ΔΗΜΑΡΑΣ
ΑΡΣΗ
ΤΗΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΣΙΑΣ ΕΓΙΝΕ ΤΟ 1965 ΚΑΙ ΕΞΕΠΕΣΑΝ ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΤΗΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ Α΄ ΚΑΙ Β΄ ΤΗΣ Γ΄
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΣΥΝΟΔΟ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ
ΤΑΡΑΣΣΙΟΝ
(Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)
Τό ἑλληνικό κείμενο γράφει: "4) Ὅθεν ὁ πάπας Παῦλος ὁ Στ΄ καί ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄μετά τῆς περί αὐτόν Συνόδου ... β) ἀποδοκιμάζουσιν ὡσαύτως καί αἴρουσιν ἀπό τῆς μνήμης καί ἐκ μέσου τῆς Ἐκκλησίας τά ἐπακολουθήσαντα ἀναθέματα, ὧν ἡ ἀνάμνησις ἐπενεργεῖ μέχρι τῆς σήμερον ὡς κώλυμα εἰς τήν ἐν ἀγάπῃ προσέγγισιν, παραδίδουσι δέ ταῦτα τῇ λήθῃ".
Τό γαλλικό πρωτότυπο κείμενο γράφει:
"4. C' est pourquoi le pape Paul VI et le patriarche Athenagoras Ier en son synode ... b) regretter egalement et elever de la memoire et du milieu de l' Eglise les sentences d' excommunication qui les ont suivie, et dont le souvenir opere juspu' a nos jours comme un obstacle au rapprochement dan la charite, et les vouer a l' oubli;".
Τό ἀγγλικό κείμενο γράφει:
"Pope Paul VI and Patriarch Athenagoras I with his synod, in common agreement declare that ... B. They likewise regret and remove both from memory and from the midst of the Church the sentences of excommunication wich followed these evvents, the memory of wich has influensec actions up to our day and has hndered closer relations in charity; ande they commit these excommunication to oblivion".
Φαίνεται σαφέστατα, ὅτι τό μέν ἑλληνικό κείμενο κάνει λόγο γιά ἄρση ἀναθεμάτων, τά δέ ἄλλα κείμενα, τό γαλλικό καί τό ἀγγλικό, κάνουν λόγο γιά ἄρση ἀκοινωνησίας.
Καί ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος παρατηρεῖ: "Τό κείμενο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἔχει τόν ὅρο excommunication (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτη σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς ἐπανάληψη τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας πού εἶχε διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς, ὅτι τό Ἑλληνικό κείμενο πού ἀναγγέλλει τήν "ἄρση τῶν ἀναθεμάτων" ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται ὅτι εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικά ἀντιδράσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας".
Τό θέμα εἶναι κατ΄ ἐξοχήν σημαντικό καί οὐσιῶδες, γιατί ἄλλο εἶναι τά ἀναθέματα τοῦ 1054 καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀκοινωνησία τοῦ 1009.
Ἡ λέξη ἀνάθεμα εἶναι ἁγιογραφική (Ρωμ. θ΄ 3, Κορ. ιβ΄, 3, Α΄ Κορ. ιστ΄, 22, Γαλ. α΄, 8-9), καί συνδέεται μέ τήν κατάρα. Ἀνάθεμα εἶναι "νά χωρισθῆ κάποιος ἀπό τόν Θεόν καί ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, καί ἀφιερωθῇ εἰς τόν διάβολον" (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἀγιορείτου, Πηδάλιον, 1982, σελ. 396, ὑποσ. 4). Ἡ λέξη ἀκοινωνησία στό συγκεκριμένο κείμενο σημαίνει τόν μεγάλο ἀφορισμό, τήν τέλεια ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Σέ ὅποιον ἐπιβληθεῖ ἡ ἀκοινωνησία δέν μπορεῖ νά συμμετάσχει στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί κατ΄ ἐξοχήν στήν Θεία Εὐχαριστία.
Ἡ ἐπιβολή τῆς ἀκοινωνησίας εἶχε ἐπιβληθεί πολύ πρίν ἀπό τά ἀναθέματα πού ἐπεβλήθηκαν κατά συγκεκριμένων προσώπων ἀπό τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο τό 1054, πού ἀναθεμάτισε τούς συντάκτες τοῦ ἐγγράφου τοῦ ἀναθεματισμοῦ, (Οὑμβέρτο, Φρειδερῖκο καί Πέτρο καί ὅσους συνήργησαν σέ αὐτό), καί δέν εἶχαν γενική ἐφαρμογή.
Ἡ ἀκοινωνησία εἶχε συνοδικά ἐπιβληθεῖ τό 1009, ὅταν ὁ πάπας Σέργιος Γ΄ χρησιμοποίησε τό filioque στήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Τό δέ 1014 ὁ πάπας Βενέδικτος ΙΗ΄ εἰσήγαγε ἐπισήμως τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ὁριστικοποιήθηκε καί πάλι συνοδικά ἡ ἐπιβολή τῆς ἀκοινωνησίας. (Βλ. τεῦχος τῶν "Ἁγίων Κολλυβάδων" Καλοκαίρι 2018, σελ. 52, σύγκρινε καί Στεφανίδου Βασιλείου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἔκδ. α΄, σελ. 344): "ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, μετά τήν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου τῆς Πόλης καί πάλιν, διέγραψε ὁριστικῶς τό ὄνομα τοῦ Ρώμης Σεργίου ἐκ τῶν διπτύχων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί ἔκτοτε μέχρι τοῦ μασόνου καί τυμπανιαίου Ἀθηναγόρου οὐδέν παπικόν ὄνομα εἶχεν τεθεῖ στά δίπτυχα".
Ἑπομένως, σύμφωνα μέ τά μέχρι στιγμῆς ἐκτεθέντα, τό 1965 ἔγινε ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί θεμελίωση τῆς διακοινωνίας, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε μέ τρόπον πονηρόν, ("τεχνηέντως", κατά τόν καθηγητήν Ἀντ. Παπαδόπουλον), καί ἔκτοτε μέ τίς συνεχόμενες συμπροσευχές μετά τῶν Φράγγων στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση καί σέ κάθε εὐκαιρία, μέ τά οὐνιτικά συλλείτουργα, στό Φανάρι καί στήν Ρώμη, τήν φανερή πολλές φορές καί τήν κρυφή διακοινωνία κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, ἐπιβάλλεται σιγά-σιγά στόν λαό πού μένει ἀκατήχητος καί διατηρεῖται ἐν ὑπνώσει ἡ προδοτική ἀπόφαση τῆς πλήρους διακοινωνίας μετά τῶν Κατολύκων τοῦ 1965 στήν καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολή, ἀπό τούς Λατινόφρονες τοῦ Φαναρίου, συνεργούντων καί τῶν κοινωνικῶν πρός αὐτούς Νεοημερολογιτῶν τῆς φαινομένης "ἐκκλησίας" τῆς Ἑλλάδος.
Κατά συνέπειαν, σύμφωνα μέ τό Κανονικό Δίκαιο κατά τόν α΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ὁρίζει διαχρονικά καί τελεσίδικα ὄχι μόνον γιά ἐκείνους πού κατεκρίθησαν ὑπό τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πώς εἶναι ἐκβεβλημένοι καί ἀνενέργητοι, ἀλλά καί γιά ὅλους ἐκείνους, πού μετά ἀπό ἀπόφασιν Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤθελαν προστεθῆ (μελλοντικά) σέ κάθε ἀντίστοιχο συνέδριο ἀποστασίας, ὅπως ἔγινε ἐν προκειμένῳ καί προστέθηκαν οἱ Φαναριῶτες καί οἱ κοινωνικοί πρός αὐτούς Νεοημερολογίτες καί οὐνίτες παλαιοημερολογίτες στό ἀποστατικό συνέδριο τῆς συναγωγῆς τοῦ Σατανᾶ, τῶν Παπικῶν καί κατά τό τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, πού ἰσχύει γιά κάθε Σύνοδον: ὅποιοι ἐνωθοῦν μετά τῶν πλειστάκις ὑπό Συνόδων καταδικασθέντων αἱρετικῶν Λατίνων, δηλ. “μετά τοῦτο, τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ προστεθείη” ἤ τυχόν “φρονήσει” (μελλοντικά!) οἱ Φαναριῶτες καί οἱ κοινωνικοί πρός αὐτούς εἶναι ξένοι τῆς ἱερωσύνης καί ἀπόβλητοι τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς οἱ ἐπίσκοποι, καί τοῦ κλήρου οἱ κληρικοί, καθότι παρέβησαν τίς ἀποφάσεις περί ἀκοινωνησίας καί κοινώνησαν πλήρως μέ τούς Λατίνους. Ἡ ἀκοινωνησία εἶχε συνοδικά ἐπιβληθεῖ τό 1009, τό 1014 καί ὁριστικά μέ τό ἀναθεμα τοῦ 1054. Ἡ ἀπόφαση τοῦ 1054 ἀκολούθησε τήν ὑπό τοῦ Μεγάλου Φωτίου τό 879 μεγάλην συγκροτηθεῖσαν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική ὑπό τῶν Πατέρων καί τῶν μεγάλων συγχρόνων θεολόγων.
(Συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)
Τό ἑλληνικό κείμενο γράφει: "4) Ὅθεν ὁ πάπας Παῦλος ὁ Στ΄ καί ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ὁ Α΄μετά τῆς περί αὐτόν Συνόδου ... β) ἀποδοκιμάζουσιν ὡσαύτως καί αἴρουσιν ἀπό τῆς μνήμης καί ἐκ μέσου τῆς Ἐκκλησίας τά ἐπακολουθήσαντα ἀναθέματα, ὧν ἡ ἀνάμνησις ἐπενεργεῖ μέχρι τῆς σήμερον ὡς κώλυμα εἰς τήν ἐν ἀγάπῃ προσέγγισιν, παραδίδουσι δέ ταῦτα τῇ λήθῃ".
Τό γαλλικό πρωτότυπο κείμενο γράφει:
"4. C' est pourquoi le pape Paul VI et le patriarche Athenagoras Ier en son synode ... b) regretter egalement et elever de la memoire et du milieu de l' Eglise les sentences d' excommunication qui les ont suivie, et dont le souvenir opere juspu' a nos jours comme un obstacle au rapprochement dan la charite, et les vouer a l' oubli;".
Τό ἀγγλικό κείμενο γράφει:
"Pope Paul VI and Patriarch Athenagoras I with his synod, in common agreement declare that ... B. They likewise regret and remove both from memory and from the midst of the Church the sentences of excommunication wich followed these evvents, the memory of wich has influensec actions up to our day and has hndered closer relations in charity; ande they commit these excommunication to oblivion".
Φαίνεται σαφέστατα, ὅτι τό μέν ἑλληνικό κείμενο κάνει λόγο γιά ἄρση ἀναθεμάτων, τά δέ ἄλλα κείμενα, τό γαλλικό καί τό ἀγγλικό, κάνουν λόγο γιά ἄρση ἀκοινωνησίας.
Καί ὁ καθηγητής Ἀντώνιος Παπαδόπουλος παρατηρεῖ: "Τό κείμενο τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων ἔχει τόν ὅρο excommunication (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτη σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς ἐπανάληψη τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας πού εἶχε διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς, ὅτι τό Ἑλληνικό κείμενο πού ἀναγγέλλει τήν "ἄρση τῶν ἀναθεμάτων" ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται ὅτι εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικά ἀντιδράσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας".
Τό θέμα εἶναι κατ΄ ἐξοχήν σημαντικό καί οὐσιῶδες, γιατί ἄλλο εἶναι τά ἀναθέματα τοῦ 1054 καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀκοινωνησία τοῦ 1009.
Ἡ λέξη ἀνάθεμα εἶναι ἁγιογραφική (Ρωμ. θ΄ 3, Κορ. ιβ΄, 3, Α΄ Κορ. ιστ΄, 22, Γαλ. α΄, 8-9), καί συνδέεται μέ τήν κατάρα. Ἀνάθεμα εἶναι "νά χωρισθῆ κάποιος ἀπό τόν Θεόν καί ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῶν Χριστιανῶν, καί ἀφιερωθῇ εἰς τόν διάβολον" (Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἀγιορείτου, Πηδάλιον, 1982, σελ. 396, ὑποσ. 4). Ἡ λέξη ἀκοινωνησία στό συγκεκριμένο κείμενο σημαίνει τόν μεγάλο ἀφορισμό, τήν τέλεια ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Σέ ὅποιον ἐπιβληθεῖ ἡ ἀκοινωνησία δέν μπορεῖ νά συμμετάσχει στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί κατ΄ ἐξοχήν στήν Θεία Εὐχαριστία.
Ἡ ἐπιβολή τῆς ἀκοινωνησίας εἶχε ἐπιβληθεί πολύ πρίν ἀπό τά ἀναθέματα πού ἐπεβλήθηκαν κατά συγκεκριμένων προσώπων ἀπό τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο τό 1054, πού ἀναθεμάτισε τούς συντάκτες τοῦ ἐγγράφου τοῦ ἀναθεματισμοῦ, (Οὑμβέρτο, Φρειδερῖκο καί Πέτρο καί ὅσους συνήργησαν σέ αὐτό), καί δέν εἶχαν γενική ἐφαρμογή.
Ἡ ἀκοινωνησία εἶχε συνοδικά ἐπιβληθεῖ τό 1009, ὅταν ὁ πάπας Σέργιος Γ΄ χρησιμοποίησε τό filioque στήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Τό δέ 1014 ὁ πάπας Βενέδικτος ΙΗ΄ εἰσήγαγε ἐπισήμως τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ὁριστικοποιήθηκε καί πάλι συνοδικά ἡ ἐπιβολή τῆς ἀκοινωνησίας. (Βλ. τεῦχος τῶν "Ἁγίων Κολλυβάδων" Καλοκαίρι 2018, σελ. 52, σύγκρινε καί Στεφανίδου Βασιλείου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἔκδ. α΄, σελ. 344): "ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, μετά τήν ἀπόφασιν τῆς Συνόδου τῆς Πόλης καί πάλιν, διέγραψε ὁριστικῶς τό ὄνομα τοῦ Ρώμης Σεργίου ἐκ τῶν διπτύχων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί ἔκτοτε μέχρι τοῦ μασόνου καί τυμπανιαίου Ἀθηναγόρου οὐδέν παπικόν ὄνομα εἶχεν τεθεῖ στά δίπτυχα".
Ἑπομένως, σύμφωνα μέ τά μέχρι στιγμῆς ἐκτεθέντα, τό 1965 ἔγινε ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί θεμελίωση τῆς διακοινωνίας, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε μέ τρόπον πονηρόν, ("τεχνηέντως", κατά τόν καθηγητήν Ἀντ. Παπαδόπουλον), καί ἔκτοτε μέ τίς συνεχόμενες συμπροσευχές μετά τῶν Φράγγων στήν Ἀνατολή καί στήν Δύση καί σέ κάθε εὐκαιρία, μέ τά οὐνιτικά συλλείτουργα, στό Φανάρι καί στήν Ρώμη, τήν φανερή πολλές φορές καί τήν κρυφή διακοινωνία κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, ἐπιβάλλεται σιγά-σιγά στόν λαό πού μένει ἀκατήχητος καί διατηρεῖται ἐν ὑπνώσει ἡ προδοτική ἀπόφαση τῆς πλήρους διακοινωνίας μετά τῶν Κατολύκων τοῦ 1965 στήν καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολή, ἀπό τούς Λατινόφρονες τοῦ Φαναρίου, συνεργούντων καί τῶν κοινωνικῶν πρός αὐτούς Νεοημερολογιτῶν τῆς φαινομένης "ἐκκλησίας" τῆς Ἑλλάδος.
Κατά συνέπειαν, σύμφωνα μέ τό Κανονικό Δίκαιο κατά τόν α΄ Κανόνα τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ὁρίζει διαχρονικά καί τελεσίδικα ὄχι μόνον γιά ἐκείνους πού κατεκρίθησαν ὑπό τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πώς εἶναι ἐκβεβλημένοι καί ἀνενέργητοι, ἀλλά καί γιά ὅλους ἐκείνους, πού μετά ἀπό ἀπόφασιν Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤθελαν προστεθῆ (μελλοντικά) σέ κάθε ἀντίστοιχο συνέδριο ἀποστασίας, ὅπως ἔγινε ἐν προκειμένῳ καί προστέθηκαν οἱ Φαναριῶτες καί οἱ κοινωνικοί πρός αὐτούς Νεοημερολογίτες καί οὐνίτες παλαιοημερολογίτες στό ἀποστατικό συνέδριο τῆς συναγωγῆς τοῦ Σατανᾶ, τῶν Παπικῶν καί κατά τό τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου τοῦ Ἁγίου Ταρασίου, πού ἰσχύει γιά κάθε Σύνοδον: ὅποιοι ἐνωθοῦν μετά τῶν πλειστάκις ὑπό Συνόδων καταδικασθέντων αἱρετικῶν Λατίνων, δηλ. “μετά τοῦτο, τῷ τῆς ἀποστασίας συνεδρίῳ προστεθείη” ἤ τυχόν “φρονήσει” (μελλοντικά!) οἱ Φαναριῶτες καί οἱ κοινωνικοί πρός αὐτούς εἶναι ξένοι τῆς ἱερωσύνης καί ἀπόβλητοι τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς οἱ ἐπίσκοποι, καί τοῦ κλήρου οἱ κληρικοί, καθότι παρέβησαν τίς ἀποφάσεις περί ἀκοινωνησίας καί κοινώνησαν πλήρως μέ τούς Λατίνους. Ἡ ἀκοινωνησία εἶχε συνοδικά ἐπιβληθεῖ τό 1009, τό 1014 καί ὁριστικά μέ τό ἀναθεμα τοῦ 1054. Ἡ ἀπόφαση τοῦ 1054 ἀκολούθησε τήν ὑπό τοῦ Μεγάλου Φωτίου τό 879 μεγάλην συγκροτηθεῖσαν ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδον, ἡ ὁποία θεωρεῖται ὡς Ὀγδόη Οἰκουμενική ὑπό τῶν Πατέρων καί τῶν μεγάλων συγχρόνων θεολόγων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου