Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΕΝ ΔΙΩΓΜΩ

6 Μαρ 2016

Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ


Ως γνωστόν ο «πατέρας» του Κομμουνισμού, Κάρολος Μαρξ, είπε την περίφημη φράση, πως «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», το οποίο χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για να αποκοιμίζει τις μάζες και να τις κρατά εξαθλιωμένες. Χρέος λοιπόν των Κομμουνιστών είναι, όταν μπορέσουν και καταλάβουν την εξουσία, να εξαλείψουν αυτό το «όπιο» και απελευθερώνοντας με αυτό τον τρόπο τον λαό, θα τον οδηγήσουν στην ευτυχία που θα πραγματοποιηθεί μέσω του Κομμουνισμού.
Έτσι λοιπόν, από τον Οκτώβριο του 1917, όταν οι Μπολσεβίκοι – Κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία στη Μόσχα μετά από ένα εμφύλιο αιματηρό και πολύνεκρο πόλεμο, μέχρι περίπου το 1988, έτος κατά το οποίο ο Ρωσικός Χριστιανισμός γιόρτασε τα χίλια χρόνια ζωής του, η Ορθόδοξη Εκκλησία στη Σοβιετική Ένωση έζησε σε μια κατάσταση περιορισμού και πολιορκίας.
Η ένταση του διωγμού διέφερε από εποχή σε εποχή σ’ αυτά τα εβδομήντα χρόνια, αλλά η κύρια και βασική στάση των Κομμουνιστικών Αρχών παρέμεινε η ίδια: η θρησκευτική πίστη, σε όλες της τις εκφάνσεις και εκδηλώσεις, είναι ένα λάθος που πρέπει να καταπνιγεί και να ξεριζωθεί πάση θυσία. Σύμφωνα με τα λόγια του Ιωσήφ Στάλιν, «Το Κόμμα δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερο μπροστά στη θρησκεία. Διεξάγει έναν αντιθρησκευτικό αγώνα εναντίον κάθε θρησκευτικής προκατάληψης». Για να γίνει απολύτως αντιληπτό αυτό που είπε ο Στάλιν, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η έλλειψη πολυκομματισμού στη Σοβιετική Ένωση με την επικράτηση του Κομμουνισμού και η ταύτιση Κόμματος και Κράτους.
Αυτό είχε ως συνέπεια, από το 1917 και εφεξής, οι Ορθόδοξοι και οι άλλοι χριστιανοί να βρεθούν μπροστά σε μια κατάσταση, που όμοιά της δεν υπήρξε άλλη στην ιστορία του αρχέγονου Χριστιανισμού. Ακόμα και όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά καιρούς καταδίωκε τους χριστιανούς, δεν το έπραττε με καμιά έννοια ως αθεϊστικό κράτος, προσανατολισμένο στην καταπίεση αυτής της ίδιας της θρησκείας. Ακόμα και οι Οθωμανοί Τούρκοι, πιστοί του ενός Θεού – Αλλάχ, αν και δεν ήταν χριστιανοί, φάνηκαν αρκετά ανεκτικοί απέναντι στην Εκκλησία στις χώρες που είχαν κατακτήσει. Ο Σοβιετικός όμως Κομμουνισμός, λόγω των βασικών του αρχών και της αντίστοιχης ιδεολογίας του, ήταν στραμμένος σε μια επιθετική και στρατευμένη αθεΐα. Δεν του αρκούσε ένας ουδέτερος χωρισμός μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, όπως συνέβη σε αρκετά αστικά κράτη της Δύσης, αλλά επεζήτησε και επεδίωξε με όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, να αναποδογυρίσει όλη την οργανωμένη εκκλησιαστική ζωή, και να εξαλείψει κάθε θρησκευτική πίστη.
Καταλαμβάνοντας λοιπόν την εξουσία οι Μπολσεβίκοι – Κομμουνιστές, έσπευσαν να βάλουν σε ενέργεια το πρόγραμμά τους. Η Νομοθεσία του 1918 απέκλεισε την Εκκλησία από κάθε συμμετοχή στην εκπαίδευση και δήμευσε όλη την εκκλησιαστική περιουσία. Η Εκκλησία έπαψε να έχει οποιοδήποτε δικαίωμα και δεν διέθετε καμιά νομική υπόσταση. Τα άρθρα του Σοβιετικού Συντάγματος έγιναν όλο και πιο σκληρά. Το Σύνταγμα του 1918 επέτρεπε την «ελευθερία της θρησκευτικής και αντιθρησκευτικής προπαγάνδας» (άρθρο 13), αλλά στον «Νόμο για τις θρησκευτικές Ενώσεις» που μπήκε σ’ εφαρμογή το 1929, αυτό άλλαξε και έγινε «ελευθερία της θρησκευτικής πίστης και της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας». Είναι πολύ σημαντική εδώ η διάκριση: στους χριστιανούς επιτρεπόταν – τουλάχιστον θεωρητικά – ελευθερία πίστης, αλλά δεν τους επιτρεπόταν καμιά ελευθερία προπαγάνδας. Η Εκκλησία θεωρούνταν απλά σαν μια λατρευτική Ένωση. Στην ουσία της επέτρεψαν να τελεί τις θρησκευτικές ακολουθίες και στην πράξη – μετά μάλιστα το 1943 – αποδόθηκαν ορισμένες εκκλησίες στη λατρεία. Επίσης μετά από το 1943 της επέτρεψαν να διατηρεί λίγες ιερατικές σχολές και να έχει κάποια περιορισμένη εκδοτική δραστηριότητα. Αλλά πέρα απ’ αυτά δεν της επέτρεψαν ουσιαστικά τίποτα άλλο.
Συνεπώς αφαίρεσαν από τη Ρώσικη Εκκλησία ένα βασικό και σπουδαίο ρόλο που χαρακτηρίζει τον πραγματικό Χριστιανισμό. Και αυτός δεν είναι άλλος από το έργο της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής μέριμνας. Έτσι οι επίσκοποι και οι κληρικοί δεν μπορούσαν να το ασκούν, όπως άλλωστε και την επίσκεψη στους ασθενείς η οποία ήταν πολύ περιορισμένη. Ήταν λοιπόν αδύνατο το ποιμαντικό έργο στις φυλακές, στα νοσοκομεία ή στα ψυχιατρεία. Ούτε βέβαια στις ενορίες τους οι ιερείς μπορούσαν να οργανώσουν κανένα είδους νεανικών ομάδων ή κύκλους μελέτης ή πολύ περισσότερο κατηχητικά για τα παιδιά. Ο μόνος δρόμος κατήχησης του ποιμνίου από τους ιερείς ήταν αυτός που γινόταν ουσιαστικά κατά τη διάρκεια των ακολουθιών και της Θείας Λειτουργίας την ώρα του κηρύγματος που δεν την άφηναν ανεκμετάλλευτη, αφού γίνονταν τέσσερα ή πέντε διαφορετικά κηρύγματα.
Επίσης ο κλήρος δεν μπορούσε να οργανώσει κάποια ενοριακή βιβλιοθήκη, αφού τα μόνα βιβλία που επιτρέπονταν να υπάρχουν στην εκκλησία ήταν τα λειτουργικά βιβλία για λατρευτική χρήση. Δεν διέθεταν κανένα είδους φυλλαδίου, ούτε το παραμικρότερο άλλο πληροφοριακό υλικό που να αφορά τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία. Ακόμα και αυτή η Αγία Γραφή το ιερό βιβλίο του Χριστιανισμού, που χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε ο Χριστιανισμός, ήταν σπάνιο είδος και ανταλλάσσονταν στην μαύρη αγορά – που τόσο ανθούσε στις πρώην Κομμουνιστικές χώρες – σε τεράστια υψηλές τιμές. Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν, πως ο κάθε κληρικός, από τον επίσκοπο μέχρι τον ταπεινότερο ενοριακό ιερέα, χρειαζόταν να έχει άδεια από το Κράτος για να εξασκήσει το λειτούργημά του, και βρισκόταν κάτω από τη στενή και ανελέητη παρακολούθηση της μυστικής αστυνομίας της «περίφημης» Κα – Γκε – Μπε (KGB) που είχε αντικαταστήσει την παλιότερη Γκε – Πε – Ου (GΡU). Κάθε λέξη που έλεγε ο ιερέας στα κηρύγματά του σημειωνόταν προσεκτικά. Ολόκληρη τη μέρα, κάποια εχθρικά και παρατηρητικά μάτια θα παρακολουθούσαν ποιος επισκεπτόταν την εκκλησία για βαπτίσεις ή γάμους, για εξομολόγηση ή απλή προσωπική συζήτηση.
Το ολοκληρωτικό Κομμουνιστικό καθεστώς, χρησιμοποίησε όλες τις δυνατές μορφές της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας, ενώ είχε στερήσει από την Εκκλησία κάθε δικαίωμα ανταπάντησης, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού. Πρώτα απ’ όλα υπήρχε η αθεϊστική διδασκαλία που μεταδιδόταν συστηματικά σε κάθε σχολείο. Οι δάσκαλοι έπαιρναν εντολές, που ήταν αναγκασμένοι να εφαρμόσουν, σαν την παρακάτω:
Ο Σοβιετικός δάσκαλος πρέπει να καθοδηγείται από τις αρχές του επιστημονικού πνεύματος του Κόμματος. Υποχρεούται όχι μόνον να είναι δραστήριος άπιστος, αλλά και να είναι δραστήριος προπαγανδιστής της Αθεΐας μεταξύ των άλλων, να είναι φορέας των ιδεών του στρατευμένου προλεταριακού αθεϊσμού. Με ικανότητα και ηρεμία, με λεπτότητα και υπομονή θα πρέπει ο Σοβιετικός δάσκαλος να αποκαλύπτει και να υπερβαίνει τις θρησκευτικές προκαταλήψεις της εργασίας του στο σχολείο αλλά και έξω απ’ αυτό, κάθε μέρα. (F.N. Oleschuk, πρώην Γραμματέας του Συνδέσμου Στρατευμένων Αθέων, στην εφημερίδα Uchitelskaya, 26 Νοεμβρίου 1949)
Εδώ ας μας επιτραπεί μια προσωπική μαρτυρία, από ένα επιστήθιο φίλο μας που ζει πλέον σε χώρα της Ευρώπης και ο οποίος υπήρξε επαναπατρισθείς πολιτικός πρόσφυγας αυτός και ο πατέρας του, τη δεκαετία του ’70. Ο φίλος μας λοιπόν αυτός ζούσε στην πόλη της Τασκένδης της πάλαι ποτέ κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, σημερινής πρωτεύουσας του Ουζμπεκιστάν, πόλη στην οποία είχε καταφύγει και ζούσε σχεδόν το σύνολο των Ελλήνων Κομμουνιστών που είχαν καταφύγει μετά την ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο. Μας διηγήθηκε λοιπόν το εξής, που πιστεύουμε πως αγγίζει τα όρια της γελοιότητας. Πως όταν έμπαιναν οι δάσκαλοί τους στο εκεί Δημοτικό, τους μοίραζαν καραμέλες για  να τους αποδείξουν πως αυτοί υπάρχουν και έτσι μπορούν να τους μοιράζουν καραμέλες, ενώ ο Θεός που δεν υπάρχει δεν μπορεί να τους μοιράσει καραμέλες! Μ’ αυτό τον τρόπο πίστευαν πως θα ξεριζώσουν από τις ψυχές των μικρών παιδιών την πίστη στο Θεό. Και σημειωτέον αυτά ειπώθηκαν από το φίλο μας ο οποίος κάθε άλλο παρά οπαδός της θρησκείας είναι. 
Έξω από το σχολείο, μια τεράστια αντιθρησκευτική εκστρατεία διεξαγόταν από το Σύνδεσμο Στρατευμένων Αθέων. Τον Σύνδεσμο αυτό αντικατέστησε το 1942 η λιγότερο επιθετική «Πανενωσιακή Εταιρεία για τη διάδοση της Επιστημονικής και Πολιτικής Γνώσης». Η Αθεΐα καλλιεργούνταν συστηματικά μεταξύ των νέων από το Σύνδεσμο Νέων Κομμουνιστών. Δημιουργήθηκαν Μουσεία Θρησκείας και Αθεΐας, πολλές φορές σε χώρους που ήταν πρώην εκκλησίες, λόγου χάρη στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας του Καζάν, στην Αγία Πετρούπολη (πρώην Λένινγκραντ). Στην δεκαετία του ’20 διοργανώνονταν στους δρόμους αντιθρησκευτικές «λιτανείες» με ωμό και προκλητικό χαρακτήρα, που είχαν σαν σκοπό την διακωμώδηση της θρησκείας, και ελάμβαναν χώρα την περίοδο του Πάσχα και των Χριστουγέννων, των δύο κορυφαίων εορτών του Χριστιανισμού. Ακολουθεί περιγραφή μιας τέτοιας «λιτανείας» από αυτόπτη μάρτυρα:
Δεν υπήρχαν διαμαρτυρίες από τους σιωπηλούς δρόμους – τα χρόνια του τρόμου είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους – και όλοι προσπαθούσαν να παρακάμψουν τον δρόμο όταν συναντούσαν αυτή την προκλητική «λιτανεία». Εγώ προσωπικά, που παραβρέθηκα στο Καρναβάλι της Μόσχας, μπορώ να διαβεβαιώσω πως δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα λαϊκής ευχαρίστησης σ’ αυτό. Η πορεία εκινείτο σε άδειους δρόμους και η προσπάθειά της να δημιουργήσει γέλιο ή πρόκληση συναντούσε τη βαθιά σιωπή των τυχαίων περαστικών. (G.P. Fedotov, The Rusian Church since the Revolution, London 1928, σελ. 47)
Στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 όχι μόνο έκλεισε ένας μεγάλος αριθμός εκκλησιών, αλλά και πάρα πολλοί επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαϊκοί κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης τα περίφημα και «ονομαστά» γκουλάγκ. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια την περίοδο αυτή πόσοι εκτελέστηκαν ή πέθαναν από τα βασανιστήρια. Ο Νικήτας Στρούβε στο έργο του Christians in Contemporary Russia, σσ. 393 – 398 μας δίνει έναν κατάλογο με 130 ονόματα μαρτύρων επισκόπων, αλλά ακόμη και αυτόν τον αποκαλεί «προσωρινό και ατελή». Ο συνολικός αριθμός των ιερέων που μαρτύρησαν πρέπει να φτάνει σε δεκάδες χιλιάδες.
Φυσικά οι Χριστιανοί δεν ήταν κατά κανένα τρόπο οι μόνοι που υπέφεραν κατά την εποχή της τρομοκρατικής εξουσίας του Στάλιν, αλλά λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων υπέφεραν περισσότερο από κάθε άλλον.
Πώς και πόσο όμως επηρεάστηκε η Εκκλησία από την κομμουνιστική προπαγάνδα και τους διωγμούς; Στο παραπάνω ερώτημα ίσχυσε το τόσο γνωστό αρχαίο ρητό «ουδέν κακόν αμιγές καλού»! Γιατί πράγματι σε πολλές περιοχές παρατηρήθηκε μια καταπληκτική και ανέλπιστη αναζωογόνηση της πνευματικής ζωής. Γιατί οι αληθινοί Ορθόδοξοι πιστοί, καθαρισμένοι από τα κοσμικά στοιχεία, ελευθερωμένοι από το βάρος των ψευδών μελών της Εκκλησίας που απλώς συμμορφώνονταν  με τους τύπους για κοινωνικούς λόγους, «κεκαθαρμένοι ως δια πυρός», συγκεντρώθηκαν και αντιστάθηκαν με ηρωϊσμό και ταπείνωση. Ένας Ρώσος της διασποράς και ένας από τους κορυφαίους θεολόγους του 20ου αιώνα, ο Βλαντιμίρ Λόσσκυ, έγραψε στο κλασσικό πλέον βιβλίο του «Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας», σσ. 296 – 297 τα εξής:
Η Ρωσική Εκκλησία εγέννησε μόλις προ είκοσι ετών χιλιάδας μαρτύρων και ομολογητών, οι οποίοι εις ουδέν υστερούν των μαρτύρων των πρώτων αιώνων˙ αι άφθονοι εκχύσεις της χάριτος, τα καταπληκτικώτερα θαύματα έλαβον χώρα παντού όπου εδοκιμάσθη η πίστις˙ αι εικόνες παρουσιάσθησαν θαυμασταί προ των οφθαλμών των έκπληκτων θεατών, οι θόλοι των εκκλησιών απήστραπτον εν φως, το οποίον δεν ήτο εκ του κόσμου τούτου. Και θαύμα ανώτερον όλων, η Εκκλησία εγνώριζε να θριαμβεύη εις όλας τας δυσκολίας, να εξέρχεται εκ της δοκιμασίας ανανεωμένη και στερεωμένη. Εν τούτοις πάντα ταύτα μόλις παρετερήθησαν˙ η ένδοξος πλευρά εκείνου, το οποίον εγένετο εις την Ρωσίαν, έμεινεν σχεδόν αδιάφορος διά την πλειονότητα˙ κυρίως διεμαρτυρήθησαν κατά των διωγμών, ελυπήθησαν διότι η Ρωσική Εκκλησία δεν εφέρθη ως δύναμις εγκόσμιος και πολιτική˙ συνεχώρησαν αυτήν δια την «ανθρωπίνην αδυναμίαν». Ο σταυρωθείς και ταφείς Χριστός ουδόλως θα κριθή διαφορετικώς υπ’ εκείνων, οι οποίοι είναι τυφλοί δια το φως της Αναστάσεως. Διά να μάθωμεν να αναγνωρίζωμεν την νίκην υπό την φαινομενικήν ήτταν, την δύναμιν του Θεού, η οποία εν ασθενεία τελειούται, την αληθή Εκκλησία εν τη ιστορική αυτής πραγματικότητι, πρέπει να λάβωμεν κατά τον λόγον του Αποστόλου Παύλου «ου το πνεύμα του κόσμου αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ίδωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν (Α΄Κορ. β΄12)».
Η θαυματουργή «ανακαίνιση των εικόνων», στην οποία αναφέρεται ο Λόσσκυ, έλαβε χώρα σε αρκετές περιοχές υπό το Κομμουνιστικό καθεστώς. Εικόνες και τοιχογραφίες, μαυρισμένες και παραμορφωμένες από τον καιρό, ξαφνικά, χωρίς καμιά ανθρώπινη επέμβαση, απόκτησαν ξανά τα λαμπρά και φωτεινά χρώματά τους.
Το εκπληκτικό δεν είναι πως ένας τόσο μεγάλος αριθμός ανθρώπων εγκατέλειψε την Εκκλησία στην ώρα του διωγμού, επειδή αυτό ανέκαθεν συνέβαινε, και χωρίς αμφιβολία θα ξανασυμβεί. Εκπληκτικότερο είναι το γεγονός πως τόσοι πολλοί παρέμειναν πιστοί. Και όταν «ήρθε το πλήρωμα του χρόνου» όπως λέει και η Γραφή, το σάπιο, διεφθαρμένο και καταπιεστικό Σοβιετικό καθεστώς κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος από τραπουλόχαρτα, αφήνοντας πλέον ελεύθερη την Εκκλησία της Ρωσίας να πορευθεί στον χώρο και στον χρόνο για να επιτελέσει το καθήκον της «εν Χριστώ».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κάλλιστος Ware, «Η Ορθόδοξη Εκκλησία»
Βλαντιμίρ Λόσσκυ, «Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας»

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ