ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ



Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς καί Μυροβλήτης ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Τῆ κς’ (26η) τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη
τοῦ Ἁγίου καί πανενδόξου Μεγαλομάρτυρος
 καί θαυμαστοῦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ τοῦ Μυροβλήτου.

Δημήτριον νύττουσι λόγχαις, Χριστέ μου,
Ζηλοῦντα πλευρᾶς λογχονύκτου σῆς πάθος.
Εἰκοστῆ μελίας Δημήτριον ἕκτη ἀνεῖλον.


Εἰς τήν «θεοφύλακτον τῶν Θεσσαλονικέων μητρόπολιν»,«ὑπερβαλλόντως ὑπερέχουσαν πλούτῳ τε καὶ ποικίλῳ καὶ ἀνθρώποις συνετοῖς καὶ χριστιανικωτάτοις», ἐγεννήθη καί ἐμεγάλωσεν ὁ ὡραιότερός της καρπός, «ὁ χαρίεις τὴν μορφήν, ψυχὴν δὲ χαριέστατος, ἡδὺς τὸ φθέγμα, τὸν τρόπον ἡδύτερος, γλυκὺς τὸν λόγον, τὸ ἦθος δὲ γλυκύτερος» Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δημήτριος κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ καί Μαξιμιανοῦ Ἐρκουλίου (284-305 μ. Χ.) ἔχοντας ὀρίσει Καίσαρα Αχαΐας καί Μακεδονίας τόν Μαξιμιανό Γαλέριο. Ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος ἀπό τόν Καίσαρα Γαλέριο, μέλος τῆς «Τετραρχίας», ἐξαπέλυσε ἀληθινό πόλεμο ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ χριστιανισμός πού εἶχε ἐξαπλωθεῖ ἀπό τήν Παλαιστίνην ἕως τόν Πόντο καί ἀπό τήν Μικρά Ἀσία ἕως τήν κυρίως Ἑλλάδα καί τήν Ἰταλίαν, ἔχει νά ἐπιδείξει τήν ἐποχή αὐτή ἀναρίθμητες θυσίες καί μαρτυρικούς θανάτους σέ πόλεις ὅπως ἡ Αλεξάνδρεια, ἡ Σμύρνη, ἡ Ἀντιόχεια, ἡ Θεσσαλονίκη, ἀλλά καί σέ περιοχές ὅπως ἡ Κρήτη καί ἡ Κύπρος, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἐποχή αὐτή νά μείνη γνωστή στήν ἱστορία ὡς «ἐποχή μαρτύρων» τοῦ χριστιανισμοῦ.
Μέ τόν ἐρχομό τοῦ 4ου αἰ. ὁ χριστιανισμός εἶχε ἤδη ἑδραιωθεῖ στήν πόλι τῆς Θεσσαλονίκης μέ πολυαρίθμους χριστιανούς καί Ἐκκλησίες ὀργανωμένες κατά τά πρότυπα τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.        
Ἐκλεκτό μέλος τῆς τῶν Θεσσαλονικέων Ἐκκλησίας ἦτο καί ὁ Ἅγιος Δημήτριος, ὁ ὁποῖος προήρχετο ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς, ἀπό τούς πλέον ἐπισήμους «ἄρχοντας τῶν Μακεδόνων», «πατήρ θαυμαστῷ τῷ γένει, πολύ δὲ τῇ ψυχῇ θαυμαστότερος». Εἶχε δέ προικιστεῖ παρά τοῦ Δωρεοδότου παντός αγαθοῦ μέ πλῆθος σωματικῶν καί πνευματικῶν χαρισμάτων. «Γένους σεμνότητος, οὐσίας ἀφθόνου, ἰσχύος σώματος, κάλλους ἰσότης, ἠθῶν εὐγένεια καὶ ἡ διὰ πάντων τούτων ἁρμονία καὶ σύμβασις». Στά χαρίσματα αυτά προσετέθη ἡ μόρφωσις καί ἡ παιδεία, «ἡ τῶν λόγων ἄσκησις ἐγγὺς συνέφυ».             
Μέ τήν πνευματικήν του ὑπεροχή, τήν ὡραίαν ἐμφάνιση, τήν εὐσέβειαν καί τήν ἠθικήν του γενναιότητα ὁ Δημήτριος ἔγινε πολύ γρήγορα γνωστός σέ ὁλόκληρη τήν πόλη, «ἀντὶ ψυχῆς τῇ πόλει καθίσταται» καί προεβλήθη ὡς ἰδεῶδες τελείου ἀνθρώπου. Καταγινόταν δέ κυρίως εἰς τό νά μαθαίνη τό καλό καί νά γυμνάζεται  στήν πολεμική τέχνη, διότι αὐτό συνδυάζει ἄριστα τή φρόνησι καί τήν ἀνδρεία μέ τή στρατηγικήν πεῖρα.  Ἡ φήμη του ἔφθασε καί μέχρι τόν βασιλέα Μαξιμιανό Γαλέριο, ὁ ὁποῖος ἐκτιμώντας τίς ἀρετές του τόν προσέλαβε ἀρχικά ὡς μέλος τῆς συγκλήτου τῆς πόλεως καί στή συνέχεια τόν τίμησε μέ τό ἀξίωμα τοῦ Δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγό ὅλης τῆς Θεσσαλίας.
Ὡς χριστιανός ὁ Δημήτριος δέν περιορίστηκε μόνον στή λατρεία τοῦ μόνου καί ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλά προχώρησε μέ ζέσι καί ζῆλο στό ἱεραποστολικό του ἔργο φωτίζοντας καί διδάσκοντας τόσο μέ τέ φωτεινή παρουσία του, ὅσο καί μέ τούς «θείας ἐμπνεύσεως» ἠρτυμένους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στήν ἀγαθή τῶν Θεσσαλονικέων γῆ, γιά νά προσφέρη μέχρι σήμερα ἡ Θεσσαλονίκη εὐχύμους τούς καρπούς τῆς πίστεως.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ὁ «σοφός, παρθένος καὶ ὅσιος καί, ὡς εἰπεῖν πάγκαλός τε καὶ παναμώμητος καὶ φύσει καὶ σπουδῇ καὶ χάριτι λαμπρυνόμενος» Δημήτριος ἀνεδείχθη διδάσκαλος καί ἀπόστολος. Ἡ μόρφωσις καί ἡ παιδεία του μέ τή χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος κατέστη «ὅπλον καὶ ἀμυντήριον ἐνυπόστατον» καί οἰκοδομικό ἐργαλεῖο καί γεωργική σκαπάνη καί ἄροτρο καί ἀλιευτική σαγήνη καί ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο, ὥστε «οὐδεὶς εἶχεν ἀντιστῆναι τῇ τοῦ Δημητρίου σοφίᾳ καὶ τῷ Πνεύματι ὃ ἐλάλει». Καλλιεργώντας ἔτσι ὁ Δημήτριος τόν ἀμπελώνα τοῦ Κυρίου τῆς ἀγαπημένης του πόλεως, «καταγράφων τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» στίς καρδιές τῶν Θεσσαλονικέων εἰδωλολατρῶν, περιέλαβε στή σαγήνη τοῦ κηρύγματός του, ἐκτός τῆς Θεσσαλονίκης, τήν Ἀττική καί τήν Ἀχαΐα, ὥστε νά καταστῆ ἀπό τότε ἀκόμη «θαῦμα ἐν λόγοις θείοις Δημήτριος καὶ εὐωδία Χριστοῦ». Ὁ Μάρτυς συνήθιζε νά διδάσκει εἰς τήν «χαλκευτικὴ στοά», σέ ὑπόγειο τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀειπαρθένου Θεομήτορος, πού ὀνομαζόταν Καταφυγή, κοντά στό Δημόσιο Λουτρό.
Ἤδη ὁ αὐτοκράτωρ Μαξιμιανός Ἐρκούλιος εὑρισκόμενος στή Θεσσαλονίκη, γιά νά συγκεντρώση στρατό ἐναντίον τῶν Ἰσαύρων, ἐκτιμώντας τό λαμπρόν, περίδοξον καί περίβλεπτον γένος τοῦ Δημητρίου, ὡς ἐπίσης καί τίς ἀρετές πού συγκέντρωνε, τόν εἶχε ἀνακηρύξει ἀνθύπατον καί αὐθέντην ὅλης τῆς Ἑλλάδος δίνοντάς του τήν ἀνάλογη στρατιωτική στολή, τό δακτυλίδι καί τόν ὑπατικό ὡρατίωνα, τά ὁποῖα ἔφερε ὡς διακριτικά τῆς στρατιωτικῆς ἐξουσίας του, ἀλλά καί ὡς μυστικά σύμβολα τῆς διδασκαλικῆς ἀξίας καί προεδρίας, πού μυστικά τοῦ ἐχάρισε ὁ ἀληθινός καί Οὐράνιος Βασιλεύς του, ὁ Χριστός.
Ὁ Μαξιμιανός, ἀφοῦ ὑπέταξε τούς Σκῦθες καί τούς Σαυρομᾶτες, ἐπέστρεψε νικητής καί τροπαιοῦχος θυσιάζοντας στά εἴδωλα ἀπό ὅσες πόλεις διέβαινε. Ἧλθε καί στή Θεσσαλονίκη καί μερικοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες τῆς πόλης, ἔχοντας στήν καρδιά τους τόν Πονηρό καί ἐπιθυμώντας νά τιμηθοῦν ἀπό τόν βασιλέα τοῦ εἶπαν: «Μεγαλειώτατε, σέ παρακαλοῦμεν νά μᾶς ἀκούσης, διότι ἐπιθυμοῦμε τό συμφέρον τῆς βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν πώς ὁ Δημήτριος, ὁ ὁποῖος ἐτιμήθη μέ τό βαθμό τοῦ ἡγεμόνος τῆς Θεσσαλίας, ἀρνήθηκε τήν παραδοσιακή θρησκεία καί πιστεύει εἰς τόν Χριστόν, ἐκεῖνον τόν ὁποῖον ἐσταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι. Ἐπιπλέον κηρύττει φανερά αὐτόν τόν Χριστόν ὡς Θεόν ἀληθινόν. Καί καθημερινῶς ἀκοῦν τούς πλανεμένους λόγους του οἱ ἄνθρωποι, ἀφήνουν τή θρησκεία τους καί γίνονται Χριστιανοί». 
Ὁ βασιλεύς, ὅταν ἄκουσε αὐτά τά λόγια, κατ’ ἀρχάς λυπήθηκε, διότι θά ἔχανε τέτοιο ἄνθρωπο, ἔπειτα ὅμως θέλοντας νά διαπιστώση καί ὁ ἴδιος τήν ἀλήθεια, διέταξε νά τόν φέρουν μπροστά του. Ἐπῆγαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ βασιλέως  στήν «Καταφυγήν» καί βρῆκαν τόν Ἅγιον καθήμενον καί διδάσκοντα τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὁπότε τόν ἅρπαξαν ἀμέσως καί τόν παρουσίασαν στόν βασιλέα. Ὁ Ἅγιος δέν ἀντιστάθηκε καθόλου, ἀλλά μέ χαρά στάθηκε μπροστά του. Ο βασιλιάς λέγει πρός τόν Δημήτριον: «Τέτοια τιμή περίμενα νά μοῦ δώσης; Ἔτσι ἤλπιζα νά μέ τιμᾶς καί σέ ἀνεβίβασα σέ τέτοιο βαθμό; Ἐγώ σέ ἀνέδειξα ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλονίκης καί σύ οὔτε ἕνα μίλι δέν ἐξῆλθες τῆς πόλεως διά νά μέ προϋπαντήσης;». Ἀκούσας αὐτά ὁ Ἅγιος ἀπήντησε: «Βασιλεῦ, ἐγώ τιμῶ τήν βασιλεία σου, τιμῶ ὅμως περισσότερο ἀπό ἐσένα τόν Θεό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι βασιλεῦς ὅλου τοῦ κόσμου». «Καί ποιός εἶναι ὁ Θεός σου καί βασιλεύς;». Ὁ Ἅγιος ἀπήντησε: «Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖνος εἶναι Θεός ἀληθινός καί Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ὁ βασιλεῦς τοῦ λέγει πάλι: «Λοιπόν αὐτόν πιστεύεις ἐσύ καί διά τοῦτο δέν καταδέχεσαι ἐμᾶς, ἀνάξιε τῆς τιμῆς; Καί τί καλό εἶδες ἀπό τόν Χριστό σου καί τόν ἔχεις Θεό καί Βασιλέα; Δέν εἶναι θεός ὁ Ζεύς, ὁ Ἀπόλλων καί οἱ λοιποί, ἀλλά ὁ Χριστός σου; Δέν σέ τίμησα ἐγώ καί σέ διώρισα ἡγεμόνα τῆς Θεσσαλίας; Αὐτά ἀποδίδεις σ’ ἐμᾶς, ἀχάριστε ἄνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι πρός τούς μεγάλους θεούς καί ἐμᾶς; Ἐγώ λοιπόν θά σοῦ ἀνταποδώσω κατά τήν μολυσμένη γνώμη σου. Θά βασανισθῆς καί θά τιμωρηθῆς μέ πολλά βάσανα, γιά νά μάθῆς ποῖος εἶμαι ἐγώ καί ποῖος εἶσαι ἐσύ καί τί μπορεῖ νά κάνη ὁ Θεός σου γιά σένα». Ὁ Ἅγιος ἀπεκρίθη: «Βασιλεῦ, τίς τιμωρίες καί τά βάσανα μέ τά οποία μέ ἀπειλεῖς ἐγώ τά θεωρῶ ὡς χαρά καί ἀγαλλίασι, διότι αὐτά θά μοῦ χαρίσουν τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί ἀτελείωτη τιμή». Ὁ βασιλεῦς θύμωσε ὑπερβολικά ἐναντίον τοῦ Δημητρίου. Ἔπειτα ὅμως, θέλοντας νά ταπεινώση τή γνώμη του, πρόσταξε νά τόν φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ὅτι, ἄν καταφρονηθῆ καί φυλακισθῆ, θ’ ἀναγκασθῆ νά ἀλλάξει γνώμη. Ἐπῆραν οἱ στρατιώτες τόν Ἅγιο καί τόν ὡδήγησαν σέ τόπο ἀκάθαρτο, δηλαδή σέ λουτρό παλαιό στά ὑπόγεια τοῦ ὁποίου ἐχύνοντο ἀπόνερα. Εἰσερχόμενος ὁ Ἅγιος στόν τόπο ἐκεῖνο εἶδε μπροστά του ἕναν μεγάλο σκορπιό, ὁ ὁποῖος προσπαθοῦσε νά τόν κεντρίση. Ὁ Ἅγιος ἐποίησε τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί εἶπε: «Εἰς τό  ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶπε νά πατᾶμε ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ». Αὐτό εἶπε καί ἐπάτησε ἐκεῖνον τόν σκορπιό καί ἀμέσως ἐμφανίσθηκε Ἄγγελος Κυρίου ἐπάνω αὐτοῦ κρατώντας στεφάνι χρυσό καί εἶπε πρός αὐτόν: «Χαῖρε Δημήτριε στρατιώτα τοῦ Χριστοῦ, ἔχε θάρρος, ἐνδυναμοῦ καί νῖκα τούς έχθρούς σου». Καί ἔβαλε τό στεφάνι στό κεφάλι τοῦ μάρτυρος. Ὁ Ἅγιος παρέμεινε στόν βρωμερό ἐκεῖνο τόπο στερημένος ἀπό τή συναναστροφή ἀνθρώπων, παρηγορούμενος ὑπό τοῦ Θεοῦ.
Ὁ παράνομος βασιλεύς ἔχαιρε νά βλέπη στίς θυσίες τῶν εἰδώλων αἱματοχυσίες καί φόνους ἀνθρώπων. Ἐπρόσταξε τότε νά ἐκτελέσουν τόν αγώνα τοῦ πεντάθλου, διότι οἱ βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων εἶχον αὐτή τή συνήθεια. Σέ ὅποια πόλιν πήγαιναν γιά πρώτη φορά ἔβαζαν τούς ἀνθρώπους καί ἔτρεχαν, ἐπάλευαν, ἔριχναν τόν λίθο, πηδούσαν καί σκόπευαν μέ τά δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αὐτά τά πέντε ἀγωνίσματα τά ὠνόμαζον πένταθλον καί ὅποιος νικοῦσε σέ ἕνα ἀπό αὐτά τόν τιμοῦσαν οἱ βασιλεῖς καί τοῦ πρόσφεραν δῶρα. Ὁ βασιλεύς ἐκάθισε σέ τόπο ὑψηλό, γιά νά βλέπη τά ἀγωνίσματα. Ἕνας ἀπό αὐτούς πού ἐπάλευαν ἦτο ἄνθρωπος τοῦ βασιλιά καί ὠνομάζετο Λυαῖος καί ἦτον ἀπό τήν πόλη Οὐάνδηλα τῆς Σκυθίας. Ἦτο ψηλός καί δυνατός καί ὁ βασιλεύς τόν εἶχε μαζί του, γιά νά τοῦ προξενῆ τιμή καί ἔπαινο. Ἐπιπλέον δέ ὁ βασιλεύς γιά τίς νῖκες του τοῦ ἐχάριζε πλούσια δώρα.
Κάποιος νέος ἀπό τή Θεσσαλονίκη, ὡραῖος στήν ὄψι, ὁ Ἅγιος Νέστωρ, ὁ ὁποῖος ἦταν κρυφός χριστιανός καί μαθητής τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, βλέποντας τόν Λυαῖο νά φονεύη τούς ἀνθρώπους καί ὁ βασιλιεύ νά εὐχαριστῆται γιά τίς νῖκες του, ἀλλά καί θέλοντας νά δῆ τή δύναμη τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐπῆγε στό λουτρό ὅπου ἦτο φυλακισμένος ὁ Ἅγιος Δημήτριος καί τοῦ εἶπε: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησού Χριστοῦ, καί αὐθέντα μου, ὁ μιαρός βασιλεύς χαίρεται μέ τίς πράξεις τοῦ Λυαίου. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά παλέψη μαζί του, μόνον εὐλόγησόν με καί ἐνδυνάμωσόν με νά ὑπάγω νά τόν νικήσω». Τότε ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἐποίησε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στό μέτωπο τοῦ Νέστορος καί τοῦ εἶπε: «Ὕπαγε καί τόν Λυαῖο θά νικήσης καί ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ θά μαρτυρήσης». Ἀνεχώρησε λοιπόν ὁ Νέστωρ καί ἐπῆγε στόν τόπο ὅπου γινόταν ὁ ἀγῶνας τῆς πάλης καί ἀμέσως φώναξε: «Ὧ Λυαῖε, ἔλα νά παλέψουμε οἱ δύο». Ὁ βασιλεύς, ὁ ὁποῖος καθόταν σέ ψηλότερο μέρος, μόλις εἶδε τόν Νέστορα, νέο στήν ἡλικία, εἴκοσι περίπου ἐτῶν, ἐμήνυσε σέ αὐτόν νά πάη μπροστά του καί τοῦ εἶπε: «Νεανία, δέν λυπήθηκες τήν ζωή σου, ἀλλά ἦλθες νά παλέψης μέ τόν Λυαῖο; Δέν βλέπεις πόσους νίκησε; Δέν βλέπεις πόσα αἵματα ἔχυσε; Δέν λυπᾶσαι τήν ὀμορφιά καί τά νιάτα σου; Μήπως ἀναγκάζεσαι ἀπό τήν πτωχεία νά ἐπιθυμῆς τόν θάνατό σου; Δέν πρέπει ὅμως νά συμπλακῆς μέ τόν Λυαῖο, γιά νά μή θανατωθῆς. Ἄν δέ εἶσαι πτωχός, νά σέ πλουτίσω ἐγώ, μόνο νά μήν ἀπολέσης τή ζωή σου». Ὁ Νέστωρ ἀπάντησε στόν βασιλέα: «Ἐγώ πτωχός δέν εἶμαι, οὔτε καταφρονῶ τή ζωή μου, ἀλλά καί πλοῦτο ἔχω καί τή ζωή μου ἀγαπῶ. Θέλω ὅμως νά παλέψω μέ τόν Λυαῖο, γιά νά λάβω τιμή. Διότι, ἄν καί εἶμαι πλούσιος, τιμή ὅμως δέν ἔχω, ἑπομένως τί θέλω τόν ἄτιμον πλοῦτον; Ἀγαπῶ λοιπόν νά τιμηθῶ καί νά φανῶ καλύτερος ἀπό τόν Λυαῖο, διά τοῦτο ἀποφασίζω νά κινδυνεύσω» Ὅταν ὁ βασιλεύς εἶδε ὅτι ὁ νέος δέν ἀκούει, τόν ἄφησε. Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἀμέσως ἐπλησίασε τόν Λυαῖο, ἔρριψε τό ἐπανωφόριό του καί φώναξε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Ἀμέσως μέ τό σπαθί του ἐχτύπησε τόν Λυαῖο στό κέντρο τῆς καρδίας του, ὁπότε αὐτός ἔπεσε νεκρός. Ὁ βασιλεύς ταράχθηκε. Ἐκάλεσε τόν Νέστορα καί τοῦ εἶπε: «Νέε, μέ ποῖες μαγεῖες νίκησες τόν Λυαῖο; Αὐτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους ἀπό ἐσένα καί ἐσύ πῶς τόν θανάτωσες;» Ὁ Ἅγιος Νέστωρ ἀπεκρίθη: «Ἐγώ, βασιλεῦ, δέν ἐνίκησα τόν Λυαῖο μέ μαγεῖες, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Ἰησού Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Ὁ βασιλεύς ἐξωργίστηκε καί διέταξε ἕναν ἀπό τούς ἄρχοντες, τόν Μαρκιανό, νά ἐκβάλη τόν Νέστορα ἔξω ἀπό τή λεγομένη Χρυσή Πύλη καί νά τόν ἀποκεφαλίση μέ τό σπαθί του. Καί ἔτσι ἐτελειώθη ὁ Ἅγιος Νέστωρ κατά τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ὁ βασιλεύς μέ λύπη ἀνεχώρησε γιά τό παλάτι μονολογώντας: «Μά τή δύναμιν τῶν μεγάλων θεῶν, ἀπό μαγεῖες φονεύθηκε σήμερα ὁ φίλος μου ὁ Λυαῖος». Μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ Λυαῖος φονεύθηκε μέ ὁδηγίες τοῦ Δημητρίου, πρόσταξε τούς στρατιῶτες νά ὑπάγουν στό λουτρό καί νά φονεύσουν τόν Ἅγιο Δημήτριο: «ὁ φιλῶν με, ἀπελθών, βαλέτω Δημήτριον». Ἐπῆγαν οἱ στρατιῶτες καί ἐλόγχευσαν τόν Ἅγιο μέ τίς λόγχες τους σέ ὅλο του τό σῶμα. Ὁ πρῶτος λογχισμός ἦταν στή δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τούς εἶδε ὁ Ἅγιος ὕψωσε μόνος του τήν δεξιά του χείρα, γιά νά τόν λογχεύσουν. Μέ αὐτό τό μαρτύριο ἐτελειώθη ὁ Ἅγιος Δημήτριος. Εὐλαβεῖς χριστιανοί ἦλθαν κρυφά, γιά τόν φόβο τοῦ βασιλέως, στό λουτρό ἐκεῖνο καί ἐνταφίασαν τό λείψανο στό μέρος εἰς τό ὁποῖο ἐτελειώθη.
Κάποιος ἄλλος μαθητής τοῦ Ἁγίου, ὁ Λοῦπος, ὁ ὁποῖος βρισκόταν ἐκεῖ κατά τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, ἔβγαλε τό δαχτυλίδι τοῦ Ἁγίου ἀπό τό δεξί του δάχτυλο καί πῆρε τό μανδήλιό του καί τό ἐπανωφόριό του ἐπό τούς ὥμους του καί τά ἔβαψε στό αἷμα τοῦ Μεγαλομάρτυρος καί μέ αὐτά ἐνεργοῦσε θαύματα πολλά. Ἀρρώστους ἰάτρευε καί δαιμονισμένους ἐθεράπευε. Ὁ βασιλεύς, μόλις τά ἔμαθε αὐτά, ἔστειλε στρατιῶτες καί ἀποκεφάλισαν τόν Λοῦπο σέ κάποιον τόπο ὀνομαζόμενο Τριβουάλιον.
Κατ’ αύτόν τόν τρόπο ἐτελειώθη «ὁ αὐτόχθων ἡμῖν καὶ ἡμεδαπὸς Πολιοῦχος, τὸ μέγα τῆς οἰκουμένης θαῦμα, τὸ μέγα τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας ὡράΐσμα, ὁ πολὺς τὰ πάντα καὶ θαυματουργὸς καὶ Μυροβλήτης Δημήτριος». Ο Πανένδοξος καί Καλλίνικος Μάρτυς ὑπῆρξε «ἠγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς ἢ παῖς ἢ φίλος ἄκρος καὶ οἰκειώτατος», ὁμοιάζοντας πρός Αὐτόν ὡς πρός τά μαρτύρια τά ὁποῖα ὑπέστη, τήν ἀπέραντη καρτερία του καί ὡς πρός τήν διδαχήν τήν ὁποίαν ἀνέλαβε«κατὰ χάριν τοῦ Δεσπότου μίμησιν». Ὁ μαρτυρικός του θάνατος ὡνομάσθη «Χριστομίμητος σφαγή», διότι, ὡς ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀπευθυνόμενος πρός τόν Ἅγιον: «Ἐμαρτύρησεν ἐκεῖνος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, ἐμαρτύρησας καὶ αὐτὸς τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐκείνῳ. Δεδεμένον ἔμαθες ἐδέθης αὐτός. Ἐδέξατο τῇ πλευρᾷ τὴν πληγὴν ὁ Δεσπότης καὶ σὺ τούτῳ τῷ μέρει τὰς πληγὰς ἐκείνας ἐδέξω. Ὑπὲρ ἀνθρώπων ἐκεῖνος εἵλετο τὴν τελευτὴν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἐτελεύτησας αὐτός. Ὦ Χριστοῦ μὲν ἑταῖρε, Χριστοῦ δὲ μιμητά». «Πᾶσα δὲ ἡ πόλις παρρησιαζόμεθα τὴν εὐσέβειαν, ἐπὶ τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Μεγάλου Δημητρίου καυχώμενοι». Καί αὐτό διότι ὁ μέγας ἐν τοῖς ἁγίοις αὑτοῦ Θεός ἡμῶν θέλων νά ἀντιδοξάση τόν δοξάσαντα Αὐτόν Μάρτυρα οἰκονόμησε, ὥστε νά ἀναβλύση ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου χαρίζοντας τήν ἴασιν ἐκ τῶν σωματικῶν καί ψυχικῶν ἀσθενειῶν διά τοῦ μύρου πού ἄρχισε νά ἐκρέει ἀπό τό λογχισμένο πάναγνο σῶμα τοῦ Ἀθλοφόρου.
Μπροστά λοιπόν σέ μιά τέτοια ἀγάπη καί στίς τόσες δωρεές τοῦ Μάρτυρος «τίς ἡμῖν ἰσχὺς πρὸς ἀνταπόδοσιν πολλαπλασιάζομεν αὐτῷ τὴν πανήγυριν», ὥστε τό Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου νά μήν σταματᾶ τόν θαυμασμό καί μόνον τῶν πιστῶν ἐγκωμιαστῶν του, ἀλλά καί νά ἐνεργῆ μυστικῶς στήν καρδιά τοῦ κάθε χριστιανοῦ, οὕτως ὧστε ὁ πιστός νά μιμῆται ἔργῳ πλέον τόν Ἅγιον, διότι κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις αὐτοῦ».

Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβεῖαις ὁ Θεός ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ