ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ
«ΚΗΡΥΞ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ»
Ἐκδίδεται εἰς τά πλαίσια των
ιεραποστολικών και Φιλανθρωπικών σκοπών του «ΙΕΡΟΥ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ
ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΟΧ ΜΑΤΘΑΙΟΣ Α», (4ο χιλιμόμετρο
Λεωφὀρου Κορωπίου – Μαρκοπούλου, Τηλ. 210.6020176)
|
ΑΡΙΘΜ. ΤΕΥΧΟΥΣ 720
ΙΟΥΛΙΟΣ 2018
ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΚΟΥ
Ἔ κ θ ε σ ι ς τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατο τό τῆς
ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα καί δήλωσις τῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης».
Ὁ ἅγ. Μ. ἀρχίζει τὴν “Ἔκθεση” δηλώνοντας ὅτι, παρότι ἀσθενής, μετέβη στὴν
Φερράρα ὑπακούοντας στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἐλπίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσει τὴν
εὐλογημένη ἐπούλωση τοῦ τραύματος μεταξὺ Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν. Ἀλλὰ εὐθὺς
ἐξαρχῆς σημειώνει, ἀντελήφθη ὅτι οἱ Λατῖνοι ἔδειξαν τὴν κακή τους πρόθεση.
«Ἐγὼ διὰ τὴν ἐπιταγὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐπηκολούθησα τῷ οἰκουμενικῷ
πατριάρχῃ πρὸς τὴν ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδον, μήτε τὴν ἐμαυτοῦ ἀσθένειαν
ὑπολογισάμενος, μήτε τὸ τοῦ προκειμένου πράγματος ἐργῶδές τε καὶ ὑπέρογκον,
ἀλλ’ ἐλπίσας ἐπὶ Θεῷ, ὡς ἅπαντα ἡμῖν ἕξει καλῶς καί τι κατορθώσομεν μέγα καὶ
τῶν ἡμετέρων πόνων καὶ ἐλπίδων ἄξιον. Ἐπεὶ δ’ ἐνταῦθα γενόμενοι, τῶν Λατίνων
εὐθὺς ἐπειράθημεν ἄλλως ἡμῖν προσενεχθέντων ἢ ὡς ἠλπίζομεν, εὐθὺς μὲν ἀπογνῶναι
τοῦ τέλους συνέπεσε, καί τις ἡμῶν εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον».
(Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de
Florence, σ. 304-308).
Συνεχίζει ὁ ἅγιος Μᾶρκος: Καὶ ἀφοῦ μὲ προέτρεψαν, ὁμίλησα πρῶτος καὶ ἐπεσήμανα τὴν αἰτίαν τῆς διαιρέσεως καὶ τὴν ὑπεροψίαν τῶν Λατίνων· αὐτοὶ ὅμως ἀπέκρουαν τὶς αἰτιάσεις, δικαιολογώντας τὰ λάθη τους, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν. Τοὺς ἀπέδειξα ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπὸ Οἰκουμ. Συνόδους ἡ προσθήκη ἔστω καὶ μιᾶς λέξεως στὸ Σύμβολο (ὅπως τοῦ filioque), ἀκόμα καὶ μιᾶς συλλαβῆς. Γιὰ ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ προσθέσουν κάτι, ἂν εἶναι ἱερωμένους, οἱ Πατέρες «ἐκφωνοῦσι φρικώδεις» κατάρες, καὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀνίεροι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ διαπράξουν αὐτὸ τὸ τόλμημα, καὶ «ἀλλότριοι (=ξένοι) τῆς χάριτος»· ὁ δὲ λαϊκὸς «ὑπόκειται ἀναθέματι»· τοῦτο δὲ εἶναι χωρισμός ἀπὸ τὸν Θεό.
Καὶ δὴ προτραπεὶς ἐγὼ τῆς ὑποθέσεως ἄρξασθαι, πρῶτα μὲν ἐν τοῖς προοιμίοις ἐσπούδασα τὴν αἰτίαν αὐτοῖς ἀνάψαι τῆς διαιρέσεως καὶ τὸ ἄφιλον ἐγκαλέσαι καὶ ὑπεροπτικόν, ἐκείνων ἀπολογουμένων τε καὶ ἀντεγκαλούντων ἡμῖν καὶ ἑαυτοὺς δικαιούντων, ὅπερ εἰώθασιν.
Ἔπειτα κατὰ τὰς ἐφεξῆς συνελεύσεις προχειρισάμενος τὰς πράξεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀνέγνων ἐξ αὐτῶν τοὺς ὅρους, ἐν οἷς ἀπαγορεύουσιν οἱ θεῖοι πατέρες ἐκεῖνοι τὴν ἐναλλαγὴν τοῦ συμβόλου μέχρι λέξεώς τε καὶ συλλαβῆς καὶ φρικώδεις ἀρὰς ἐκφωνοῦσι κατὰ τῶν ταύτην ποτὲ τολμησόντων, ὥστε τοὺς ἐπισκόπους μὲν καὶ τοὺς κληρικοὺς ἀνιέρους εἶναι τὸ ἀπὸ τοῦδε καὶ τῆς δεδομένης αὐτῆς χάριτος ἀλλοτρίους, τοὺς δὲ λαϊκοὺς ὑποκεῖσθαι τῷ ἀναθέματι, τοῦτό δέ ἐστιν ὁ ἀπὸ Θεοῦ χωρισμός.
Ὅταν καταλάβαμε ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἐνδιαφέροντο γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας, παύσαμε νὰ ἀντιπαραθέτουμε πρὸς τὶς πλάνες τους τὶς ὀρθόδοξες θέσεις, καὶ τοὺς παρακαλούσαμε νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία· ἀλλὰ σὰ νὰ μιλούσαμε σὲ ντουβάρια. Οἱ Λατῖνοι, δηλ, δυσανασχετοῦσαν μὲν ἐλεγχόμενοι, ἀλλὰ ἔμεναν ἀδιόρθωτοι καὶ μᾶς παρακινοῦσαν νὰ παρακάμψουμε τὸ θέμα τοῦ filioque καὶ νὰ συζητήσουμε τὰ ἄλλα δογματικὰ θέματα, νομίζοντες ὅτι, μὲ ἑπόμενες θεολογικές τους διαλέξεις, θὰ ἔκαναν νὰ ξεχαστεῖ τὸ θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque στὸ Σύμβολο. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ (Πατριάρχης, Ἐπίσκοποι, συνοδοί) ἐπέμεναν νὰ συζητηθεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ πρῶτον ἡ προσθήκη τοῦ filioque.
Ὡς δὲ ἑωρῶμεν τοὺς Λατίνους σαφῶς ἤδη παραγυμνώσαντας ἐν ταῖς πρὸς ἡμᾶς διαλέξεσιν, ὡς οὐ πρὸς ἀλήθειαν αὐτοῖς ὁ σκοπὸς οὐδὲ τὸ ταύτην εὑρεθῆναι διὰ σπουδῆς τίθενται, μόνον δέ γε τὸ δόξαι τι λέγειν καὶ τὰς ἀκοὰς τῶν οἰκείων προκατασχεῖν, τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ λέγειν παυσάμενοι, παρεκαλοῦμεν αὐτοὺς ἐπανελθεῖν πρὸς τὴν καλὴν συμφωνίαν ἐκείνην, ἣν εἴχομεν πρότερον. Ταῦτα λέγοντες, κενὴν ἐῴκημεν ψάλλειν, ἢ λίθον ἕψειν, ἢ κατὰ πετρῶν σπείρειν, ἢ καθ’ ὑγρῶν γράφειν, ἢ ὅσα ἄλλα ἐπὶ τοῖς ἀδυνάτοις αἱ παροιμίαι φασίν· ἐκεῖνοι μὲν τοῖς μὲν ἐλέγχοις στενοχωρούμενοι, διόρθωσιν δὲ οὐδαμῶς οὐδεμίαν παραδεχόμενοι διὰ τὸ ἀνιάτως ἔχει ὡς ἔοικε, παρεκάλουν ἡμᾶς ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν μεταβῆναι τοῦ δόγματος, ὡς ἱκανῶν ἤδη ῥηθέντων τῶν ἐπὶ τῇ προσθήκῃ λόγων, οἰόμενοι δι’ ἐκείνων τῶν λόγων ἐπισκιάσειν τὸ τοῦ συμβόλου τόλμημα, τῆς δόξης ὑγιοῦς δεικνυμένης. Ἀλλ’ οἱ ἡμέτεροι οὐν ἠνείχοντο καὶ ἀμεταθέτως εἶχον πρὸς τὴν τῆς δόξης ἐξέτασιν, εἰ μὴ διορθωθείη πρότερον ἡ προσθήκη.
Ὅταν μεταφέρθηκε ἡ Σύνοδος στὴν Φλωρεντία ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε τὰ θεολογικὰ θέματα καὶ οἱ Λατῖνοι παρουσίαζαν στὴ συζήτηση νοθευμένα καὶ ἀλλοιωμένα κείμενα καὶ πάνω σ’ αὐτὰ στήριζαν τὶς κακοδοξίες τους. Τότε καὶ πάλι ἐγώ ἐνεπλάκην στὴ συζήτηση, ἀποδεικνύοντας ὅτι παραθέτουν
νοθευμένα κείμενα ὡς Πατερικά, ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἦσαν ἀμετάπιστοι κι ἔτσι χάναμε
–συζητώντας μαζί τους– τὸν καιρό μας. Γι’ αὐτὸ καὶ σταμάτησα τὶς ὁμιλίες
βεβαιώνοντάς τους πὼς δὲν θὰ συμμετέχω στὴ Σύνοδο ἢ θὰ μετέχω σιωπῶν. Ἀλλὰ οἱ
Λατῖνοι ἐπίεζαν τοὺς δικούς μας να συνεχίσουν τὶς συζητήσεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ
πιέσεις, ἔκαναν τοὺς δικούς μας νὰ καμφθοῦν, νὰ χάσουν τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ
τὸ θάρρος ποὺ εἶχαν, ἐπηρεαζόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν τὴν ἕνωση,
καὶ γιατὶ ἐπίσης ἐφοβοῦντο τὶς περαιτέρω διαμάχες. Οἱ Λατῖνοι, λοιπόν, τὴν
σιωπήν μας ἐκλαμβάνοντες ὡς ὑποχώρηση καὶ ἀδυναμία, μᾶς προκαλοῦσαν πρὸς
συζήτηση καί, καθὼς ἐμεῖς ἀποφεύγαμε νὰ ἐμπλακοῦμε σὲ μιὰ νέα συζήτηση,
θριαμβολογοῦσαν ὡς νικηταί, ὡς ἔχοντες αὐτοὶ τὴν ἀλήθεια.
Ἔνθα (εἰς Φλωρεντίαν ἀπὸ τῆς Φερράρας) γενόμενοι, τῶν ἀπὸ τῆς δόξης
διαλέξεων ἀπηρξάμεθα, τῶν Λατίνων προσενεγκόντων ῥητά, τὰ μὲν ἐξ ἀποκρύφων
τινῶν καὶ ἀγνώστων βιβλίων, τὰ δὲ ἐκ νενοθευμένων καὶ διεφθαρμένων, ἐν οἷς
ἰσχυρίζοντο τὴν ἑαυτῶν δόξαν συνίστασθαι. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐγὼ συμπλεκόμενος
καὶ τὸ τῆς δόξης ἄτοπον διελέγχων καὶ νενοθευμένας εἶναι τὰ βίβλους προφανῶς
παριστῶν, οὐδὲν ἤνυον εἰς πειθώ, πλὴν ὅσον τὸν καιρὸν ἀναλίσκειν εἰκῇ καὶ
μάτην.
Ἐπὶ τούτοις κατέλυσα τὰς πρὸς αὐτοὺς ὁμιλίας, ἢ μηκέτι συνελεύσασθαι μετ’
αὐτῶν, ἢ γοῦν αὐτὸς σιωπήσειν βεβαιωσάμενος. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι προσεκαλοῦντο τοὺς
ἡμετέρους ἑκόντας ἄκοντας εἰς τὴν τῶν εἰρημένων ἀντίρρησιν. Ἐπεὶ δ’ ἐμοῦ
σεσιωπηκότος, οὐδεὶς ἔτι τῶν ἡμετέρων πρὸς αὐτοὺς ἐθάρρησεν ἀντιτάξασθαι, τοῦτο
μὲν τῶν ἀρχόντων οὕτω δέον εἶναι κρινόντων, τοῦτο δὲ καὶ ὀκνοῦντες ἅπαντες τὸν
ἀγῶνα καὶ μὴ εἰς ἔριδας καὶ ταραχὰς ἐκπέσωσι δεδιότες, ἐκεῖνοι τὴν ἡμετέραν
σιωπὴν ὥς ἕρμαιον λογισάμενοι, καθάπερ τινὰς φυγάδας προεκαλοῦντο πρὸς μάχην,
καὶ μηδαμῶς ὑπακουόντων ἡμῶν, ἐπεκρότουν ὡς νικηταὶ καὶ τὴν ἀλήθειαν μεθ’
ἑαυτῶν ἔχοντες.
Σ’ αὐτὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν οἱ δικοί μας (Ὀρθόδοξοι
σύνεδροι), νὰ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ νὰ μιλοῦν περὶ
Οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως. Κάποιος μάλιστα δικός μας ἐπεχείρησε νὰ μᾶς
πείσει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τοὺς Λατίνους καὶ νὰ τὰ βροῦμε, γιὰ νὰ
ἀποδείξουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι συμφωνοῦν μεταξύ τους, καὶ νὰ δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι
διαφωνοῦν οἱ Δυτικοὶ μὲ τοὺς Ἀνατολικούς. Καὶ ἄρχισε νὰ λέγει ὅτι κάποιος
ὀρθόδοξος διδάσκαλος θεολογεῖ ὅτι τὸ «διὰ» (τοῦ Υἱοῦ) ἔχει τὴν ἴδια σημασία μὲ
τὸ «ἐκ» (τοῦ Υἱοῦ -ὡς πρὸς τὸ filioque). Ἔτσι λίγο-λίγο ἡ λατινικὴ κακοδοξία
ἐπεκτεινόταν καὶ ἐπιβαλλόταν, καὶ πλέον ἔπαυσε ἡ συζήτηση νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν
ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, καὶ μετετράπει σὲ μιὰ (ἐμπορική) διαπραγμάτευση γιὰ τὴν
Ἕνωση· πρὸς τοῦτο καὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὴν κατάλληλη φόρμουλα, ἀναζητοῦσαν τὰ
ρητὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦσε ἡ κάθε πλευρὰ νὰ τὰ ἐξηγεῖ μὲ τὸ δικό της τρόπο,
ἀσχέτως ἂν ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Πίστη, ἀρκεῖ νὰ ἔφταναν στὴν Ἕνωση. Αὐτὴ
ἡ μέθοδος τοὺς φάνηκε πὼς ἐξυπηρετοῦσε θαυμάσια τὸ σκοπό τους, ἀφοῦ θὰ τὸ
ἀποδέχονταν εἴκολα καὶ ἀνεξέταστα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ.
Ἐντεῦθεν ἀρχὴν λαμβάνει τὰ τῆς οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως ρήματα, καί
τις τῶν ἡμετέρων ἐπεχείρησε λέγειν ὡς καλόν ἐστι τὴν εἰρήνην ἀσπάσασθαι, καὶ
τοὺς Ἁγίους συμφώνους ἀποδεῖξαι πρὸς ἑαυτούς, ἵνα μὴ δοκῶσιν οἱ δυτικοὶ τοῖς
Ἀνατολικοῖς ἀντιφθέγγεσθαι· ἤδη δὲ καὶ περὶ τῆς διά, φιλοσοφεῖν τις
ἤρξατο([99]), παρὰ τοῖς ἡμετέροις διδασκάλοις εὑρισκομένης, ὡς ταὐτὸν τῇ ἐκ
δυναμένης καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τῷ Υἱῷ διδούσης. Οὕτω κατὰ μικρὸν ὁ
λατινισμὸς ἐξερράγη, καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἑνώσεως ἤρξαντο πραγματεύεσθαι,
καί τινα ρητὰ περιεργάζεσθαι, δι᾿ ὧν ἑνωθήσονται, μέσην ἐπέχοντα χώραν καὶ
δυνάμενα κατ᾿ ἀμφοτέρας τὰς χώρας λαμβάνεσθαι, καθάπερ τις κόθορνος. Τοῦτο γὰρ
αὐτοῖς πρὸς τὴν ἐπίνοιαν ἔδοξε σφόδρα συμβάλλεσθαι, τῶν τε ἡμετέρων δι᾿ αὐτῶν
ρᾷον προσαγομένων, καὶ τῶν ἐναντίων ἐλπιζομένων ἀνεξετάστως αὐτὰ παραδέξασθαι.
Καὶ συνέθεσαν Ἔγγραφο, ποὺ περιεῖχε τὶς παραπάνω περίπου συμβιβαστικὲς
θέσεις, στὸ ὁποῖο ὅμως παρετίθεντο ξεκάθαρα οἱ θέσεις τους, στοχεύοντας μὲ βάση
αὐτὸ νὰ γίνει ἡ Ἕνωση· ὅμως τοῦτο δὲν ἐδέχτηκαν νὰ τὸ υἱοθετήσουν ἀνεξετάστως
οἱ ὑπόλοιποι, ἀλλὰ τοὺς καλοῦσαν νὰ ἀναλύσουν καὶ ἐξηγήσουν τὶς διαφορὲς ποὺ
περιείχοντο στὸ Ἔγγραφο. Ἐκεῖνοι ἔστειλαν ἕνα ἔγγραφο, διὰ τοῦ ὁποίου
ἀποδέχονταν τὸ filioque.
Καὶ δή τι συντεσθέντες γραμμάτιον, τοιαῦτά τινα περιέχον, τὴν ἐκείνων δὲ
δόξαν ὅμως καθαρῶς ἐκτιθέμενον, ἐξαπέστειλον αὐτοῖς, ὡς διὰ τούτων τὴν ἕνωσιν
ποιησόμενοι· τοῖς δὲ οὐκ ἀνεκτὸν ἐδόκει τὸ γραμμάτιον δέξασθαι χωρὶς ἐξετάσεως,
ἀλλ᾿ ἢ πρὸς ἀπολογίαν αὐτοὺς προὐκαλοῦντο καὶ λύσεις τῶν ἀμφισβητουμένων φωνῶν
ἐν τῷ γράμματι, ἢ τὸ οἰκεῖον δέξασθαι παρηγγύων, ὅπερ αὐτοὶ φθάσαντες
ἐξαπέστειλον· ἦν δὲ ἐκεῖνο συμφώνησις παντελὴς περὶ τὸ δόγμα τῶν Λατίνων τε καὶ
Γραικῶν, καὶ ὁμολογία τοῦ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι.
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο χρονοτρίβησαν πολύ, καὶ οἱ δικοί μας ἀγανακτοῦσαν γιὰ
τὴν παράταση τῶν συζητήσεων καὶ τὴν πεῖνα, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι γιὰ νὰ τοὺς
ἐξαναγκάσουν νὰ ὑπογράψουν, δὲν τοὺς ἔδιναν τρόφιμα... Τελικά, αὐτοὶ οἱ
δυσσεβεῖς καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολούθησαν ἀφοῦ πείστηκαν στὶς ὑποσχέσεις τους,
ξεκάθαρα ὁμολόγησαν ὅτι δέχονται πὼς ὁ Υἱὸς εἶναι αἴτιος τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τὸ ἀποδέχτηκε καὶ ὁ Πατριάρχης, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς
προηγουμένως ἐπείσθη καὶ ὑποχώρησε ὁ ταλαίπωρος...
Τρίβεται δὲ πολὺς ἐπὶ τούτοις χρόνος, καὶ οἱ ἡμέτεροι τὴν ἀναβολὴν
ἐδυσχέραινον καὶ πρὸς τὸν λιμὸν ἠγανάκτουν· καὶ γὰρ δὴ καὶ τοῦτο αὐτοῖς
ἐπενοήθη, μηδενὶ διδόναι τῶν συγκειμένων ἀναλωμάτων, ἵν’ ἀναγκασθέντες ἐκ
τούτου κατὰ μικρὸν ὑποκύψωσιν... Ἀλλ᾿ οἱ τολμηροὶ τὴν δυσσέβειαν, καὶ ὅσοι
τούτοις παρηκολούθησαν, ἐπαγγελίαις λαμπραῖς ὑπαχθέντες καὶ δόμασι, γυμνῇ τῇ
κεφαλῇ τὸν Υἱὸν ἀπεφήναντο τοῦ Πνεύματος αἴτιον, ὃ μηδ᾿ ἐν τοῖς τῶν Λατίνων
ρητοῖς εὕρηταί που φανερῶς κείμενον. Τούτοις δὲ καὶ ὁ Πατριάρχης ἐπεψηφίσατο,
προδιεφθαρμένος ἤδη καὶ αὐτὸς ὁ τάλας...
Ἐγὼ δέ, ἐπειδὴ εἶχα διατυπώσει τὴν γνώμη μου μὲ γραπτὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο
ταυτόχρονα ἀποτελοῦσε καὶ ὁμολογία Πίστεως, ὅταν εἶδα ὅτι οἱ δικοί μας εἶχαν
συμβιβασθεῖ καὶ ἀποφασίσει τὴν Ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους, καὶ ἔτσι, αὐτοὶ ποὺ λίγο
πρὶν ἦσαν σύμμαχοί μου στὴν ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τώρα –μὴ
ὑπολογίζοντες τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων– ἔγιναν σύμμαχοι τῶν Λατίνων,
ἔκρυψα τὴν γραπτὴ αὐτὴ Ὁμολογία (ποὺ εἶχα ἑτοιμάσει) γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐρεθίσω
περισσότερο, καὶ κατέθεσα ἐκφώνως τὴν γνώμη μου, ὅτι δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ
νὰ συμφωνήσουμε Δυτικοὶ καὶ Ἀνατολικοί, παρὰ μόνο βασιζόμενοι στὴν ἐξήγηση ποὺ
ἔδωσε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής... Καὶ αὐτοὶ μὲν ἔκαναν τὸ δικό τους καὶ
συμβιβάστηκαν ὡς πρὸς τὸ filioque, προχώρησαν δὲ καὶ στὰ ὑπόλοιπα πρὸς
ὑλοποίηση τῆς Ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους.
Ἔκτοτε, ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀνατολικούς (ἀποτειχίστηκα),
παραμένω ἐν ἑαυτῷ, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ συνεχίσω νὰ εἶμαι ἑνωμένος μὲ τοὺς
Ἁγίους μου Πατέρες καὶ διδασκάλους (ἀφοῦ, ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς
αἱρετικούς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους). Καὶ φανερώνω σὲ ὅλους
τὴν ἀπόφασή μου αὐτὴ (τῆς ἀποτείχισης) μὲ τούτη τὴν Ἔκθεση, γιὰ νὰ μπορεῖ
–ὅποιος θέλει– νὰ ἐξετάζει, γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀποδέχτηκα τὴν Ἕνωση ποὺ ἔγινε.
Δὲν τὴν ἀποδέχτηκα, ἐπειδὴ ἡ Ἕνωση στηρίχτηκε, ὄχι στὰ ὑγιῆ Ὀρθόδοξα δόγματα,
ἀλλὰ στὰ κακόδοξα καὶ διεστραμμένα.
Ἐγὼ δὲ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην ἅμα καὶ ὁμολογίαν τῆς πίστεως συγγεγραμμένην
ἔχων (οὕτω γάρ που διείρητο πρότερον, ἐγγράφως ἐπιδοῦναι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην
ἕκαστον), ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐκθύμως ἤδη πρὸς τὴν ἕνωσιν ὡρμημένους, καὶ τοὺς ἐμοὶ
συνεστῶτας πρότερον, ἄρτι συμπεπτωκότας ἐκείνοις, ἐγγράφων δὲ οὐδὲ μεμνημένους,
ἐπέσχον καὶ αὐτὸς τὴν γραφήν, ἵνα μὴ πρὸς ὀργὴν αὐτοὺς ἐρεθίσας εἰς προὖπτον
ἤδη τὸν κίνδυνον ἐμαυτὸν ἐμβάλω· διὰ στόματος μέν τοι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην ἐδήλωσα,
μὴ ἂν ἄλλως δύνασθαι τὰ ρητὰ τῶν δυτικῶν καὶ ἀνατολικῶν συμφωνῆσαι Πατέρων,
εἰμὴ κατὰ τὴν ἐξήγησιν τῆς ἐπιστολῆς τοῦ σεπτοῦ Μαξίμου, τὸν Υἱὸν μὴ φαίημεν
αἴτιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, προσεπισημηνάμενος ἅμα καὶ περὶ τῆς προσθήκης ὡς
οὐδὲ ταύτην συγχωρῶ τοῖς Λατίνοις, ἅτε μὴ καλῶς οὐδ᾿ εὐλόγως κατὰ τοὺς
εἰρημένους λόγους γεγενημένην. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τὸ ἑαυτῶν ἔπραξαν, καὶ πρὸς τὴν
συνθήκην ὅρου καὶ τὰ λοιπὰ τῆς ἑνώσεως ἔβλεψαν· ἐγὼ δὲ χωρισθεὶς αὐτῶν ἔκτοτε
καὶ ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ
συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην διὰ τῆσδε μου τῆς γραφῆς, ὡς
ἂν ἐξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένῳ, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, ἢ διεστραμμένοις
τισὶ τὴν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην».
Posted on Oct. 10th, 2017
Posted by ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟΝ ΑΓΙΩΝ ΚΗΡΥΚΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΗΣ ΚΑΤΩ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ at 07:27 Email ThisBlogThis!Share to TwitterShare to FacebookShare to
Pinterest
Συνεχίζει ὁ ἅγιος Μᾶρκος: Καὶ ἀφοῦ μὲ προέτρεψαν, ὁμίλησα πρῶτος καὶ ἐπεσήμανα τὴν αἰτίαν τῆς διαιρέσεως καὶ τὴν ὑπεροψίαν τῶν Λατίνων· αὐτοὶ ὅμως ἀπέκρουαν τὶς αἰτιάσεις, δικαιολογώντας τὰ λάθη τους, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν. Τοὺς ἀπέδειξα ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπὸ Οἰκουμ. Συνόδους ἡ προσθήκη ἔστω καὶ μιᾶς λέξεως στὸ Σύμβολο (ὅπως τοῦ filioque), ἀκόμα καὶ μιᾶς συλλαβῆς. Γιὰ ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ προσθέσουν κάτι, ἂν εἶναι ἱερωμένους, οἱ Πατέρες «ἐκφωνοῦσι φρικώδεις» κατάρες, καὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀνίεροι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ διαπράξουν αὐτὸ τὸ τόλμημα, καὶ «ἀλλότριοι (=ξένοι) τῆς χάριτος»· ὁ δὲ λαϊκὸς «ὑπόκειται ἀναθέματι»· τοῦτο δὲ εἶναι χωρισμός ἀπὸ τὸν Θεό.
ΑπάντησηΔιαγραφή