ἅγιο. Ὁ ἐπανελθὼν Ἀρχιεπίσκοπος παρὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ δὲν ἤθελε «νὰ εἰσέλθει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθεῖ κανονικῶς ὑπὸ συνόδου… Καθῃρημένος ἐπίσκοπος, ἔλεγε, καθὼς εἶμαι, δὲν δύναμαι νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθῶ ὑπὸ Συνόδου». Ὁ λαὸς ὅμως ὁδήγησε τὸν Χρυσόσοτομο «παρὰ τὰς ἀντιρρήσεις του εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἐκεῖ τοῦ ἐφώναξεν νὰ ἀναβῇ εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον… καὶ ἐπειδὴ ἠρνεῖτο, ἄνθρωποι ρωμαλέοι τὸν ἥρπασαν καὶ τὸν ἐτοποθέτησαν ἐκεῖ θέλοντας καὶ μή, καθ’ ὃν χρόνον τὸ πλῆθος γονατισμένον εἰς τὴν γῆν ἐζήτει τὴν εὐλογίαν του» (ὅπ. π., σ. 78-79). Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ἡ Σύνοδος τῆς Δρυὸς διαλύθηκε. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος «ἀνακτήσας τὴν εὔνοιαν τοῦ αὐτοκράτορος δὲν ἔπαυσε νὰ ζητῇ τὴν σύγκλησιν γενικῆς συνόδου ἐν Κων/πόλει, ἡ ὁποία νὰ ἀκυρώσῃ τὰς πράξεις τῆς ψευδοσυνόδου τῆς παρὰ τὴν Δρῦν συνελθούσης καὶ νὰ δώσῃ τὴν κανονικὴν ἐπανόρθωσιν» (ὅπ. π., σ. 81). Ἡ παράκληση αὐτὴ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου δὲν σήμαινε «ὅτι ἀνεγνώριζε τὴν ἀπόφασιν τῆς παρὰ τὴν Δρῦν Συνόδου. Καταδικασθεὶς παρανόμως ὑπὸ ἐπισκόπων ἐχθρῶν του, ἔκαμεν ἔκκλησιν κανονικὴν εἰς ἐπισκόπους ἀδελφούς του διὰ νὰ διαμαρτυρηθοῦν περὶ τῆς ἀθωότητός του ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἐνώπιον ὅλου τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου, διὰ νὰ ἀποδείξῃ τὴν μοχθηρίαν τῶν ἀντιπάλων του καὶ διὰ νὰ ἐξαλείψῃ καὶ τὴν τελευταίαν σκιὰν τοῦ στίγματος, τὸ ὁποῖον ἐκεῖνοι ἀπεπειράθησαν νὰ τοῦ προσάψουν» (ὅπ. π., σελ. 93). Μετὰ ἀπὸ λίγο ὅμως οἱ ἐχθροὶ τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου συνωμοτοῦντες κατάφεραν νὰ πάρουν πάλι μὲ τὸ μέρος τους τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν πείσουν, πὼς ἂν ὁ Χρυσόστομος κατεδικάζετο καὶ δεύτερη φορὰ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο, «δὲν θὰ ἔχῃ πλέον παρὰ νὰ ὑπάγῃ διὰ νὰ ἀποθάνῃ εἰς τὴν ἐξορίαν» (ὅπ. π., σ. 89). Ἔτσι ἑτοιμάστηκε ἡ δεύτερη ἐναντίον του Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ ἐξετάσει τὴν ἔνσταση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου κατὰ τῆς Συνόδου τῆς Δρυός, χωρὶς πάλι τὴν παρουσία του, ἐπεκύρωσε τὴν καθαίρεση καὶ ἐπέβαλε ἐπιπλέον στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ ἀφορισμό!!! Σὲ λίγες ἡμέρες κατὰ περιπετειώδη τρόπο, καὶ ἀφοῦ ἐπαναλήφτηκαν βιαιότητες κατὰ τῶν πιστῶν ὑποστηρικτῶν του, ἕως καὶ αἱματοχυσίες, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἰωάννης ἐπῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας, ὅπου καὶ ἀπέθανε καθηρημένος καὶ ἀφορισμένος! Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ (1229 μ.Χ.) διαβάζουμε: «Ὅσοι κληρικοὶ ἀποδέχονται τὴν Ἐκκλησίαν μας καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ κρατήσουν τὴν πατροπαράδοτη πίστι, νὰ μὴ ὑποκύψουν στοὺς ἀρχιερεῖς τους ποὺ ὑποτάχθηκαν στοὺς Λατίνους. Οὔτε νὰ ὑπακούσουν ἔστω καὶ γιὰ λίγο σ’ αὐτούς, ἐπειδὴ οἱ ἐπίσκοποι θὰ τοὺς ἀφορίσουν μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κάνουν νὰ πεισθοῦν στὴν λατινικὴ Ἐκκλησία. Ἐπειδὴ ἕνας τέτοιος ἀφορισμὸς εἶναι ἄκυρος καὶ ἐπιστρέφει μᾶλλον σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν πράττουν. Καὶ τοῦτο διότι ἔχουν γίνει πρόξενοι σκανδάλου στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κατεπάτησαν τὴν ἀκρίβεια τῶν ἱ. Κανόνων καὶ δέχτηκαν τούς… ἀλλοτριο-επισκόπους καὶ τοὺς ἔδωσαν τὰ χέρια, τὸ ὁποῖο εἶναι σημεῖο εὐπειθείας καὶ ὑποδουλώσεως(…). Ἐσεῖς δὲ περιούσιε λαὲ τοῦ Χριστοῦ, στερεωθεῖτε στὴν πίστη, …μὴ προδίδετε κανένα ἀπὸ τὰ ὀρθὰ δόγματα τὰ ὁποῖα ἔχετε λάβει ἀπὸ παλαιά. Νὰ θεωρῆτε χαρὰ καὶ κέρδος κάθε βιοτικὴ θλίψι καὶ κάθε ζημία, προκειμένου νὰ διαφυλαχθῇ μέσα σας ἀπαραβίαστος ὁ θησαυρὸς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» (Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν…, Ἱ. Μ. Ὁσ. Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους, σελ. 224.). Ὁ δ΄ κανὼν τῆς Ζ΄ Οἰκουμ. Συνόδου, λέγει: «Εἴ τις οὖν διά τινα ἰδίαν ἐμπάθειαν εὑρεθείη…ἀφορίζων τινὰ τῶν ὑπ’ αὐτὸν κληρικῶν… ἀναίσθητος ὄντως ἐστί, καὶ τῇ ταυτοπαθείᾳ ὑποκείσεται, καὶ ἐπιστρέψει ὁ πόνος αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ… Ὅποιος καθαιρεθῇ διὰ φθόνον ἢ ἄλλην ἄδικον αἰτίαν, αὐτὸς εἰς μὲν τὸν ἑαυτόν του προξενεῖ μισθόν, μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν τῆς ἱερωσύνης, ὅθεν καὶ πρέπει νὰ χαίρῃ καὶ ὄχι νὰ λυπῆται, εἰς δὲ τοὺς ἀδίκως αὐτὸν καθήραντας προξενεῖ κόλασιν» (Πηδάλιον, ΚΗ΄ Κανὼν τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, σελ. 30). Λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος (λόγος γ΄περὶ ἱερωσύνης) ὅτι ὅποιος «ἀδίκως ἀφορισθεῖ διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι, ἢ διὰ τὴν πίστιν, ἢ διὰ τὰς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἢ καὶ διὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ, οὗτοι πρέπει νὰ χαίρουν, ἐπειδὴ καὶ εἶναι μακαρισμοῦ ἄξιοι, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅστις εἶπε• "Μακάριοί ἐστε, ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς, καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν, ἕνεκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου"» (Πηδάλιον, σελ. 35). Ἂς προσέξουμε δὲ καὶ τὸ ἑξῆς: πώς, ἐνῶ ἡ Ὀρθ. Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦνται ἀπὸ ἱερεῖς χειροτονημένους κανονικὰ εἶναι ἔγκυρα, ἐφ’ ὅσον δι’ αὐτῶν μεταδίδεται ἡ Θ. Χάρις, ἔστω κι ἂν εἶναι ἀνάξιος ὁ ἱερέας ποὺ τὰ τελεῖ, στὴν περίπτωση τοῦ ἄδικου ἀφορισμοῦ -ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας- θεωροῦν, ὅτι «οὐχ ἕπεται τῷ ἀφορισθέντι τῷ θείῳ κρίματι» (Μάξιμος), δὲν αἴρει δηλ. ὁ Θεὸς τὴν προστατευτικὴ θεία Χάρη του ἀπὸ τὸν ἀδίκως ἀφορισθέντα, δὲν «παραδίδεται οὗτος εἰς τὸν σατανᾶ» (Χρυσόστομος), ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει διαπράξει κάτι ποὺ νὰ τὸν κωλύει στὸ νὰ μετέχει τῶν μυστηρίων καὶ νὰ παραμένει ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα ὁ «παρὰ τὸν σκοπὸν τοῦ Θεοῦ ἀφορίσας Ἱεράρχης» (ἅγ. Μάξιμος) ἐπειδὴ παραβαίνει τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ καταχρᾶται τὴν εἰς αὐτὸν ἐμπεμπιστευμένη ἐξουσίαν χάνει τὴν θείαν Χάρη καὶ «παραδίδεται οὗτος εἰς τὸν σατανᾶν». Ὑπάρχει, τέλος, καὶ «ἕνα ἀκόμη σχόλιο τοῦ Βαλσαμῶνος στὸν ρλγ΄ κανόνα τῆς συνόδου στὴν Καρθαγένη (419)• ὁ κανόνας αὐτὸς ἀναφέρει ὅτι: “ἐφ’ ὅσον τῷ ἀφορισμένῳ μὴ κοινωνεῖ ὁ ἴδιος ἐπίσκοπος, τῷ αὐτῷ ἐπισκόπῳ ἄλλοι μὴ συγκοινωνήσωσιν ἐπίσκοποι”• σ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν κανόνα ὁ πιὸ διάσημος τῶν σχολιαστῶν τοῦ 12ου αἰ. ἐπιφέρει: ”ὃ παρεσιώπησεν ὁ ἀνωτέρω κανών, οὗτος προήνεγκεν εἰς φανερόν• τὸ δὲ ἦν, τό, ἐὰν μὴ θελήσῃ ὁ ἐπίσκοπος κοινωνῆσαι τῷ παρ’ αὐτῷ ἀφορισθέντι ὡς ἔγκλημά τι αὐτῷ ἐξαγορεύσαντι, τί ἐπὶ τῷ τοιούτῳ ἐπισκόπῳ γενήσεται, ἀνευλόγως ἀφορίσαντι καὶ πρὸ καταδίκης τὸν ἄνθρωπον; Φησὶ γοῦν, ὅτι, ἐὰν ἀφορίσῃ τινὰ ἀνευλόγως, ἐφ’ ὅσον καιρὸν ἐκεῖνος οὐ κοινωνεῖ τῷ ἀφορισθέντι, μηδὲ ἐκείνῳ, τῷ ἀφορίσαντι δηλαδή, κοινωνῶσιν οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι. Ἐπάγει δὲ καὶ τὴν αἰτίαν, ἵνα μὴ ταχεῖς καὶ ἀπερίσκεπτοι ὦσι πρὸς κατηγορίαν καὶ πρὸς ἀφορισμόν, καὶ μὴ κατά τινων λέγουσι ἃ ἐλέγξαι οὐ δύνανται… Ἐγὼ δὲ νομίζω, ὅτι οὐ μόνον κολασθήσεται ὁ τοιοῦτος ἐπίσκοπος, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνευλόγου τούτου ἀφορισμοῦ λαληθέντος παρὰ μείζονι ἀρχιερεῖ, ὁ μὲν ἀφορισθεὶς λυθήσεται τοῦ ἀφορισμοῦ• ὁ δὲ ἀφορίσας τιμωρηθήσεται…”»[1]. «Ὅποιος λοιπὸν ἀρχιερεὺς εὑρεθῇ… νὰ ἀφορίζῃ… διὰ κἀμμίαν του ἄλλην ἐμπάθειαν, οὗτος ἂς παθαίνῃ ἐκεῖνο ὁποῦ κάμνει ἤτοι ἂς ἀφορίζεται… Ὁ γὰρ κορυφαῖος Πέτρος παραγγέλλει… ποιμαίνεται τὸ ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἀναγκαστικῶς καὶ τυρρανικῶς, ἀλλὰ θεληματικῶς»[2]. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Σημάτη Παναγιώτη, Καταστρατήγηση Ἱ. Κανόνων ἀπὸ Ἐπισκόπους, Αἴγιο, 2007) [1] Μιχαηλάρη Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 133. [2] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 326

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ