ΙΕΡΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ

ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ,ΠΟΝΤΩ ΚΑΙ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΜΕΓΑΛΗΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ)   

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ, ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΧΑΡΝΩΝ (ΓΟΧ) ΚΗΡΥΚΟΣ, ΤΟΠΟΤΗΡΗΣΙΑ ΑΘΗΝΩΝ & ΑΤΤΙΚΟΒΟΙΩΤΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΙΑ  ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΕΔΡΑ: ΣΤΑΥΡΟΠΗΓΙΑΚΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ, ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΚΑΙ ΣΤΕΓΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ & ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΕΡΟΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΙΟΥ. ΣΤΑΥΡΟΥ 4ον ΧΙΛ.ΙΟΜ. ΛΕΩΦ. ΚΟΡΩΠΙΟΥ – ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ  Τ.Θ. 54, 194 00 ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΚΟΡΩΠΙΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ. ΤΗΛ. 210 6020176, 6977290326


Α.Π.  779                                     ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016   

Φ. ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟΝ

ΘΕΜΑ: ΙΕΡΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ

Οἱ Πολιτικοί ειναι "Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στό "Έμποροι των Εθνών").

Ο Φωτης Κόντογλου ἔγραψε γιά τούς ἀθέους: " ....η απιστία είναι «η πλατεία πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν».

 «Όπως εκείνος που κρατά αρώματα προδίδεται και χωρίς να το θέλει απ’ την ευωδία, έτσι κι όποιος έχει μέσα του το Πνεύμα του Κυρίου, αναγνωρίζεται απ’ τα λόγια του και την ταπεινοφροσύνη του» (Άγιος Ιωάνης της Κλίμακος
«Ο Διογένης ζητούσε ελεημοσύνη από ένα άγαλμα. Όταν τον ρώτησαν γιατί κάνει κάτι τέτοιο απάντησε: - Εξασκούμαι στο να μην απογοητεύομαι από την αναισθησία των ανθρώπων.”

"Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στό "Έμποροι των Εθνών" γιά τούς Πολιτικούς).

"Η αόρατη ισχύς του χρήματος εργάζεται για να ελέγξει και να σκλαβώσει την ανθρωπότητα. Χρηματοδότησε τον Κομμουνισμό, τον Φασισμό, τον Μαρξισμό, τον Σιωνισμό και τον Σοσιαλισμό. Όλα αυτά καθοδηγούνται ώστε να επιβάλουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να γίνουν μέλος μιας Παγκόσμιας Κυβέρνησης ..." (Περιοδικό Αμέρικαν Μέρκιουρι, Δεκέμβριος 1957, σελ. 92)

 « Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μας δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πα­τέρες και αυτοί που φροντίζουν δια τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον των νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κα­κοποιήσουν, αλλά δια να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν.»  (Μέγας Βασίλειος)
 «Διότι αὐτό εἶναι κυρίως προσευχή, ὅταν ἀνεβαίνουν οἱ κραυγές πρός τόν Θεόν ἀπό τό ἐσωτερικό τῆς ψυχῆς. Καί αὐτό εἶναι γνώρισμα τῆς βασανισμένης ψυχῆς, τό νά ἐκδηλώνη τήν προσευχή της μέ τήν προθυμία τοῦ νοῦ καί ὄχι μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς. Ἔτσι καί ὁ Μωϋσῆς προσηύχετο. Γι αὐτό καί, ἐνῶ δέν ἔλεγε τίποτε μέ τά χείλη του, ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «Τί φωνάζεις πρός ἐμένα;». Διότι οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦν μόνο τήν φωνή αὐτή πού βγαίνει ἀπό τό στόμα, ὁ Θεός ὅμως πρίν ἀπ’ αὐτήν ἀκούει τούς ἀνθρώπους πού κράζουν ἐσωτερικά. Συνεπῶς εἶναι δυνατόν καί χωρίς νά φωνάζουμε, νά εἰσακουώμεθα ἀπό τόν Θεόν, καί εἶναι ἐπίσης δυνατόν νά προσευχώμεθα κατά νοῦν μέ πολλή προσοχή ἀκόμη καί ὅταν βαδίζουμε στήν ἀγορά. Ἀλλά καί ὅταν βρισκώμαστε μαζί μέ τούς φίλους μας καί ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε, μποροῦμε μέ πολύ δυνατή φωνή νά καλοῦμε τόν Θεόν, μέ τήν ἐσωτερική φωνή ἐννοῶ, καί νά μή τήν φανερώνουμε σέ κανένα ἀπό τούς παρόντες.». (Ἀπό τήν περί προσευχῆς διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Ἰωάνντου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί Ἄννης Λόγος Β΄, Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων, τ. 31, 714Ε-715Α).
Μιὰ μέρα, ἕνας σοφός Ἰνδιάνος ἔκανε τήν παρακάτω ἐρώτηση στούς μαθητές του:
-”Γιατί οἱ ἄνθρωποι οὐρλιάζουν, ὅταν ἐξοργίζονται;”
-”Γιατί χάνουν τήν ἠρεμία τους” ἀπάντησε ὁ ἕνας.
-”Μά γιατί πρέπει νά ξεφωνίζουν, παρ᾽ ὅτι ὁ ἄλλος βρίσκεται δίπλα τους;” ξαναρωτᾶ ὁ σοφός.
-”Ξεφωνίζουμε, ὅταν θέλουμε νά μᾶς ἀκούσει ὁ ἄλλος”, εἶπε ἕνας ἄλλος μαθητής.
Καί ὁ δάσκαλος ἐπανῆλθε στήν ἐρώτηση:
-”Μά τότε δὲν εἶναι δυνατόν νά τοῦ μιλήσει μέ χαμηλή φωνή;
Διάφορες ἀπαντήσεις δόθηκαν ἀλλά.. καμμιά δέν ἱκανοποίησε τόν δάσκαλο..
-”Ξέρετε γιατί οὐρλιάζουμε κυριολεκτικά, ὅταν εἴμαστε θυμωμένοι; Γιατί ὅταν θυμώνουν δυό ἄνθρωποι, οἱ καρδιές τους ἀπομακρύνονται πολύ.. καί γιά νά μπορέσει ὁ ἕνας νά ἀκούσει τόν ἄλλο, θά πρέπει νά φωνάξει δυνατά, γιά νά καλύψει τήν ἀπόσταση.. Ὅσο πιό ὀργισμένοι εἶναι, τόσο πιό δυνατά θά πρέπει νά φωνάξουν γιά ν’ ἀκουστοῦν. Ἐνῶ ἀντίθετα τί συμβαίνει, ὅταν εἶναι ἐρωτευμένοι; Δέν ἔχουν ἀνάγκη νά ξεφωνήσουν, κάθε ἄλλο, μιλοῦν σιγανά καί τρυφερά.. Γιατί; Ἐπειδή οἱ καρδιές τους εἶναι πολύ πολύ κοντά. Ἡ ἀπόσταση μεταξύ τους εἶναι ἐλάχιστη.
Μερικές φορές εἶναι τόσο κοντά πού δέν χρειάζεται οὔτε κἄν νά μιλήσουν, παρά μονάχα ψιθυρίζουν. Καί ὅταν ἡ ἀγάπη τους εἶναι πολύ δυνατή, δέν εἶναι ἀναγκαῖο οὔτε κἄν να μιλήσουν, τούς ἀρκεῖ νά κοιταχθοῦν. Ἔτσι συμβαίνει ὅταν δύο ἄνθρωποι πού ἀγαπιοῦνται πλησιάζουν ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.
Στό τέλος ὁ Σοφός εἶπε συμπερασματικά:
“ Ὅταν συζητᾶτε μήν ἀφήνετε τίς καρδιές σας νά ἀπομακρυνθοῦν, μήν λέτε λόγια ποὺ σᾶς ἀπομακρύνουν, γιατί θά φτάσει μιὰ μέρα πού ἡ ἀπόσταση θά γίνει τόσο μεγάλη πού δέν θά βρίσκουν πιά τά λόγια σας τόν δρόμο τοῦ γυρισμοῦ”.
    * Σχόλιον: Αὑτὴ ἡ σοφὴ παρατήρηση ἔχει καὶ μιὰ παράλληλη ἀνάγνωση, πέραν τῆς διαταραχῆς τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Ἐκείνη ποὺ ἀφορᾶ στὸν τρόπο ἀναγνώσεως τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο μελάνι ἔχει χυθεῖ.
Μιὰ ἁπλῆ ἀρχικὴ ἀπάντηση γιὰ τὸ θέμα δίνεται «αὐτομάτη», ἂν προσδιορισθοῦν οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς ποὺ ἐπέφερε στὸ κλῖμα καὶ τὶς ἀντιλήψεις ἡ εἰσαγωγὴ τῶν μεγαφώνων στὴν Λατρεία. Ἂν ἀφαιρεθοῦν τὰ μόλις πρὸ πεντηκονταετίας εἰσαχθἐντα στὴν δισχιλιόχρονη Λατρεία μεγάφωνα, τότε ὁλοκάθαρα γίνονται φανερὲς καἰ ἀντιληπτὲς οἱ θεμελιώδεις, πρωτογενεῖς καὶ πραγματικὲς διαστάσεις καὶ “προδιαγραφὲς” τῆς λειτουργικῆς «ἀναγνώσεως», τότε ἀποδεικνύεται πόσο μπορεῖ νὰ ἀκουστοῦν καὶ κατὰ προέκτασιν νὰ «κατανοηθοῦν» τὰ λόγια ποὺ διαβάζει [καὶ ὄχι ποὺ ἐκφωνεῖ στεντόρεια καὶ θεατρικὰ] ὁ ἱερεὺς μέσα σὲ μιὰ ἐκκλησία).
Ἐν τούτοις μιὰ πολὺ καλὴ ἰδέα πάνω στὸν σχετικὸ προβληματισμὸ θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ δώσει τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν καὶ ἡ ἀνωτέρω διήγηση, συσχετιζομένη βεβαίως μὲ τὸ κατωτέρω νηπτικὸ ἀπόσπασμα: «Ὅμως ὁ ἄξιος ἱερεὺς συντυχαίνει μὲ αὐτὸν τὸν Χριστὸν στόμα μὲ στόμα, ὡσὰν νὰ συντυχαίνῃ ἕνας ἄδολος καὶ πολλὰ ἠγαπημένος φίλος μὲ κανένα του φίλον. Καὶ καθὼς ὅταν ἔχῃ θάρρος καὶ ἄκραν φιλίαν μὲ κάποιον μέγαν ἄνθρωπον πηγαίνει κοντά του καὶ τοῦ συντυχαίνει τὸν λόγον μυστικά, τοιουτοτρόπως καὶ ὁ ἱερεὺς ἔχοντας θάρρος εἰς τὸν Χριστὸν διὰ τὴν χάριν καὶ τὴν ἀξίαν τῆς ἱερωσύνης, σιμώνει εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ συντυχαίνει ὅλα του τὰ μυστικὰ μὲ μυστικὴν  ὁμιλίαν, ἤγουν μὲ πολλὰ προσεκτικήν, ἥσυχον καὶ μετρίαν τὴν φωνήν. Διότι τοιουτοτρόπως λέγει ὁ ἱερεὺς τὰς εὐχάς, τὸ ὁποῖον φανερώνει δύο πράγματα: ἕνα μὲν τὴν ἄκραν μεγαλειότητα ἐκείνου τοῦ προσώπου πρὸς τὸ ὁποῖον συντυχαίνει, ἄλλο δὲ τὴν καθαρὰν ἀγάπην καὶ τὸ πολὺ θάρρος καὶ τὴν παρρησίαν τὴν ὁποίαν ἔχει πρὸς αὐτὸν ὁ συντυχαίνων καὶ ὁ λαλῶν μετ᾽ αὐτοῦ». (Ἀνωνύμου τινος, «Περὶ Ἱερωσύνης καὶ Προσευχῆς», ἐκ χειρογράφου τῆς Ἱ. Μ. Κωνσταμονίτου Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1978.)
Στὴν πραγματικότητα ἡ ξεχαρβαλωμένη ἐποχή μας ἔκανε τά εὔκολα δύσκολα, τὰ φυσικὰ ἀφύσικα καὶ τὰ εὐνόητα δυσνόητα ἢ …ἀκατανόητα! Μεγάλωσε τὴν ἀπόσταση τῶν καρδιῶν ἀπὸ τὸν Θεό, γι᾽ αὐτὸ καὶ μὲ «ἀ-φύσικες» ἐπινοήσεις καὶ λογικοφανῆ τεχνάσματα ἐπιδιώκεται νὰ γεφυρωθεῖ τὸ χάσμα.
π. Ἀθ. Σ. Λ.

«Οἱ μὲν λογισμοὶ τῆς ψυχῆς ἐοίκασι λίθοις τιμίοις καὶ μαργαρίταις, οἱ δὲ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ μεμεστωμένοι εἰσὶν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ δυσωδίας». (Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι πνευματικαί)
«Ἡ γὰρ ὁδὸς τοῦ Χριστιανισμοῦ οὕτως ἐστὶν ὅπου γὰρ ἐστὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, ἐκεῖ ἐπακολουθεῖ, οἶον σκιά, ὁ διωγμὸς καὶ ἡ πάλη». (Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, Ὁμιλίαι πνευματικαί)
« Ἀδελφὲ μὴ δύναται νῆσος κειμένη μέσον θαλάσσης ἀποκόπτειν τὰ κύματα τοῦ μὴ προσκρούειν αὐτή; πλὴν ὅτι ἡ νῆσος ἀντιδέρει τοῖς κύμασιν. Οὕτω καὶ ἡμεῖς ἀποκόψαι τοὺς λογισμοὺς οὐ δυνάμεθα, μάλιστα ἐμπαθεῖς ὄντες, ἀντιδέρειν δὲ αὐτοῖς καὶ ἀπέργειν τὴν εἰς ἡμᾶς εἴσοδον ἰσχύομεν. Εἰ δὲ ἀφίομεν αὐτοὺς ἔνδον εἰσιέναι, ἐκεῖνοι λοιπὸν νομὴν εὑρίσκοντες, καταβραχὺ καταλύουσιν τὴν ψυχήν» . (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Εὐεργετινὸς Δ´)
« Ὁ γὰρ ἀκριβευόμενος ἐν τοῖς λογισμοῖς, ἐπιγινώσκει τοὺς θέλοντας εἰσελθεῖν καὶ μιάναι αὐτόν». (Ἀββᾶ Ἡσαΐου, Λόγοι ΚΑ´)
«Τοῖς μὲν κοσμικοῖς οἱ δαίμονες διὰ τῶν πραγμάτων μᾶλλον παλαίουσι, τοῖς δὲ μοναχοῖς ὡς ἐπὶ πλεῖστον διὰ τῶν λογισμῶν. Πραγμάτων γὰρ διὰ τὴν ἐρημίαν ἐστέρηνται. Καὶ ὅσον εὐκολώτερον τὸ κατὰ διάνοιαν ἁμαρτάνειν τοῦ κατ᾿ ἐνέργειαν, τοσοῦτον χαλεπώτερος καὶ ὁ κατὰ διάνοιαν πόλεμος τοῦ διὰ τῶν πραγμάτων συνιστάμενου. Εὐκίνητον γὰρ τὶ πρᾶγμα ὁ νοῦς καὶ πρὸς τὰς ἀνόμους φαντασίας δυσκάθεκτον» . (Εὐαγρίου Πρακτικός)
«Δεῖ οὖν τὸν ἀναχωροῦντα φυλάττειν νύκτωρ καὶ μεθ᾿ ἡμέραν τοῦτο τὸ ποίμνιον (τῶν λογισμῶν). Μήτι τῶν γεννημάτων γένηται θηριάλωτον ἢ λῃσταῖς περιπέση. Εἰ δὲ ἄρα τὶ τοιοῦτον συμβαίνῃ κατὰ τὴν νάπην, εὐθὺς ἐξαρπάζειν ἐκ τοῦ στόματος τοῦ λέοντος καὶ τῆς ἄρκτου» . (Εὐαγρίου, Περὶ διακρίσεως παθῶν καὶ λογισμῶν)
« Ὅμοιός εἰμι ἀνθρώπῳ καθημένῳ ὑποκάτω δένδρου μεγάλου καὶ θεωροῦντι θηρία πολλὰ καὶ ἑρπετὰ ἐρχόμενα πρὸς αὐτόν, καὶ ὅταν μὴ δυνηθῇ στῆναι κατ᾿ αὐτῶν τρέχει ἄνω εἰς τὸ δένδρον καὶ σῴζεται. Οὕτω κἀγὼ καθέζομαι ἐν τῷ κελίω μου καὶ θεωρῶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ἐπάνω μου καὶ ὅτε μὴ ἰσχύσω πρὸς αὐτούς, καταφεύγω πρὸς τὸν Θεὸν διὰ προσευχῆς καὶ σῴζωμαι ἐκ τοῦ ἐχθροῦ» . (Ἰωάννου Κολοβοῦ, ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ)
« Ὥσπερ κάμπτρα (=κοφίνι) μεστὴ ἱματίων, καὶ ἐὰν ἀφῇ αὐτὰ τίς, τῷ χρόνῳ σήπονται. Οὕτω καὶ οἱ λογισμοί. Ἐὰν μὴ ποιήσωμεν αὐτοὺς σωματικῶς τῷ χρόνῳ ἀφανίζονται, ἤτοι σήπονται...»  (Ἀββᾶ Ποιμένος, ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ)
« Ὥσπερ ἐὰν τὶς ὄφιν καὶ σκορπίον βάλῃ εἰς ἀγγεῖον καὶ φράξῃ, πάντως τῷ χρόνῳ ἀποθνήσκουσιν. Οὕτω καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ἀπὸ τῶν δαιμόνων βλαστάνοντες διὰ τῆς ὑπομονῆς ἐκλείπουσιν» . (Ἀββᾶ Ποιμένος, ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ)
« Ἠρώτησάν ποτε τὸν Ἀββᾶν Σιλουανὸν λέγοντες: Ποίαν πολιτείαν εἰργάσω πάτερ, ἵνα λάβῃς τὴν φρόνησιν ταύτην; καὶ ἀπεκρίθη: οὐδέποτε ἀφῆκα εἰς τὴν καρδίαν μου λογισμὸν παροργίζοντα τὸν Θεόν» . (Γεροντικόν)
« Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶ Ποιμένα διὰ τὰς τῶν λογισμῶν ἐπηρείας καὶ λέγει αὐτῷ ὁ γέρων: τοῦτο τὸ πρᾶγμα ἔοικεν ἀνδρὶ ἔχοντι πῦρ ἐξ εὐωνύμων καὶ κρατῆρα ὕδατος ἐκ δεξιῶν. Ἐὰν οὖν ἁφθῇ τὸ πῦρ, λάβῃ ἐκ τοῦ κρατῆρος τὸ ὕδωρ καὶ σβέση αὐτό. Τὸ πῦρ ἐστιν ὁ σπόρος τοῦ ἐχθροῦ, τὸ δὲ ὕδωρ, τὸ ῥίψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» . (Γεροντικόν)
« Ἐστὶν ὅτε οἱ δαίμονες ὑποβαλοῦσί σοι λογισμοὺς καὶ πάλιν ἐρεθίζουσί σε δῆθεν προσεύξασθαι κατ᾿ αὐτῶν, ἢ ἀντιλέξαι αὐτοῖς καὶ ἑκουσίως ὑποχωροῦσιν ἵνα ἀπατηθείς, οἰηθῇς περὶ σεαυτοῦ ὅτι ἤρξω νικᾶν τοὺς λογισμοὺς καὶ νικᾶν τοὺς δαίμονας» . (Νείλου Ἀσκητοῦ, Λόγος περὶ προσευχῆς)
« Ὥσπερ οὖν ἄτερ πλοίου μεγάλου θαλάττιον πέλαγος πειράσαι οὐ δυνατόν, οὕτως ἀδύνατον ἐκδιώξαι προσβολὴν λογισμοῦ πονηροῦ, χωρὶς ἐπικλήσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ...»  (Ἡσυχίου πρεσβυτέρου, πρὸς Θεόδουλον Φιλοκαλία 4)
«Πολλάκις ἐξ ἡδίστης ὄψεως ἢ χεῖρας ἀφῇς, ἢ εὐώδους ὀσφρήσεως ἢ ἀκοῆς ἠδυφωνίας οἱ λογισμοὶ ἐν τῇ καρδίᾳ τὴν εἴσοδον λαμβάνουσιν» . (Ἰωάννου τῆς Κλίμακας, Λόγος ΙΕ Περὶ ἁγνείας)
« Σπουδάσατε γεωργεῖν καλοὺς λογισμούς, ἵνα αὐτοὺς εὕρητε ἐκεῖ» . (Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλία ΙΒ)
« Δεῖ οὖν, ὅτε ἔρχονται στενοῦντες σε ἐναντίον λογισμοὶ κράζειν πρὸς τὸν Θεὸν Κύριε ὡς θέλεις καὶ ὡς οἶδας, οἰκονόμει σὺ τὸ πρᾶγμα. Πολλὰ γὰρ ὃ νομίζομεν ἢ παρ᾿ ἐλπίδα ποιεῖ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄλλως ἐλπιζόμενα πράγματα ἐκ πείρας εὑρέθησαν ἑτέρως. Καὶ ἁπλῶς μὴ ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς θέλειν ὡς εἶπον, ἠνομίζειν περιγενέσθαι λογισμῶν δαιμονικών. Ὁ Ἀββᾶς Ποιμὴν εἰδὼς ταῦτα, τό, μὴ μεριμνῆσαι περὶ τὴν αὔριον, φησίν, ἀνθρώπῳ εἴρηται ἐν πειρασμῷ ὄντι. Πιστεύων οὖν ἀληθῆ ταῦτα εἶναι τέκνον, ἄφες πάντα λογισμὸν ἴδιον κἂν συνετὸς ἣ, καὶ κράτει τὴν εἰς Θεὸν ἐλπίδα τὸν ἐκ περισσοῦ ποιοῦντα ὢν αἰτούμεθα, ἢ νοοῦμεν» . (Ἀββᾶ Δωροθέου, πρὸς ἀδελφὸν στενοχωρούμενον)
«Πρὸς τοὺς λογισμοὺς τοὺς λυπηρούς, ἀμνησικάκως ἅπαντα. Πρὸς δὲ τοὺς φιληδόνους ἐχθωδὼς διάκεισο» . (Θαλασσίου Ἀφρικανοῦ, Φιλοκαλία)
Τρία ὑπάρχουσι πράγματα δι᾿ ὧν λαμβάνεις λογισμούς: ἡ αἴσθησι καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ κρᾶσις τοῦ σώματος. Χαλεπότεροι δὲ οἱ ἀπὸ τῆς μνήμης εἰσίν. (Θαλασσίου Ἀφρικανοῦ)
Ὥσπερ ὁ κηπουρὸς μὴ ἐπαίρων τὰς βοτάνας, ἀποπήγει τὰ λάχανα οὕτω καὶ ὁ νοῦς μὴ καθαίρων τοὺς λογισμούς, ἀπόλλυσι τοὺς πόνους. (Θαλασσίου Ἀφρικανοῦ)
Ῥεῦμα ποτάμιόν ἐστι ἡ ἕφοδος τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἐν οἷς ἡ προσβολή, καὶ μεθ᾿ ἧς ἡ συγκατάθεσις τῆς ἁμαρτίας ὡς πλημμύρα κυματουμένη γίνεται τὴν καρδίαν καλύπτουσα. (Γρηγορίου Σιναΐτου)
Οἱ λογισμοὶ λόγοι τῶν δαιμόνων εἰσὶ καὶ τῶν παθῶν πρόδρομος, ὥσπερ καὶ τῶν πραγμάτων οἱ λόγοι καὶ τὰ νοήματα. Ἀδύνατον γὰρ ἀγαθὸν ἢ κακὸν ἐνεργῆσαι μὴ προσβαλὸν πρότερον τὸν ἑαυτοῦ λογισμόν, εἴπερ λογισμός ἐστι, προσβολῆς ἀνείδεος κίνησις πραγμάτων ὁποιωνοῦν. (Γρηγορίου Σιναΐτου)
Τοῦ πάθους τῆς πορνείας ἔξωθεν τῆς φυσικῆς κινήσεως γινομένου γίνωσκε ὅτι ἀπὸ λογισμῶν ὑπερηφανίας ἐπειράθης. Καὶ μίξον τῇ τροφῇ σου σποδόν, καὶ προσκόλλησον τῇ γῇ τὴν σὴν γαστέρα, καὶ ἐξερεύνησόν τι ἐνενόησας καὶ μάθε τὴν ἀλλοίωσιν τῆς φύσεως σου καὶ τὰ παρὰ φύσιν σου ἔργα, καὶ ἴσως ἐλεήσει σε ὁ Θεός, καὶ ἐξαποστείλει σοι φῶς τοῦ μαθεῖν ταπεινωθῆναι ἵνα μὴ αὐξηθῇ ἡ κακία σου. (Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, τὰ εὑρεθέντα ἀσκητικῆς)
Ἐστὶ δαίμων ἐπὰν ἐν τῇ κλίνη ἀναπέσωμεν, πρὸς ἡμᾶς παραγενόμενος, καὶ πονηραῖς ἡμᾶς καὶ ῥυπαραῖς κατατοξεύων ἐνθυμήσεσι, ἵνα τῇ ὀκνηρία εἰς προσευχὴν τότε κατ᾿ αὐτοῦ μὴ ὀπλισμένοι ἐν ῥυπαραῖς ἐννοίαις ἀφυπνώσαντες, ῥυπαρὰ καὶ τὰ ἐνύπνια κτησώμεθα. Ἐστὶν πνευμάτων πρόδρομος καλούμενος ἐξ ὕπνου ἡμᾶς εὐθέως δεχόμενος, καὶ τὴν πρωτόνοιαν ἡμῶν καταμολύνων. (Ἰωάννου τῆς Κλίμακας, περὶ διακρίσεως)
... Ταῦτα δὲ διηγησάμην, ἵνα ἐνωγώνιοι, πάντοτε ὧμεν καὶ εὐτρεπισμένοι πρὸς τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἔξοδον, μήποτε τῇ φιληδονία συναπαγόμενοι ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἐξόδου ἀφορήτως ὀδυνησώμεθα. (Μεγάλου Εὐθυμίου)
Ὅταν ἡδονῆς τινος φαντασίας ἀναλάβῃς, φυλάσσε σεαυτόν, μὴ εὐθέως συναρπασθὴς ὑπὸ αὐτῆς, ἀλλὰ μικρὸν ὑπερτιθέμενος, μνήσθητι τοῦ θανάτου καὶ ἐνθυμήθητι πῶς ἄμεινόν ἐστι τὸ συνειδέναι σεαυτῷ, ταύτην τὴν πλάνην τῆς ἡδονῆς νενικηκότι. (Μεγάλου Ἀντωνίου, Παραίνεσις Φιλοκαλία Α)
Ἐν δὲ τῷ Εὐαγγελίῳ ὁ Κύριος τῇ ἰδίᾳ φωνῇ, ὡς ἂν πόῤῥωθεν διαφυλαχθεῖ ἦμεν τοῦ τοιούτου κακοῦ καθάπερ τινὰ ῥίζαν τοῦ πάθους τὴν διά του ἰδεῖν ἐγγινομένην ἐπιθυμίαν ἔξετε με διδάσκων ὅτι ὁ τῇ ὄψει τὸ πάθος παραδεξάμενος ὁδὸν δίδωσι καθ᾿ ἑαυτοῦ τῇ νόσῳ τὰ γὰρ πονηρὰ τῶν παθημάτων λοιμοῦ δίκην ἐπειδὰν ἅπαξ τῶν καιρίων κατακρίση τῷ θανάτῳ παύεται μόνῳ. (Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, εἰς τὸν Βίον τοῦ Μωυσέως)
Οταν ἔρχηται ὁ λογισμὸς οὗτος (δηλαδὴ τῆς βλασφημίας), λέγε: ἐγὼ πρᾶγμα οὐκ ἔχω. Ἡ βλασφημία σου ἐπάνω σου, σατανᾶ. Τοῦτο γὰρ τὸ πρᾶγμα οὐ θέλει ἡ ψυχή μου. (Ἀββᾶ Ποιμένος, ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ)
Μὴ ἐπαρθῇς τῇ καρδίᾳ σου ἐπὶ νοήμασι γραφικοῦ, ἵνα μὴ τῷ πνεύματι τῆς βλασφημίας κατὰ νοῦν περιπέσῃς. (Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, Περὶ νόμου πνευματικοῦ)
Ἡ δὲ τῆς βλασφημίας ὑποβολὴ τῶν
ἐχθρῶν, ἐὰν εὕρῃ τινὰ μὴ νηφάλιον, κἂν ἢ ἀγαπῶν τοῦ Θεοῦ, ἐὰν μὴ νίψη ὡς δεῖ ἢ ἐξετάσῃ τινὰ ἐπιστήμονα καὶ μάθῃ τὸ πῶς νικήσει αὐτὴν δολίαν οὖσαν, τοῦτον ἀπολέσει. Καὶ πολλοὶ ἐθανάτωσαν ἑαυτούς, ὁ μὲν ἐπάνωθεν πέτρας ἑαυτοῦ ῥίζας ὡς ἐκστατικός, καὶ ἄλλος μαχαίρη ἀνέπτυξεν τὴν κοιλίαν καὶ ἀπέθανεν, καὶ ἄλλοι ἄλλως. Μέγα γὰρ κακὸν τὸ μὴ ἀναγγείλαι τοῦτο ταχέως τῷ ἔχοντι τὴν γνῶσιν, πρὸ τοῦ χρονίσαι τὸ πάθος. (Ἀββᾶ Παχωμίου)
Μὴ ταραττέτω δὲ ἡμᾶς ὁ δαίμων ὁ συναρπάζων τὸν νοῦν πρὸς βλασφημίαν Θεοῦ καὶ πρὸς τὰς ἀπειρημένας φαντασίας ἐκείνας, ἂς ἔγωγε οὐδὲ γραφὴ τετόλμηκα, μηδὲ τὴν προθυμίαν ἡμῶν ἐκκοπτέτω. Καρδιογνώστης γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς καὶ οἶδεν, ὅτι οὐδὲ ἐν τῷ κόσμῳ ὄντες ποτὲ τοιαύτην μανίαν ἐμάνημεν. Σκοπὸς δὲ τούτῳ τῷ δαίμωνι, παῦσαι ἡμᾶς τῆς προσευχῆς ἵνα μὴ στῶμεν ἐναντίον κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, μηδὲ τὰς χεῖρας ἐκτείναι τολμήσωμεν, καθ᾿ οὗ ταῦτα διενοήθημεν. (Εὐάγριος Πρακτικός)
« Ὅταν ἄρχηται ὁ νοῦς εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ προκόπτειν, τότε καὶ ὁ δαίμων τῆς βλασφημίας ἄρχεται ἐκπειράζειν αὐτόν... πολεμούμενοι γὰρ καὶ ἀντιπολεμοῦντες δοκιμώτεροι καὶ γνησιώτεροι εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμεθα. Ἡ δὲ ῥομφαῖα αὐτοῦ εἰσῆλθεν εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ τὰ τόξα αὐτοῦ συντριβείη». (Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφ. Περὶ ἀγάπης)
« Καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἡ βίβλος τοῦ νόμου τούτου ἐκ τοῦ στόματος σου, καὶ μελετήσεις ἐν αὐτῇ ἡμέρας καὶ νυκτός, ἵνα εἰδῂς ποιεῖν πάντα τὰ γεγραμμένα. Τότε εὐοδωθήση καὶ εὐοδώσης τὰς ὁδοὺς σου καὶ τότε συνήσεις» . (Ἰησοῦ Ναυῆ Κεφ. Α´ 8)
Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μού ἐστι. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 97)
Καὶ ἔσται τὰ ῥήματα ταῦτα ὅσα ἐντέλλομαι σοι σήμερον ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν τῇ ψυχῇ σου, καὶ ἀφάψεις αὐτὰ εἰς σημεῖον τῆς χειρός σου κι ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σου, καὶ γράψεις αὐτὰ ἐπὶ τὰς φλιὰς τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ τῶν πυλῶν ὑμῶν. (Δευτερονόμιον στ. 6-9)
Τέκνον διανοοῦ ἐν τοῖς προστάγμασι Κυρίου καὶ ἐν ταῖς ἐντολαῖς μελέτα διὰ παντός. Αὐτὸς στηριεῖ τὴν καρδίαν σου, καὶ ἐπιθυμία τῆς σοφίας δοθήσεται σοι. (Σοφία Σειράχ στ. 37)
Ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 92)
Καὶ ἔσται ὡς τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων. (Ψαλμ. Α´ 3)
Καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ μελετήσει ἡμέρας καὶ νυκτός. (Ψαλμ. Α´ 2)
Ὁ Νόμος Κυρίου ἄμωμος, ἐπιστρέφων ψυχάς... ἡ ἐντολὴ Κυρίου τηλαυγὴς φωτίζουσα ὀφθαλμούς. (Ψαλμ. ΙΗ´ 8)
Τὰ λόγια Κυρίου λόγια ἁγνά. (Ψαλμ. ΙΑ´ 7)
Κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου ἐν ταῖς τρίβοις σου ἵνα μὴ σαλευθῶσι τὰ διαβήματά μου. (Ψαλμ. ΙΣΤ´ 5)
Μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τὰ μαρτύρια αὐτοῦ. Ἐν ὅλη καρδία ἐκζητήσουσιν αὐτόν. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ 2)
Ἐν τίνι κατορθώσει νεώτερος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ; Ἐν τῷ φυλάξασθαι τοὺς λόγους σου. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 9)
Ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως ἂν μὴ ἁμάρτω σοι. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 11)
Ἐν τοῖς δικαιώμασί σου μελετήσω. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 16)
Καὶ ἐμελέτων ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου, ἂς ἠγάπησα σφόδρα. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 47)
Ἐγὼ δὲ τὸν νόμον σου ἐμελέτησα. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 71)
Εἶ μὴ ὅτι ὁ νόμος σου μελέτη μού ἐστι, τότε ἂν ἀπωλόμην ἐν τῇ ταπεινώσει μου. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 92)
Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λογία σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 103)
Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου, καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 105)
Θλίψεις καὶ ἀνάγκαι εὕροσάν με, αἱ ἐντολαί σου μελέτη μου. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 143)
Ἐπεπόθησα τὸ σωτήριον σου, Κύριε καὶ ὁ νόμος μελέτη μού ἐστι. (Ψαλμ. ΡΙΗ´ (118), 174)
Ἐρευνᾶτε τὰς γραφὰς ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν. Καὶ ἐκεῖναί εἰσιν μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ. (Ἰω. ε´ 39)
Ταῦτα μελέτα ἐν τούτοις ἴσθι. (Α´ Τιμ. στ´ 15)
Καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ Μωυσέως καὶ ἀπὸ πάντων τῶν Προφητῶν διηρμήνευεν αὐτοῖς πάσας τὰς γραφὰς τὰ περὶ ἑαυτοῦ. (Λουκ. ισ´ 27)
Καὶ ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας τὰ δυνάμενα σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Β´ Τιμ. 15)
Πάσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διαδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτημένος. (Β´ Τιμ. γ´ 16-15)
Καὶ γὰρ πνευματικὸς λειμὼν καὶ παράδεισος τρυφῆς ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀνάγνωσις, παράδεισος δὲ τρυφῆς ἐκείνου τοῦ παραδείσου βελτίων. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Μένωμεν τῇ ἀναγνώσει τῶν θείων Γραφῶν. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Ἡ δὲ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις Θεοῦ ὁμιλία ἐστί. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Καὶ ἕκαστος οἴκαδε ἀναχωρήσας τὰ βιβλία μετὰ χεῖρας λαμβανέτω καὶ τῶν εἰρημένων ἐπερχέσθω τὰ νοήματα, εἶγε μέλλει διηνεκῶς καὶ ἀρκοῦσαν ἔχει τὴν ἀπὸ τῆς Γραφῆς ὠφέλειαν. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Προσέχωμεν τοίνυν τῇ ἀναγνώσει μὴ μόνον τὰς δύο ταύτας ὥρας (οὐ γὰρ ἀρκεῖ εἰς ἀσφάλειαν ἡ ψιλὴ αὕτη ἀκρόασις) ἀλλὰ διηνεκῶς. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Καὶ γὰρ τὸ ξύλον ἐκεῖνο τὸ παρὰ τοὺς ῥύακας ἑστηκώς, οὐ δύο καὶ τρεῖς ὥρας ὁμιλεῖ τοῖς ὕδασιν, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν ἡμέραν πᾶσα δὲ νύκτα. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Καὶ γὰρ ἄτοπον τὴν μὲν οἰκίαν μηδέποτε ἀνέχεσθαι ἐν ἑσπέρα χωρὶς λύχνον καὶ φωτὸς ὁρᾶν τὴν δὲ ψυχὴν ἔρημον διδασκαλίας ὁρᾶν; (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Καὶ ἐκ πάντων τῶν πονηρῶν λογισμῶν ὥσπερ ἐκ μέσου φλογὸς ἐξαρπάζει, τὴν ψυχὴν ἡ τῶν θείων Γραφῶν ἀνάγνωσις. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Οὕτω καὶ παρὰ τὴν πηγὴν τῶν θείων Γραφῶν παρακαθήμενος, κἂν ἐπιθυμίας ἀτόπου φλόγα διενοχλοῦσα ἵδῃ ῥᾳδίως ἀπὸ τῶν νοημάτων ἐκείνων τὴν ψυχὴν ἀποκλείσης ἀπεκροῦσατο τὴν φλόγα. (Ἰωάννης Χρυσόστομος)
Οὐκ ἄλλως κατορθεῖται ἀρετὴ καὶ ἀποχὴ κακῶν εἰμὴ διὰ μελέτης τῶν Ἁγίων Γραφῶν.(Μέγας Ἀθανάσιος)
Σχόλασον σεαυτὸν διὰ παντὸς ἐν τῇ μελέτῃ τῆς ἀναγνώσεως τῶν γραφῶν, ἐν ἀκριβῆ καταννοήσει, ἵνα μὴ προφάσει τῆς ἀργίας τοῦ νοῦ μολυνθῇ ἡ ὅρασίς σου ἐν ἀκολάστοις ἀλλοτρίοις μολυσμοῖς. (Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, Περὶ ἀναγνώσεως τῶν Ἁγίων Γραφῶν – Ἰωάννης Ε´ 39-)
ΚΑΝΩΝ 80 ΤΗΣ ΣΤ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΥ
Εἰ τὶς ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος ἢ Διάκονος ἢ ἐν τῷ Κλήρῳ καταλεγομένων ἢ ΛΑΪΚΟΣ, μηδεμίαν ἀνάγκην βαρυτέραν ἔχει, ἢ πρᾶγμα δυσχερὲς ὥστε ἐπὶ πλεῖστον ἀπολείπεται τῆς αὐτοῦ ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ ἐν πόλει διάγων, τρεῖς Κυριακὰς ἡμέραν ἐν τρισὶν ἐβδομάσιν, μὴ συνέρχοιτο, εἶ μὲν κληρικὸς εἴτι καθαιρείσθω, εἶδε λαϊκὸς ἀποκινείσθω τῇ κοινωνίας.
ΚΑΝΩΝ ΛΕ´. ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΗΣΤΕΥΤΟΥ
Ὁ μετὰ τὴν θείαν ἐμέσας μετάληψιν 40 ἡμέρας τῆς κοινωνίας τῆς θείας ἀφίσταται τὸν 50 ᾄδων ψαλμὸν καθ᾿ ἑκάστην καὶ μετανοίας ποδῶν 50 κἂν ὁπωσδήποτε τοῦτο συμβῇ. Εἰ γὰρ καὶ μὴ τέως ἀφορμὴν αὐτὸς οἴεται δοῦναι, ἀλλαγὲ δι᾿ ἑτέρα τινὰ ἴδια πταίσματα πάντως παρεχωρήθη.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ
Ὑπὲρ τοῦ ἁγιασθῆναι τὸ ὕδωρ τοῦτο τῇ δυνάμει, καὶ ἐνεργείᾳ, καὶ ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπὲρ τοῦ καταφοιτῆσαι τοῖς ὕδασι τούτοις τὴν καθαρτικὴν τῆς ὑπερουσίου Τριάδος ἐνέργειαν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπὲρ τοῦ γενέσθαι τὸ ὕδωρ τοῦτο ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, εἰς ἴασιν ψυχῆς καὶ σώματος, καὶ πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπὲρ τῶν ἀντλούντων καὶ ἀρυομένων εἰς ἁγιασμὸν οἴκων τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὑπὲρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς ἐμπλησθῆναι ἁγιασμοῦ διὰ τῆς τῶν ὑδάτων τούτων μεταλήψεως τῇ ἀοράτῳ ἐπιφανείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
- Αὐτὸς οὖν, φιλάνθρωπε Βασιλεῦ πάρεσο καὶ νῦν διὰ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος καὶ ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο...
Ποίησον αὐτὸ ἀφθαρσίας πηγήν, ἁγιασμοῦ δῶρον, ἁμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων ἀλεξιτήριον, δαίμοσιν ὀλέθριον, ταῖς ἐναντίαις δυνάμεσι ἀπρόσιτον, Ἀγγελικῆς ἰσχύος πεπληρωμένον. Ἵνα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καὶ μεταλαμβάνοντες, ἔχοιεν αὐτὸ πρὸς καθαρισμὸν ψυχῶν καὶ σωμάτων, πρὸς ἰατρείαν παθῶν, πρὸς ἁγιασμὸν θίκων, πρὸς πᾶσαν ὠφέλειαν ἐπιτήδειον.
Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἁγίασον τὸ ὕδωρ τοῦτο, τῷ Πνεύματι σου τῷ Ἁγίῳ. Δὸς πᾶσι, τοῖς τε ἁπτομένοις, τοῖς τε χριομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσι, τὸν ἁγιασμόν, τὴν εὐλογίαν, τὴν κάθαρσιν, τὴν ὑγείαν.

ΟΣΟΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
« … Δὲν εἶναι τοῦ τυχόντος νὰ διακρίνη ἀμέσως καὶ εὐκρινῶς τὰ δυσδιάκριτα αὐτὰ πράγματα (σ.σ. Δηλαδή ποιο είναι το θέλημα του Κυρίου) . Ἀφοῦ καὶ αὐτὸς ὁ θεοφόρος Δαβίδ, ποὺ ὡμιλοῦσε μέσα του τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, πολλὲς φορὲς προσεύχεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἄλλοτε λέγει: «Δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. ρμβ´ 10). Ἄλλοτε: «Ὁδήγησόν με ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου» (Ψαλμ. κδ´ 5). Καὶ ἄλλοτε: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἀπὸ πάσης μερίμνης βιοτικῆς καὶ πάθους, τὴν ψυχήν μου ᾗρα καὶ ὕψωσα» (πρβλ. Ψαλμ. ρμβ´ 8). (Ἑπομένως) ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ μάθουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, ὀφείλουν προηγουμένως νὰ θανατώσουν τὸ ἰδικό τους. Ἀφοῦ δὲ προσευχηθοῦν μὲ πίστι καὶ ἀπονήρευτη ἁπλότητα, ἀς ἐρωτήσουν μὲ ταπείνωσι καρδίας καὶ ἀδίστακτο λογισμὸ τοὺς γέροντας ἢ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ἀκόμη, καὶ ἂς δεχθοῦν τὶς συμβουλές τους σὰν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἐὰν εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὸ θέλημά τους· ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶναι καὶ τόσο πνευματικοὶ οἱ ἐρωτηθέντες· διότι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεὸς νὰ ἀφήση νὰ πλανηθοῦν ψυχὲς ποὺ μὲ πίστι καὶ ἀκακία ἐταπεινώθηκαν ἐμπρὸς στὴν συμβουλὴ καὶ στὴν κρίσι τοῦ πλησίον. Ἀκόμη καὶ ἀνίδεοι ἐὰν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἐρωτῶνται, ἐκεῖνος ποὺ ἀπαντᾶ μὲ τὸ στόμα τους εἶναι ὁ ἄϋλος καὶ ἀόρατος Θεός. Ὅσοι ἀκολουθοῦν ἀδίστακτα αὐτὸν τὸν κανόνα, εἶναι ἄνθρωποι μὲ πολλὴ ταπείνωσι. Ἐὰν κάποιος ἔθετε τὸ πρόβλημά του ἐμπρὸς στὸν ἦχο τοῦ Ψαλτηρίου (πρβλ. Ψαλμ. μη´ 5), πόσο νομίζετε ὅτι ὑπερτερεῖ ὁ λογικὸς νοῦς καὶ ἡ νοερὰ ψυχὴ ἀπὸ τὸν ἦχο ἑνὸς ἀψύχου πράγματος; Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τὴν αὐταρέσκειά τους δὲν ἀξιώθηκαν νὰ ἐνστερνισθοῦν τὸν τέλειο καὶ εὔκολο αὐτὸν τρόπο. Αὐτοὶ προσεπάθησαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μὲ τὶς ἰδικές τους δυνατότητες, καὶ μᾶς ἐξέφεραν ἐπ᾿ αὐτοῦ πολυάριθμες καὶ ποικίλες γνῶμες». (Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, από τον 22ον Λόγον του «Περί διακρίσεως»)

ΑΠΟΔΕΚΑΤΩΣΗ
ΝΗΣΤΕΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Τι είναι η αποδεκάτωση του έτους και τι σχέση έχει με την νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής;
Τι είναι η αποδεκάτωση του έτους;
Στην Π. Διαθήκη είχε ορίσει ο Θεός να προσφέρουν στο Ναό Του το ένα δέκατο από όλα τα εισοδήματά τους. Έτσι οι Ισραηλίτες ελάμβαναν από το Θεό την ευλογία Του, η οποία τους βοηθούσε να έχουν κάθε προκοπή, να είναι ευτυχισμένοι και να ζουν πολλά χρόνια. Στην εποχή της Χάριτος οι ιεροί Πατέρες σκέφτηκαν αντί οι πιστοί να αφιερώσουν στον Κύριο υλικά πράγματα, να αφιερώσουν πιο πολύ τους εαυτούς των στην υπηρεσία Του κατά το ένα δέκατο του χρόνου της ζωής τους, ώστε στο διάστημα αυτό να ζουν με πιο έντονο πνευματικό τρόπο, να νηστεύουν, να προσεύχονται, να θρηνούν για τις αμαρτίες τους, να μετανοούν και να ζητούν το έλεος του Κυρίου, για να αξιωθούν στο τέλος μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου, να αναστηθούν και αυτοί στη νέα ζωή και να κληρονομήσουν την αιωνιότητα. Το ένα δέκατο του χρόνου είναι περίπου 36 ημέρες, όσες δηλαδή, είναι οι ημέρες της Τεσσαρακοστής. Οι εφτά Εβδομάδες έχουν 49 ημέρες. Επειδή τα Σάββατα και οι Κυριακές, που είναι 14 ημέρες, δεν νηστεύονται, γι’ αυτό αφαιρούνται και μένουν 35 ημέρες. Σ’ αυτές, όμως, προσθέτουν το Μ. Σάββατο, που νηστεύεται και έτσι οι νηστήσιμες ημέρες της Τεσσαρακοστής γίνονται 36, που είναι το ένα δέκατο του έτους.
Κατά το διάστημα αυτό οι πιστοί αφιερώνουν πιο πολύ τη ζωή τους στον Κύριο, αφού Εκείνον σκέφτονται, όταν προσεύχωνται, όταν νηστεύουν, όταν με δάκρυα τον παρακαλούν να τους ελεήσει και να συγχωρήσει τις αμαρτίες τους, για να αναστηθούν στη νέα ζωή, ώστε να κληρονομήσουν την αιωνιότητα. (επισκόπου Βελεστίνου Δαμασκηνού).
Στην Α' Οικουμενική Σύνοδο οι Άγιοι Πατέρες θέσπισαν την 40ήμερη αυτή νηστεία, κατά μίμηση της 40ήμερης νηστείας του Κυρίου στην έρημο, ώστε προετοιμασμένοι με προσευχές και ελεημοσύνες, με νηστείες και αγρυπνίες, με δάκρυα και εξομολόγηση και καθαρή συνείδηση, να εορτάσουμε τις άγιες ήμερες των Παθών και της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Οι Πατέρες την συνδυάζουν, τέλος, με την ελεημοσύνη. Είναι, λένε, «ο αποδεκατισμός του έτους». Καθώς οι ημέρες της αυστηρής νηστείας είναι τριανταέξι και μισή ημέρα, το διάστημα αυτό είναι το ένα δέκατο της χρονιάς. Η λιτή δίαιτα του πιστού αυτό το διάστημα, τον βοηθάει να αποφύγει περιττά έξοδα και να τα διαθέσει στους εμπερίστατους αδελφούς.
Από το συναξάριον της Κυριακής της Τυρινής:
«Πρέπει δε να ηξεύρωμεν ότι η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή του όλου χρόνου είναι ωσάν ένας αποδεκατισμός, διότι από την αμέλειά μας δεν προαιρούμεθα, ούτε πάντοτε να νηστεύωμεν ούτε να απέχωμεν από κακάς πράξεις, διά τούτο οι θείοι Απόστολοι και ύστερα από αυτόυς οι Άγιοι Πατέρες παρέδωκαν εις ημάς αυτήν την Αγίαν Τεσσαρακοστήν ωσάν ένα θέρος ψυχών, διά να εξαλείψωμεν, διά μετανοίας και συντριβής, όσα κακά επράξαμεν όλον τον χρόνον, και διά τούτο, επειδή με τέτοιον σκοπόν και τέλος μάς την επαράδωκαν οι θείοι Απόστολοι, πρέπει και να την φυλάττωμεν ακριβέστερον από κάθε άλλην νηστείαν. Επειδή και τας άλλας τρείς, ήγουν των Αγίων Αποστόλων, την της Θεοτόκου, και του Σαρανταημέρου, η Εκκλησία μάς τάς παραδίδει, και χρέος έχομεν να τάς φυλάττωμεν. Όμως αυτή είναι πολύ τιμιωτέρα και θειοτέρα, πρώτον , διατί ο Χριστός, ο αρχηγός της ημετέρας σωτηρίας, υπέρ ημών ενήστευσεν αυτήν και τον πειράζοντα νικήσας εδοξάσθη. Δεύτερον, και διά τα Άγια Πάθη , τα οποία εις το τέλος λαμπρώς και θειοπρεπώς εορτάζομεν. Αλλά και ο Μωϋσής τεσσαράκοντα ημερονύκτια νηστεύσας τον νόμον έλαβε. Και ο προφήτης Ηλίας άλλας τόσας νηστεύσας, εν τώ όρει τω Χωρήβ, ιδείν ηξιώθη τον Θεόν, ως ανθρώπω δυνατόν. Καί ο Δανιήλ ωσαύτως και άλλοι πάμπολλοι, όσοι παρά τω Θεώ εφάνησαν δόκιμοι, δια νηστείας αυτώ ευηρέστησαν».
Πηγές:
http://www.theologic.gr, http://www.agiazoni.gr, Τριώδιον

ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΝΥΞΕΩΣ
Ό άββάς Θεόδωρος διηγήθηκε: «Στα Κελιά κατοικούσε κάποιος αδελφός, πού είχε αποκτήσει το χάρισμα της κατανύξεως. Τον ρωτήσαμε λοιπόν για τα δάκρυα - γιατί άλλοτε έρχονται μόνα τους και άλλοτε δεν μπορεί κανείς να τα προκαλέσει ούτε με έμπονη προσπάθεια; και ο γέροντας απάντησε: "Τα δάκρυα είναι όπως ή βροχή, και ο άνθρωπος είναι σαν το γεωργό. "Όταν λοιπόν έρχονται (τα δάκρυα), αυτός πού καλλιεργεί την καρδιά του πρέπει ν' αγωνίζεται για να μη χαθεί τίποτε από τη βροχή, αλλά να μαζευτεί όλο το νερό στον κήπο του και να τον ποτίσει. Σας λέω, παιδιά μου, ότι πολλές φορές μια μέρα βροχής είναι αρκετή για όλο το χρόνο και σώζει όλους τους καρπούς. Γι' αυτό πρέπει να προσέχουμε• και όταν καταλάβουμε ότι έρχεται, ας αγωνιστούμε να φυλάξουμε τους εαυτούς μας κι ας αφοσιωθούμε σε επίμονη ικεσία του Θεού. Γιατί δεν ξέρουμε αν θα δούμε και άλλη μέρα τη βροχή εκείνη".

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΚΟΠΙΑΖΟΥΜΕ ΑΔΙΚΑ

Ο αββάς Δανιήλ είπε:
Μας διηγήθηκε ο αββάς Αρσένιος - τάχα για κάποιον άλλον, ενώ ο ίδιος ήταν - τα εξής: Ένας Γέροντας καθώς καθόταν στο κελί του, άκουσε φωνή που έλεγε: «Έλα, θα σου δείξω τα έργα των ανθρώπων». Σηκώθηκε και βγήκε. Τον έφερε σε κάποιο τόπο και του έδειξε έναν Αιθίοπα να κόβει ξύλα και να κάνει απ΄αυτά ένα μεγάλο φορτίο, που προσπαθούσε να το φορτωθεί, αλλά δεν μπορούσε. Και αντί να αφαιρέσει ξύλα από αυτό, έκοβε κι άλλα και τα στοίβαζε στο φορτίο. Αυτό το έκαμνε για πολλή ώρα. Προχώρησε λίγο παρά πέρα. Του δείχνει έναν άνθρωπο να στέκεται πάνω σε λάκκο, να βγάζει νερό απ΄αυτόν και να το ρίχνει σε μια δεξαμενή που ήταν όλο τρύπες και έπεφτε το ίδιο το νερό πάλι στον λάκκο. Ξανά του λέει: «Έλα, θα σου δείξω άλλο». Και βλέπει έναν ναό και δύο άνδρες καθισμένους σε άλογα που κρατούσαν οι δυο τους ένα ξύλο σε πλάγια θέση ο ένας δίπλα στον άλλο. Ήθελαν να περάσουν από τη θύρα, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί το ξύλο ήταν πλαγιαστό. Και δεν πήρε την ταπεινή θέση ο ένας πίσω από τον άλλο, ώστε να μεταφέρουν το ξύλο κρατώντας το προς την ευθεία που πήγαιναν, και γι΄αυτό έμειναν έξω από την πόρτα. Αυτοί είναι, εξήγησε, εκείνοι που βαστούν τον ζυγό της δικαιοσύνης με υπερηφάνεια, και δεν ταπεινώθηκαν να διορθώσουν τον εαυτό τους και να βαδίσουν την ταπεινή οδό του Χριστού. Γι΄αυτό και μένουν έξω από τη Βασιλεία του Θεού. Εκείνος που κόβει τα ξύλα, είναι ο άνθρωπος ο πεσμένος σε πολλές αμαρτίες και αντί να μετανοήσει, βάζει κι άλλες πάνω στις αμαρτίες του. Τέλος, εκείνος που τραβά το νερό είναι ο άνθρωπος πού, ναι μέν κάνει καλά έργα, αλλά επειδή σ΄αυτά είχε αναμείξει όχι καλό σκοπό, έχασε εξαιτίας αυτού και τα καλά έργα. Κάθε άνθρωπος λοιπόν πρέπει να είναι προσεκτικός στα έργα του, για να μην κοπιάσει άδικα.
Σχετικό είναι και το χωρίο Σοφ. Σολ. 6,4, πού ισχύει για ολους:  «ύπηρέται όντες της αυτού βασιλείας ούκ έκριναν ορθώς, ουδέ έφύλαξαν νόμον, ουδέ κατά την βουλήν του Θεού έπορεύθησαν»!.



ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

« ….  Ας μάθωμεν λοιπόν ότι ο Θεός μας δίδει αυτά τα χτυπήματα, διότι απεμακρύνθημεν από αυτόν και αμελήσαμεν. Δεν επιδιώκει να μας συντρίψη, αλλά φροντίζει να μας διορθώση, όπως κάμνουν οι καλοί από τους πα­τέρες και αυτοί που φροντίζουν δια τα τέκνα, οι οποίοι θυμώνουν εναντίον των νέων και εξοργίζονται, όχι διότι θέλουν να τους κα­κοποιήσουν, αλλά δια να τους οδηγήσουν από την νηπιώδη αδιαφορίαν και τα αμαρτήματα της νεότητος εις την επιμέλειαν.»

Το πρώτο χτύπημα που έκανε ο διάβολος στον Ιώβ, ήταν αρχικά στα υπάρχοντά του. Είδε ότι δεν λυπήθηκε ούτε απομακρύνθηκε από τον Θεό. Το δεύτερο χτύπημα το επέφερε στο σώμα του. Αλλά ούτε και μ' αυτό ο γενναίος του Θεού αθλητής αμάρτησε βγάζοντας λόγο βλάσφημο απ' το στόμα του. Γιατί είχε μέσα του τον θησαυρό του Θεού και πάντοτε έμενε πιστός σ' Αυτόν.

(Πατερικόν)

ΟΤΑΝ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΕΤΑΙ Ο ΝΟΥΣ

«Ολίγοι είναι μαζί μου και με την προσευχήν, και αυτοί αισθάνονται ζάλην, χασμωριούνται, συνεχώς γυ­ρίζουν και παρακολουθούν πότε θα τελειώση ο ψάλτης τους στίχους, πότε θα απολυθούν από την εκκλησίαν, ωσάν από φυλακήν και από την ανάγκην της προσευχής» . (Μέγας Βασίλειος)

Ἡ μεγάλη ἐκκλησιαστική προσωπικότητα, μοναχός Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, πόύ εζησε πρό τῆς ἁλώσεως τῆς Κων/πόλεως τό 1453, και τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Μάρκος  ὁ Ευγενικός ἀποκαλεῖ ἀκριβή δογματιστή, στερρότατο στύλο τῆς Ἀληθείας καί λύχνο τῆς Ὀρθοδοξίας, μιλᾶ για τους χριστιανούς τῆς ἐποχῆς του, λές καί ἀναφέρεται στην δική μας  ἐποχή: «Οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς τούς Χριστιανούς, ὄχι μόνο δέν ξέρουμε τί σημαίνει Χριστιανός, ἀλλά οὔτε τό σταυρό μας κάνουμε, ὄχι ἐπειδή δέν ξέρουμε τόν τρόπο, ἀλλά ἐπειδή νομίζουμε πώς δέν ἔχει σημασία ἄν τόν κάνουμε ἤ ὄχι. Ὅταν βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ δέν ἀντιδροῦμε, μολονότι χρέος μας εἶναι ἀκόμα καί νά πεθάνουμε γι΄αὐτό ἄν χρειασθεῖ. Καθημερινά ἐκτοξεύουμε μικρές ἤ μεγάλες κατάρες. Ὁρκιζόμαστε ἄφοβα στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί καταπατοῦμε τόν ὅρκο μας καί  μάλιστα χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη. Γογγύζουμε κατά τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε γιατί βρέχει, ἄλλοτε γιατί δέν βρέχει, ἄλλοτε ἐπειδή κάνει ζέστη, ἄλλοτε ἐπειδή κάνει κρύο, ἄλλοτε ἐπειδή σέ ἄλλους ἔχει δώσει πλούτη, ἐνῶ σέ ἄλλους ἐπιτρέπει φτώχεια. Γινόμαστε ἔτσι αὐστηρότατοι κριτές τοῦ Θεοῦ, Τόν βλασφημοῦμε καί Τόν ἀρνούμαστε, χωρίς μάλιστα νά ἀντιδρᾶ καί κανείς ἀπό αὐτούς πού μᾶς ἀκοῦνε. Οἱ χριστιανοί, παραδίδουν τά κορίτσια τους πού δέν ἔχουν φθάσει κἄν στήν ἐφηβεία, στήν παιδική διαφθορά καί ντύνουν τίς γυναῖκες τους μέ ἀνδρικά ροῦχα. Τίς ἱερές γιορτές τους τίς γιορτάζουν μέ σατανικά τραγούδια, μέ ἄσεμνα γλέντια καί μεθύσια καί μέ ἄλλες αἰσχρές συνήθειες. Φοροῦν φυλαχτά τοῦ Μαρτίου καί στεφάνια τοῦ Μαΐου, καί γιορτάζουν πηδώντας γύρω ἀπό φωτιές κάνοντας μαντεῖες... Κάθε μέρα ὅλο καί περισσότερο συναναστρεφόμαστε καί ἀκολουθοῦμε μάγους, μάντεις καί ἀπατεῶνες. Γι΄αὐτό, ἀντί τῆς ἀγάπης μπῆκε ἀνάμεσά μας ὁ φθόνος· κάθε ἀδελφός τά βάζει μέ τόν ἀδελφό του, καί κάθε φίλος συμπεριφέρεται δόλια. Ἡ καλοσύνη ἀπομακρύνθηκε, ἡ συμπόνια ἐξαντλήθηκε, τό μῖσος ἔγινε ἀχαλίνωτο, ἡ θρασύτητα πλεόνασε. Οἱ ἄρχοντές μας ἔγιναν ἄδικοι, οἱ ἐπιβλέποντες κλέφτες, οἱ δικαστές δωροδοκοῦνται, οἱ μεσολαβητές λένε ψέμματα, οἱ πολῖτες ἀλληλοαπατῶνται, οἱ χωρικοί ἔγιναν ἄμυαλοι καί ὅλοι μας διαφθαρήκαμε. Τά νεαρά κορίτσια μᾶς εἶναι περισσότερο ἀδιάντροπα ἀπό τίς πόρνες, οἱ χῆρες, ἰδιαίτερα καί πιό ἐπιτηδευμένα περιποιημένες, οἱ παντρεμένες καταφρονοῦν τή συζυγική πίστη, οἱ νέοι ἀσωτεύουν καί οἱ ἡλικιωμένοι μεθοῦν. Οἱ νομικοί ἐξευτέλισαν τό ἔργο τους, οἱ ἱερεῖς ξέχασαν τόν Θεό, οἱ μοναχοί ἐκκοσμικεύθηκαν, οἱ λαϊκοί ἀσεβοῦν· ἡ κοινωνία ἐμφανίζει ὄψη πόρνης, ἀναισθησία καί  τύφλωση, ὥστε νά μήν καταλαβαίνουμε ὅτι διαπράττουμε ὅλα τά κακά ἤ τουλάχιστον ὅτι πάσχουμε.  Ὅλες οἱ διδασκαλίες φαίνονται ἄσκοπες. Οἱ συμβουλές, περιττά λόγια καί φλυαρίες, ἄκαιρα εἰπωμένες, χάριν φιλοδοξίας ἤ ἐπιδείξεως. Τιμοῦνται περισσότερο οἱ φαῦλοι καί οἱ ἀνήθικοι». (Βρυέννιος)

Προς Κύριον εὐχέτης

+ Μεσογαίας, Λαυρεωτικς και Αχαρνν Κήρυκος
Τοποτηρητής θηνν και ττικοβοιωτίας και Πρόεδρος

τς Ι.Σ. τς πανταχο Γνησίας ρθοδόξουΕκκλησίας

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΑΠΕΔΕΧΘΗΣΑΝ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΝ ΜΑΣ